«Το τοπίο ήταν τελείως δυστοπικό»: Μαρτυρίες από την τεράστια πυρκαγιά που έκαψε την Πεντέλη
Ντράφι, Γέρακας, Παλλήνη: Οι κάτοικοι των πληγέντων περιοχών αφηγούνται καρέ-καρέ τις εφιαλτικές στιγμές που έζησαν δίπλα στις φλόγες.
- 20 ΙΟΥΛ 2022
Ντράφι, Γέρακας, Παλλήνη: Οι κάτοικοι των πληγέντων περιοχών αφηγούνται καρέ-καρέ τις εφιαλτικές στιγμές που έζησαν δίπλα στις φλόγες.
Οι τελευταίες ώρες έμοιαζαν δυστυχώς με το χρονικό μίας προαναγγελθείσας καταστροφής. Οι πυρκαγιές σε βουνά της Αττικής που ξεφεύγουν από τον έλεγχο αποτελούν πια ένα συνηθισμένο φαινόμενο, το οποίο επαναλαμβάνεται με συγκεκριμένη περιοδικότητα: κάθε χρόνο, κάθε καλοκαίρι, δεκάδες στρέμματα γίνονται στάχτη, σπίτια καίγονται και ενίοτε άνθρωποι χάνουν τις ζωές τους. Χθες και μέχρι πριν λίγο, η Πεντέλη βίωνε (άλλη) μία τεράστια πυρκαγιά.
Μικρή σημασία έχει η συζήτηση για το αν αυτό είναι αποτέλεσμα κλιματικής κρίσης ή πρόκειται για άλλον έναν τυπικό ελληνικό Ιούλιο γεμάτο μελτέμια, αφού το σημαντικό ζητούμενο βρίσκεται αλλού: το ελληνικό κράτος παραμένει ελλιπώς προετοιμασμένο στην πρόληψη αλλά και την κατάσβεση των πυρκαγιών.
Η τεράστια φωτιά, λοιπόν, στο βουνό της Πεντέλης άφησε πίσω της ένα καταστροφικό αντίκτυπο· σε υλικές ζημιές, σε περιβαλλοντικό κόστος αλλά και στην ψυχολογία των κατοίκων αυτής της πόλης.
Πώς όμως ήταν να βλέπεις τις φλόγες από λίγα μέτρα μακριά; Αναζητήσαμε αυτόπτες μάρτυρες της καταστροφής και αυτά είναι όσα έχουν να μοιραστούν.
Άτακτη φυγή στο Ντράφι
Ο Βαγγέλης Τσιγγούνης, 38 ετών, μεγάλωσε στο Ντράφι αλλά τώρα ζει στην Αγία Παρασκευή. Η είδησης της φωτιάς τον βρήκε στη δουλειά: «Yπήρξε μία ασυνεννοησία με τη μάνα μου, η οποία μου έλεγε συνεχώς -από τις 6 η ώρα το απόγευμα- ότι θα φύγει από το σπίτι μας στο Ντράφι. Ήμουν στο γραφείο στον Πειραιά όταν έμαθα για τη φωτιά και ξεκίνησα αμέσως για την Αγία Παρασκευή όπου μένω. Το πλάνο ήταν να βρεθούμε εκεί. Τελικά, όταν έφτασα κατά τις 7 η ώρα, δεν ήταν πουθενά και ούτε απαντούσε στα τηλέφωνα. Ανησύχησα μήπως κάτι τις έχει συμβεί – να λιποθύμησε, να χτύπησε, οτιδήποτε.
Έτσι, πήρα το μηχανάκι για να φτάσω μέχρι το Ντράφι. Γύρω στις 8 και ενώ είχα φτάσει στο ύψος του Κωστέα-Γείτονα χτύπησε το τηλέφωνο· ήταν η μάνα μου, η οποία είχε φτάσει μέχρι την Αγία Παρασκευή αλλά δε σήκωνε το κινητό της για να μη χάσει χρόνο.
Εκείνη την ώρα, από το σημείο που βρισκόμουν δεν έβλεπα φλόγες παρά μόνο πυκνούς καπνούς και κόσμο να εκκενώνει όπως-όπως τα σπίτια του: αμάξια, ποδήλατα, μηχανές ακόμα και με πατίνια. Η μητέρα μου πάλι, μου είπε ότι έβλεπε τη φωτιά από το σπίτι μας καθώς έφευγε».
Ξαφνική εκκένωση στον Γέρακα
Ο Δημήτρης Ζτούμπης, 38 ετών και κάτοικος της περιοχής τα τελευταία έξι χρόνια, δεν περίμενε ποτέ ότι θα χρειαστεί να εκκενώσει το σπίτι του: «Κοιμηθήκαμε τελείως ήρεμοι γύρω στις 12 το βράδυ. Απλά, επειδή έχω μικρό παιδί, βρισκόμουν κάπως σε επιφυλακή. Μέχρι εκείνη την ώρα πάντως δε μας είχε έρθει ίχνος μυρωδιάς. Γύρω στις 2 και μισή μετά τα μεσάνυχτα, ξυπνήσαμε από την κάπνα που έμπαινε μέσα στο σπίτι.
