Ο Στράτος δεν έφυγε ποτέ: ένα οικογενειακό oral history
- 11 ΜΑΙ 2022
Ο Άγγελος, ο Στέλιος, ο Διαμαντής είναι εδώ για το «γεράκι» και σήμερα, στην επέτειο των 32 χρόνων από την ημέρα που έφυγε σε ηλικία 54 χρόνων. Ζωντανεύουν μνήμες, αλλά η ροκ ζωή του Στράτου Διονυσίου είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους. Διηγούνται ανέκδοτες ιστορίες για τον πατέρα τους.
Για τον Μίκη Θεοδωράκη και τα τραγούδια που απέρριψε, για τα πιστόλια που του έβγαλαν ένα χάραμα στο Ντιτρόιτ και τον κυριολεκτικά ανάποδο τρόπο που ντυνόταν, πριν βγει να τραγουδήσει.
[Ήταν Παρασκευή 7.30 το πρωί, όταν άνθρωποι του ξενοδοχείου Χανδρής τον βρήκαν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση στη σουίτα 707, την οποία νοίκιαζε, ώστε να να παρακολουθεί με κιάλια τις ιπποδρομίες. Πέντε ώρες αργότερα, εξέπνευσε. Είχε περισσότερα από 20 άλογα δικά του.]
Στέλιος: Ο πατέρας μου λάτρευε τα άλογα. Δεν ήταν θέμα τζόγου. Ήταν πολύ φιλόζωος. Είχαμε σκυλιά, καναρίνι. Στο στάβλο δεν είχε μόνο τα δικά του άλογα, αλλά και άλλων. Τον έβλεπαν και χαμογελούσαν. Σκέψου το άλογο, όταν ανοίγει το στόμα του και τραβιέται προς τα πίσω. Αυτό για μένα ήταν το χαμόγελό τους. Αναγνώριζαν τον ήχο του αυτοκινήτου του και χτυπούσαν τις πόρτες πριν φτάσει. Πήγαινα κι εγώ μαζί του, πολλές φορές.
Τον θυμάμαι να τα πλένει. Τους δίναμε κυβάκια ζάχαρης και καρότα. Δεν γίνεται να μην αγαπάς τα άλογα. Ο πατέρας μου είχε έρωτα μαζί τους. Τα βάφτιζε με τα ονόματα όλης της οικογένειας. Ο Στελάρας, ο Ξανθός Άγγελος, ο Διαμαντής Junior, η Μεγάλη Αναστασία για τη γιαγιά τη Στάσα, ο ΠΑΟΚάρας.
Οι στολές των τζόκεϊ ήταν ασπρόμαυρες με ρίγες, για τον ΠΑΟΚ.
Διαμαντής: Τους έδινε και ονόματα τραγουδιών του. Είχε άλογο Παλιατζή! Όμως, ο Διαμαντής Junior ήταν ο καλύτερος, τους άφηνε όλους πίσω. (γελάει) Έβλεπα μια φωτογραφία, είχε τερματίσει και τα άλλα δεν φαινόντουσαν στο πλάνο, δεν είχαν φτάσει ακόμα. Ένα καφέ, με άσπρο κεφάλι και ροζ μύτη. Και τα σκυλιά στη Χαλκιδική τον περίμεναν στην πόρτα. Τους κόρναρε από μακριά και ήταν στα κάγκελα. Είχε λατρεία. Στο Χανδρής νοίκιασε τη σουΐτα, επειδή είχε τιμωρηθεί για 2 χρόνια από τον Ιππόδρομο και ήθελε να βλέπει τις ιπποδρομίες με κάποιο τρόπο. Θεώρησε ότι αδίκησαν ένα άλογό του και τσακώθηκε.
Στέλιος: Πρόσφατα χάσαμε ένα αγαπημένο σκυλί. Ήταν όλης της οικογένειας. Της έλεγα συνέχεια γλυκόλογα και πόσο την αγαπάω, πριν από το τέλος. Έπρεπε να γίνει ευθανασία. Δεν το έχω ξεπεράσει ακόμη.
[Ο Στράτος ήταν ΠΑΟΚ, μα τα αγόρια του έγιναν φίλαθλοι του Παναθηναϊκού. Όχι, δεν του ‘ξέφυγαν’ από τον ‘προσηλυτισμό’. Εκείνος τα πήρε από το χέρι και τα οδήγησε στο ‘τριφύλλι’.]
Στέλιος: Πηγαίναμε συνέχεια στον Παναθηναϊκό, επειδή ήταν δίπλα στο σπίτι μας. Μέναμε στην περιοχή του Hilton. Έγραψε και τον Άγγελο στον Παναθηναϊκό. Έτσι κι αλλιώς, ήταν φίλος με τους παίχτες, τον Μίμη Δομάζο, τον Τότη Φυλακούρη.
