11 θαυμάσιοι, αλλά όχι πραγματικά σπουδαίοι
- 12 ΙΟΥΛ 2017
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να σου αρέσει με ειλικρίνεια, να τον έχεις στην κορυφή του ψυχαγωγικού οχήματός σου, κάποιος πραγματικά σπουδαίος. Ο μελετητής του μεγαλείου πρέπει να έχει μυαλό ακονιστήρι, να είναι μικρός και οσάκις δημογέροντας, να μπορεί το μυαλό του να αντεπεξέρχεται στην επανάληψη μίας κατάστασης η οποία δεν εμφανίζεται παρά σπανίως στη ζωή και απομακρυσμένη. Ούτως ειπείν, ο σπουδαίος είναι δύσκολο να είναι θαυμάσιος. Πάει να πει συναρπαστικός, ένας άνθρωπος που γίνεται να του αποδίδονται προσδιορισμοί οι οποίοι να αφορούν πρώτα στην ψυχαγωγία σε συνδυασμό με την κατανόηση και έπειτα στο αποτέλεσμα. Και το μεγαλείο δεν γίνεται να αφορά σε ό,τι σε οδηγεί το ταλέντο. Αυτό είναι ελάσσον σε ό,τι αφορά την ίδια την ουσία της κατάστασης.
Η ικανότητα της ευλυγισίας και του γρήγορου βηματισμού, ακόμα και η ενστικτώδης αντίληψη, η αρμονία και η φυσική δύναμη δεν αρκούν για να φτάσεις στην κορυφή του Έβερεστ, το οποίο λένε ότι βρίσκεται στα 8.848 μέτρα αλλά ένας σεισμός στο Νεπάλ το 2015 έκανε τους επιστήμονες να προτείνουν επαναμέτρηση, κάτι που θα γίνει. Αυτό που σε φθάνει στην κορυφή είναι ό,τι δεν είχε ο Τρέισι ΜακΓκρέιντι στην καριέρα του στο ΝΒΑ: η αυτοκίνηση. Η οποία μπορεί να είναι μία σύνδεση, όταν το μυαλό αδειάζει, με το αχρησιμοποίητο μέρος του, εκείνο της παρακίνησης. Ο αυθορμητισμός και η προσπάθεια είναι μόνο δύο χαρακτηριστικά.
(κεντρική φωτογραφία: AP Photo/Marco Vasini)
Τουλάχιστον δύο πραγματικότητες προκύπτουν από αυτό: Η πρώτη είναι ότι ελάχιστοι υπήρξαν θαυμάσιοι και μεγαλειώδεις ταυτοχρόνως σε αυτό που έκαναν (ή υπάρχουν σε αυτό που κάνουν) και η δεύτερη είναι ότι το να κατατρύχεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο από τους δαίμονές σου, δηλαδή μπαίνοντας στο σκότος του εαυτού για να φτάσεις σε ό,τι είναι, ως ιδέα, το προοίμιο του απόλυτου φωτός ή μία εξομοίωσή του, δεν αποτελεί ενδεδειγμένη λύση. Πολλές πηγές σήμερα μας προσκαλούν να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, αλλά ακόμα και αν αποτελούσε αυτό μία εύκολη επιλογή, να φθάσουμε στην πόρτα και να μπούμε μέσα στο σκότος μας, θα ήταν δύσκολο να ήμαστε διαρκώς οι υπερπρωταθλητές εκείνοι που συνεχώς έπρεπε να φτάνουν στο de profundis, για να συντηρούν διαρκώς ό,τι μοιάζει με το ξεπέρασμα του ταβανιού τους.
