Το μαρτύριο της πιπίλας
Το ΟΝΕΜΑΝ αποφάσισε να βάλει τους πατέρες στο παιχνίδι και, μέσα από τη στήλη Onedad, να τελειώσει το παραμύθι του “μάνα είναι μόνο μία”
- 17 ΣΕΠ 2014
Χρειάστηκε να φτάσει 4 χρονών η κόρη μου -και να επικαλεστούμε και την βοήθεια μιας νεράιδας- για να πούμε αντίο σε αυτό το ‘όργανο του σατανά’. Ειλικρινά ποτέ δεν περίμενα ότι θα μισήσω τόσο κάτι φτιαγμένο από σιλικόνη.
Αυτή ήταν η πλύση εγκεφάλου που χρειάστηκε να κάνω στην κόρη μου, μήνες πριν από τα τέταρτα γενέθλιά της, προκειμένου να την πείσω να αρχίσει επιτέλους να κοιμάται χωρίς πιπίλα. Όχι τίποτα άλλο, αλλά αν το καθυστερούσαμε κι άλλο, θα μας άρχιζε κανονικά στα χαστούκια η γιατρός μας που μας έλεγε εδώ και καιρό ότι έπρεπε να τελειώσουμε με αυτή την ιστορία. Τελικά, η πιπιλο-νεράιδα που λέγαμε, ήρθε όντως στα γενέθλιά της. Και, μετά από 2-3 εβδομάδες κλάματος, τα καταφέραμε.
Μια ακόμη κερδισμένη μάχη στον αέναο ‘πόλεμο’ μεταξύ του ‘καλού’ (εγώ και η γυναίκα μου) και του πεισματάρικου πλάσματος που αποκαλούμε κόρη. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, και ο λόγος που γράφω σχετικά, ήταν ότι ήταν μια μάχη τύπου Στάλινγκραντ. Κερδήθηκε πολύ πιο δύσκολα από ότι θα πίστευα. Με άλλα λόγια, ματώσαμε και ιδρώσαμε.
Για κάποιο λόγο υπήρξε πολύ πιο εύκολο να την πείσουμε π.χ. να σταματήσει να έρχεται να κοιμηθεί μαζί μας στο κρεβάτι, να φοράει pampers, να αρχίσει να πίνει με καλαμάκι, ακόμη και να καθαρίζει το δωμάτιό της (ή τουλάχιστον να δηλώνει σχετική πρόθεση), παρά να αποχωριστεί αυτή την ελεεινή πιπίλα.
Τίποτα δεν λειτουργούσε. Ούτε το να της λέμε ότι έχει μείνει τελευταία από όλους τους φίλους της που συνεχίζει να την φοράει. Ούτε -επειδή έχει κόλλημα με τις πριγκίπισσες- ότι οι πριγκίπισσες δεν φοράνε ποτέ. Ούτε ότι αν συνεχίσει θα χαλάσει τα δόντια της και θα χρειάζεται να πάμε ξανά στον οδοντίατρο (έχει πάει μια φορά και από τότε τον τρέμει-όπως και εγώ. Όχι τον δικό της, γενικά μιλάω).
Άσε που είχα και την μάνα μου να μου πιπιλάει το αυτί ότι εκείνη με σταμάτησε βάζοντάς μου καυτό πιπέρι στην πιπίλα. Τι τα θες, άλλες εποχές, άλλα έθιμα, ένα ακόμη τραύμα για να μοιραστώ με τον ψυχίατρο (όποτε αποφασίσω να πάω).
Ότι και να κάναμε, ότι και να λέγαμε, κάθε βράδυ, μετά από λίγο κλάμα, η πιπίλα έβγαινε από το μυστικό της μέρος. Και, αν ήμασταν εκτός σπιτιού και την ξέχναγα, ξέσπαγε ο κακός χαμός.
Επίσης πάντοτε προσπαθούσε να μας πείσει να την αφήσουμε να την φοράει και την ημέρα. Ένα πράγμα σαν την Σούρι Κρουζ φαντάσου. Αλλά σε αυτό, υπήρξαμε ανένδοτοι.
Προφανώς και μπήκαμε και διαβάσαμε όλα τα σχετικά βιβλία για το πως σταματάς το παιδί και γιατί πρέπει να επιμένεις. Aν και κρίμα που το αποφασίσαμε σχετικά αργά καθώς όλα δείχνουν ότι η πιο αποτελεσματική μέθοδος είναι το να την σταματήσεις νωρίς.
Ενώ πάντοτε είχα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου ότι πρώτον είμαι κακός πατέρας γιατί την αφήνω να συνεχίζει να κάνει κάτι κακό. Και δεύτερον ότι μήπως είναι βλακεία να της παίρνω κάτι που της δημιουργεί ασφάλεια; Όπως π.χ. έχω εγώ τον σκληρό δίσκο γεμάτο με όλες τις ταινίες που δεν έχω προλάβει να δει από τότε που γεννήθηκε (ΟΚ, δεν τον πιπιλάω. Απλώς τον χαϊδεύω που και που).
Ουσιαστικά το μαρτύριο εδώ δεν είναι η πιπίλα. Το μαρτύριο είναι η μάχη. Το γεγονός δηλαδή ότι, από ένα σημείο και μετά, το παιδί σου παύει να είναι άγγελος που σε βλέπει σαν ημίθεο και μετατρέπεται σε ένα πλάσμα που ξέρει να εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες σου. Που επαναστατεί, αντιδρά και διαμορφώνει την δική του προσωπικότητα.
Ναι, δεν υπάρχει τίποτα πιο συναρπαστικό από αυτό. Όμως, παράλληλα, και λίγο τρομακτικό. Όχι τίποτε άλλο, αλλά έχω όντως πετάξει τις πιπίλες. Μπας και έβαζα μια για να χαλαρώσω.