ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ

Το πιο αγαπημένο αυτοκίνητο που αποχωρίστηκα

Για τις χαμένες αγάπες, λένε, μη μιλάς αλλά όλοι μας έχουμε σε μία τετράτροχη αγάπη από το παρελθόν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας.

Για τον άντρα το αυτοκίνητο ήταν πάντα μία προέκταση του εαυτού του. Ήταν το ‘toy for boy’, ο τρόπος εκτόνωσης, επίδειξης σε κάποιες περιπτώσεις. Ο Θεός του, φίλος του και αδερφός του. Το μέσο για να ξεφύγει από την πίεση της δουλειάς ή μίας σχέσης, να φορτώσει φιλαράκια και να τα αφήσει όλα πίσω, να πάρει το δρόμο κι όπου αυτός τον βγάλει. Να χαθεί στο ηλιοβασίλεμα με τα ηχεία στο τέρμα και να μηδενίσει το μυαλό του. Ή ακόμα και να το γεμίσει σκέψεις μιας και για πολλούς αυτή η λυτρωτική μοναξιά εν κινήσει μπορεί να γεννήσει έμπνευση.

Στοπ. Μελό και ονειροπόλο σαν διαφήμιση ξεκίνησε το στόρι και μάλλον πρέπει να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα. Ξέρεις, αυτής της αφόρητης κίνησης στους δρόμους, εκεί που ο συνεπιβάτης μπορεί απλά να φαμφαρολογεί ατέρμονα καταστρέφοντας ακόμα και τα τελευταία λειτουργικά εγκεφαλικά κύτταρά σου, όπου ξέχασες το mp3 με τα αγαπημένα σου τραγούδια και δεν μπορείς να πετύχεις έναν ρημαδιασμένο ραδιοφωνικό σταθμό που να παίζει μουσική χωρίς άσκοπα λόγια, όπου όλοι γύρω σου μοιάζουν σαν αντίπαλοι στην τρίτη πίστα ενός video game καταστροφής. Υπάρχει κι αυτή η όψη του νομίσματος.

Σήμερα λοιπόν θα ακροβατήσουμε ανάμεσα στα δύο, αναπολώντας το αυτοκίνητο που άφησα πίσω. Που πούλησα επίτηδες ή αναγκαστικά, που είχε τα καλά και τα στραβά του αλλά που ακόμα είναι στη σκέψη μου και θα ήθελα να πάμε μια βόλτα. Μόνο άλλη μία βόλτα. Προτού σας παραδώσω τη σκηνή για να πείτε τις δικές σας ιστορίες, αρχίζω πρώτος τη (σχεδόν) ερωτική εξομολόγηση.

Για πολλούς το ρόλο της αιώνιας αγαπημένης παίζει το πρώτο αυτοκίνητο. Όχι για εμένα. Αν και εκτίμησα δεόντως πως στα πέντε χρόνια που με ανέχτηκε το 1000άρι Peugeot 206, έβγαλε και με το παραπάνω τα λεφτά του. Το ξεζούμισα, του έκανα περισσότερα χιλιόμετρα από ότι θα φανταζόταν ο κατασκευαστής, το ανέβασα σε ακροπολικές ειδικές διαδρομές να ‘σκάψει’ δρόμους με πέτρες ίσα με τις ρόδες του. Το έκανα Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα πηγαίνοντας με περισσότερα απ’ όσα έλεγε το operation manual και αφού με φύλαξε μία ανώτερη δύναμη στα άμυαλα νιάτα μου να μην κάνω κακό στον εαυτό μου ή άλλους, το αποχαιρέτησα για να πάρω πλέον ένα αυτοκίνητο που στα 26 μου θα μπορούσε να καλύψει όλα μου τα θέλω.

