© Bettmann / Contributor / Getty Images / Ideal Image
ΙΣΤΟΡΙΑ

Το ναυάγιο πίσω από την ακριβότερη σαμπάνια στον πλανήτη

Τον Νοέμβριο του 1916, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα γερμανικό υποβρύχιο βύθισε στα παγωμένα νερά της Βαλτικής Θάλασσας ένα σουηδικό εμπορικό πλοίο. Μέσα στα αμπάρια του τελευταίου υπήρχε ένας θησαυρός για κάθε λάτρη του αλκοόλ.
Τα ξημερώματα της 3ης Νοεμβρίου του 1916 ήταν άλλο ένα πρωινό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Βαλτική Θάλασσα· κρύο, καταχνιά και η απόλυτη σιωπή να διακόπτεται πού και πού από τον ήχο της προπέλας. Τα εμπορικά πλοία έπρεπε να διαλέξουν διαφορετικές πορείες από ότι πριν από τον πόλεμο, αφού ο φόβος των γερμανικών υποβρυχίων ήταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός. Περίμεναν σαν θαλάσσια τέρατα, βυθισμένα στα σκοτεινά νερά.

Τα u-boats ανέβαιναν ξαφνικά στην επιφάνεια, έδιναν το δικαίωμα στο πλήρωμα να παραδοθεί, και στη συνέχεια βύθιζαν το πλοίο. Μία μάλλον «ιπποτική» κίνηση σε έναν πόλεμο που διαδραματιζόταν στη στεριά χωρίς κανένα όριο και κανόνα (χαρακώματα, χημικά όπλα, γενοκτονίες). Κάπως έτσι, και ύστερα από πολλές περιπέτειες, 3000 μπουκάλια σαμπάνιας βρέθηκαν στον παγωμένο βυθό να περιμένουν υπομονετικά την ανακάλυψή τους πολλές δεκαετίες μετά.

Σε αντίθεση με όσα έχουμε στο μυαλό μας, κατά τη διάρκεια των πολέμων οι εμπορικές δραστηριότητες δε σταματούν. Συνεχίζουν με πολλά προβλήματα, τρομερά εμπόδια και αρκετές φορές χαμένες ανθρώπινες ζωές ως παράπλευρες απώλειες. Σε κάθε περίπτωση, η οικονομία δεν μπορεί να τραβήξει χειρόφρενο· η οικονομία χρειάζεται κάρβουνο για να δουλέψει.

Για αυτό και η αποστολή του εμπορικού πλοίου Jönköping από τη Γέβλε και την ουδέτερη Σουηδία προς το φινλαδικό λιμάνι Ράουμα, μερικά χιλιόμετρα βορείως της ελεγχόμενης από τη ρωσική αυτοκρατορία πόλης του Τούρκου, ήταν σημαντική αν και καθόλου εύκολη. Ο καπετάνιος  E.B. Eriksson το γνώριζε καλά ότι θα έπρεπε να παλέψει για να διανύσει αυτά 140 ναυτικά μίλια – ακόμη και αν στον χάρτη μοιάζουν με μία ευθεία γραμμή.

Στα αμπάρια του πλοίου του υπήρχε ένας πραγματικός θησαυρός για κάθε λάτρη του αλκοόλ. Πιο συγκεκριμένα: 17 βαρέλια με εκλεκτό κρασί Βουργουνδίας, 38.000 λίτρα κονιάκ και 3.000 μπουκάλια σαμπάνιας του champagne house Heidsieck and Co. Μπορεί σήμερα να είναι ένα από τα παλιότερα champagne houses του πλανήτη, τότε ακόμα όμως πάλευε να ανέβει προς την κορυφή. Οι σχετικά πρόσφατες επιτυχίες του βέβαια με τον Βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας και τον Τσάρο της Ρωσίας του είχαν χαρίσει εξτρά αίγλη εκείνην την περίοδο. 

Άλλωστε, δεν είναι μόνο η διαδικασία παραγωγής ή η παλαίωση που δίνει αξία σε ένα κρασί ή μία σαμπάνια. Η ιστορία όπως αποτυπώνεται πάνω τους παίζει και εκείνη το ρόλο της. Και αυτή εδώ είναι η επική ιστορία, πίσω από ένα πανάκριβο μπουκάλι.

Το δύσκολο ταξίδι


© World Atlas

Σήμερα, τα μπουκάλια 1907 Heidsieck Monopole Gout American θεωρούνται πραγματικά πολύτιμα. Είναι, σύμφωνα με κάποιους ειδικούς, η πιο ακριβή σαμπάνια στον κόσμο. Ή για να το πούμε πιο σωστά, η πιο πολύτιμη, αφού μεμονωμένα μπουκάλια έχουν πουληθεί και πιο ακριβά από αυτήν.

Η ένδειξη “Monopole” μόνο τυχαία δεν είναι, αφού αποτελεί απόδειξη του γεγονότος πως το συγκεκριμένο champagne house υπήρξε αποκλειστικός προμηθευτής του Βρετανού Βασιλιά από το 1911 και ύστερα.

Όσο για την ένδειξη “Gout American”; Φανέρωνε υψηλότερη περιεκτικότητα σε ζάχαρη από όσο συνηθιζόταν, κάτι δηλαδή που άρεσε τόσο στους Αμερικανούς όσο και στον Τσάρο της Ρωσίας. Μόνο τυχαίο δεν ήταν ότι ο τελευταίος είχε παραγγείλει εκείνα τα χρόνια περισσότερα από 400 χιλιάδες (!) μπουκάλια από τη συγκεκριμένη σαμπάνια.