Ακούγονταν παντού σειρήνες, περιπολικά περνούσαν μέσα από στενά και σε λιγότερο από 5 λεπτά οι δρόμοι είχα γεμίσει με αυτοκίνητα – ήταν σαν οι κάτοικοι του Γέρακα να περίμεναν την εξέλιξη, και έτσι όταν ήρθε το μήνυμα της Πολιτικής Προστασίας όλα εκτυλίχθηκαν πολύ γρήγορα.
Το σπίτι μας βρίσκεται 1 χλμ. μακριά από την Ανθούσα, σε μία περιοχή που δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα αντιμετωπίσουμε σοβαρό κίνδυνο πυρκαγιάς. Κι όμως, είδαμε τη φωτιά μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, ενώ δύο ώρες πριν είχαμε κοιμηθεί ήσυχοι. Δύο τετράγωνα πιο κει, οικόπεδα έχουν γίνει στάχτη, στέγες έχουν αρπάξει και σπίτια έχουν καεί».
Απουσία του κράτους στην Παλλήνη
Η Ροζαλία Παναγιωτοπούλου, 38 ετών, νιώθει ότι η παρουσία των αρχών ήταν ελλειπής στο δραματικό βράδυ που πέρασε η Παλλήνη: «Το μήνυμα σε μας άργησε κάπως. Υπό την έννοια ότι ο κόσμος άρχισε να φεύγει μόλις βγήκε ενημέρωση για εκκένωση του Γέρακα (κατά τις 3 μετά τα μεσάνυχτα). Για την Παλλήνη στείλανε κατά τις 5 παρά. Αλλά τυπικά ήταν ΟΚ, γιατί τότε άρχισαν να κατεβαίνουν οι φλόγες.
Βέβαια, το τοπίο ήταν τελείως δυστοπικό. Δεν μπορούσαμε να ανασάνουμε. Δε βλέπαμε τίποτα. Ο αέρας λύσσαγε, σειρήνες χτυπούσαν, αυτοκίνητα τρέχανε. Δεν ήταν για να μείνεις.
Εμείς έχουμε και πολλά κατοικίδια, θέλαμε χρόνο να μαζευτούμε και φύγαμε. Στον δρόμο κυρίως περιπολικά είδαμε. Πολλή αστυνομία. Μόνο ένα πυροσβεστικό περάσαμε κι αυτό γιατί έχουμε σταθμό στην περιοχή. Ε, όπως φαινόταν, όλη τους η έγνοια ήταν να φύγουμε να μην υπάρχουν θύματα».
Βλέποντας τη φωτιά από απόσταση
Ο Αντώνης Χρυσοστόμου, αρχηγός του 1ου Συστήματων Δασοπροσκόπων Πεντέλης, δίνει μία διαφορετική εικόνα από τις πυρκαγιές, καθώς βρέθηκε σε αυτές με διπλή ιδιότητα: «Εγώ δεν έχω την εμπειρία του μετώπου, γιατί εκεί βρέθηκαν οι επαγγελματίες πυροσβέστες και εθελοντές δασοπυροσβέστες.
Εμείς ως δασοπρόσκοποι φύγαμε και επανδρώσαμε το προφυλάκιο του Προφήτη Ηλία. Αυτό έγινε γύρω στις 12 η ώρα το βράδυ, όταν και αλλάξαμε τον αστυνομικό και τον πυροφύλακα που βρίσκονταν εκεί ήδη πολλές ώρες. Κάτσαμε μέχρι τις 7 η ώρα το πρωί στο σημείο. Από εκεί φαινόταν πολύ καλά το μέγεθος της φωτιάς και της καταστροφής – ο δικό μας ρόλος ήταν «αμυντικός».
Προσωπικά, φύλαξα σκοπιά στην πρώτη βάρδια μέχρι τις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Ως κάτοικος Πεντέλης -το σπίτι μου είναι στα σύνορα με τον Γέρακα- έλαβα SMS για εκκένωση στις 02:09. Έτσι, γύρισα σπίτι, πήρα τον σκύλο μου και φύγαμε».
Αντί επιλόγου
Κάπως έτσι, φτάνουμε κάθε φορά με μαθηματική ακρίβεια στην επόμενη μέρα: Τελικά, τι πρέπει να γίνει; «Τρίτη φορά βλέπω την περιοχή να καίγεται» λέει ο Βαγγέλης Τσιγγούνης, για να συνεχίσει: «Φοβάμαι ότι είναι απλά θέμα χρόνου να καεί όλο το βουνό».
Όσο για το τι θα ήθελε η Ροζαλία Παναγιωτοπούλου, κάτοικος Παλλήνης, να γίνει από πλευράς κράτους για να προστατευτούν περιουσίες και ανθρώπινες ζωές; «Το αυτονόητο: Δασοπροστασία, αντιπυρικές ζώνες, πυροσβέστες κτλ. Δεν πάει άλλο έτσι. Αν δεν ήταν οι εθελοντές να βοηθήσουν, ακόμα θα τρέχαμε – εδώ, γιατί αλλού ακόμη τρέχουν».