Σε αυτή τη διαδικασία, η αισθητική και η ομορφιά δεν παίζουν ρόλο. Αντιθέτως, ο θαυμάσιος είναι απαραίτητο να συνδέεται με εκείνο το σημείο της ψυχής μας που χρειάζεται την αρμονία και τους ξεκάθαρους σχηματισμούς για να γαληνέψει και, τελικά, να δώσει εντολή στον εγκέφαλο, την πλατωνική ψυχή, να εξομοιώνει συνεχώς το παρόν του με μία κάθαρση η οποία περνά από κάθε ηθικό φραγμό και καθίσταται τρανταχτό παράδειγμα ξετσίπωτης προσωπικότητας. Όταν, όμως, φτάνεις εκεί, δεν γίνεται παρά να αδιαφορείς πλήρως με ό,τι λέγεται για σένα.
Εκτιμώ το θαυμάσιο περίπου όσο το σπουδαίο, αλλά μου αρέσει πολύ περισσότερο, με τον ίδιο τρόπο που ένας παθιασμένος έρωτας προκρίνεται σε σχέση με 65 χρόνια σταθερού και στη σούμα ευτυχισμένου γάμου.
Κατηγορία ‘ξέρει απ’ έξω το προοίμιο του Φάουστ, αλλά έχει χάσει δυο τρεις φορές το καράβι’
Πολλοί θρύλοι κυκλοφορούν για τις ικανότητες ποδοσφαιριστών, όπως παραδείγματος χάρη ότι στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1962 ο Γκαρίντσα είχε την μπάλα για τρία λεπτά στα πόδια του ακίνητος και οι Τσεχοσλοβάκοι έτρεμαν να πάνε κοντά να του την πάρουν, αλλά τηλεοπτικά δεν πρέπει να έχει εμφανιστεί ξανά κάτι παρόμοιο όπως αυτό που έκανε ο Χοακίν στον Τάκη Φύσσα για 86 λεπτά και στον Στέλιο Βενετίδη για περίπου οκτώ στο ματς του ‘Ντο Μπέσα’, στο Οπόρτο, στις 16 Ιουνίου 2004, στο ματς της Εθνικής με την Ισπανία για τον πρώτο γύρο του Euro.
Ο Χοακίν ήταν ένα τρομακτικό ταλέντο και, αν και οι εξτρέμ από την Ισπανία ήταν ακόμα και την εποχή του εξαιρετικά ταλαντούχοι, δεν υπήρχε ταλέντο όπως αυτός. Το σημείο-κλειδί πρέπει να είναι ο προημιτελικός του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2002 με τη Νότια Κορέα. Ο Χοακίν έχει κάνει υπερμάτς, αλλά το γκολ που δεν κατοχυρώνει ο διαιτητής μετά από προσπάθειά του, σε μία από τις πιο μονόπλευρες διαιτησίες όλων των εποχών σε ματς που έχει πραγματικό ενδιαφέρον, είναι το σημείο που αλλάζει τη ρότα όλης της καριέρας του. Ο Χοακίν έχασε το μόνο πέναλτι που χάθηκε στη διαδικασία εκείνου του ματς και αυτό μπορεί να μην είναι κριτήριο (παραδείγματος χάρη, ο Φράνκο Μπαρέζι έχασε πέναλτι σε τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου, το 1994, αλλά έπαιξε σε όλη τη διοργάνωση δύο μήνες αφού έκανε εγχείριση για ρήξη χιαστών), ωστόσο ενδεχομένως έγινε.
Έκανε καλή καριέρα (Μπέτις, Βαλένθια, Μάλαγα, Φιορεντίνα), αλλά δεν έκανε την καριέρα ενός σπουδαίου ποδοσφαιριστή, που είχε όλες τις προοπτικές να γίνει.
Αναπληρωματικός: Πάμπλο Αϊμάρ.
