ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ

To αυτοκίνητο που πάντα ήθελα αλλά ποτέ δεν πήρα!

Από την άγουρη νιότη μέχρι το σκληρό φορολογικά παρόν, όλοι μας πάντα είχαμε στην άκρη του μυαλού μας ένα αυτοκίνητο που σχεδόν αγγίζαμε οικονομικά αλλά ποτέ δεν βάλαμε στο γκαράζ μας. Ακολουθούν 4+1 επιθυμίες που έμειναν για πάντα επιθυμίες.

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα εμμονή με τα αυτοκίνητα. Καθημερινά γυρνούσα από το νηπιαγωγείο ή τις πρώτες τάξεις του δημοτικού και τραβολογούσα τον ένα μου παππού να μου αγοράσει το ‘αυτοκινητάκι της ημέρας’. Ξέρετε, τύπου Matchbox, που παρά το μικρό του κόστος έμοιαζε για μένα μικρός θησαυρός. Η μοναδική ίσως ανάμνηση που έχω από τον άλλο μου παππού, είναι με ένα παιχνίδι που μου είχε φέρει και παίζαμε μαζί, όπου ο General Lee των Dukes of Hazard πηδάει από μία ράμπα. Ήταν μακράν η αγαπημένη που εκπομπή όταν ήμουν μικρός. Έστω λοιπόν και σε κλίμακα, αυτό που ήθελα ήταν δικό μου. Κ ήταν αρκετό.

Μεγαλώνοντας άρχισα να αντιλαμβάνομαι την αξία των χρημάτων, αλλά και τη ματαιότητα των μινιατούρων. Πως τα τετράτροχα που ποθούσα δεν θα γίνονταν απαραίτητα δικά μου σε πραγματικό μέγεθος. Ούτε ο Kitt, ούτε η λευκή Ferrari Testarossa από τους Σκληρούς του Μαϊάμι. Μπήκα στην εφηβεία, δεν έπαψα να ονειρεύομαι, απλά ως Αιγόκερως και αυστηρά ρεαλιστής, άρχισα να προσγειώνομαι. Κοιτούσα γύρω μου και δεν έβλεπα Lamborghini και Lotus, αυτά συνέβαιναν μόνο στις βιντεοκασέτες (όσοι δεν προλάβατε VHS λόγω ηλικίας, παρακαλώ σταματήστε την ανάγνωση εδώ). Έτσι άρχισα να προσαρμόζω τη νεανική μου wish list στα τότε κριτήρια και ερεθίσματα.

Ο πιο αγνός έρωτας

Ποιο ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που έβλεπα στους ελληνικούς δρόμους και το ζαχάρωνα σαν την ξανθιά στο μπροστινό θρανίο στο Γ3; Η Lancia Integrale. Αρχές δεκαετίας του ’90, την είχε ένας Θείος μου. Σε χρώμα λευκό και παρότι χωρίς τις ρίγες της Martini με τις οποίες διέπρεπε στα ράλι, θυμάμαι πως ήταν η πρώτη «Ιταλίδα» που έκλεψε την καρδιά μου. Μη ρωτάτε ποιο ακριβώς μοντέλο, με τη κινητήρα, αν ήταν τετρακίνητη. Αυτά ήταν λεπτομέρειες στην εφηβική μου αθωότητα. Αντίθετα, τη θυμάμαι σαν τον πρώτο αθώο έρωτα, το πρώτο blues σε πάρτι (επίσης όσοι δεν τα προλάβατε λόγω ηλικίας, παρακαλώ σταματήστε την ανάγνωση εδώ), που ήσουν κοντά της και η καρδιά σου χτυπούσε δυνατά χωρίς ακόμα να γνωρίζεις καλά-καλά τι πρέπει να κάνεις. Δεν είχα οδηγήσει ποτέ κι όμως την αγαπούσα ήδη.

Βρώμικο και γκάζια

Ρεαλισμού συνέχεια και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Μερικά χρόνια πιο πέρα στο δρόμο, ακόμα εφηβεία, ακόμα μακριά από τα 18 και το δίπλωμα, περιέργως είχα κολλήσει με ένα ακόμα λευκό αυτοκίνητο. Ο λόγος για ένα Suzuki Swift GTI! Εξαιρετικά δημοφιλές τότε, μικρή ρουκέτα στα 1300 κυβικά εκατοστά, που βασίλευε στα λιμανάκια. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι κόντρες, απλά ταίριαζε σε ένα role model που τότε καλόβλεπα. Βασισμένο σε οικογενειακό γνωστό, με μοντέρνο στιλ και όμορφη γκόμενα. ‘If he can do it, so can I’ ήταν η όλη φάση. ‘Never did’ είναι ο εκ των υστέρων απολογισμός.