Όλα αυτά, λοιπόν, έδιναν έξτρα κίνητρο στον καπετάνιο E.B. Eriksson να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Έπρεπε όμως το ταξίδι να είναι όσο πιο σύντομο και «αθόρυβο» γινόταν. Δε θα μπορούσε να ακολουθήσει την παραδοσιακή διαδρομή, πηγαίνοντας παραλιακά και πολύ κοντά στις σουηδικές και φινλαδικές ακτές. Έπρεπε, λοιπόν, να ταξιδέψει σε μία ευθεία γραμμή και σχεδόν με απόλυτη σιωπή έτσι ώστε να μην εντοπιστεί από τα υποβρύχια των Γερμανών.

Ο τορπιλισμός του αμερικανικού υπερωκεάνιου Lusitania από γερμανικό u-boat είχε αλλάξει τους κανόνες του πολέμου. Ο θάνατος περισσότερων από 1200 αμάχων έφερε την τακτική που αναφέρθηκε στην αρχή: πρώτα εμφανιζόμαστε και δίνουμε τη δυνατότητα να παραδοθείτε και μετά ρίχνουμε την τορπίλη.

Τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά εξαρχής για το Jönköping: ο πολύ κακός καιρός ανάγκασε τον καπετάνιο να αγκυροβολήσει για 6 ολόκληρες μέρες. Όταν ξεκίνησε ξανά το ταξίδι του στις 2 Νοεμβρίου του 1916 έπρεπε να πάει λίγο πιο γρήγορα. Έτσι, κατέβασε τα πανιά και έβαλε τις βοηθητικές μηχανές να δουλέψουν. Μοιραίο λάθος.

Η συνάντηση με το υποβρύχιο

Σε αυτόν τον άτυπο αγώνα δρόμου, δε συμμετείχε μόνο το σουηδικό πλοίο. Ήταν και τα γερμανικά υποβρύχια που παραμόνευαν, έτοιμα να ριχτούν στη λεία τους. Για ένα από αυτά, θα ήταν η τυχερή του μέρα: το U-22 βρισκόταν στην περιοχή υπό τις οδηγίες του πλοιάρχου Carl Scherb.

Ο τελευταίος είχε επανέλθει στη διοίκησή ύστερα από μία δύσκολη περιπέτεια: τρία χρόνια πριν, είχε τορπιλίσει ένα άλλο γερμανικό υποβρύχιο, ύστερα από λάθος υπολογισμό, κατά τη διάρκεια ναυτικής άσκησης. Διοικητής του άτυχου υποβρυχίου ήταν ένας παιδικός του φίλος. Ο Scherb όπως ήταν φυσικό υποβιβάστηκε.

Τον Αύγουστο του 2016 επανήλθε όμως δριμύτερος. Και είχε ήδη μέσα σε λίγο καιρό αρκετές επιτυχίες. Κορυφαία από αυτές; Η σύλληψη του σουηδικού φορτηγού πλοίο Runild, στις 2 Νοεμβρίου του 2016.

Έτσι, όταν στις 5 η ώρα το πρωί, οι ναύτες του άκουσαν μέσα από τα ειδικά ακουστικά (ήταν εποχές που ακόμα τα ραντάρ δεν είχαν ανακαλυφτεί) κάτι να κινείται κοντά τους, ετοιμάστηκαν να ανέβουν για άλλη μία φορά στην επιφάνεια. Τα 3.000 μπουκάλια σαμπάνιας που βρίσκονταν στο αμπάρι δεν είχαν φανταστεί ποτέ αυτήν την εξέλιξη – νόμιζαν ότι είναι τελείως ασφαλή.

 Ο καπετάνιος E.B. Eriksson είχε την ελπίδα πως θα τα καταφέρει. Ζήτησε μάλιστα από το πλήρωμα να στρέψει το πηδάλιο ώστε να αποφύγουν το νησί που ξαφνικά εμφανίστηκε στον ορίζοντα, και να συνεχίσουν την πορεία τους προς το λιμάνι Ράουμα. Δεν είχε αντιληφθεί όμως ότι δεν ήταν κάποια ξέρα αυτή που προσπαθούσε να αποφύγει, αλλά ένα γερμανικό υποβρύχιο.

Υπό κανονικές συνθήκες, το Jönköping θα μπορούσε να συνεχίσει την πορεία του. Αυτό όμως ήταν το 10ο ταξίδι του μες στη χρονιά, είχε με άλλα λόγια ξεπεράσει το επιτρεπόμενο όριο μεταφοράς.

Σε μία προσπάθεια να σώσει το πλοίο του ο Eriksson διέταξε να πετάξουν το φορτίο στη θάλασσα. Αντίστοιχα, ο πλοίαρχος Scherb διέταξε τους ναύτες του να βυθίσουν το Jönköping, αφού πρώτα είχε αποβιβαστεί πλήρωμά του. Μέσα στην αναταραχή, το γερμανικό πλήρωμα πρόλαβε να αρπάξει μερικά μπουκάλια κονιάκ και σαμπάνιας. Σχεδόν όμως το σύνολο του φορτίου βρέθηκε στον παγωμένο βυθό της Βαλτικής να περιμένει την εκ νέου ανάκαλυψή του.

Χρειάστηκε περίπου ένα λεπτό για να βυθιστεί το Jönköping και περισσότερα από 80 χρόνια για να ανασυρθεί το πολύτιμο ναυάγιο. Στη δημοπρασία που έλαβε χώρα το 1999 πουλήθηκαν κοντά στα 2.000 μπουκάλια σαμπάνιας της ετικέτας 1907 Heidsieck Monopole Gout American. Η τιμή που έπιασαν άγγιξε τα 3.000.000 δολάρια. Μία απόδειξη ότι η ιστορία πληρώνεται ακριβά – κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Exit mobile version