Κατηγορία ‘τον ρώτησα τι μήνυμα να της στείλω, μου είπε κάτι φανταστικό, έγραψα το δικό μου και έφαγα άκυρο’
Ας τεθεί ως εξής: Προτιμώ να διαβάσω ξανά το ‘Fever Pitch’ από το να αρχίσω τον ‘Οδυσσέα’ του Τζέιμς Τζόις και όταν βλέπω τους ‘Αδελφούς Καραμαζώφ’ στη βιβλιοθήκη με πιάνει ένας κόμπος που στο Αστείο Κορίτσι δεν είχα, ούτε κατά διάνοια. Ο Νικ Χόρνμπι είναι ένας ταχυδακτυλουργός της ποπ κουλτούρας και προτιμώ να σκέφτομαι ότι είναι αυτό που έχει επιλέξει να κάνει από αυτό που μπορεί. Και πάλι, αυτό δείχνει ακριβώς το αντίθετο: η άνεση δεν εφάπτεται με το αριστούργημα, το οποίο απέχει από το φιλοτέχνημα. Ο Χόρνμπι είναι καταπληκτικό και δεν υπάρχει άλλο βιβλίο ή κείμενο που να έχει προσεγγίσει ποτέ καλύτερα την ιδιοσυγκρασία του ασθενούς, αλλά όχι άρρωστου, οπαδού όπως το ‘Fever Pitch’. Και πάλι, δε σε βασανίζει, ούτε σου δημιουργεί τη σπαρακτική επιθυμία να γίνει κατανοητό, όπως ο ‘Ηλίθιος’ ή το ‘Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας’. Αυτή η διαφορά δημιουργεί τη σαφήνεια σε βαθμό που θα μπορούσε, από τον αισιόδοξο, να χαρακτηριστεί ως και αισιόδοξος.
Αναπληρωματικός: Τζο Νέσμπο.
Κατηγορία ‘αν νομίζεις ότι είναι 2.000 μύες και όχι ένας από τους θεούς του σύμπαντος, τότε πιθανότατα πίνεις μπύρα σόγιας’
Ο υπέροχος Κώστας Βάρναλης ήταν γαργαντουικός αγύρτης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε στη Σπύρου Μερκούρη 27, στο Παγκράτι. Ριζάρη και Βασιλέως Κωνσταντίνου περιμένει για ώρα, κουρασμένος. Γείτονας τον ρωτάει, “μπάρμπα Κώστα, τι περιμένεις τόση ώρα;”. Και ο ποιητής των μοιραίων απαντάει: “Περιμένω να περάσει κάνας ωραίος κώλος, για να βγάλω την ανηφόρα”. Η μοίρα το έφερε ώστε το τελευταίο ποίημά του να έχει τίτλο ‘Τα Μουνάκια’. Και μαντέψτε για τι μιλάει.
Αναπληρωματικός: Ανδρέας Εμπειρίκος.
Κατηγορία ‘καταπληκτική ερμηνεία, αλλά, σόρι, μόνο ο Νονός 2 ήταν καλύτερος από τον πρωτότυπο’
Ερωτεύτηκα αστραπιαία τον Χάρπο Μαρξ στο ‘Μια νύχτα στην Όπερα’ και πέρασα ατέλειωτες ώρες ένα καλοκαίρι παρακολουθώντας βίντεό του. Κι εκεί που κόντευα να τον πω ιδιοφυΐα, θυμήθηκα τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Μπάστερ Κίτον, τη σκηνή με το χορό των ψωμιών και το αγέλαστο πρόσωπο, ένας όρος που ο Κίτον απαιτούσε να υπάρχει στο συμβόλαιό του. Ο Χάρπο ήταν πολυσχιδής ψυχαγωγός και ταλέντο ανεπανάληπτο, ωστόσο χρειαζόταν την καρικατούρα που τόσο υπέροχα ενσάρκωνε ο Γκράουτσο και την ιλιγγιώδη ταχύτητα του Τσίκο για να βρουν χώρο τα αστεία του την εποχή του ομιλούντος κινηματογράφου.