Το ήθελα όμορφο, πως να μπεις με χαμόγελο σε αυτοκίνητο που το αντικρίζεις και μαυρίζει η ψυχή σου; Δεν γίνεται. Το ήθελα λοιπόν ελκυστικό και όσο γίνεται πιο γρήγορο. Από φορολογικής πλευράς και με γνώμονα τη δυνατότητα μεταπώλησης, η ανώτερη δύναμη με έσωσε ξανά και απέφυγα το πορτοκαλί πυροβόλο Focus ST. Ήταν σπουδαίο αυτοκίνητο αλλά ρούφαγε τη βενζίνη πιο γρήγορα απ’ ότι εγώ τις κόκα κόλες και με κινητήρα 2.5 lt, προξενιό με επόμενο γαμπρό δεν θα μπορούσα να του κάνω. Ενώ λοιπόν βρισκόμουν σε αδιέξοδο, ξεφύλλιζα μάταια σελίδες περιοδικών αυτοκινήτου και χάζευα αναποτελεσματικά ιστοσελίδες, η λύση ήρθε –όπως συνήθως- από τη (μετέπειτα) γυναίκα μου. Γιατί δεν εξετάζεις καθόλου του Toyota Celica;

Σε μία στιγμιαία ωδή στον Κύρο Γρανάζη, ένας λαμπτήρας άναψε ξαφνικά πάνω από το κεφάλι μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, το firewall του μυαλού μου μπλόκαρε το εν λόγω μοντέλο λες και ήταν pop up ad. Κλήση επί τόπου στην Toyota Ελλάδας, την αγαπημένη Κλαίρη που είχε και έχει ακόμα το τιμόνι της επικοινωνίας αλλά η απάντηση της δεν ήταν η αναμενόμενη: «Σταμάτησε η εισαγωγή του μοντέλου, έχουμε μόνο ένα εταιρικό που είναι προς πώληση. Θες να το δεις»;

Φυσικά και ήθελα. Έσπευσα παρέα με τον κολλητό μου και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα ήξερα πως έπρεπε να βρω τρόπο να το κάνω δικό μου. Παρότι ελαφρώς μεταχειρισμένο, παρότι και πάλι πιο ψηλά από το Budget που είχα κατά νου. Όμως στην κορυφαία έκδοση T-Sport με τα 192 άλογα, με δερμάτινο εσωτερικό, αεροτομή πίσω, είχε όλο το ‘πακέτο’ και με το παραπάνω.

Παιδιά, σκυλιά, γατιά δεν είχα. Ενοίκιο δεν πλήρωνα, εφευρέσεις Τύπου ΕΦΚΑ και ΕΝΦΙΑ ακόμα δεν είχαν συστηθεί στην ανθρωπότητα

Έτσι, τόλμησα με μία γενναία μηνιαία δόση που παρότι δεν έχω μετανιώσει, με τα σημερινά δεδομένα θα την φορτωνόμουν μόνο αν ήξερα πως είχα τρεις μήνες ζωής και επέλεγα να τους περάσω γεμάτους dolce vita χωρίς να με νοιάζουν οι αποπληρωμές.
Άξιζε! Η Celica T-Sport ήταν πλέον δική μου.

Η θέση του οδηγού ήταν πολύ χαμηλά, το μπάκετ κάθισμα σμιλεμένο θαρρείς στα μέτρα μου όπως συμβαίνει με τα καθίσματα στα μονοθέσια της Formula 1. Οδηγοκεντρικό αυτοκίνητο, made for joy, με έναν κινητήρα στολίδι που όχι άδικα είχε βραβευτεί ως κινητήρας της χρονιάς για το 2003. Ατμοσφαιρικός 1.8lt VVTL-i που χάριζε απλόχερα την περίσσια ισχύ του, με δυσανάλογα χαμηλή κατανάλωση και εκπομπές ρύπων. Που έδινε, έδινε, έδινε και μετά τις 6000 rpm ξαφνικά δαιμονιζόταν  εξαπολύοντας τη σχεδόν ατίθαση στρατιά αλόγων του. Ναι, ήθελε και χέρι για να το κρατήσεις κι αν στα πρώτα χρόνια μου ως οδηγός, αντί του 206 είχα τούτο το διάολο στη διάθεσή μου, σίγουρα κάπου θα τον είχα καρφώσει.

