Το βράδυ που ο Νίκος Κοεμτζής σκόρπισε τον θάνατο για μια παραγγελιά
Η ιστορία του πιο γνωστού ζεϊμπέκικου που έμεινε ποτέ στη μέση.
- 27 ΦΕΒ 2021
Οι διασώστες φωνάζουν στον κόσμο να μην πλησιάζει, χρειάζονται χώρο για να κάνουν τη δουλειά τους και ο πεσμένος άντρας μπροστά τους, χρειάζεται κι εκείνος χώρο για να αναπνεύσει. Οι δύο περαστικοί που τον βρήκαν χωρίς τις αισθήσεις του, ξαπλωμένο πλάι στο τραπεζάκι του, κάνουν και αυτοί μερικά βήματα πίσω. Ο ηλικιωμένος άντρας δεν δείχνει να ανταποκρίνεται στις προσπάθειές των διασωστών. Δεν είναι λιπόθυμος όπως πίστευαν αρχικά, έχει πάθει ανακοπή. Θα μεταφερθεί στην Πολυκλινική και παρά τις προσπάθειες των ανθρώπων του νοσοκομείου επί 45 λεπτά, θα καταλήξει.
Γιατροί και νοσοκόμες τον έχουν ήδη αναγνωρίσει. Λίγες ώρες μετά μία είδηση θα περάσει από site σε site. Ο Νίκος Κοεμτζής είναι νεκρός στα 73 του χρόνια.
Εκείνο το μεσημέρι της 23ης Σεπτεμβρίου του 2011, ο Κοεμτζής πουλούσε όπως πάντα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, την αυτοβιογραφία του σε ένα τραπεζάκι, έξω απ’ τον σταθμό στο Μοναστηράκι. Αποφυλακισμένος από το 1996, δεν μπόρεσε ποτέ να βρει ξανά μία «κανονική» δουλειά, στιγματισμένος κοινωνικά από ένα από τα πιο διάσημα φονικά στην ιστορία της χώρας. Φονικό που είχε μετανιώσει, αλλά που απ’ ό, τι φαινόταν, κανείς δεν είχε ξεχάσει. Μια ιστορία που έγινε ταινία από τον Παύλο Τάσιο, τραγούδι από τον Διονύση Σαββόπουλο, απέκτησε μυθικές διαστάσεις ως προς τις πολιτικές του προεκτάσεις, και από άλλους θεωρήθηκε και ως η τελευταία πράξη ενός κόσμου που έσβηνε: εκείνου της μαγκιάς και των κανόνων της νύχτας όπως έφταναν στο ’70 απευθείας από την προπολεμική Ελλάδα του ρεμπέτικου.
Το φονικό
24 Φεβρουαρίου 1973. Είναι απόκριες και ο Νίκος Κοεμτζής μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Δημοσθένη, και την παρέα τους πάνε στην Κυψέλη, στο μπουζουξίδικο «Νεράιδα». Δεν έχουν περάσει και πολλές μέρες από όταν βγήκε απ’ τη φυλακή για μια μικροληστεία στη Θεσσαλονίκη.
Το βράδυ όμως δεν κυλά όμορφα. Ο τσακωμός του με την τότε σύντροφό του έχει χαλάσει το κλίμα και οι μικροεντάσεις είναι συνεχείς. Κάποια στιγμή, μοιραία όπως θα αποδειχθεί αργότερα, ο Νίκος θα ζητήσει από τον αδερφό του να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο για χάρη του. Πράγματι, ο Δημοσθένης θα ζητήσει το «Τα δυο σου χέρια πήρανε» του Μάρκου Βαμβακάρη, πιο γνωστό μέχρι σήμερα ως «Βεργούλες».
Στην πίστα, ο τραγουδιστής θα αρνηθεί, πάντα με ευγένεια όπως προστάζει η νύχτα. Θα πει ότι δεν το γνωρίζει αλλά και ότι δεν μπορεί να ζητήσει από τόσους ανθρώπους να κατέβουν απ’ την πίστα. Η παραγγελιά χορεύεται «κατά μόνας» και εκείνη τη στιγμή υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που διασκεδάζουν μπροστά απ’ την ορχήστρα.
