24Media Creative Team
ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Ζητήσαμε από τους μπαμπάδες μας μια παλιά τους φωτογραφία (και κάτι μπήκε στο μάτι μας)

To Oneman τιμάει τη Γιορτή του Πατέρα φέρνοντας στο φως παλιές χρυσές (ή και όχι) στιγμές των μπαμπάδων μας.

Θυμάσαι τον παλιό καλό καιρό που οι φωτογραφίες ήταν αναλογικές, τα κινητά ήταν πιο μεγάλα και από ασύρματους (ή δεν υπήρχαν καν) και οι μπαμπάδες μας ήταν νέοι;

Ω ναι, υπήρξε μια εποχή που οι μπαμπάδες μας έκαναν τις ίδιες σκέψεις που κάνουμε εμείς τώρα, κάναμε πριν μερικά χρόνια ή θα κάνουμε σύντομα: αγχώνονταν για το Πανεπιστήμιο, μεγάλωναν μικρά παιδιά, έκαναν ταξίδια και έγραφαν καρτ ποστάλ.

Σήμερα, τους ευχόμαστε χρόνια πολλά, τους τιμάμε και τους θυμόμαστε φέρνοντας στο φως μερικές τέτοιες φωτογραφίες και τις ιστορίες που κρύβουν από πίσω.

Πέρα από τον Μικρόκοσμο, ο Θανάσης Δημητρέλλος

Πατέρας Δημητρέλλος

Καλοκαίρι του ’73, ο Θανάσης, ο Ντίνος, ο Στέφανος και ο Προδρόμης μαζεύονται σε ένα σπίτι στο Χατζηκυριάκειο, στο πικάπ παίζει Jethro Tull, Deep Purple και Pink Floyd. Ο Στέφανος περιγράφει κάποιες λεπτομέρειες από την περίπλοκη ενορχήστρωση του άλμπουμ ‘Aqualung’ των Jethro Tull, o Θανάσης έχει εντυπωσιαστεί από τους συνδυασμούς του φλαούτου με τις ηλεκτρικές κιθάρες, ο Ντίνος και ο Πρόδρομης συζητάνε για κάτι κορίτσια από το Γυμνάσιο Θηλέων που συνάντησαν τις προάλλες για καφέ στο Πασαλιμάνι. Ο μικρόκοσμος του Πειραιά επεκτείνεται κάθε βράδυ μέσα στο σπίτι του Στέφανου και η παρέα των τεσσάρων με διάφορες μηχανορραφίες προσπαθεί να επινοήσει το έξτρα βήμα που θα την φέρει λίγο πιο μακριά, στα πέρα μέρη όπως έλεγε και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο Θανάσης σβήνει το τσιγάρο του, κλείνει τα μάτια, σαν να έχει ανακαλύψει μια έξτρα διαδρομή μέσα από το ‘Child in Time’ των Deep Purple. Πού καταλήγει αυτός ο δρόμος άραγε;

Ο Θανάσης ανοίγει τα μάτια και βρίσκεται στο Torquay, μια παραλιακή πόλη της νοτιοδυτικής Αγγλίας. Απορεί, νιώθει δέος και εξωπραγματική χαρά και περιέργεια ταυτόχρονα. Το τζιν του ξαφνικά δεν γεμίζει χαλίκια και χώμα όπως συμβαίνει στους δρόμους της Καλλίπολης του Πειραιά. Οι παμπ είναι γεμάτες από δυνατή μουσική, κορίτσια ντυμένα εκκεντρικά, παράξενα, που χαμογελούν σαν να έφτασαν εκεί από άλλο πλανήτη. Τα πρωινά ζει στο σπίτι μιας οικογένειας που τον βοηθάει να εγκλιματιστεί στο βρετανικό τρόπο ζωής, πράγμα που σημαίνει πως στο πιάτο του θα βρίσκονται πάντα αυγά scrambled μαζί με φασόλια για πρωινό ή κάτι βραστό που μοιάζει με κρέας και οι συζητήσεις θα έχουν πάντα υπόνοιες χιούμορ και αυστηρότητα, που κρύβει επιμελώς τις ενοχές του καθενός. Ο Θανάσης θα ζήσει δυο μήνες στη νοτιοδυτική Αγγλία δίνοντας το παρόν σε καλοκαιρινό σχολείο, θα ζήσει σε ένα εκκρεμές ανάμεσα στο “αγαπώ την Αγγλία” και στο “αγαπώ την Αγγλία αλλά δεν την αντέχω”. Θα εξαγριώσει τους γονείς του με την αδιαφορία του για το σχολείο και θα τον απειλήσουν με πρόωρη επιστροφή. Θα ζήσει μια heavy metal ζωή πέρα από τον μικρόκοσμο του Πειραιά και ύστερα θα επιστρέψει σε αυτόν. Αυτό ήταν το πιο βαρύ απ’όλα.

