Υπάρχει και η άλλη Μύκονος
- 22 ΙΟΥΛ 2014
Εκατό γιούρο το ποτό στη συναυλία Βίσσης-Κοντσίτα το Σάββατο στις 26 του μήνα στη Μύκονο. Στα όρθια. Στο καρεκλάτο το μαλλί πάει στα 450 γιούρο το κεφάλι. Με πλήρες μενού κι ένα ποτήρι (όλο κι όλο) σαμπάνια. Αν μιλάμε για πρώτο τραπέζι πίστα. Στα πίσω τραπέζια η τιμή στα δυόμιση κατοστάρικα το άτομο. Μίνιμουμ κατανάλωση. Αν είσαι σε πρώτο τραπέζι, δεν θα ανοίξεις μια-δύο σαμπάνιες Κριστάλ; Εύκολα. Οι καλοί τρόποι το επιβάλλουν, άλλωστε, το κάθε πρώτο τραπέζι σε τέτοια νταραβέρια να κάνει ένα δεκάρικο λογαριασμό.
Και μην βρεθεί κανείς να πει όλα αυτά σε συνθήκες Μνημονίου κι ότι ο θεός θα ρίξει φωτιά να μας κάψει, όπως τα Σόδομα και τα Γόμορα. Κάλεσε κανείς κανέναν να πάει στη συναυλία της Βίσση; Η Μύκονος άλλωστε δεν απευθύνεται στον Έλληνα. Ούτε στον μέσο Έλληνα. Η Μύκονος απευθύνεται στον φορτωμένο. Από όπου κι αν προέρχεται. Η Μύκονος δεν είναι Ελλάδα. Η Μύκονος είναι το ελληνικό Βατικανό. Είναι ανεξάρτητο κράτος. Κι έχει κατακτήσει αυτή την ανεξαρτησία της προ Μνημονίου.
Για να διατυπώσεις την άποψη ότι είναι ακριβά. Ότι είναι πανάκριβα θέμα επιλογής είναι. Και μόνο. Με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν οι οικονομικές δυνατότητες. Όταν ακόμα δούλευα σαν μισθωτός κι έπαιρνα ένα μήνα άδεια, πήγαινα κάθε χρόνο στη Μύκονο δύο βδομάδες. Κατά κανόνα το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου. Ή του Ιουλίου. Ο Αύγουστος στη Μύκονο δεν αντέχεται με τίποτα. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι πλήρωνα το δωμάτιο στον Ορνό 45 γιούρο την ημέρα (από ένα πενηντάρι επειδή ήμουνα πελάτης). Ένα πρωί πήγα για μπάνιο στην Ψαρρού. Εν γνώση μου. Λογαριασμός; Δύο ξαπλώστρες, μια ομπρέλα, ένας εσπρέσο και μια (μικρή) μπύρα ένα πενηντάρι. Κόστος μεγαλύτερο από τη διανυκτέρευση. Είπαμε όμως: κανένας δεν σε κάλεσε να πας.
Τώρα μάλιστα με την αύξηση της ζήτησης οι τιμές έχουν ανέβει: μόνο το σετ (δύο ξαπλώστρες-ομπρέλα” στο ένα πενηντάρι. Αν βρεις, δηλαδή, γιατί οι περισσότερες είναι ρεζερβέ. Κι αν δεν είσαι και γνωστός μάλιστα και σε βλέπει το μπιτς-μπόι ή το μπιτς-γκερλ για πρώτη φορά, σε ενημερώνει από πριν για το κοστολόγιο.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τη Μύκονο τα τελευταία τρία χρόνια μαζί με το εφετινό, μιλάμε για εκτόξευση: ένα αεροπλάνο προσγειώνεται, ένα απογειώνεται. Πενήντα τσάρτερ το μήνα με φορτωμένους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη, δέκα από τον Λίβανο. Από το Τελ Αβίβ. Από τη Λάρνακα. Δύο κάθε Σαββατοκύριακο από Στοκχόλμη. Από Βουκουρέστι. Δεν λέμε από την κεντρική Ευρώπη που γίνεται της πουτάνας.