Ο Χάρπο χρειαζόταν τη φωνή για να μείνει μουγκός και σπανίως, όπως στην περίπτωση της ρουτίνας με τους καθρέφτες στην εκπομπή της Λουσίλ Μπολ, γινόταν να στηρίξει χωρίς ήχο ένα μονόπρακτο, το οποίο παρ’ όλα αυτά θα συνοδευόταν από δυνατό χειροκρότημα. Ο Χάρπο ήταν σπουδαίος αρπίστας- άλλωστε βαφτίστηκε Άρθουρ και από την άρπα πήρε το προσωνύμιο, που έγινε όνομα εν τέλει- θεωρείται από τους καλύτερους του κόσμου αν και δεν υπάρχει σαφής γνώση, ωστόσο ο Τσάπλιν ήταν που πήρε το Όσκαρ Μουσικής για τα ‘Φώτα της Ράμπας’ το 1952, αν και ο Χέρμπερτ Χούβερ τον κυνηγούσε ανηλεώς ως στηρικτή των κομμουνιστών και των Εβραίων.
Αναπληρωματικός: Μελ Μπλανκ.
Κατηγορία ‘το νόημα είναι βαθύ, αλλά μήπως να φάω και μία αστακομακαρονάδα;’
Η όλη παρουσία του Γιώργου Μαρίνου στις διαστάσεις της ψυχικής τέρψης υπήρξε ακραίο καιρικό φαινόμενο. Από τις επιθεωρήσεις και τον τρόπο που οι δρόμοι που διάλεγε η φωνή προκαλούσαν τα συναισθήματα του θεατή και του ακροατή να αναδειχθούν, μέχρι τα ‘Παιδικά Παιχνίδια’ της Νικολακοπούλου, που είναι ένα υποτιμημένο ελληνικό τραγούδι, η χάρη, η στάση του σώματος και η κιναισθησία ήταν τα χαρακτηριστικά ενός μείζονος καλλιτέχνη. Όμως, ο Μαρίνος είναι από τα πρώτα πρόσωπα της ιδιωτικής τηλεόρασης, κάποιος που έφερε την αυταπάτη στο πώς είναι η ζωή απέναντι σε άμαθους θεατές.
Ο ασκητισμός του δεν είναι μία συνειδητή επιλογή, παρά προέκυψε από κακή διαχείριση. Ο Γιώργος Μαρίνος ήταν -με την ελπίδα ότι παραμένει- ένας εκστατικός καλλιτέχνης. Αλλά το να θέλεις να βγάλεις λεφτά συνυπάρχει με το να υλοποιείς παρακλήσεις ανθρώπων που πόρρω απέχουν από το ταλέντο σου, την αίσθησή σου και το όραμά σου. Γίνονται, τελικά, το μόνο που σκέφτεσαι. Και είναι εκείνη η στιγμή που χάνεται κάπως η μοναδικότητα και ενθαρρύνεται η εισαγωγή σου σε μία ελίτ η οποία πραγματικά σε αδικεί. Ο Γιώργος Μαρίνος υπάρχει ως ο άνθρωπος που θα μπορούσε να κουβαλήσει τη δάδα του Δημήτρη Χορν ως και τις μέρες μας, απλώς προτίμησε το κέρδος. Θα το έκαναν 9,5 στους 10, αν τους δινόταν η ευκαιρία.
Αναπληρωματικός: Ανδρέας Μικρούτσικος.
Κατηγορία ‘είναι καταπληκτικό που ένας σκαντζόχοιρος και ένας ψύλλος τσακώνονται ενώ τους κοιτάζω από καλειδοσκόπιο, αλλά, πες μου, πώς θα πληρώσω το νοίκι;’
Στο quizdom, το παρατσούκλι μου είναι ένας ήρωας του Τομ Ρόμπινς. Τις προάλλες έπαιζα με έναν αντίπαλο ο οποίος με ρώτησε αν το παρατσούκλι το πήρα από το ‘Αγριεμένοι Ανάπηροι’. Του απάντησα θετικά. Και αποκρίθηκε, “αυτό το βιβλίο μού έσωσε τη ζωή”. Είθισται, ακόμα και τώρα, με το ‘Θιβετιανή Ροδακινόπιτα’, ένα αυτοβιογραφικό ρέκβιεμ(;), ο Τομ Ρόμπινς να κάνει τέτοια πράγματα. Να σου ρουφάει τη θλίψη για ό,τι σου συμβαίνει και να σου θέτει ένα υποτυπώδες δίλημμα για το αν αυτά στα οποία αναφέρεται είναι ουσιαστικά. Το παιχνίδι, από τότε που αποφάσισε να γίνει συγγραφέας, είχε ξεκινήσει’ και στο βροχερό Σιάτλ ο Τομ Ρόμπινς δεν ενδιαφερόταν για Πούλιτζερ, ούτε για άλλα βραβεία, αλλά για τις παρομοιώσεις και τα επίθετα, τα αλησμόνητα λεκτικά τρικ. Δεν έγινε ποτέ ένας λογοτεχνικός γίγαντας, σαν τον Τόμας Πίντσον, ίσως επειδή δεν έβρισκε τα κατάλληλα ουσιαστικά. Όμως, η συναπτή εισχώρηση στον κόσμο του θαυμαστού και στην παιχνιδιάρικη ανατολική φιλοσοφία μπορεί να σε κάνει πιο ανάλαφρο άνθρωπο στην αληθινή ζωή.