Άγγελος: Ήμουν 15 χρονών τότε. Ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο και επειδή το πατρικό μας ήταν κοντά στο γήπεδο του Παναθηναϊκού με πήγε εκεί. Έπαιρνα κι εγώ τα αδέρφια μου στον Παναθηναϊκό.
Στέλιος: Βέβαια, πήγαινε ανελλιπώς στην Τούμπα. Δεν έχανε παιχνίδι του ΠΑΟΚ. Έφευγε 7 το πρωί για τη Θεσσαλονίκη, για να δει τον αγώνα. Ήταν και αντιπρόεδρος στον Αθηναϊκό. Στον Βύρωνα ήταν τα φιλαράκια του -οι κολλητοί του-, και πήγαινε συνέχεια, γι’ αυτό ασχολήθηκε και με τον Αθηναϊκό.
Διαμαντής: Στις αρχές πήγαινε και στον Ολυμπιακό, πριν γράψει τον Άγγελο στον Παναθηναϊκό. Είχε και παίχτες φίλους. Μου τα έλεγε ο μαέστρος, Μανώλης Υφαντής, γιος του Ηλία. Έφυγε από τη ζωή από την κακιά αρρώστια. Εγώ ήμουν και λίγο ΠΑΟΚ, λόγω του μπαμπά. Μάλιστα, επειδή του έλεγα ότι ο αγαπημένος μου παίχτης ήταν ο Νίκος Αλαβάντας μου είχε φέρει τη φανέλα του.
Στέλιος: Κι εγώ έχω πιάσει τον εαυτό μου να πανηγυρίζω σαν τρελός για τον Ολυμπιακό, όταν νίκησε στον τελικό στο Final 4, στην Κωνσταντινούπολη. Ήμουν στην Αμερική κι έλεγα: «Εγώ; Εγώ κάνω έτσι για νίκη του Ολυμπιακού;’».
Eίναι ελληνική ομάδα! Και έτσι όπως έγινε στο τέλος με το καλάθι του Πρίντεζη πώς να μην πανηγυρίσεις. Έπαιζαν και πολλά Ελληνόπουλα σ’ εκείνη την ομάδα. Ήταν και όλο το κλίμα τέτοιο.
Άγγελος: Ο πατέρας είχε φτιάξει και μια ομάδα, τον ΠΑΟΚ Βύρωνος. Με ασπρόμαυρες φανέλες. Δεν ήμασταν σε κάποιο πρωτάθλημα. Για να περνάμε καλά την έφτιαξε. Τις Δευτέρες είχαν ρεπό τα μαγαζιά που δουλεύαμε και τα θέατρα. Μαζευόμασταν καλλιτέχνες και παίζαμε μπάλα. Και ο ίδιος έπαιζε και εγώ.
Ο Στράτος Διονυσίου με τη φανέλα του αγαπημένου του ΠΑΟΚ
[Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Στράτος Διονυσίου απέκτησε το δικό του μαγαζί, στη Φιλελλήνων. Το «Στράτος». Πώς αλλιώς να το έλεγε; Το όνομά του, ήταν το μεγαλύτερο brand name της νύχτας. Το come back του μετά την αποφυλάκιση ήταν συγκλονιστικό και βρισκόταν σε μόνιμη απογείωση. Σάρωσε. Συνεργάτες του Διονυσίου λένε ότι οι γυναίκες έραβαν καινούργιες τουαλέτες, αποκλειστικά για να πάνε στο μαγαζί, όπου τραγουδούσε.]
Στέλιος: Το ήθελε πολύ το «Στράτος», το δικό του μαγαζί. Όταν το πήρε ήμουν εκεί κάθε Παρασκευή και Σάββατο, επειδή δεν είχα σχολείο. Ασχολούμουν με τα πάντα, με τα παιδιά που δούλευαν, με όλα. Όλοι με λάτρευαν επειδή ήμουν άτακτος, τους έκανα πλάκες, έβριζα. Ένα βράδυ, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, με σήκωσε να τραγουδήσουμε μαζί. Εγώ ντρεπόμουν. Έτρεχα να βγω στη Φιλελλήνων.
Οι σερβιτόροι με πήγαν σηκωτό στην πίστα. Με το ζόρι. Είπαμε τρία τραγούδια μαζί και όταν τελειώσαμε γύρισα να τον κοιτάξω και ήταν δακρυσμένος. Ήταν σαν μου έλεγε: «Αγόρι μου, προχώρα! Μπορείς». Η ωραιότερη στιγμή της ζωής μου ήταν αυτή, στο «Στράτος». Κι έχω κάπου κρατημένη μια εφημερίδα που είχε γράψει τότε «σε μερικά χρόνια θα ακούτε τον Στελάρα». Ήθελα σαν τρελός να γίνω τραγουδιστής. Όταν μας ρωτούσαν οι καθηγητές τι θέλουμε να γίνουμε όταν μεγαλώσουμε, εγώ έλεγα τραγουδιστής. Όμως, ντρεπόμουν να τραγουδήσω σπίτι, μήπως με ακούσουν.
