Το πιο περίεργο job interview
- 27 ΦΕΒ 2013
Είναι άλλο το να πας μπουκωμένος σε μια συνέντευξη και άλλο να σε υποδεχτεί με τα εσώρουχα ένας 75χρονος λογιστής. Άλλο να μη σου μιλήσουν καθόλου σε μια συνέντευξη και άλλο να σου μιλήσουν 300 άτομα εν χορώ.
Αυτά είναι τα πιο περίεργα interview από τα οποία έχουν περάσει οι συντάκτες του ONEMAN και όχι μόνο.
Τρώγοντας Μακ ο Χρήστος Χατζηιωάννου
Το ραντεβού στα γραφεία του MAX ήταν στις 4 το απόγευμα. Από το πρωί δεν είχα φάει τίποτα, κάτι το οποίο συνειδητοποίησα την ώρα που οδηγούσα προς το interview. Έχοντας φτάσει στις 15:30 ήδη κοντά στον Γέρακα αποφάσισα να κάνω drive thru στα Mc Donalds της Αγίας Παρασκευής. Πήρα απλά ένα burger Tasty (ή κάπως έτσι) και το άφησα στο κάθισμα δίπλα μου, σκεπτόμενος ότι θα σταματήσω κάπου στην άκρη του δρόμου να φάω. Ένα άγχος όμως το είχα για το αν θα βρω τα γραφεία της οδού Κλεισθένους κι έτσι βρέθηκα μετά από 10 λεπτά να φτάνω στα γραφεία.
Παρκάρω το αυτοκίνητο μπροστά στο κτίριο και κοιτάω το ρολόι. Είχα ακόμα ένα τέταρτο μπροστά μου και σκέφτηκα ότι είναι μαλακία μου να εμφανιστώ τόσο νωρίς. Κοιτάω το burger, ακούω το στομάχι που κάνει δυνατούς θορύβους, σκέφτομαι ότι δεν θέλω να κάνει τους ίδιους θορύβους στο interview και ανοίγω το κουτί. Τρώω όσο προσεκτικά γίνεται για να μην λερωθώ. Αλλά τρώω. Εκεί, στη θέση του οδηγού, με φάτσα στο κτίριο, έξω από κάτι τζάμια καθρέφτες.
Σκουπίζομαι, μπαίνω μέσα, ζητάω τον διευθυντή του MAX και με πηγαίνουν πρώτα στο γραφείο της τότε Διευθύντριας Σύνταξης, Ελευθερίας Γεωργάκαινα. Προχωρώντας προς το γραφείο της συνειδητοποιώ ότι η θέση της κοιτάει όχι απλά έξω από το κτίριο αλλά κεντράρει στο αυτοκίνητό μου. Η σκηνή του burger είχε προβληθεί μπροστά της σαν σε κινηματογράφο.
Μου κόπηκαν τα πόδια. Μέχρι τουλάχιστον να καταλάβω ότι η Ελευθερία δεν είχε δει ΤΟΝ ΜΑΛΑΚΑ που καταβρόχθιζε ένα burger λίγα λεπτά πριν κάτσει με σοβαρό ύφος να ζητήσει δουλειά…
Μιλώντας με τα dvd ο Ηλίας Αναστασιάδης
2004, αρχές, πριν τους Ολυμπιακούς, ωραία χρόνια, μικρό παιδί. Οι δύο από τους τρεις κολλητούς μου δούλευαν σε βιντεοκλάμπ (μετέπειτα ντιβιντάδικο) του ίδιου ιδιοκτήτη, αλλά σε δύο διαφορετικές περιοχές κι εγώ θέλω απεγνωσμένα να δουλέψω εκεί, γιατί όπως γνωρίζεις, η συγκεκριμένη δουλειά είναι τίμιο, σωστότατο dream job. Μου κλείνουν ραντεβού και πηγαίνω να συναντήσω τον chief.
Συναντηθήκαμε στις 3 το μεσημέρι στο κεντρικό βιντεοκλάμπ της αλυσίδας. Ήμασταν οι δυο μας. Εγώ και το αφεντικό. Μετά το “γεια, α ναι, με έχει ενημερώσει ο Ιωσήφ (σ.σ. ο Ιωσήφ είναι ο φίλος μου)”, άρχισε μια αβυσσαλέα σιγή. Ξαναλέω, ήμασταν οι δυο μας. Περιμένοντας να με ρωτήσει κάτι οτιδήποτε, θυμάμαι να (κάνω ότι) διαβάζω την υπόθεση του Gothika απ’ την πίσω μεριά του dvd περίπου 20 φορές. Τίποτα, μηδέν, ‘χαμπάρι ο Τρύφωνας’. Δεν με ρώτησε καν αν μου αρέσει η Halle Berry.