Αναπληρωματικός: Τζιάνι Ροντάρι.
Κατηγορία ‘άστο, μωρέ, το παιδί, είναι στην εφηβεία’
Κατά το μοτίβο της δεκαετίας του ’90, το 1998 το σχολείο μου πήγε πενταήμερη στη Ρόδο. Πετυχαίνοντας στην τηλεόραση του ξενοδοχείου ένα ματς του Περιστερίου με τον Παπάγου για τα play-off της Α1, το χάζεψα και εκείνο το χάζι δημιούργησε ακαριαίο έρωτα με τον Γιώργο Διαμαντόπουλο, ένα παιδί στην ηλικία μου. Ο Διαμαντόπουλος οδήγησε τον Παπάγου σε δύο ‘διπλά’ στη Δυτική Όχθη και ένα χρόνο μετά, στο Παγκόσμιο Εφήβων στην Πορτογαλία, όταν συγκρίθηκε με τον ηγέτη της Ισπανίας, τον Χουάν Κάρλος Ναβάρο, στο μεταξύ τους ματς του έριξε στα αυτιά. Είναι μεγάλο μυστήριο του σύμπαντος για ποιο λόγο ο Γιώργος Διαμαντόπουλος δεν έκανε, όχι μεγάλη αλλά, τη μίνιμουμ καριέρα που του υπαγόρευε η χάρη του.
Αναπληρωματικός: Κένι Άντερσον.
Κατηγορία ‘αχ βρε παλιομισοφόρια τι τραβάν’ για σας τ’ αγόρια, τι τραβάν’ για σας τ’ αγόρια’
Από όλους τους Κορλεόνε, μόνο ο Τζέιμς Κάαν δεν έκανε την ασύλληπτη καριέρα (και ο Τζον Καζάλ, ο θρυλικός Φρέντο, αλλά για λόγους που προς το παρόν δεν επιδέχονται ανάλυση, τουλάχιστον όχι ως περίπου τα μέσα του Αυγούστου). Ο Κάαν, ωστόσο, έχει μία πρωτιά. Ο χολιγουντιανός μύθος αναφέρει ότι έχει πάει στα περισσότερα πάρτι του Χιου Χέφνερ στην Playboy Mansion, από οποιονδήποτε άλλο. Αναπληρωματικός είναι ο Χιου Γκραντ, ο δοξασμένος, μόνο και μόνο επειδή δεν έπαιξε στον Νονό.
