FRENCH NAVY / AFP / VISUALHELLAS.GR
ΙΣΤΟΡΙΑ

Το τραγικό ναυάγιο με τους 1.863 νεκρούς για το οποίο κανείς δεν μπήκε φυλακή

Έμεινε γνωστό ως ο «Τιτανικός της Αφρικής». Αυτή είναι η ιστορία για το πώς το πλοίο Joola βυθίστηκε ανοιχτά της Σενεγάλης παίρνοντας μαζί του χιλιάδες αθώες ψυχές.

Στο κατάστρωμα του πλοίου βρίσκονται δεκάδες φοιτητές που παίζουν χαρτιά. Στα σαλόνια, άλλοι επιβάτες παρακολουθούν την ταινία Air Force One. Λίγο πιο πέρα, τα μέλη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας ετοιμάζουν τα σχέδιά τους για τον επόμενο αγώνα. Όλοι τους ταξιδεύουν με ένα πλοίο που ονομάζεται Joola και είναι έτοιμο να ξεκινήσει μία ναυτική πορεία 17 ωρών από τις ακτές της νότιας Σενεγάλης με τελικό προορισμό το Ντακάρ.

Με το που πέφτει η νύχτα, όμως, οι φωνές και το ευχάριστο κλίμα κόβονται μαχαίρι. Η βροχή αρχίζει να πέφτει δυνατά στο κατάστρωμα, με αποτέλεσμα εκατοντάδες επιβάτες να ορμούν προς το εσωτερικού του πλοίου. Η καταιγίδα γίνεται θύελλα. Το Joola αρχίζει να κουνιέται επικίνδυνα.

Λίγα λεπτά αργότερα, έχει αρχίσει να βυθίζεται. Ο απολογισμός μερικές ώρες αργότερα είναι τραγικός: 1.863 νεκροί και μόλις 64 επιζώντες. Το δεύτερο μεγαλύτερο ναυάγιο στον πλανήτη εν καιρώ ειρήνης ήταν μόλις γεγονός.

Δύο δεκαετίες αργότερα, κανείς δεν έχει λογοδοτήσει για το τραγικό συμβάν.

Τι συνέβη, όμως, εκείνο το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου 2002 και ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την πρωτοφανή τραγωδία;

Οι εγκληματικές αβλεψίες που προκάλεσαν το ναυάγιο

Το τραγικό ναυάγιο με τους 1.863 νεκρούς για το οποίο κανείς δεν μπήκε φυλακή © Rebecca Blackwell / AP

«Υπάρχουν κάποιοι που ισχυρίζονται ότι ήταν θέλημα Θεού» λέει ο Ousseynou Djiba, ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του ναυαγίου. «Πώς γίνεται, όμως, να είναι κάτι θέλημα Θεού, ενώ έγιναν τόσα πολλά ανθρώπινα λάθη;» αναρωτιέται.

Οι επιζώντες και οι οικογένειες των χιλιάδων θυμάτων υποστηρίζουν πως ο στρατός της Σενεγάλης, ο οποίος είχε τον έλεγχο του πλοίου, ευθύνεται για αυτή την τραγωδία. Η άποψή τους αυτή τεκμηριώνεται από πολλαπλές εκθέσεις που κατέδειξαν ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αγνόησαν δεκάδες προειδοποιητικά σημάδια, τόσο όσον αφορά την ασφάλεια του πλοίου όσο και για την ένταση της κακοκαιρίας.

Όλοι τους, πέρα από τη δικαίωση, ζητούν επίσης να βγει το πλοίο από τη θάλασσα προκειμένου να θαφτούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τα οποία παραμένουν μέχρι σήμερα μέσα σε αυτό, στα 59 πόδια βάθος του Ατλαντικού Ωκεανού.

«Το ναυάγιο αυτό έχει ραγίσει τις ψυχές μας εδώ και είκοσι χρόνια» δήλωσε στους New York Times η Elie Jean Bernard Diatta, ο αδερφός της οποίας ήταν προπονητής της ομάδας που ξεκληρίστηκε μέσα σ’ ένα βράδυ. «Μας μιλούν στα όνειρά μας και ζητούν μόνο ένα πράγμα: να ταφούν και να αναπαυθούν εν ειρήνη».

Η ιστορία πίσω από το πλοίο-φάντασμα

Το Joola ξεκίνησε να πλέει στα νερά της Σενεγάλης το 1990. Το συγκεκριμένο πλοίο ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για τη χώρα, καθώς, εξαιτίας του γεγονότος πως η Γκάμπια καταλάμβανε μια λεπτή λωρίδα γης ανάμεσα στη βόρεια και κεντρική Σενεγάλη, οι κάτοικοι της περιοχής Casamance στο νότο, έπρεπε να μετακινηθούν με πλοίο για να φτάσουν ως την πρωτεύουσα της χώρας, το Ντακάρ.