Στα 17 (αισίως) λεπτά νεκρικής σιγής, το αφεντικό πηγαινοήρθε τέσσερις φορές στον διπλανό φούρνο Βενέτη, έκανε 6 κλικ με το ποντίκι του κεντρικού pc, μου έριξε 4 κοφτές ματιές και απάντησε μία φορά στο τηλέφωνο.
Στα 17 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα, έβγαλε ένα χαρτάκι, σημείωσε τη διεύθυνση του branch που θα δούλευα εγώ και μου είπε να είμαι εκεί την επομένη στις 18.45. Αυτά. Ρώτησα, ‘αυτά;’, δεν μου απάντησε, πήρα το χαρτάκι και έφυγα με πίσω βήματα. Νομίζω ότι ήμουν ακριβώς αυτό που έψαχνε.
Το πέος του 75χρονου αναπολεί ο Πάνος Κοκκίνης
26 χρόνια τεμπέλης ήταν πολλά για να τα αντέξει η -συνταξιούχος του ΠΙΚΠΑ- μάνα μου. Οπότε έβαλε λυτούς και δεμένους για να μου βρουν μια part time δουλειά. Κάτι που θα μπορούσα να κάνω παράλληλα με τις σπουδές μου στο Οικονομικό Νομικής (σ.σ. Όχι, ποτέ μου δεν τις τελείωσα).
Κάπως έτσι βρέθηκα, στις οχτώ το πρωί, να χτυπάω την πόρτα ενός λογιστικού γραφείου που βρισκόταν σε μια πάροδο της πλατείας Βικτορίας. 200 μέτρα το πολύ μακριά από τις «μπουτίκ σεξ» με τα κόκκινα φωτάκια.
Το πρώτο πράγμα που είδα όταν άνοιξε η πόρτα, ήταν το πέος του 80χρονου κύριου Γιώργου, το οποίο ξεπρόβαλε διστακτικά μέσα από το ξεχειλωμένο σώβρακο του.
Βλέπεις το δυάρι γραφείο ήταν ταυτόχρονα και το σπίτι του. Και ο κύριος Γιώργος είχε ξεχάσει ότι είχαμε ραντεβού. Ή το θυμόταν, αλλά δεν είχε καμία όρεξη να φορέσει παντελόνι και κουστουμιά για να με «υποδεχτεί».
Αν εξαιρέσεις το γυμνό της υπόθεσης, το όλο θέμα δεν πήγε άσχημα. Μου έφτιαξε ένα γλυκό ελληνικό καφέ (αν και ποτέ μου δεν ζήτησα), φόρεσε το κάτω μέρος της πιτζάμας του (από πάνω έμεινε με το φανελάκι) και άρχισε να μου εξηγεί ότι θα ξεκινήσω να κάνω τα βιβλία εσόδων-εξόδων στους φούρνους και τα ψιλικατζίδικα της γειτονιάς.
Αλλά, αν ήμουν καλός, αργότερα μου είπε ότι θα με άφηνε να κάνω και κάποια από τα μπουρδέλα που είχε. Ακουμπώντας ταυτόχρονα το χέρι του -πατρικά- στον ώμο μου και λέγοντάς μου χαμογελώντας «Που ξέρεις, μπορεί να έχεις και τα τυχερά σου, αν σε συμπαθήσουν».
Την δουλειά την πήρα. Την συμπάθεια, όμως, ποτέ.
Την εταιρεία που βγάζεις λεφτά χάνοντας κιλά θυμάται ο Στέλιος Αρτεμάκης
Οι γελοίες, νεανικές, αναζητήσεις με έφεραν να μαζεύω pop corn σε ένα multiplex στην Αγγλία, να σερβίρω καφέδες σε ιστορικό μαγαζί στη Νέα Σμύρνη, να πουλάω εκπαιδευτικά cd door to door, υποψήφιο σε κάτι μαραθώνια interviews γνωστής εταιρείας συμβούλων και να πίνω κερασμένες πορτοκαλάδες με ζευγάρια που δεν ήξερα αν θέλουν να κάνουμε παρτούζα ή να μου πουλήσουν σαπούνια.