Κατηγορία ‘κινούμαι τόσο γρήγορα που μπορώ να σβήσω το φως της κρεβατοκάμαρας και να έχω ξαπλώσει πριν το δωμάτιο σκοτεινιάσει’
Ο Ρόκι Μαρτσιάνο ήταν ένας πυγμάχος με ασύλληπτη δύναμη, ο Τζο Λουίς είχε το πιο διάσημο δεξί χουκ όλων των εποχών, ο Μοχάμεντ Αλί ήταν τόσο λαμπερός που τους επισκίαζε όλους, ο Τζο Φρέιζερ δεν έπεφτε με τίποτα κάτω οριστικά (στον αγώνα με τον Τζορτζ Φόρμαν το 1973 υπέστη έξι νοκ ντάουν και τελικά έχασε με τεχνικό νοκ άουτ), ο Τζορτζ Φόρμαν είχε μία γροθιά που μπορούσε να ανατινάξει μία κωμόπολη στην Ομάχα, ο Μάικ Τάισον θα εκτόξευε το θανατηφόρο αριστερό του αφού θα έσκυβε για να αποφύγει τον αντίπαλο, ο Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ ήταν ο Αλί της Καλιφόρνιας στα μεσαία βάρη, ο Ρομπέρτο Ντουράν είχε χέρια από πέτρα, ο Τόμας Χερνς και ο Μάρβιν Χάγκλερ ήταν διαβολεμένα δυνατοί, ο Μάνι Πακιάο είναι πιο γρήγορος, ακόμα, και από τη σκιά του Λούκι Λουκ, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχω δει κανέναν σαν τον Ρόι Τζόουνς τζούνιορ.
Είναι αυτό που στις ΗΠΑ λένε, “seeing is believing”. Ο Τζόουνς ήταν η χιπ χοπ μέσα στο ρινγκ. Θύμα μίας από τις μεγαλύτερες κλοπές στην ιστορία, στον ημιτελικό των Ολυμπιακών Αγώνων του 1988 στη Σεούλ, με τον Νοτιοκορεάτη Παρκ Σι-Χουν (αυτοί οι Κορεάτες δεν έχουν τρόπους στη ‘σφαγή’ του αντιπάλου), ο Τζόουνς από την αρχή έμοιαζε το παιδί-θαύμα του μποξ. Η καριέρα του έγινε μνημειώδης: πήρε τίτλους στα μεσαία βάρη, στα σούπερ μεσαία βάρη, στα ελαφρά βαρέα βάρη, στα μεσαία βαρέα βάρη (cruiserweight) και στα βαρέα βάρη, κάτι που αυτομάτως τον έκανε από τους κορυφαίους pound for pound πυγμάχους όλων των εποχών. Όμως, από τις 15 Μαΐου 2004, όταν ο Αντόνιο Τάρβερ τον έβγαλε νοκ άουτ πρώτη φορά στην καριέρα του, ο Τζόουνς έκανε μαζεμένες τρεις ήττες, χάνοντας το στίγμα που τον ήθελε, όχι απλώς σπουδαίο αλλά και, άθικτο.
Τα στιγμιότυπά του στο Youtube πάντως είναι σαν δωρεάν μουσικό φεστιβάλ. Σοβαρά, είναι τα καλύτερα στιγμιότυπα που μπορεί να δει οποιοσδήποτε μέσα στο Youtube. Συν ότι στα 47 του επιστρέφει στα ρινγκ, αφού στις 13 Αυγούστου θα αντιμετωπίσει τον Ρόντνεϊ Μουρ: Αν δεν υπάρχει πρωινό ξύπνημα, δείτε τον αγώνα. Είναι φόρος τιμής.
Αναπληρωματικός: Ναζίμ Χαμέντ*.
*Ένας πυγμάχος στην κατηγορία μύγας και την κατηγορία φτερού με εντελώς παράλογη αυτοπεποίθηση, που στο ρινγκ έκανε τους αντιπάλους του να διαλύονται, ο Χαμέντ τελείωσε την επαγγελματική πυγμαχία με 37 αγώνες, 36 νίκες με 31 νοκ άουτ και 1 ήττα. Αυτή ήρθε από τον υπέροχο Μεξικανό Μάρκο Αντόνιο Μπαρέρα στον προτελευταίο αγώνα της καριέρας του. Ο Χαμέντ είπε, μετά από την 36η νίκη του με τον Μανουέλ Κάλβο, ότι σταματάει την πυγμαχία επειδή τα γάντια του δεν άντεχαν τη δύναμη των χεριών του, αλλά η αλήθεια είναι ότι εκείνη η ήττα από τον Μπαρέρα κόστισε στον ‘πρίγκιπα’ από το Σέφιλντ περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί.