Με τον γκρινιάρη γιο του στο Παρίσι, ο Έντυ Αμπατζής

Πατέρας Αμπατζής

1996, λίγο πριν κλείσω την πρώτη μου δεκαετία στον μάταιο ετούτο κόσμο και ποζάρω στο Παρίσι, με τον πατέρα μου εκ δεξιών μου και τη μητέρα μου εξ αριστερών. Ναι, δεν θα έπρεπε να είμαι τόσο γκρινιάρης σε μια φώτο ταξιδιού, του πρώτου μου ταξιδιού στο εξωτερικό μάλιστα, αλλά έχουμε μόλις αφήσει την Disneyland και μπροστά στον Μίκι, τον Γκούφι και τα τρενάκια, το Λούβρο και η Παναγία των Παρισίων μου φαίνονται τρομερά βαρετά.

Τέλος πάντων, δεν είναι αυτό το θέμα όμως. Ο πατέρας μου, ο οποίος σπούδασε στη Γαλλία, ανέλαβε μαζί με την μητέρα μου το να μας πάνε να δούμε (ο αδερφός μου κι εγώ) όλα όσα έπρεπε να δούνε 2 παιδιά 12 και 10 ετών αντίστοιχα, οργανωμένος μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια όπως πάντα, με σημειωμένο το πρόγραμμα στο μπλοκάκι του. Ακόμα και σήμερα άλλωστε, σημειώνει στα post-it τα do’s της κάθε ημέρας, μια λίστα που ευτυχώς περιλαμβάνει και τις δικές μου υποχρεώσεις για τις οποίες δέχομαι κλήσεις υπενθύμισης.

Στη φωτογραφία, απολαμβάνετε τον πατέρα μου με μούσια, όπως τον ‘γνώρισα’ και τον έζησα για τα αρκετά πρώτα χρόνια της ζωής μου. Ξαφνικά, μια μέρα γύρισε στο σπίτι ξυρισμένος εντελώς και ο κόσμος μου γκρεμίστηκε, αλλά αυτό είναι μια διαφορετική ιστορία. Σε αυτή την ιστορία, παρά τη γκρίνια και την κούραση της φωτογραφίας, ο πατέρας και η μητέρα μου είναι οι ήρωές μου που με πήγαν στη Disneyland. Όταν μεγάλωσα λίγο, εκτίμησα το ότι με πήγαν και στο Παρίσι, κι ας μην έκοβε βόλτες εκεί ο Γκούφι.

Σε ένα δωμάτιο στον Καναδά, ο Τάσος Αναστασιάδης

Πατέρας Αναστασιάδης

Ο μπαμπάς μου έζησε στα late ’60s στον Καναδά. Φτάνει αυτή η πρόταση για να γίνει όλη του η ζωή ένα βιβλίο; Φτάνει και περισσεύει. Έχει και ονοματεπώνυμο που δεν ξεχνάς ποτέ. Τάσος (Αναστάσιος) Αναστασιάδης. 20 χρονών και κάτι έκανε τα χαρτιά του στην καναδέζικη πρεσβεία και έφυγε για να δουλέψει στο Τορόντο. Δεν ήξερε κανέναν, δεν τον ήξερε κανείς.