Κωλάρα αλλά…

Πενταήμερη, ενηλικίωση, δίπλωμα σχεδόν ανά χείρας και πλέον το πράγμα σοβαρεύει. Έπρεπε στ’ αλήθεια να αναζητήσω το πρώτο μου αυτοκίνητο και πίστευα πως το είχα βρει χωρίς κόπο. Renault Megane Convertible, για να βολτάρεις με ανοιχτή οροφή και να γουστάρουν τα κορίτσια. Αλλά μεταξύ μας, πιο πολύ για να γουστάρω εγώ κάθε φορά που θα την κοιτούσα στον… πισινό. Τόσο μα τόσο όμορφο πίσω μέρος, ξεχώριζε από οτιδήποτε άλλο κυκλοφορούσε στο δρόμο και ήταν και για συγκεκριμένου βάθους πορτοφόλι. Μόνο που σύντομα ο καιρός έβαλε τέλος στα σχέδιά μου. Ναι, ο καιρός.

Καλό το καλοκαίρι με τον έναστρο ουρανό ψηλά και το βραδινό αεράκι να σου χαλάει τα μαλλιά αλλά τι γίνεται το χειμώνα;

Η πάνινη οροφή που σε γαλλικό αυτοκίνητο πριν την αλλαγή της χιλιετίας αποτελούσε μεγαλύτερο ρίσκο και από το να παίξεις όλα σου τα λεφτά στο 21 κόκκινο στη ρουλέτα, ήταν αρκετή για να πατήσει δυνατά φρένο στην ιδέα απόκτησής του. Άσε που και από αισθητικής πλευράς, ‘κλειστό’ το Megane Cabrio μάλλον ‘έμπαζε’. Με τις επιλογές μου λιγοστές και την ανυπομονησία που θα χάριζε η ελευθερία του δικού μου αυτοκινήτου να γιγαντώνεται, πήρα ένα άλλο ρίσκο που αποδείχθηκε μάλιστα σαφώς μικρότερο. Παρήγγειλα ένα αυτοκίνητο που είχα δει μόνο σε προσπέκτους: το ολοκαίνουριο τότε Peugeot 206! Οικονομική ωδή στη καμπύλη, με μεγάλη ηλεκτρική ηλιοροφή για να καλύψει την ανάγκη μου να χαζεύω τ’ άστρα όποτε βρισκόμουν εν στάσει. Το κράτησα έξι χρόνια, το ξεζούμισα, το ανέβασα σε ειδικές του Ακρόπολις πριν (!) τα αγωνιστικά, πήρα όλο του το είναι προτού το αποχωριστώ. Είχε έρθει η ώρα για κάτι πιο δυνατό.

Ένα αυτοκίνητο, πέντε προπονητές!

2004. Η χρονιά που πήραμε το Euro. Που πήραμε τη Eurovision (ξερνάω). Που κάναμε τους καλύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες της τελευταίας στιγμής. Και που δεν ήμουν πια απλά ανεξάρτητος οικονομικά αλλά εν μέσω εποχής που οι αγελάδες ήταν παχιές και οι λοιπές υποχρεώσεις μου λιγοστές, ήμουν έτοιμος να τολμήσω το κάτι παραπάνω. Έλα όμως που ήμουν ακόμα λάτρης της καμπύλης! Και εκείνη την εποχή, όλοι περίμεναν με αγωνία ένα ακόμα ιταλικό μοντέλο. Alfa Romeo αυτή τη φορά, Brera το όνομά της. Τη λιγουρευόμουν σε κόκκινο χρώμα της φωτιάς και πλήρη αντίθεση με τα μαύρα φιμέ της μάτια. Με τα φωτιστικά της σώματα εμπρός και πίσω να θυμίζουν σαγηνευτικά μάτια, το κουπέ σχήμα της να κάνει την καρδιά μου να χτυπά δυνατά δυνατά, όπως και η σκέψη της δικής της, 2.2 lt καρδιάς. Θα τα είχε όλα, εμφάνιση και ουσία. Όμως όταν κάτι φαίνεται τέλειο, συνήθως είναι και ακριβό. Θα έπρεπε λοιπόν να την πληρώνω επί δύο κυβερνήσεις. Kαι εκτός αυτού, να την περιμένω καιρό.

Τόσο καιρό που στο μεσοδιάστημα ο Κόκκαλης πρόλαβε να αλλάξει στον πάγκο του Ολυμπιακού Ολέγκ Προτάσοφ, Σίνισα Γκόγκιτς, Νίκο Αλέφαντο, προτού επαναφέρει τον Ντούσαν Μπάγεβιτς, τον διώξει ξανά και φέρει στη θέση του τον Τροντ Σόλιντ!