Κατηγορία ‘μισή ώρα να διάβαζες τη μέρα, θα σε έπαιρναν κατευθείαν στη NASA’
Αν οι ποδοσφαιρικές μπάλες μπορούσαν να μιλήσουν, πιθανότατα θα ομολογούσαν ότι ουδείς τις άγγιξε ποτέ όπως ο Ροναλντίνιο. Αυτός ο μέγας μάγιστρος έχει κατακτήσει τα δύο τρόπαια που έπρεπε, δηλαδή το Παγκόσμιο Κύπελλο και το Champions League, έχει πάρει κάθε πιθανό και απίθανο ατομικό βραβείο, αλλά αυτό για το οποίο μνημονεύεται είναι η συγκλονιστική ικανότητα της αλχημείας την οποία διέθετε.
Μία διετία του Ροναλντίνιο σε επίπεδο πρωταθλητισμού υπό την έννοια των συνηθειών μεγάλωσε τόσο πολύ την απόσταση από κάθε άλλο μνηστήρα που φιγουράριζε για καλύτερος παίκτης του κόσμου, που θα συγκρινόταν μόνο με τη θέση των αδελφών Ράιτ με τους υπόλοιπους ανθρώπους στην πρώτη επιτυχημένη πτήση τους. Ποιος ξέρει πού θα έφτανε ο Ροναλντίνιο αν είχε καταφέρει να εισχωρήσει στη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και ήταν αποφασισμένος να μη αφήσει άλλο να κερδίσει οτιδήποτε. Είναι βέβαιο ότι θα μιλούσαμε για έναν παίκτη που θα είχε τέσσερις συμμετοχές σε Παγκόσμια Κύπελλα, μπορεί ένα ή δύο ακόμα κερδισμένα, ίσως μία τριάδα ακόμα κατακτημένα Κύπελλα Πρωταθλητριών και, πέρα από ιδιοφυΐα, ένας τεχνίτης που δεν είχε δει ξανά το μάτι, θα ήταν και μεγαλοφυΐα. Ίσως, όμως, όχι.
Αυτό από το οποίο γλίτωσε ο Ροναλντίνιο, από το οποίο γλιτώνουν όλοι οι θαυμάσιοι άνθρωποι οι οποίοι δεν γίνονται σπουδαίοι, είναι η μονομανία, η οποία ίσως να φανερωνόταν στην έλλειψη αλεγκρίας στο παιχνίδι του. Ο Ροναλντίνιο, με τα δόντια που δεν ξέρουν από αρμονία και συμμετρία, υπήρξε ένα άβολο επιχείρημα και για τους θεατές ή τους εκκολαπτόμενους ποδοσφαιριστές ήταν το ίδιο απίστευτος με την τρέλα για τους Beatles, τους γοφούς του Έλβις και τα αριστερά χουκ του Σούγκαρ Ρέι Ρίτσαρντσον.
Αναπληρωματικός: Γκαρίντσα.
+1: Κατηγορία ‘είσαι τόσο σαγηνευτικός, αλλά δεν θέλω να γίνουμε φίλοι’
Ήταν καλλονός και πιο φιλόδοξος από τον Χένρι Κίσινγκερ, σχεδόν δεινός ομιλητής, τον λαχταρούσαν αφειδώς άνθρωποι από κάθε φίλο, τον ερωτεύτηκε ο Σωκράτης και πήγε και έδωσε την Ελλάδα στους Πέρσες. Ο Αλκιβιάδης ήταν ένας τύπος που δεν θα ήθελες να κάνεις παρέα, διότι μπορεί να σε κατέστρεφε όταν τα δικά του χαρίσματα συναντιόντουσαν με την τάση του να φτιάχνει χάος, όσο οξύμωρο και να ακούγεται.
Αναπληρωματικός: Κανένας (όχι, όχι ο Οδυσσέας).