Η “Μπρίτις” έβαλε εφέτος από Λονδίνο και από Μάντσεστερ. Συν βέβαια τους μεμονωμένους. Από Ινδούς που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια η αγορά, μέχρι Μεξικανούς και Κολομβιανούς. Χιλιανούς, Βραζιλιάνους, Ισραηλίτες που δεν πάνε στην Αίγυπτο και σταματήσανε να πηγαίνουνε στην Τουρκία, λόγω Ερντογάν. Και δεν μιλάμε για σεζόν δύο μηνών. Αυτά είναι για την Πάρο και για την Τήνο. Πέρυσι την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου όλα τα καλά ξενοδοχεία ήταν σολντ-άουτ. Μιλάμε για το πιο φθηνό δωμάτιο στα τρία κατοστάρικα τη βραδιά. Στις 22 Σεπτεμβρίου το Σάντα Μαρίνα στον Ορνό είχε πάνω από 200 πρωινά κι όλα τα καράβια για Πειραιά και Ραφήνα, συμβατικά και μη, επίσης σολντ-άουτ.
Αυτή είναι η Μύκονος του Σταρ και του ρεπόρτερ Νίκου Τσιλιπουνιδάκη. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτή η Μύκονος. Δεν σημαίνει ότι όπου και να πας είσαι περικυκλωμένος από γκέι ή από διάσημους. Όλοι χωράνε και ο καθένας έχει τα στέκια του.
Στο Φόκο, στην Κάπαρι κλπ Στην οικογενειακή παραλία του Ορνού δεξιά στο “Απέραντο” με δυόμιση ευρώ στον εσπρέσο. Δίπλα στη θάλασσα. Κάνεις τη βουτιά σου και αράζεις στην πολυθρόνα, είτε στη σκιά, είτε στον ήλιο, ανάλογα με το γούστο σου. Σε μια παραλία κλειστά σαν πέταλο.
Οκτώ μποφόρ να έχει το νησί, είναι σαν τη λίμνη της Βουλιαγμένης. Κι αν είσαι Ολυμπιακός, δεξιά ψηλά στην κορυφή του Άη Γιάννη, είναι το σπίτι του Σάββα Θεοδωρίδη κι αριστερά του Θόδωρου Νικολαΐδη που φιλοξενούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Κι από φαΐ κι από ποτό πως τη βγάζουμε; Μπορείς να τη βγάλεις και στη Μύκονο αρκεί να ξέρεις. Κι αν δεν ξέρεις να ψαχτείς. Στον Ορνό υπάρχει το πλέον τίμιο μαγαζί: οι “Μπαλωθιές” του Χρήστου. Θα μου πείτε τώρα, κρητική κουζίνα στη Μύκονο; Γιατί όχι; Ότι φτιάχνει ο Στάθης ο μάγειρας είναι να γλείφεις τα δάχτυλα σου. Γεμιστά, γιουβαρλάκια, φρικασέ… Με τρία τάληρα θα την κάνεις ταράτσα. Κι αν παραγγείλεις μια ρακί θα σε κεράσουνε άλλη μια. Κι αν είσαι τυχερός μπορεί να πέσεις κανένα βράδυ στον Γιάννη τον Γρίμπλα με το σαντούρι, σε λαϊκά και νησιώτικα και να γίνετε όλοι μια παρέα.
Για ποτό στη Χώρα μπορείς να πας στο “Ράψωντι” αν σου γουστάρει η ελληνική μουσική, ή στο “Κατερίνας” αν σου γουστάρει η ξένη. Στο πίσω μέρος της Βενετίας. Κι αν βρεις τραπέζι έξω στο “μπαλκόνι” είσαι σχεδόν πάνω στη θάλασσα. Αν θες να κάτσεις στα Ματογιάννια για να βλέπεις αυτούς που περνάνε και να σε βλέπουνε δικαίωμα σου. Και δικαιώματα τους να σου πιάσουνε τον κώλο: οκτώ ευρώ η κοκακόλα, δώδεκα το ποτό.
Θες την ησυχία σου; Πας στον Φλάσκο στον Άγιο Στεφάνο. Στην πισίνα σε 100 μέτρα ύψος από την παραλία αγναντεύεις απέναντι σου όλο το πέλαγος. Στα έξι γιούρο το ποτό και τον Σεπτέμβριο, που μένουνε οι φίλοι στο τάληρο. Κι αν είσαι Ολυμπιακός φάτσα στη ίδια ευθεία, απάνω στο βράχο το σπίτι του Σωκράτη Κόκκαλη.