Οι ιστορίες που έχουμε ακούσει έχουν γίνει κομμάτι και του δικού μας dna. Η φορά που μέχρι να φτάσει στη στάση του λεωφορείου, πάγωσαν οι βλεφαρίδες του κι έκαναν κρακ κρακ όταν ανοιγόκλεινε τα μάτια. Η φορά που πήγαν να τον ληστέψουν στο μετρό. Η ζωή στο εργοστάσιο. Οι Καναδοί που τον φώναζαν Τομ. Οι καταρράκτες του Νιαγάρα. O Έλβις Πρίσλεϊ, ο Τομ Τζόουνς. To ταξίδι-αστραπή στην Αθήνα για να αρραβωνιαστεί τη μαμά μου. Η οριστική επιστροφή επειδή του το ζήτησε ο δικός του πατέρας, που θα έφευγε σύντομα από τη ζωή.

Στη φωτογραφία, ο πατέρας μου ντυμένος σαν χαρακτήρας του Ταραντίνο είναι στο δωμάτιό του στον Καναδά, καπνίζει και λίγο πιο πέρα βρίσκεται ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Τις οποίες πιθανότατα έχουμε δει και ξαναδεί, ακούγοντας τις φοβερές ιστορίες από πίσω τους. Στα 20κάτι του, ο μπαμπάς μου υπήρξε πιο κουλ απ’ όσο θα υπάρξω εγώ σε ολόκληρη τη ζωή μου. Και σήμερα, 75 αισίως, παραμένει το ίδιο κουλ. Απλά χωρίς το σταυροπόδι και το κάπνισμα. Και τον Καναδά.

Με την κόρη του στην πλάτη στην Σαρωνίδα, ο Γιώργος Γριβέας

Πατέρας Γριβέα

Μέσα ‘90s, εξοχικό στη Σαρωνίδα, φρέσκια από μπάνιο στη θάλασσα, καβάλα στον Γριβέα. Έχουμε ήδη πλυθεί και περιμένουμε το μεσημεριανό. Είμαι πολύ μικρή και δεν έχω ακόμα αρχίσει να τσαντίζομαι που η μητέρα μου ήθελε πάντα το τέλειο καρέ για μια φωτογραφία. Εκ του αποτελέσματος θα πω ότι καλά έκανε και μας έστηνε σωστά.

Δεν χρειάζεται να θυμάμαι τη συγκεκριμένη μέρα για να ξέρω ότι είχε σίγουρα σπαταλήσει πάρα πολύ χρόνο στο νερό μαζί μου. Έπεφτε και πέφτει πάντα κατευθείαν, έκανε ένα μεγάλο μακροβούτι μέχρι εγώ να δεήσω να μπω ολόκληρη μέσα, και μετά ο χρόνος του ήταν δικός μου. Ως πολίστας στα νιάτα του και επίμονος Πειραιώτης, είχε προσπαθήσει πολύ φιλότιμα να μου μάθει τη ρημάδα την πεταλούδα αλλά είχε αποτύχει. Δεν έφταιγε η μεταδοτικότητά του μάλλον, έφταιγε ότι προτιμούσα να κάνουμε ότι με ‘βαφτίζει’. ‘Βαφτίζεται η δούλη του Θεού…’ ξεκινούσε, και με σήκωνε ψηλά. Με έχωνε στη θάλασσα πριν πει το όνομά μου. ‘Βαφτίζεται η δούλη του Θεού…’ δεύτερη φορά, και εγώ να γελάω πριν με βάλει πάλι μέσα. Στο ‘…Ιωσηφίνα!!!’ που ερχόταν την τρίτη φορά, με πετούσε όσο πιο μακριά μπορούσε. Συνέχισε να το προσπαθεί μέχρι και την εφηβεία μου κι ας έπρεπε πια να εκτοξεύσει ολόκληρο γαϊδούρι.