«Όταν με σήκωσε να τραγουδήσουμε μαζί, βγήκα στη Φιλελλήνων γιατί ντρεπόμουν», Στέλιος Διονυσίου
Διαμαντής: Πήγαινα κι εγώ στο «Στράτος», συνέχεια. Καθόμουν στο καμαρίνι. Κι εγώ ντρεπόμουν να του τραγουδήσω. Ήμουν και μικρός.
Στέλιος: «Ήταν παλαιών αρχών. Αυστηρός εκεί που έπρεπε και τρομερά υπερπροστατευτικός. Ήθελε να ξέρει τις παρέες μου, τι κάνω. Για να βγω βόλτα έπρεπε να αρχίσω ώρες πριν το καλόπιασμα. Ο κόσμος ήξερε τον Στράτο τον στιβαρό, ήξερε τον τραγουδιστή. Κι αυτό, επειδή όταν δούλευε ήταν πολύ συγκεντρωμένος. Όμως, εκτός δουλειάς ήταν μέσα στο χαβαλέ. Έλεγε συνέχεια ανέκδοτα. Η ζωή του ήταν τα ανέκδοτα».
Διαμαντής: Γύριζε σπίτι από το μαγαζί, όταν ξυπνούσα για να πάω στο σχολείο. Με ρωτούσε «διάβασες;». Κάποιες φορές μας έβαζε να ακούσουμε τα τραγούδια που ετοίμαζε. Τα είχε σε κασέτες. Όταν είχε μόνο τη μελωδία, μας τραγουδούσε εκείνος. Τα ακούγαμε πρώτοι. Μόλις ξύπναγε, πηγαίναμε με τον Στέλιο στο δωμάτιό του. Έπινε τον καφέ του και τον χυμό του εκείνη την ώρα. Εμείς του πειράζαμε τα μαλλιά και του κάναμε πλάκες. Το χαιρόταν πολύ.
Άγγελος: Με την οικογένειά του ήταν υπερπροστατευτικός. Μέσα του δεν ήθελε να γίνω τραγουδιστής. Εγώ το ξεκίνησα για πλάκα. Όταν έχεις ένα πατέρα σαν τον Διονυσίου δεν γίνεται να μπεις στο δρόμο του. Διάλεξα άλλο ρεπερτόριο -πιο μοντέρνο-, που ταίριαζε και στην ηλικία μου.
Ακολούθησα το δικό μου μονοπάτι «και ό,τι γίνει’», είπα. Έχω να το λέω ότι δεν μπλέχτηκε ποτέ στα πόδια μου. Πότε, δεν μου είπε ‘«μην πεις αυτό το τραγούδι’», «μην πας σε αυτό το μαγαζί’», δεν με πήρε από το χέρι να με πάει σε κάποιον συνθέτη ή κάπου αλλού. Έλεγε «να το κάνεις μόνος σου». Σαν δάσκαλος έκανε κριτική, ναι. Αυτό είναι άλλο. Μου έλεγε για τις καταλήξεις μου, έλεγε «αυτό το είπες καλά, το άλλο όχι», τέτοια πράγματα.
Μαζί είχαμε τραγουδήσει μόνο σε εκπομπές που μας καλούσαν πατέρα και γιο. Ποτέ, στην πίστα. Ήθελα πολύ να γίνει κι αυτό, αλλά δεν προλάβαμε. Μου είχε πει ”θα τραγουδήσουμε μαζί, όταν θα μπορείς να σταθείς ισάξια δίπλα μου”. Το είχαμε κανονίσει. Θα εμφανιζόμασταν μαζί, Στράτος και Άγγελος Διονυσίου, το 1990, τη χρονιά που «έφυγε», στη «Φαντασία».
Στην ίδια μαρκίζα, με τα ίδια γράμματα. Είχαμε πει και δυο τραγούδια μαζί (ντουέτο). Το Όσο υπάρχουν γυναίκες και το Εγώ θα σου δείξω το δρόμο, που είχε γράψει ο Γιάννης Πάριος για εμάς τους δύο, σαν συζήτηση πατέρα – γιου. Ο Τάκης Μουσαφίρης, ο Γιάννης Πάριος με τον οποίο έκανα τα πρώτα μου βήματα στο τραγούδι όταν μου έδωσε το Παράπονό μου, ερχόντουσαν σπίτι. Ο πατέρας μου -θυμάμαι- δεν ήθελε να τραγουδήσει το Τα πήρες όλα κι έφυγες. Μετά, είπε στον Πάριο «τραγούδησέ το να ακούσω πώς θες να το πω». Και μετά το είπε.