Κι επειδή η υπομονή μου ήταν ανάλογου χρονικού βεληνεκούς με εκείνη του προέδρου, πρυτάνευσε η λογική. Και βοήθησε και το γυναικείο μυαλό καθώς η αγαπημένη μου έβαλε στο ραντάρ μου ένα μοντέλο που για κάποιο λόγο κινούνταν σε stealth mode: την Toyota Celica. Long story short, λίγο αργότερα η τελευταία T-Sport των 192 αλόγων την οποία εισήγαγε η Toyota Ελλάδας, ελαφρώς μεταχειρισμένη in-house, σε άριστη κατάσταση και τιμή πολύ καλή για αυτό που έπαιρνες, γινόταν δική μου. Πάλι ψηλότερα απ’ ότι θα ήθελα να επενδύσω (ναι, τότε το αυτοκίνητο ήταν ακόμα επένδυση) αλλά την ευχαριστήθηκα και με το παραπάνω. Χαμηλή θέση οδήγησης, στα 1800 κυβικά, με τον VVT-i να τρελαίνεται στις στροφές που οι υπόλοιποι συνήθως ξεψυχούσαν. Απόλαυση.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια είχα χάσει την κ@βλ@ για γκάζι, στο μυαλό μου είχα πως θα πάω από το ‘Μέρος Α’ στο ‘Μέρος Β’ όχι με τον ταχύτερο αλλά με τον οικονομικότερο τρόπο. Ξέρω, είμαι η ντροπή του petrolhead αλλά από εκεί που την πήγαινα να ξεδιψάσει στο βενζινάδικο μετά από 350 χιλιόμετρα, είχα πλέον ως στόχο να ξεπερνώ τα 500. Κάθε φορά.

Till death do us apart με τέτοιο κινητήρα

Ίσως αυτή η αλλαγή οδηγικής φιλοσοφίας να ήταν και ο λόγος που κρατήθηκα όταν θέλησα να αμαρτήσω. Να την απατήσω. Να ‘βάλω χέρι’ σε ένα άλλο, ακόμα ισχυρότερο θηρίο. Ένα test drive με το καυτό Ford Focus ST, μία πραγματική πολεμική μηχανή (ακόμα και στο πορτοκαλί της χρώμα), με οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην αμαρτία. Και τι αμαρτία: με 2μισάρη κινητήρα, στρατιά από 220 άλογα, σαφώς πιο σύγχρονη τεχνολογική φαρέτρα, νομίζω καταλαβαίνετε γιατί έκανε την καρδιά μου να φτερουγίζει με κάθε πάτημα το πεντάλ του γκαζιού. Ευτυχώς δεν το τόλμησα. Όχι γιατί δεν άξιζε – διάολε για τέτοια αυτοκίνητα δανείζεις και την ψυχή σου στο διάβολο (την πουλάω για Ferrari και πάνω). Όμως με την κατανάλωση του 5κύλινδρου κινητήρα θα έπρεπε αντί να παντρευτώ τη γυναίκα μου, να παντρευτώ τον βενζινά μου. Κι όταν θα αναγκαζόμουν λόγω παιδιού να αποχωριστώ το ST, θα έπρεπε απλά να το χαρίσω μιας και οι επίδοξοι αγοραστές αυτοκινήτων με κινητήρες 2.5lt δεν κάνουν ακριβώς ουρές τα τελευταία χρόνια.

Πάλι καλά λοιπόν γιατί ίσως σήμερα θα έγραφα άρθρο με τίτλο «το αυτοκίνητο που ήθελα να πουλήσω και ποτέ δεν τα κατάφερα»

Τελικά, καθώς Ford είχε ο παππούς, Ford είχε και ο μπαμπάς, σε Ford κατέληξα κι εγώ. Πολυμορφικό, οικονομικό και ότι πρέπει να τις ανάγκες της κόρης μου. Γιατί σε αυτές τις τρεις και πλέον δεκαετίες διαδρομής από την πρώτη λέξη του κειμένου ως εδώ, η ουσία είναι πως τα όνειρα παραμένουν όνειρα, οι επιθυμίες παραμένουν επιθυμίες, όμως οι προτεραιότητες και οι ανάγκες αλλάζουν.

Με τις 1371 λέξεις που προηγήθηκαν δεν κλείνει μόνο αυτό το κείμενο αλλά ένας ολόκληρος χρόνος. Ένας χρόνος που η ενότητα Άυτοκίνητο’ στο Oneman άλλαξε ρότα. Και έχει σταθερά εσάς ως συνοδηγούς. Είτε σε ρόλο αναγνώστη, είτε σε ρόλο αφηγητή! Γράψτε μας λοιπόν με ποια αυτοκίνητα φλερτάρατε εσείς και γιατί!