Ο Δήμος απειλεί ότι ή θα του κάνει το χατίρι ή «θα τα σπάσουν όλα». Στη συνέχεια το μικρόφωνο περνάει στον Τάκη Αθανασιάδη, απ’ τον οποίο και πάλι θα ζητήσει τις «Βεργούλες». Σε αντίθεση με τον Κώστα Καρουσάκη, τον καλλιτέχνη που αρνήθηκε προηγουμένως, και μετά από προτροπή του μαγαζάτορα για να κατευνάσει τα πνεύματα, θα το πει. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, Δημήτρης Σχίζας, ζητά από τον κόσμο να κατέβει από την πίστα προκειμένου να χορέψει ο μικρός Κοεμτζής την παραγγελιά.
Δύο αστυνομικοί όμως εκτός υπηρεσίας θα σηκωθούν και θα αρχίσουν να τον ενοχλούν όσο προσπαθεί να χορέψει. Θα μαλώσουν, και θα τον πετάξουν πάνω στα σπασμένα πιάτα που είχαν πετάξει οι πελάτες στην πίστα. Ο Δήμος θα ματώσει. Και εκείνη τη στιγμή θα «μιλήσει» ο αδερφός του.
«Αυτή η νύχτα δεν ξεχνιέται όσα χρόνια κι αν περάσουν», θα πει πολλά χρόνια αργότερα στο Έθνος ο Κώστας Καρουσάκης. «Σάββατο βράδυ, στο μαγαζί δεν έπεφτε καρφίτσα. Τελείωνα το πρώτο μέρος του προγράμματος μου όταν κατέφθασε μια παρέα έξι ατόμων. Τρεις άνδρες, τρεις γυναίκες. Εκατσαν μπροστά αλλά γωνία, δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στα καμαρίνια. Κάποια στιγμή ο αδελφός του Κοεμτζή μου ζητάει να τραγουδήσω τις «Βεργούλες» του Βαμβακάρη. Εγώ αρχικά έκανα το κορόιδο. Στο μεταξύ βλέπω τις γυναίκες της παρέας να φεύγουν και να μένουν μόνο οι άντρες. Δεν του άρεσε αυτό…Ο Κοεμτζής επέμενε: «Παίξε τις “Βεργούλες” να χορέψει ο αδελφός μου».
«Δεν το ξέρω το τραγούδι» του απαντώ εγώ για να τον αποφύγω. Επειδή όμως είδα την επιμονή του, παρακάλεσα τον Τάκη Αθανασιάδη, που δουλεύαμε μαζί, να το πει. Φυσικά δεν ήταν καθόλου εύκολο να κατεβάσουμε τόσο κόσμο από την πίστα. Ανέβηκε να χορέψει ο αδελφός του Κοεμτζή και μαζί χόρευαν κι άλλοι. Άκουσα τις φωνές, κοίταξα να δω τι συμβαίνει και τον είδα να έχει βγάλει ένα μαχαίρι και να καρφώνει κόσμο…
Στην πίστα το αίμα έτρεχε ποτάμι. Βγαίνοντας εγώ προς τα έξω, με σπρώχνει ένας φίλος μου στην άκρη για να με προστατέψει γιατί ο Κοεμτζής φώναζε: «Πού είναι ο Καρουσάκης να τον σφάξω…».
Ο Νίκος Κοεμτζής πράγματι έχει ανέβει στην πίστα και με τον σουγιά του χτυπά στο ψαχνό. Τρείς άντρες θα πέσουν νεκροί από τα χέρια του και ακόμη επτά θα τραυματιστούν.
Νεκροί είναι: ο υπενωμοτάρχης της τότε Χωροφυλακής, Μανόλης Χριστοδουλάκης, 28 χρονών, ο αστυφύλακας της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, Δημήτρης Πεγιάς, 31 χρονών, και ο Γιάννης Κούρτης, 34 χρονών, μηχανικός και βαφέας αυτοκινήτων. Ο τρίτος ήταν στην παρέα τους και σηκώθηκε να χορέψει μαζί τους.