Βλέπεις δεν καταδεχόμουν παρεμβάσεις. Εγώ με τη σκληρή μου δουλειά θα κατάφερνα όσα οι άλλοι στη μίζερη Ελλάδα δεν κατάφεραν δεκαετίες τώρα. “Μόνος μου,” σκεφτόμουν “ότι κάνω. Αλλιώς δεν αξίζει.”
Αλλά η πιο περίεργη φάση ήρθε απαντώντας σε μια αγγελία όπου έψαχνε για επιστημονικούς συμβούλους σε θέματα βιοχημείας-διατροφής. Το “καταραμένο” το πτυχίο Βιολογίας βλέπεις. Φανταζόμουν ότι θα σκίσω στη συνέντευξη (είχα πλέον εμπειρία και σε αυτές) και ότι μπροστά μου ανοιγόταν μια λαμπρή καριέρα εκεί που τη φανταζόμουν, στο μεταίχμιο επιστήμης και επιχειρήσεων.
Για να βρεθώ σε μια παρουσίαση πωλήσεων μαζί με καμιά 300αριά άτομα ζούσαν μία American Beauty “εικονική” πραγματικότητα, όπου ακολουθώντας το σύστημα κάποια στιγμή θα “θέριζες” μεγάλα ωφέλη. Ταυτόχρονα ανέβαιναν ένας ένας στη σκηνή για να παρουσιάσουν το πόσα κιλά έχασαν σε τρεις μήνες και πόσα χιλιάδες προολυμπιακά ευρώ κέρδισαν.
Συγχρόνως.
Γιατί, ναι, σε αυτή τη μαγική εταιρεία ήταν λίγο το να χάσεις κιλά. Ή απλώς να βγάλεις λεφτά. Και όταν τελείωνε η παρουσίαση που συνήθως γίνοταν σε σπαστά προολυμπιακά ελληνικά ακολουθούσε χειροκρότημα.
Και το τέλος ήταν ακόμα πιο γαμάτο. Μοναδικό διήμερο εκπαίδευσης με το καλημέρα σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Με περιορισμένο αριθμό θέσεων.
Η κλήση σας προωθείται. Του Χρήστου Δεμέτη η κλήση
Ήταν Δεκέμβρης του 2012. Έχοντας μια “part time” εργασία, αναζητούσα μία “κανονική”. Ξέρεις, εν μέσω κρίσης, ξέρεις επίσης ότι τις δουλειές τις κυνηγάς με δίκαννο. Η αναζήτηση μου τελικά με έφερε μεσούσης της κεντρικής αίθουσας του “Royal Olympic Hotel” μαζί με άλλα 500 άτομα. Ναι, καλά διάβασες. 500 άτομα. Η διαδικασία ήταν απλή. Multiple choice test, 30 λεπτά διαθέσιμα για να απαντήσεις. 32.000 αιτήσεις για 750 θέσεις στον ΟΤΕ. Στη θυγατρική του για την ακρίβεια. Έχει πέραση ο τηλεφωνατζής στις μέρες μας. Περνάω λοιπόν την πρώτη φάση και προχωρώ στον ημιτελικό μαζί με άλλα δύο, τρεις χιλιάδες άτομα. Και φτάνουμε στο “καυτό” στάδιο της συνέντευξης.
Πλάνο πρώτο: Κεντρικά γραφεία OTEplus, κάπου στο Χαλάνδρι. Πλάνο δεύτερο: Ο γράφων στην αίθουσα συνεντεύξεων. Μπροστά μου τρεις “ειδικοί”. Μία νεαρά δεσποινίδα, ένας εξίσου νεαρός γραβατοφόρος μεγαλοστέλεχος wannabe και ένας παλαίμαχος του είδους. Οι ερωτήσεις καταιγιστικές. Στοπ καρέ και fast forward. Μία εξ αυτών όμως ξεχωρίζει και αναδεικνύεται κορωνίδα των μέχρι σήμερα εργασιακών μου “interviews”. “Εξέτασα το βιογραφικό σας με μεγάλη προσοχή”, λέει ο παλαίμαχος”. “Πείτε μου. Με τέτοιες σπουδές, γιατί θέλετε να γίνετε υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου;”. Στο background του μυαλού μου, παίζει το “always look on the bright side of life”. Ξεστομίζω”. “Μάλιστα. Δεν ονειρεύομαι να γίνω τηλεφωνητής. Η ανάγκη με έφερε εδώ” (κλαίει μια Μάρθα Βούρτση). Είναι σαν να λες στην υποψήφια γκόμενα σου, “μα καλά, γιατί θες να πας με μένα;”.