Θέλεις φαρ-ουέστ καταστάσεις; Κάνεις τον κόπο και φτάνεις στα Διβούνια. Στους Άγριους.
Στη ψαροταβέρνα της Φλώρας την “Ανεμοθύελλα”. Στην κορυφή του βουνού με τα τελευταία μέτρα σε χωματόδρομο. Δεξιά-αριστερά κατσίκια, κουνέλια, φραγκόκοτες κλπ Μέσα στο μαγαζί μια στέρνα με ζωντανούς αστακούς που τους αρπάζεις με την απόχη. Σόι ψαράδων οι Άγριοι ότι κι αν διαλέξεις, δεν θα είναι χθεσινό ή σημερινό. Θα είναι “αυριανό”. Πιο φρέσκο δεν βρίσκεις πουθενά.
Στο μαγαζί μέσα δεν υπάρχει δεύτερο το ίδιο. Κάθε τραπέζι, κάθε καρέκλα, κάθε πιάτο είναι διαφορετικό. Κι επειδή αυτό το καλοκαίρι θα είναι το τελευταίο στην συγκεκριμένη περιοχή, η επίσκεψη στους Άγριους είναι επιβεβλημένη. Να βλέπεις, δηλαδή, το μεσημέρι που δεν έχει πολύ δουλειά την Ιωάννα (την κόρη της Φλώρας) να ψήνει τα ψάρια στα κάρβουνα και μέχρι να τα “γυρίσει” να διαβάζει τον μικρό της τον γιο.
Η Μύκονος, βέβαια είναι συνυφασμένη με την κλάση. Με την παροχή υπηρεσιών σε πολύ υψηλό επίπεδο. Δεν είναι μαλάκας, αυτός που πληρώνει. Ξέρει να χαλάσει τα λεφτά του. Στη Χώρα, στον περιφερειακό, είναι το ξενοδοχείο-μπουτίκ της οικογένειας Μιχαήλ. Του Δημήτρη και της Μαρουλίνας. Με την καλύτερη θέα στην πόλη, τις Δήλες και την Τήνο απέναντι. Το καλύτερο σημείο για να πιεις το ποτό σου στην πισίνα και να δεις ένα καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα.
Σε συνδυασμό με το περιβάλλον. Οι πελάτες στην συντριπτική πλειοψηφία είναι ξένοι. Ευγενείς, μιλάνε χαμηλόφωνα, δεν ενοχλούν. Δεν υπάρχουν ελληναράδες νεόπλουτοι με τους άντρες να φωνάζουνε στο κινητό και τις γυναίκες να κυνηγάνε τα παιδιά. Το ρεστοράν εξαιρετικό. Λίγα πιάτα, το ένα καλύτερο από το άλλο. Ειδικά το φιλέτο. Από τα καλύτερα. Όχι στην Ελλάδα ή στην Μύκονο, αλλά στην Ευρώπη. Σε ποιότητα και παρασκευή. Σ’ ένα περιβάλλον, ξαναλέμε, μοναδικό. Να είσαι στο ρεστοράν με τριάντα και σαράντα άτομα και να νομίζεις ότι είσαι σε εκκλησία.
Η φύση έκανε δώρο στο νησί, αυτές τις υπέροχες, τις μοναδικές -και στο Αιγαίο ακόμα- παραλίες. Συν Αθήνα όμως και χείρα κίνει. Πρόκειται για επαγγελματίες. Αν σε δούνε στο μαγαζί τους για δεύτερη ή για τρίτη φορά θα σε προσέξουνε. Θα σε κεράσουνε, θα σου κάνουνε έκπτωση. Στην μεγαλύτερη πλειοψηφία σέβονται τον πελάτη. Εκτιμάνε τα λεφτά που τους αφήνει. Φορτωμένοι μέχρι τα μπούνια είναι οι Μυκονιάτες. Για τα πέντε ευρώ που θα τους αφήσεις για τους δύο καφέδες, θα σου πούνε ευχαριστώ.