«Όταν το αδερφάκι μου τους ζήτησες να κατέβουν κάτω για να χορέψει εκείνοι του απάντησαν: τι είπες ρε Κοεμτζάκι; Θες και ειδική παραγγελιά; Ετοιμάσου και εσύ και μάγκας ο αδερφός σου να φάτε την ξεφτίλα της ζωής σας» θα πει χρόνια αργότερα ο Νίκος Κοεμτζής σε τηλεοπτική του συνέντευξη. Το ίδιο υποστήριξε και τότε ενώπιον του δικαστή, ότι οι αστυνομικοί τον είχαν αναγνωρίσει και δεν ήταν τυχαία η κίνησή τους να του «χαλάσουν» την παραγγελιά.
Λίγες ημέρες μετά το φονικό, ο Κοεμτζής θα συλληφθεί στη Δάφνη, με καρφωτή από τον φίλο του που υποτίθεται θα τον βοηθούσε να το σκάσει στο εξωτερικό. Όταν θα τον περικυκλώσουν οι αστυνομικοί και θα καταλάβει ότι πλέον είναι χαμένος από χέρι, θα βγάλει ξανά το μαχαίρι του και θα αρχίσει να τους φωνάζει πώς ή θα τον σκοτώσουν ή θα τους σκοτώσει. Ένας απ’ τους αστυνομικούς θα τον πυροβολήσει στο πόδι, και η καταδίωξη θα τελειώσει εκεί.
Ο Τύπος της εποχής οργιάζει, τον χαρακτηρίζει «κτήνος» και εκείνος στην απολογία του μπροστά στον ανακριτή θα ζητήσει συγγνώμη. «Ξέρω ότι δεν αλλάζει κάτι αλλά ζητάω συγγνώμη. Επισπεύστε τις διαδικασίες για να εκτελεστώ», θα πει.
Αν και ο ίδιος δεν θα δώσει πολιτική χροιά στις δολοφονίες του, η συσχέτιση λόγω της εποχής και λόγω των θυμάτων-αστυνομικών, είναι αναπόφευκτη. Από αριστερό πατέρα ο ίδιος, αντάρτη του ΕΛΑΣ, από μικρός βρίσκεται στο μικροσκόπιο των αρχών, σε ένα άτυπο κυνηγητό που θα συνεχιστεί μέχρι και τη μέρα του μακελειού. Οι συλλήψεις και το ξύλο είναι συχνό. Κάποια στιγμή θα του πουν: «αφού είσαι καμένο χαρτί γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις για εμάς; Θα μας λες όσα ξέρεις ή ακούς και εμείς θα σε προσέχουμε. Θα έχεις και τα τυχερά σου». Αρνείται να γίνει ρουφιάνος και το ξύλο γίνεται χειρότερο.
Όλα αυτά στη δίκη θα γίνουν γνωστά, αλλά δεν θα φέρουν κανένα αποτέλεσμα. Θα υποστηρίξει επίσης ότι ήταν πιωμένος, ότι θόλωσε από την προσβολή. Ο δικηγόρος του θα πει ότι είχε ψυχολογικά προβλήματα, ως απόδειξη θα φέρει το γεγονός ότι δεν υπηρέτησε στον στρατό. Οι δικαστές δεν θα πειστούν. Λίγες ημέρες πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου θα τον καταδικάσουν σε τρεις φορές εις θάνατον και επτά φορές ισόβια. Θα καταδικάσουν και τον αδερφό του σε φυλάκιση τριών ετών για σωματικές βλάβες σε βάρος ενός χωροφύλακα, ενώ τον τρίτο της παρέας, τον Θωμά Καραμάνη θα τον κρίνουν αθώο. Για την ιστορία να πούμε ότι και αυτός είχε μαχαιρωθεί από τον Κοεμτζή πάνω στο αμόκ του.
Το 1977 η ποινή του θα μετατραπεί σε ισόβια και 23 χρόνια αργότερα, το 1996 θα αποφυλακιστεί.
«Έψαχνα να βρω μια λύση, να διορθώσω το κακό που σκόρπισα», γράφει στο βιβλίο του. «Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα. Κι ούτε τώρα μπορώ, αν και αγωνίζομαι ακόμα. Ως φαίνεται την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου».
Θα πεθάνει πουλώντας το βιβλίο του.