Για την ιστορία, με πήραν, πέτυχα, πήρα τη θέση (aka τηλεφωνικές πωλήσεις). Δεν πήγα ποτέ. Αντιθέτως, βασανίζω ακόμα, τα πληκτρολόγια σε αυτό το site και στα περίχωρα. Και χαίρομαι γι’ αυτό.
*Η ΟΤΕplus είναι θυγατρική του ΟΤΕ – εταιρεία ενοικίασης προσωπικού. Η επιλογή των εργαζομένων έγινε με ευθύνη της θυγατρικής εταιρείας.
Σε αυτό το σημείο θα περάσουμε στην άλλη μεριά του τραπεζιού της συνέντευξης. Και ο Μάνος Μίχαλος θα γράψει για το πιο περίεργο interview που έχει κάνει αυτός σε κάποιον υποψήφιο.
“Α καλά, ψωνίσατε από σβέρκο” είπε και ο Μάνος Μίχαλος αποφάσισε: ούτε απ’ έξω
Τα interviews που έχω δώσει δεν ήταν αδιάφορα, αλλά δεν βρίσκω κάτι το τρομερό να υπογραμμίσω, πέραν του ότι το 2004 συνάντησα τον άνθρωπο που θα με “τσέκαρε” στο Verde στου Παπάγου (οπότε έμαθα ένα από τα πιο ωραία καφέ στην Αθήνα) ή όταν κάποτε μου είπαν ότι θα είμαι στο Office Support κι ενώ νόμιζα ότι θα κάνω δουλειά γραφείου, τελικά κουβαλούσα για ένα χρόνο γραφεία. Όμως, πριν κάνα χρόνο, όταν έπρεπε να δω φοιτητές που ήθελαν να κάνουν την πρακτική τους, βρέθηκα σε μια πραγματικά άβολη κατάσταση.
Αρχικά να πω ότι η κοπέλα που κάθισε απέναντί μας (ήμουν μαζί με τον @Pi_vi) φορούσε τα απολύτως απαραίτητα και παραλίγο να πιστέψω ότι κάνουμε το κάστινγκ του next top model (στην καλύτερη) ή ψάχνουμε πρώτο όνομα για το πρόγραμμα 02.00-04.00. Αλλά αυτό δεν με πείραξε, ο καθένας φοράει και δηλώνει ό,τι θέλει στην Ελλάδα, οπότε δεν μπήκα στη διαδικασία να το παίξω και fashion police. Όμως, καθώς η συζήτηση και οι ερωτήσεις άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη, με την υποψήφια αν μη τι άλλο να δείχνει ότι έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση, κάποια στιγμή τα πράγματα ανατράπηκαν.
Βρεθήκαμε να απαντάμε εμείς σε ερωτήσεις. Δεν έχει σημασία, ούτε πρέπει να πω πολλές από αυτές που άκουσα, αλλά οφείλω να σταθώ στη μία που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Με σοβαρό ύφος, λίγο τσαντισμένο, μας ρώτησε: “έχετε δει και την τάδε από την ίδια σχολή;”. “Ναι, ήρθε πριν λίγο και θα την κρατήσουμε κι αυτή”.
“Α, καλά ψωνίσατε από σβέρκο” μας είπε η μικρή στο μάτι, μεγάλη στο στόμα υποψήφια, την ώρα που εγώ προσπαθούσα να μείνω ψύχραιμος. “Την ξέρεις;” ήταν οι λέξεις που βρήκα να πω. “Ναι, αμέ, έχουμε τσακωθεί και γενικά δεν την πάω καθόλου”. Μάλιστα, σκέφτηκα, προσπαθώντας να μην επηρεαστώ στην απόφασή μου, γιατί αυτή που είχα απέναντι μου όντως φαινόταν καλή και έτοιμη να δουλέψει. Βιάστηκα. Δευτερόλεπτα μετά άκουσα “γενικά, αν κάτι ή κάποιος με ενοχλεί, τσακώνομαι πολύ εύκολα, δεν το αφήνω έτσι”.
Οκ, επειδή τα νεύρα μου εδώ και 30 χρόνια, είναι στοιχείο επιστημονικής έρευνας, καλύτερα να μην συνεργαστούμε. Γιατί, δεν τσακώνομαι πολύ εύκολα, αλλά τσακώνομαι πολύ έντονα. Α, την ίδια ώρα ο @Pi_vi είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Γατάκι.