Πώς είναι να είσαι το κορίτσι του φαντάρου
- 26 ΜΑΙ 2015
«Σκέφτομαι να κόψω την αναβολή».
Σιωπή. Η τηλεόραση απέναντι μας ήταν ανοιχτή αλλά δεν έχω ιδέα τι έπαιζε. Δεν με ενδιέφερε άλλωστε. Το μόνο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι το ανοιχτό παράθυρο. Και ότι παρά -την ανυπόφορη- ζέστη, εγώ άρχισα να κρυώνω. Πολύ. Της πρώτης ανακοίνωσης, ακολούθησαν δέκα, ίσως και δεκαπέντε λεπτά απόλυτης μουγκαμάρας. Μετά, μίλησε: «Να τελειώνω μωρέ». Παρά το γεγονός ότι άδικο δεν είχε, η πρώτη μου αντίδραση δεν ήταν και η καλύτερη. Στεναχωρήθηκα. Αλλά περισσότερο, αγχώθηκα.
Συν το γεγονός ότι όταν είσαι με έναν άνθρωπο υπερβολικά ερωτευμένη (όπως ήμουν εγώ) και ακόμη πιο υπερβολικά πάνω του (όπως ήμουν εγώ) επί τέσσερα συνεχόμενα σωτήρια έτη, τότε το ενδεχόμενο να τον αποχωριστείς για τον όποιο λόγο, δύσκολα το παίρνεις καλά.
Τις ημέρες που ακολούθησαν της ανακοίνωσης που έκανε τις φίλες μου να με ρωτάνε τι δίαιτα κάνω και έχει τέτοια επιτυχία, άρχισα να σκέφτομαι σαν το γένος μου (δεν το κάνω και πολύ συχνά) και να αναζητώ ρουσφέτια τρόπους ώστε να υπηρετήσει Αθήνα.
Από τη συνάντηση με τον κουστουμάτο κύριο στο υπερπολυτελές γραφείο του Υπουργού, έφυγα καθυσηχασμένη: «Θα τον φέρουμε Αθήνα, μην ανησυχείτε. Αυτό είναι το μόνο εύκολο» μου είπε μιλώντας ταυτόχρονα σε δύο τηλέφωνα.
Θα μπορούσα να επικαλεστώ την όποια αίσθηση ευσυνειδησίας μου και να σου πω ότι το μετάνιωσα ακρίβως μόλις έκλεισα την πόρτα. Ωστόσο ο λόγος που αποφάσισα να μην στείλω στο βαψομαλλιά κύριο τα χαρτιά ώστε ο «αγαπημένος» μου (όπως εκείνος τον αποκάλεσε πρωτύτερα και με έκανε να νιώσω σαν την Αλίκη στο μυστικό της Βοσκοπούλας) να έρθει Αθήνα, δεν ήταν αυτός.
Η εικόνα μου έφερε τέτοια αναγούλα, που άρχισα -επιτέλους- να έρχομαι στα -όποια- λογικά μου.
Οι ημέρες μέχρι να έρθει εκείνο το χαρτί το οποίο άνετα ανταγωνίζεται το προσκλητήριο του Μάκη Χριστοδουλόπουλου -στο πιο σουρεάλ- κύλησαν ήρεμα. Το είχαμε ρίξει στην πλάκα, κοινώς. Γιατί εντάξει, ακόμα και αν επρόκειτο να «χάσει» εννιά μήνες από τη ζωή του (το χάσει πολύ κακό ρήμα κατά τη γνώμη μου, αλλά αφού εκείνος το έβλεπε έτσι, ας μην του το χαλάσω) δεν πήγαινε και στον πόλεμο.
Ώσπου το χαρτί, ήρθε. Τον Αύγουστο, παρουσιαζόταν. Στα Γιάννενα.
Μουσική, παρακαλώ.
Του παν θα βάλεις στο χακί -ναι.
Θα βγεις στην πρώτη τη γραμμή -δεν ξέρω υποθέτω πως ναι.
Και, ήρωας θα γίνεις -το αποκλείω.