Διαμαντής: Όλα πάνω στον Άγγελο έπεσαν, μετά το θάνατο του μπαμπά. Σαν πατέρα τον είχαμε.
Στέλιος: Aυτός μας πρόσεχε. Είναι πολύ ευαίσθητος και ευσυγκίνητος. Μπορεί να κλάψει και με ελληνική ταινία.
Άγγελος: Και όσο μεγαλώνω γίνομαι χειρότερος. Κλαίω πιο εύκολα. Τα πρόσεχα τα αδέρφια μου, μέχρι να ξεπεταχτούν. Ο Στέλιος ήταν 16 και ο Διαμαντής 13 χρόνων.
Στέλιος: Καλά κι εγώ με την ‘Ευτυχία’ έγινα ρεζίλι -από το κλάμα- στον κινηματογράφο. Στη σκηνή που έχασε την κόρη της. Είναι κι η Καραμπέτη μεγάλη ηθοποιός.
[Τα κοστούμια του Στράτου Διονυσίου ήταν καλοραμμένα. Τα λευκά, λίγοι κατάφεραν να τα φορέσουν με την ίδια επιτυχία. «Μόνο αυτός, ο Ωνάσης και οι γαμπροί», έλεγαν οι παλιοί. Αλλά, δεν τα χαρακτήριζε τόσο αυτό, όσο το γεγονός ότι ήταν “κολλαριστός”.»
Στέλιος: «Ήταν πολύ συγκεντρωμένος όταν ήταν στη δουλειά του. Το ντύσιμό του ήταν ιεροτελεστία. Πρώτα φορούσε τα παπούτσια του. Έπειτα, τα ρούχα. Το έκανε αυτό, ώστε να μην τσαλακώσει το κοστούμι, όπως θα κάτσει για να βάλει τα παπούτσια του. Όταν πια φορούσε και το σακάκι, δεν άναβε άλλο τσιγάρο για να μη λυγίσει τον αγκώνα του και κάνει τσάκιση το μανίκι».
Ο Στράτος Διονυσίου με τον γιο του, Άγγελο.
Άγγελος: «Ο ατσαλάκωτος’». Έτσι, τον αποκαλούσαν. Ήταν και ράφτης και ήξερε πώς πρέπει να είναι ένα κοστούμι, για να σταθεί καλά πάνω του. Πάω ένα βράδυ στο μαγαζί και συναντηθήκαμε στο διάδρομο. Ετοιμαζόταν να βγει να τραγουδήσει. Εγώ κατευθυνόμουν προς το καμαρίνι του. «Γεια σου, μπαμπά», «Γεια σου, Άγγελε». Τελείωσε το πρόγραμμα και ήρθε μέσα. «Επ! Τι έγινε Άγγελε; Πότε ήρθες;», με ρώτησε. «Μα, συναντηθήκαμε στο διάδρομο πριν βγεις». Τόσο αφοσιωμένος ήταν στη μουσική του και στη δουλειά του.
[Οι γονείς μου ήταν αυτήκοοι και αυτόπτες μάρτυρες μιας σπάνιας στιγμής, σ’ ένα από τα μαγαζιά που τραγουδούσε. «Όταν βγήκε ο Διονυσίου, είπε: Τώρα, θα πούμε κάποια τραγούδια και δεν θα χορέψουμε. Στο δεύτερο πρόγραμμα θα τα σπάσουμε. Το μισό μαγαζί το είχε κλείσει ένας σύλλογος. Σηκώθηκε ένας από αυτούς να χορέψει. Ο Στράτος του έκανε μια παρατήρηση. Αυτός δεν τον σεβάστηκε και έλεγε προκλητικά “Εγώ, θα χορέψω”. Πέταξε το μικρόφωνο κάτω κι έφυγε», είπε η μητέρα μου,
Διαμαντής: Αλήθεια είναι. «Δεν χορεύουμε, κύριε», του είπε. Αυτός συνέχισε. «Δεν χορεύουμε, κύριε», ξαναείπε. Μετά, πέταξε το μικρόφωνο και πήγε μέσα. Ήταν ντόμπρος και ευθύς σε όλα. Δεν φοβόταν κανέναν. Δεν μπορούσε να κρυφτεί. “Καρφωνόταν”, επειδή γελούσε και τους πείραζε όλους. Του άρεσαν οι πλάκες με τους φίλους του.
