HOUSE TWENTY FOUR

Το μπορείς αυτό που έχεις γίνει;

Μικρές ιστορίες για τυχαίους ανθρώπους από τον Οδυσσέα Ιωάννου.

Mια τελευταία φορά. Τον άκουσε από την αρχή ως το τέλος. Περισσότερο από την μουσική και τα λόγια περίμενε να ακούσει τα χτυπήματα και τις μικρές χαρακιές που τις θυμόταν μία μία. Τον είχε αγοράσει 450 δραχμές – υπήρχε ακόμη το αυτοκόλλητο με την τιμή – μάλλον μαθητής ακόμα.

Τον φρόντιζε όπως όλους τους δίσκους του, αλλά κάτι τα τρελά παιξίματα κάτι οι πέντε μετακομίσεις από τότε, τα είχε τα θεματάκια του. Όμως ήταν ένας δίσκος που με τίποτα δεν τον έλεγες κατεστραμμένο, εκείνος προτιμούσε να τον λέει κουρασμένο.

Στον καιρό του δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Δηλαδή δεν θεωρήθηκε από τους κριτικούς ο καλύτερος του γκρουπ και μάλλον είχαν δίκιο, είχαν βγάλει και καλύτερα πράγματα.

Αλλά ήταν ο δίσκος όλης της παρέας. Είχε πέσει πάνω στη σφαίρα εκείνη την εποχή και κέρδισε οριστικά και τελεσίδικα τον τίτλο του δίσκου της νιότης τους, το soundtrack μιας δεκαετίας τουλάχιστον, σε νοικιασμένα μικρά δωμάτια, διαβάσματα, εξεταστικές, μεθύσια και κορίτσια, όλη αυτή την εξιδανικευμένη και προκάτ περιγραφή των φοιτητικών χρόνων που δεν ξέρω σε ποιον λείπουν αλλά ας μη μιλάω για λογαριασμό άλλων.

Άρχισε να ψάχνεται πριν από κάτι μήνες, στην αρχή με επισκέψεις σε δισκοπωλεία και μετά στο Ιnternet. Οι τιμές που του έδιναν ήταν εξευτελιστικές. Είχε ακούσει πως τα βινύλια είχαν πάρει τα πάνω τους παγκοσμίως, πως υπήρχαν κάποια κομμάτια που πουλιόντουσαν μέχρι και χιλιάδες ευρώ και σκέφτηκε πως αυτό θα ήταν μια λύση.

Την προηγούμενη εβδομάδα σε ένα site με αγγελίες έπεσε πάνω του. Ένας τύπος από το Άμστερνταμ έδινε 9000 ευρώ (ολογράφως εννέα χιλιάδες!) για αυτόν τον δίσκο.

Κοιτούσε ώρα το εξώφυλλο που είχε αναρτήσει ο Ολλανδός για να σιγουρευτεί πώς ήταν ο ίδιος. Έτρεξε στο δωμάτιο και τους έψαχνε έναν έναν (ποιος κάνει πάλι σωστή ταξινόμηση μετά την πέμπτη μετακόμιση…).

Επικοινώνησε μαζί του, του εξήγησε τα προβληματάκια που είχε ο δίσκος από τα παιξίματα και τα ταξίδια του σε φορτηγά μεταφορικών, αλλά ο Ολλανδός δεν νοιαζόταν. Του έδινε εννέα χιλιάρικα.

Εντάξει δεν θα πλουτίσω, σκέφτηκε, αλλά τουλάχιστον θα ξεχρεώσω τα πολύ πιεστικά.

Τηλεφώνησε στην μοναδική φίλη που είχε κρατήσει από τότε. Χαρούμενος.

Εκείνη δεν τον ακολούθησε στη χαρά.

-Ρε συ είσαι σίγουρος; Αυτός ο δίσκος είναι όλη μας εκείνη η εποχή. Δεν ξέρω, εντάξει καταλαβαίνω, είναι εννέα χιλιάρικα, αλλά όχι ρε γαμώτο, μήπως να το ξανασκεφτείς;

-Τι άλλο έχει μείνει από όλη μας εκείνη την εποχή για να κρατήσω κι εγώ αυτόν τον δίσκο, πλάκα μου κάνεις;

-Ένας λόγος παραπάνω, ίσως ακριβώς επειδή δεν έχει μείνει τίποτα άλλο, του απάντησε εκείνη.

– Κοίτα, σε πήρα για να χαρείς, ξέρω πόσο έχεις προσπαθήσει να με βοηθήσεις όλον αυτόν τον καιρό. Αλλά να σου πω κάτι; Αν αυτός ο δίσκος είναι ό,τι έχει μείνει από τότε, σκέφτομαι να του τον δώσω ακόμα και τζάμπα!

– Μη θυμώνεις μωρέ!

– Δεν θυμώνω, είμαι έξαλλος. Γιατί νομίζω πως όλα αυτά τα έχω πληρώσει πιο ακριβά από όλους σας. Τον είδες τον άλλον, τον πρώην κολλητό μας; Τον διαβάζεις τι γράφει κάθε μέρα σε εκείνη τη φυλλάδα; Τα πιστεύεις αυτά που διαβάζεις; Του το ‘χες;

– Δεν το έκαναν όλοι αυτό, μην το γενικεύεις. Εξ΄άλλου σημασία έχει τι κάνουμε εμείς.

– Εσύ θέλεις να το βλέπεις απομονωμένο. Τον κράτησα τον δίσκο μέχρι τώρα. Εντάξει δεν είχα και ποτέ τρελές προτάσεις να τον πουλήσω αλλά τον κράτησα. Δεν έχει άλλο. Αυτό μπορούσα. Καληνύχτα, θα τα πούμε όταν μου περάσει.

Το πρωί του ήρθε η ιδέα να τον αμπαλάρει ωραία και να τον στείλει σε εκείνον, στην εφημερίδα, με κάποιο σημείωμα του ύφους “Θυμάσαι τίποτα από τότε; Και αν θυμάσαι πώς το μπορείς αυτό που έχεις γίνει;”.

Γραφικότητες, σκέφτηκε, και τηλεφώνησε στον Ολλανδό για τα διαδικαστικά.

> Ο Οδυσσέας Ιωάννου και οι ‘Πρώτες Λέξεις’ του, ακούγονται καθημερινά 18:00 – 20:00 στο Ραδιόφωνο 24/7, στους 88.6 στα FM.