Ευτυχώς το ‘όπλο’ ήρθε σε εποχή που το μυαλό είχε πήξει και το δεξί το πόδι αποκτούσε βαρίδια μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και συνθήκες

Παρακαλούσες να βρεθείς σε ευθεία και ασφαλή δρόμο απλά προσμένοντας τη στιγμή που οι στροφές θα αγγίζουν τις 6000 ώστε να έρθει η ‘εκτόξευση’. Απλά για μερικά δευτερόλεπτα, σφηνάκια ενθουσιασμού που κάνουν τους άντρες και πάλι αγόρια. Και που μερικούς μήνες μετά συνήθως τα πληρώνεις με κλήσεις που έρχονται σπίτι.
Κι αυτά σε ένα όχημα που πατούσε σε ράγες, εξοπλισμένο με TRC (σύστημα ηλεκτρονικά ελεγχόμενης πρόσφυσης), VSD (σύστημα ευστάθειας) και Brake Assist. Πριν από 14 χρόνια που λανσαρίστηκε το Celica T-Sport, αυτά ήταν καλούδια που δεν έβρισκες εύκολα στην αγορά. Με φρένα σωτήρες, τιμόνι χειρουργικής ακρίβειας, κιβώτιο πιο δεκτικό και από κουτάβι, ακόμα και με 6άρι cd player που τότε φάνταζε σούπερ-ντούπερ εξοπλισμός ψυχαγωγίας!

To έτρεξα, το έζησα το ευχαριστήθηκα. Όμως στην πορεία άρχισαν και οι συμβιβασμοί. Αυτή την παράνοια του VVTL-i την βίωνα όλο και πιο σπάνια, άρχισα αντί να κοιτάω επιδόσεις, να με νοιάζουν οι καταναλώσεις. Αποδείχθηκε πως με την κατάλληλη οδήγηση, ακόμα κι ένας σαμουράι μπορεί να ξεπερνάει σταθερά τα 500 χιλιόμετρα προτού ανάψει λαμπάκι. Στο μεγάλο ελληνικό καλοκαίρι το δέρμα στο κάθισμα έκαιγε το δέρμα στο κορμί ενώ με τα mp3 να κερδίζουν κατά κράτος τη μάχη με τα παραδοσιακά CD, συνήθως σύντροφος στις βόλτες ήταν αναγκαστικά το ραδιόφωνο, αφού που χρόνος να ‘κόβεις’ cd μόνο για το αυτοκίνητο;

Όμως μεταξύ μας, αυτά ήταν απλά πταίσματα. Κι αν μου ζητήσετε να βρω άλλα ψεγάδια στην Τ-Sport ‘μου’ δεν θα βρω. Δεν την έδωσα λόγω κρίσης, δεν την αποχωρίστηκα για να βάζω στο αυτοκίνητο τα νέα σουξέ των Snow Patrol και των 30 Seconds to Mars. Ο λόγος ήταν γένους θηλυκού, βρισκόταν καθοδόν και σήμερα πλησιάζει τα 5! Όσα και τα χρόνια που έχω περάσει μακριά από τη Celica μου. Ένα σπορ αυτοκίνητο που ακόμα κι εγώ που είμαι ένα μέτρο κι ένα μίλκο, έβρισκα στην οροφή. Κοινώς ακατάλληλο για μωρό. Με τα κυβικά χαμηλά και με τα Toyota να έχουν εξαιρετικό όνομα στην αγορά, η μεταπώλησή του ήρθε γρήγορα, cash και σε καλή τιμή για τα δεδομένα της εποχής.

Ξέρεις, ήταν η κλασική δακρύβρεχτη ιστορία όπου παραχωρείς το αγαπημένο σου παιχνίδι και λες στον νέο κάτοχο «να το προσέχει». Το χαμόγελό του νέου ιδιοκτήτη όταν τελειώσαμε τα γραφειοκρατικά και του έδωσα τα κλειδιά, τα έλεγε όλα. Δεν το μετάνιωσα, δεν είχα άλλωστε επιλογή. Αλλά είναι πολλές οι φορές που μου έχει λείψει. Και η αλήθεια είναι πως όποτε πετυχαίνω μία Celica T-Sport στο δρόμο, πάντα κοιτώ τις πινακίδες, μήπως κι αυτό είναι το αυτοκίνητο που αγάπησα.

ΥΓ: Καιρό είχα να γράψω εμπειρικό πόνημα και με αυτό, πιστεύω ταυτίζεστε πολλοί! Περιμένω λοιπόν τη δική σας ιστορία. Άλλωστε πρέπει για τις παλιές αγάπες να μιλάς…