Στέλιος: «Με τον Τόλη έκανε παρέα. Τον είχε στηρίξει στην περιπέτειά του. Του είχε γράψει μετά και το Αποκοιμήθηκα. Ένα Πάσχα ήταν στο σπίτι μας, στη Θεσσαλονίκη. Είχε έρθει και η Λάσκαρη που τότε ήταν μαζί με τον Βοσκόπουλο. Ο κόσμος είδε μαζί τον Στράτο, τον Τόλη και τη Λάσκαρη. Άφησαν όλοι τον Επιτάφιο και ασχολήθηκαν μαζί τους».
Διαμαντής: «Αδέρφια» ήταν με τον Τόλη, ο οποίος όταν μας βλέπει δακρύζει. Σπάνια η φιλία τους.
[Η σύζυγος του Στράτου Διονυσίου ήταν ο πρώτος του έρωτας! Ήταν μαζί από την προεφηβική ηλικία, από τότε που έπαιζαν στις αυλές των σπιτιών τους, στη Θεσσαλονίκη. «Το εργοστάσιο που έβγαζε κυρά – Γεωργίες έκλεισε», συνήθιζε να λέει στα παιδιά του.]
Στέλιος: Έτσι έλεγε, ναι! Έλεγαν για τη μαμά μου ότι ήταν ανεκτική. Ο πατέρας είχε δύσκολο πρόγραμμα. Ε, και όλοι οι άντρες καμιά φορά τσιλιμπουρδίζουν. Η μάνα μου δεν έδινε σημασία. Αγαπούσε πολύ τον άντρα της και την οικογένειά της. Ήταν ταμένη στα παιδιά της και πλέον και στα εγγόνια της. Είναι σαν να είχε μια αποστολή, να μας μεγαλώσει.
Διαμαντής: Χθες, έβλεπε η μαμά μια ταινία. Με πήρε τηλέφωνο. Μου λέει βάλε τώρα τον ΑΝΤ 1. Εδώ είσαι ίδιος με τον πατέρα σου! Όταν βλέπει κάποια ταινία θυμάται διάφορα και μας λέει ”με τον τάδε ο μπαμπάς έκανε εκείνο. Με τον δείνα το άλλο”. Ήταν πολύ τυχερός ο πατέρας μας που την είχε. Η μάνα μας κράτησε την οικογένεια.
Στέλιος: Ήταν και πολύ χαζοπαππούς. Το Πάσχα και στις γιορτές ανεβαίναμε στη Θεσσαλονίκη. Με τα παιδιά της Τασούλας (η αδερφή τους έφυγε από τη ζωή το 2012) έπαιζε συνέχεια στην πισίνα, στο σπίτι στη Χαλκιδική. Η οικογένειά του ήταν το Α και το Ω.
Άγγελος: Έγινε και νέος παππούς. Ήταν 40 ετών στο πρώτο του εγγόνι. Τα αγαπούσε πάρα πολύ τα εγγόνια του. Άκουσε και το όνομά του. Στράτο λένε τον γιο μου, αλλά και το γιο του Στέλιου.
Διαμαντής: Τρία εγγόνια από τον Άγγελο, δύο από την Τασούλα, δύο από τον Στέλιο και τώρα πριν από επτά μήνες γεννήθηκε και η κόρη μου. Η μαμά ξαναγιεννιέται με τα εγγόνια της.
[Τις περισσότερες ιστορίες του Στράτου Διονυσίου τις έζησε ο Άγγελος, που ήρθε στη ζωή πριν πάει ο πατέρας του φαντάρος. Ήξερε τους φίλους του, ποιους σέβεται, ποιοι του ζητούσαν να πει έστω και ένα τραγούδι τους για να το κάνει επιτυχία.]
Στέλιος: Ήταν ο μεγαλύτερος Ελληνας τραγουδιστής. Μπορούσε να τραγουδήσει τα πάντα. Και Θεοδωράκη και Ξαρχάκο. Ο Θεοδωράκης μάλιστα ήθελε να του γράψει τραγούδια. Και ο πατέρας μας αρνήθηκε με μεγάλο σεβασμό προς τον συνθέτη. Του άρεσε να τραγουδάει για τη γυναίκα, τον έρωτα, άλλα πράγματα.
«Όλα έπεσαν στον Άγγελο, όταν πέθανε. Σαν πατέρα μας τον είχαμε», Διαμαντής Διονυσίου
Διαμαντής: Υπάρχουν νέα παιδιά, τα οποία δεν είχαν γεννηθεί όταν έφυγε και μου ζητάνε να πω τραγούδια του που είναι δύσκολο να τα γνωρίζουν. Κι όμως τα ξέρουν κι αυτά.