Το 1995, ο στρατός της χώρας ανέλαβε τη διαχείριση του πλοίου, με την αιτιολογία πως έπρεπε να ελεγχθεί η ταυτότητα των επιβατών του. Ωστόσο, το πλοίο ήταν σχεδόν πάντοτε υπερπλήρες. Χαρακτηριστικό είναι πως σύμφωνα με τις εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων, το πλοίο είχε αρχικά κατασκευαστεί για να φιλοξενεί μόλις 580 επιβάτες και όχι 1900, όπως συνέβη το μοιραίο εκείνο βράδυ του Σεπτεμβρίου του 2002.

Δεν ήταν, όμως, η μοναδική αβλεψία που προκάλεσε το δεύτερο μεγαλύτερο ναυάγιο στην ιστορία της ανθρωπότητας εν καιρώ ειρήνης. Από τους δύο κινητήρες του πλοίου λειτουργούσε μόνο ο ένας, ενώ τα σωσίβια ήταν πολύ σφιχτά δεμένα προκειμένου να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Η μεταγενέστερη δικαιολογία των ιθυνόντων του Joola για το τελευταίο, ήταν πως έτσι τα προστάτευαν από τους επιβάτες που έτρεχαν να τα φορέσουν με το παραμικρό.

Ο Ousseynou Djiba θυμάται πως όταν το πλοίο πήρε σχεδόν κάθετη θέση προσπάθησε να ανέβει προς τα πάνω, προκειμένου να σωθεί. «Οι άνθρωποι ούρλιαζαν και ξαφνικά σώπασαν. Το νερό τους είχε πάρει μέσα». Από τους 450 φοιτητές που επέβαιναν στο Joola εκείνη την ημέρα, μόνο αυτός και ακόμη πέντε επέζησαν. Όλοι τους ανέβηκαν στην κορυφή του πλοίου που είχε μείνει ακόμη πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα κατέφθαναν διασώστες.

Όπως έγινε γνωστό, όμως, αργότερα, δε σήμανε κανένας συναγερμός στο Ντακάρ, ενώ το ναυάγιο έγινε γνωστό στις 7 το πρωί της επόμενης μέρας από διερχόμενα σκάφη. Για τις επόμενες 10 μέρες, οι διασώστες που έφτασαν στο σημείο προσπάθησαν να ανασύρουν όσο το δυνατόν περισσότερα πτώματα. Τα περισσότερα μέλη της διασωστικής ομάδας εξακολουθούν μέχρι σήμερα να υποφέρουν από κατάθλιψη και διαταραχές ύπνου.

Η προσπάθεια να κουκουλωθεί το ναυάγιο

Τα λάθη που οδήγησαν στην τραγωδία είναι πλέον καλά τεκμηριωμένα: το Joola δεν είχε άδεια να πλέει στις θάλασσες, ενώ το πλήρωμά του δεν επικοινώνησε ποτέ με μετεωρολόγους προκειμένου να ενημερωθεί για τον άσχημο καιρό που θα συναντούσαν στα ανοιχτά της Σενεγάλης.

Ωστόσο, ένας εισαγγελέας της Σενεγάλης έβαλε την υπόθεση στο αρχείο έναν μόλις χρόνο αργότερα, ρίχνοντας όλες τις ευθύνες στον νεκρό καπετάνιο. Η κυβέρνηση, από την άλλη, προσέφερε περίπου 15.000 δολάρια ως αποζημίωση σε κάθε επιζώντα ή οικογένεια θύματος, με την προϋπόθεση ότι κανένας τους δε θα υποβάλει μήνυση κατά των αρχών της χώρας.

20 χρόνια αργότερα, η ζωή στο Ζιγκινσόρ, την πόλη που έχασε σχεδόν χίλιους κατοίκους στο Joola, έχει εν μέρει προχωρήσει. Το 2007 ιδρύθηκε πανεπιστήμιο προκειμένου να προσφέρει στους ντόπιους φοιτητές μια εναλλακτική λύση αντί του Ντακάρ, ενώ ένα νέο πλοίο αντικατέστησε το Joola.

Ο Ousseynou Djiba προσπάθησε να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γεωγραφία μετά το ναυάγιο, αλλά εισήλθε σε ψυχιατρική κλινική. Και ενώ πήρε εξιτήριο και όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλύτερα στην υγεία του, υποτροπίασε όταν άκουσε έναν υπουργό της κυβέρνησης να λέει στην έκτη επέτειο της τραγωδίας πως «είχε φτάσει η ώρα να ξεπεραστεί αυτό το τραύμα και να πάμε παρακάτω».

Τώρα, ο ίδιος είναι ιδιοκτήτης καταστήματος κινητής τηλεφωνίας, ενώ δεν έχει ταξιδέψει ποτέ ξανά μέσω θαλάσσης. «Δεν είμαι αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσω το πλοίο ακόμα» κατέληξε.

Στο Ζιγκινσόρ, εδώ και μερικά χρόνια, χτίζεται ένα μουσείο στη μνήμη των θυμάτων, το οποίο παραμένει ακόμη ημιτελές. Αρκετοί δύτες κατά καιρούς περισυλλέγουν αντικείμενα από το ναυάγιο για να τα εκθέσουν. Στις καμπίνες, όμως, οι σκελετοί των θυμάτων είναι ακόμα εκεί.