Έχουν αλλάξει και πολλά και λίγα από τη φωτογραφία. Τα μαλλιά μου είναι πια καστανά, τα δικά του γκρίζα. Παραμένει κούκλος του Old Hollywood όμως, για να μην πω κουκλότερος. Έχουμε καιρό να πάμε για μπάνιο παρέα, αλλά θα το επιδιώξω για να δω αν ήρθε η ώρα επιτέλους για την πεταλούδα.

Λίγο πριν μάθει με το ζόρι ποδήλατο στον γιο του, ο Γιώργος Σταματίνης

Πατέρας Σταματίνης

Δεν μπορώ να καταλάβω σε καμία περίπτωση τη μανία που έχουν οι πατεράδες με τα ποδήλατα. Στη φωτογραφία βλέπετε τον δικό μου πατέρα σε ένα σημείο ενός διπλανού από το δικό μου χωριού. Κοντά στην πλατεία όπου ο ίδιος είχε αποφασίσει κάπως βιαστικά θα έλεγε κανείς ότι ο γιός του, 6 χρονών, θα γίνει πρωταθλητής ποδηλασίας. Πρέπει να ήταν γύρω στο 1996. Καλοκαίρι. Μάλλον τέλη Ιουλίου. Σε αντίθεση με τους περισσότερους κάναμε διακοπές το πολύ μέχρι 10 Αυγούστου. Ο Δεκαπενταύγουστος μας έβρισκε στην Αθήνα. Συνήθεια που κράτησα μέχρι σήμερα αρκετές χρονιές.

Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, ο πατέρας μου είχε αποφασίσει ότι πρέπει να μάθω ποδήλατο. Και όταν κάνεις ποδήλατο, κάνεις χωρίς βοηθητικές. Σε αυτές είχα μάθει από πολύ μικρή ηλικία. Πηγαίνοντας, λοιπόν, στην πλατεία του χωριού μου έβγαλε τη μια βοηθητική ρόδα. Στην αρχή λίγο σάστισα αλλά ομολογουμένως τα πήγαινα περίφημα. Να η ευκαιρία του πατέρα μου. Αφού κάνεις με μια βοηθητική ρόδα, γιατί να μην κάνεις και με καμία βοηθητική; Απλά με προσοχή. Ήμουν και πολύ νέος στο άθλημα. Έκανα τις πρώτες πεταλιές. Μιλάμε τρομερός. Πήρα θάρρος. Δεν άκουσα τη συμβουλή του πατέρα μου να μην τρέξω. Δεν πρόλαβα να ακούσω και την άλλη με το φρένο και τα πόδια.

Αποτέλεσμα ήταν να πέσω πάνω σε μια παρέα 10-15 ατόμων που έκανε κάτι σαν πικνίκ. Για την ακρίβεια στο ψηλό σκαλοπάτι στο οποίο κάθονταν. H πλάκα είναι ότι με έβλεπαν να έρχομαι από πολύ μακριά. Θα περιμέναν ότι θα στρίψω. Δεν το έκανα. Αφού, λοιπόν, ένιωσα πώς είναι να πετάς κάνοντας πετάλι, ένιωσα και πώς είναι να είσαι ο Νικοπολίδης στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας μετά το 2004. Να το πούμε ευγενικά…ακούστηκε πολλές φορές το όνομα του Ύψιστου επί ματαίω. Γύρισα τρομαγμένος στον πατέρα μου. Σκεφτείτε πόσο πιο πολύ θα τρόμαζα αν άρχισε να βρίζει και ο ίδιος. Δεν το έκανε. Το λάθος ήταν δικό μας ούτως ή άλλως. Με το που γυρίσαμε την πλάτη μας, μου έκανε ένα αστείο που δεν θυμάμαι τι ήταν παρά μόνο ότι ήταν πάρα πολύ ανακουφιστικό για μένα.

Για έναν μήνα έκανα ποδήλατο με τη μια βοηθητική. Τα επόμενα χρόνια ήμουν ομολογουμένως από τους καλύτερους ποδηλάτες στη γειτονιά.