Άγγελος: Ήμουν μπροστά στο σκηνικό με τον Μίκη Θεοδωράκη. Του έδωσε να ακούσει κάποιες κασέτες με έργα του. Μικρός ήμουν τότε, κάπου μεταξύ του 1965 και 1975 έγινε. Τον ευχαρίστησε και του είπε: «Δάσκαλε είναι ωραία τα τραγούδια σου, αλλά δεν είναι για ‘μένα. Κάποιος άλλος θα τα πει καλύτερα απ’ ό,τι εγώ». Φαντάζομαι θα εννοούσε τον Μπιθικώτση ή κάποιον άλλο. Και ο Γιάννης Μαρκόπουλος του είχε ζητήσει να πει τραγούδια του.
Μια κυρία που έφτιαχνε την γκαρνταρόμπα τού είπε: “Θέλει να σας δει ο κύριος Μαρκόπουλος”. Αν θυμάμαι καλά, δεν πρέπει να τον γνώριζε. Νομίζω ρώτησε «Ποιος είναι αυτός;». Προσοχή στεκόταν στον Στράτο, πολύ ευγενικός. Του ζήτησε να πει δυο τραγούδια στο Ηρώδειο. Του απάντησε ότι δεν «είμαι για το Ηρώδειο». Τελικά, πήγε. Τα είπε τα τραγούδια και έγινε χαμός!
Εκείνη την περίοδο είχε πρωτοβγεί Ο Παλιατζής και το θέατρο τού φώναζε «Τον Παλιατζή!». Ήθελαν να το πει κι αυτό. Δεν τον τραγούδησε, επειδή η βραδιά ήταν του Μαρκόπουλου. Όλοι τον παρακαλούσαν να πει τα τραγούδια τους. Αν ζούσε θα την έκανε αυτή τη στροφή και θα έλεγε και τέτοια τραγούδια.
Το πιστεύω αυτό. Θα το έκανε. Ετοίμαζε κι άλλον ένα δίσκο πριν πεθάνει. Τετραπλό! Θα είχε μέσα 40-45 τραγούδια που αγαπούσε, αλλά δεν ήταν δικά του. Από ρεμπέτικα μέχρι και καινούργια. Τραγούδια από το 1930 έως το 1990! Δεν θυμάμαι αν είχε και κάποιο πολιτικό τραγούδι. Πολύ πιθανό. Φαντάσου, τι θα γινόταν αν έβγαινε αυτός ο δίσκος. Αν ζούσε θα τραγουδούσε μέχρι τώρα.
Διαμαντής: Στην Αμερική, όπου ζούσα τα τελευταία χρόνια μου έλεγαν συνέχεια ιστορίες για τον πατέρα μου. Εκεί, δεν πετούσαν λουλούδια στην πίστα, αλλά δολάρια. Τα μονά δολάρια. Και τώρα ακόμη, αυτό κάνουν. Αυτά, τα μάζευαν -στο τέλος- σε σακούλες και τα έπαιρνε η ορχήστρα. Τραγουδούσε στο Ντιτρόιτ και ήθελε το μαγαζί να κρατήσει τα χρήματα της ορχήστρας. Έβαλαν και μπράβους για να τα πάρουν. Αυτοί έβγαλαν όπλα και τότε ο Στράτος μπήκε μπροστά. Δεν καταλάβαινε τίποτε.
Δεν φοβόταν. Τσακώθηκε για τα λεφτά της ορχήστρας και επειδή είχε πολλούς φίλους στην Αμερική πήρε έναν στην Αστόρια. Αυτός μίλησε με το μαγαζάτορα και του είπε: «Δώσε τα χρήματα στους μουσικούς του Στράτου, αλλιώς θα έρθουμε και θα στο κάνουμε καλοκαιρινό». Τότε, οι καλλιτέχνες δεν έκαναν δυο – τρεις εμφανίσεις στην Αμερική. Έμεναν ένα μήνα στο κάθε μαγαζί.
[Ο Στράτος δεν συνήθιζε να συζητάει πολιτικά. Το 1941 μετά την απελευθέρωση η προσφυγική οικογένειά του εκδιώχθηκε. Ο ιεροψάλτης πατέρας του ήταν οργανωμένος αριστερός και αργότερα σκοτώθηκε στον Εμφύλιο. Η μητέρα του Στάσα θέλησε να προστατέψει τον μικρό Στράτο και έφυγαν από τη Νιγρίτα Σερρών, όπου είχε γεννηθεί. Πήγαν στη Θεσσαλονίκη.
Στράτος Διονυσίου: «Έφυγα φαντάρος. Άφησα την γυναίκα μου με τον Άγγελο παιδί και στο δεύτερο μήνα της θητείας μου γεννήθηκε η κόρη μου. Με έριξαν στα πεζικά. Με είχαν από κοντά, με παρακολουθούσαν. Όμως, εμένα δεν με έπαιρναν στο βουνό για ασκήσεις. Μετά τα συνδύασα στο μυαλό μου».]