Και όλα, άλλαξαν. Εκείνος άρχισε να πνίγεται λες και όντως πηγαίνει στον πόλεμο. Αρχίσαμε να τσακωνόμαστε. Ήθελε να τα κάνει όλα μόνος του. Ήθελε να είναι μόνος. Για την ακρίβεια και για να το πω και κάπως ρομαντικά, κάπου εκεί πιστεύω ότι γράφτηκε το τέλος μας. Το ουσιαστικό γιατί κατά τα άλλα μείναμε μαζί άλλα τρία χρόνια.
Η πιο σωστή λέξη για να περιγράψει κάποιος την κατάσταση του είναι το «φρικάρισμα». Γιατί αυτό έπαθε. Έκανε λες και πρόκειται να μπει φυλακή. Έτσι το έβλεπε. Εάν εγώ ήμουν υπερβολική στις αντιδράσεις μου την αρχή, τότε μπορώ να παραδεχτώ την ήττα μου. Με ξεπέρασε με κάθε δυνατό τρόπο.
Δεν ξέρω εάν συμβαίνει σε όλους τους άντρες και -σίγουρα- δεν ξέρω εάν με νιώθουν οι γυναίκες τους. Εκείνο που μπορώ μετά βεβαιότητας να σου πω είναι ότι αν δεν το ρίχναμε στο χιούμορ, δεν θα την πάλευε.
Όσο ήταν στα Γιάννενα, τον άκουγα καλά. Όταν πήγε στην Καβύλη, κλάψε με μάνα κλάψε με τη νύχτα με φεγγάρι. Ό,τι είχαν τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σε μοιρολόι, το είπαμε. Χωρίς υπερβολή.
Η γκρίνια ήταν τόση, που άρχισα να ξανασκέφτομαι την περίπτωση του βαψομαλλιά. Μετά θυμήθηκα το παπούτσι και όλα καλά, δεν με ρούφηξε -τουλάχιστον τότε- το σύστημα.
Μετά πήγε Σάμο. Και, ηρέμησε κάπως. Και, αλλάξαμε σήριαλ. Αφήσαμε το Dolce Vita και πιάσαμε το Είσαι το Ταίρι μου. Κυριολεκτικά. Μέχρι τότε δεν τον είχα δει (ακούσει τέλος πάντων) πιο ερωτευμένο. Πιο σίγουρο ότι θέλει να είμαστε μαζί. Πιο μετανιωμένο που έκανε όλα αυτά τα παλαβά λίγους μήνες πριν.
Θα αφήσω μία λογοτεχνική παύση εδώ, και θα συνεχίσω…
Η τελευταία ημέρα του στο στρατό, συνοδεύτηκε από την παράδοση του κουμπιού από το πουκάμισό του στο χέρι μου. Τύπου: «Ευπειθώς αναφέρω ότι είστε το κορίτσι μου».
Εγώ παρόλα αυτά, δεν ήμουν η Αλίκη από το Ναυτικό. Ούτε εκείνος ήταν ναύτης. Και μιας και δεν υπήρχε κάποια κάμερα στα πέριξ, από την ώρα που έγινε και πάλι πολίτης, η ιστορία μας είχε μεν τέλος, αλλά όχι και τόσο χάπι. Φυσικά, και δεν το λήξαμε λόγω στρατού. Ωστόσο όλη αυτή η έντονη ανάγκη του να μείνει μόνος την περίοδο πριν μπει σε συνδυασμό με την -εξίσου- έντονη ανάγκη του να μην με χάσει όντας μέσα, δεν μας βγήκε σε καλό.
Αν μπορώ και μου επιτρέπεις να σου δώσω μία συμβουλή λοιπόν, σε περίπτωση που είσαι ή πρόκειται να υπηρετήσεις τη μαμά πατρίδα, είναι η εξής μία: Όλοι περνάμε δύσκολα. Ακόμη και αν δεν φοράμε χακί. Ακόμη και αν δεν είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε σε έναν άχαρο κοιτώνα να αντιμετωπίζουμε τα κόμπλεξ του εκάστοτε «ανωτέρου» μας. Όλα αυτά είναι τόσο περαστικά που θα τα θυμάσαι και θα γελάς. Και αν κατάφερα να σου μεταδώσω και κάτι από την ιστορία μου, τότε ίσως γελάτε μαζί.