Ο Στράτος Διονυσίου με τους Χρήστο Νικολόπουλο και Λευτέρη Παπαδόπουλο
Άγγελος: Στην ουσία, στην οικογένεια ήταν δεξιοί. Όμως, ο πατέρας του -δηλαδή, ο παππούς μου, ο Άγγελος- ήταν αριστερός οργανωμένος. Τον σκότωσαν, όταν ο Στράτος ήταν 13 ετών. Μετά, ο πατέρας μου δούλεψε. Έκανε όλες τις δουλειές, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ήταν φακελωμένος ως γιος αριστερού, γι’ αυτό είχε και πολύ δύσκολη στρατιωτική θητεία. Όταν κατέβηκε στην Αθήνα, για να ακολουθήσει το τραγούδι, μείναμε με τη μάνα μου και την αδερφή μου για λίγο στη Θεσσαλονίκη. Τότε, το πρωί δούλευε στην οικοδομή και το βράδυ στα μπουζούκια. Κοιμόταν 4 ώρες.
Στέλιος: Έχασε τον πατέρα του μικρός. Η γιαγιά η Στάσα -μια ψηλή, νταρντάνα, πολύ όμορφη γυναίκα- ήταν κοκέτα. Έβαζε κάθε μέρα το κραγιονάκι της κι ας μην είχε να πάει κάπου. Τραγούδαγε πολύ ωραία κι αυτή. Και η μητέρα μας τραγουδάει καλά. Όταν ο πατέρας δοκίμαζε τραγούδια στο σπίτι η μαμά του έκανε δεύτερη φωνή. Τώρα, ακούω την ανιψιά μου, την κόρη της Τασούλας και λέω «για δες καλή φωνή που έχει η Ιωάννα». Τη λατρεύω. Σχεδόν κάθε μέρα μιλάμε στο τηλέφωνο.
[Ο αυτοδίδακτος Στράτος Διονυσίου μαθημένος από τους ρεμπέτες, δυσκολεύτηκε πολύ να σηκωθεί όρθιος στην πίστα, όπως είχαν αρχίσει να κάνουν δειλά δειλά οι τραγουδιστές.
Στράτος: Μου φάνηκε πολύ δύσκολο από καθισμένος να σηκωθώ να κάνω την τραγουδίστρια. Οι γυναίκες τραγουδούσαν όρθιες.]
Στέλιος: Έφυγε τραγουδώντας, μάχιμος. Η ζωή του ήταν το τραγούδι. Σπάνιος. Η ορχήστρα κούρδιζε τα όργανα πάνω στη φωνή του, ενώ πάντα γίνεται το αντίθετο.
Άγγελος: Άντε 2-3 τραγουδιστές να έμπαιναν στο στούντιο και να ήταν το ίδιο σωστοί. Έγραφε δίσκο σε έξι ώρες. Και ήταν αυτοδίδακτος. Υπήρχε ένας ρεμπέτης, ο Στράτος Παγιουμτζής. Πάνω σε αυτόν πάτησε, στις καταλήξεις, στο ύφος. Οι φωνές τους μοιάζουν στη χροιά. Όταν ξεκινούσα, του είπε ότι κάνω μαθήματα φωνητικής και ορθοφωνίας και απάντησε: «Τι είναι αυτά, ρε; Εμείς παλιά δεν κάναμε τίποτε».
Βέβαια, έλεγε ότι είναι σωστό που κάνω τα μαθήματα. Μόνος του έμαθε να παίρνει τις σωστές αναπνοές και να προστατεύει τη φωνή του. Ναι, του κακοφάνηκε όταν χρειάστηκε να σηκωθεί από την καρέκλα και να τραγουδήσει όρθιος. Μέχρι τότε οι άνδρες τραγουδιστές ήταν καθιστοί και έπαιζαν είτε μπουζούκι είτε κιθάρα. Μόνο οι γυναίκες σηκώνονταν.
Στέλιος: Χόρευε καμιά φορά. Έχει σηκωθεί να χορέψει, όταν τραγουδούσε ο Άγγελος.
Άγγελος: Σηκώθηκε σε κάποιο μαγαζί που δούλευα. Ζεϊμπέκικο χόρεψε. Τι άλλο; Αλλά, δεν θυμάμαι το τραγούδι. Νομίζω ήταν ένα δικό του.
[Στράτος Διονυσίου: Την εποχή που ξεκίνησα μεσουρανούσε ο Καζαντζίδης. Ό,τι έλεγε γινόταν σουξέ. Ήταν ο Καζαντζίδης, ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, ο Περπινιάδης, ο Ζαγοραίος. Βέβαια, εμένα απ’ όλους αυτούς με απασχολούσε μόνο ο Καζαντζίδης. Τότε, ο Ζαμπέτας ήθελε να με πάει σε κάποια άλλη εταιρεία και μου είπε εκεί είναι οι λύκοι και θα σε φάνε. Του απάντησα «δεν πειράζει, θα τη χωθώ κι εγώ εκεί κι ό,τι γίνει». Πίστευα πολύ στον εαυτό μου και πήγα στην εταιρεία που ήταν ο Καζαντζίδης]
Στέλιος: Με τον Καζαντζίδη δεν είχε να χωρίσει τίποτε. Μόνο να πει ο Στέλιος «τι ωραίο τραγούδι αυτό του Στράτου» ή ο πατέρας μας το αντίστοιχο για ένα τραγούδι του Καζαντζίδη. Να ζηλέψουν με την καλή έννοια. Τον Μίμη Πλέσσα επίσης σεβόταν πολύ. Του έχει γράψει και τον ύμνο, το Βρέχει φωτιά στη στράτα μου.
Άγγελος: Ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε επικοινωνήσει με τον Άκη Πάνου κάποια στιγμή και του είχε ζητήσει να του γράψει ένα τραγούδι σαν αυτά που έγραφε στον Στράτο. Δεν αποκλείεται να είχε γίνει κάτι αντίστοιχο και από την πλευρά του πατέρα μας. Εκτιμούσε ο ένας την αξία του άλλου.
[Ο Στράτος που βγήκε μικρός στη βιοπάλη με ένα καλαθάκι στο χέρι, πουλώντας πράγματα ήταν ευχάριστος άνθρωπος, εύκολος και στο φαγητό]
Άγγελος: Του άρεσαν πολύ τα λαδερά φαγητά. Τα γεμιστά, οι σούπες πολύ και το φρικασέ της μαμάς. Δεν ήταν δύσκολος στο φαγητό.
Διαμαντής: Τα γεμιστά αρέσουν και στον Άγγελο. Εγώ θυμάμαι ότι του άρεσε να τρώει ψωμί με φέτα.
[Ο Διονυσίου λίγες ημέρες πριν φύγει από τη ζωή είχε διαμαρτυρηθεί για διάφορες ενοχλήσεις που αισθανόταν. Όμως, δεν κατέβηκε από την πίστα.Τραγουδούσε με πόνους κι απέφευγε τους γιατρούς. Μία ημέρα πριν έγραφε στο στούντιο τον τελευταίο του δίσκο]
Ο Διαμαντής και ο Στέλιος Διονυσίου με τους γονείς τους
Άγγελος: Όταν πέθανε ήμουν για συναυλίες, στην Αμερική. Επέστρεψα άρον άρον. Μία ημέρα πριν φύγει, είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο. Μου έβαλε να ακούσω τα τραγούδια που είχε ηχογραφήσει για τον τελευταίο του δίσκο (Ποιος Άλλος;) και με παρακάλεσε να εμφανιστώ και στο μαγαζί ενός φίλου του. Τώρα, για τα 30 χρόνια είχαμε κανονίσει με τα αδέρφια μου συναυλίες στη μνήμη του, αλλά με αυτό που έγινε ακυρώθηκαν.
Διαμαντής: Εκείνη την ημέρα, μόλις τελειώσαμε το σχολείο παίξαμε μπάλα με τα παιδιά. Όταν πήγα να πάρω την τσάντα μου να φύγω, με φώναξε η δασκάλα. Μου είπε «Διαμαντή να σου πω κάτι» κι έπειτα σταμάτησε: «Τίποτε, άστο». Έφυγα και όταν επέστρεψα μια γειτόνισσα ήταν στο δρόμο και μου είπε να πάω στο δικό της σπίτι: «Διαμαντή, ο μπαμπάς σου είναι λίγο άρρωστος».
Αργότερα πήγα σπίτι και έμαθα. Όλα αυτά τα χρόνια είναι σαν βρίσκεται εδώ. Ακούμε τα τραγούδια του, τον βλέπουμε συνέχεια. Πέθανε από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Όταν τον είδαμε ήταν πρησμένος πάνω. Είχε φουσκώσει. Είχε ανέβει όλο το αίμα ψηλά. Πονούσε το τελευταίο διάστημα, αλλά συνέχιζε να τραγουδάει με πόνους. Όμως, δεν πήγαινε στον γιατρό. Έλεγε «θα μου περάσει». Τι να πω, ίσως να ζούσε αν είχε πάει στο γιατρό. Δεν ξέρω αν υπήρχαν τότε τα μέσα για να βρουν τι είχε ή αν θα το προλάβαιναν.
Τραγούδησε περισσότερα από 5.000 τραγούδια. Είχε επτά χρυσούς και ισάριθμους πλατινένιους δίσκους, των οποίων οι πωλήσεις ξεπέρασαν τις 930.000. Ο Στράτος. Ποιος άλλος;
Το κείμενο είχε δημοσιευτεί αρχικά στις 11 Μαΐου του 2020.