30 χρόνια The Κόπανοι: Η προφορική ιστορία
Γιώργος Κωνσταντίνου, Μάρκος Λεζές, Γιάννη Βούρος και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές θυμούνται πώς γυρίστηκε το cult έπος των 80s.
- 28 ΟΚΤ 2017
Ξεκίνησε με την πρόθεση να γίνει η ελληνική εκδοχή του Ο κλέψας του κλέψαντος, αλλά στη συνείδηση των περισσότερων είναι η made in Greece εκδοχή του Ocean’s 11. Σε ένα τίμιο κόσμο, το franchise του Σόντερμπεργκ θα καταγραφόταν ως η χολιγουντιανή ανάγνωση του The Κόπανοι.
Αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από την πρώτη προβολή της cult ταινίας του Γιώργου Κωνσταντίνου.
Οι ‘Κόπανοι’ βγήκαν στις αίθουσες την 21η Οκτωβρίου 1987 χωρίς να μακροημέρευσουν πάνω στο πανί. Βρήκαν ωστόσο έναν απρόσμενο σύμμαχο όταν μεταφέρθηκαν σε VHS. Έκτοτε, η ταινία έχτισε τον μύθο της κατ’ οίκον και ιδιωτικά, από οθόνη σε οθόνη, κάνοντας το πέρασμα από τους ογκώδεις δέκτες στους πιο μοντέρνους και κομψούς και από εκεί στο pc, το laptop και το κινητό, κερδίζοντας την αθανασία με το σεμνό και ανώνυμο upload στο Youtube.
Για πρώτη φορά ο Γιώργος Κωνσταντίνου, η Φρύνη Αρβανίτη, ο Δημήτρης Βασματζής, ο Γιάννης Βούρος, ο Μάρκος Λεζές, ο Κώστας Μακέδος και ο Τάσος Ψωμόπουλος αφηγούνται τις εμπειρίες και τις ιστορίες από το δεύτερο ελληνικό έπος του εμβληματικού 1987.
Ακόμα και αν προπονούσες το Λιζάκι, μην ξεγλιστρήσεις, χέλι μου, και κόπιασε.
Μέρος Ι: Οι ‘Κόπανοι’ πριν τους ‘Κόπανους’
Γιώργος Κωνσταντίνου: Ο Καραγιάννης με εμπιστεύτηκε για το ‘The Κόπανοι’ επειδή γνώριζε τι μπορούσα να κάνω και στο σινεμά. Είχα ήδη σκηνοθετήσει και γράψει δύο ταινίες. Η μία ήταν ‘Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές’ και η άλλη τα ‘5000 ψέματα’. Επιπρόσθετα, είχαμε κάνει μαζί μερικές βιντεοταινίες. Προσωπικά, δεν ήθελα να κάνω τέτοιου είδους δουλειές, είχα όμως την τύχη να μεταφέρω σε βιντεοκασέτα δύο θεατρικά έργα που είχα γράψει και είχα ανεβάσει με μεγάλη επιτυχία, το ‘Το εξπρές του Τρελοκομείου’ και το ‘Μια παρθένα για ‘μένα’. Επειδή ακριβώς ήταν δουλείες προορισμένες για το θέατρο, διέθεταν δομή και συγκρότηση –καμία σχέση δηλαδή με την προχειρότητα που συναντούσες στις κασέτες. Είχαν μάλιστα πολύ καλή απήχηση, ήταν «μπροστάρηδες», όπως λέγαμε τότε, δηλαδή ο παραγωγός πόνταρε στην εμπορική τους επιτυχία και μαζί με αυτές έδινε στα video club και μερικές ακόμα που ήταν μέτριες ή, τέλος πάντων, όχι τόσο καλές. Επομένως, είχαμε χτίσει μια καλή συνεργασία με τον Καραγιάννη ήδη πριν την ταινία.
Μάρκος Λεζές: Όπως και πολλοί άλλοι από το cast, είχαμε συνεργαστεί με τον Γιώργο Κωνσταντίνου σε άλλες δουλειές, τόσο στην τηλεόραση όσο και στο θέατρο. Προσωπικά, είχα δουλέψει μαζί του στο ‘Μη μου γυρνάς την πλάτη’ (ΕΡΤ 2) και στην παράσταση που είχε κάνει πολύ μεγάλη επιτυχία εκείνη την εποχή, το ‘Πολίτης… Γάμα κατηγορίας’. Ο Κωνσταντίνου έγραφε το σενάριο της ταινίας στη διάρκεια μιας περιοδείας που κάναμε με άλλη παράσταση. Εκεί το είδα για πρώτη φορά.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Τότε δεν υπήρχε η πολυτέλεια του χρόνου καθώς προέκυπταν συνεχώς νέες δουλειές, κυρίως στο θέατρο και την τηλεόραση, ενώ πολλοί συνάδελφοι δούλευαν και σε βιντεοταινίες. Επομένως, μόλις συμφώνησα με τον Καραγιάννη, κάθισα να γράψω. Ήταν για μένα πολύ συνηθισμένο, στη διάρκεια των παραστάσεων να ξεκλέβω στο καμαρίνι μου 20-30 λεπτά, όσος χρόνος μεσολαβούσε για να ξαναβγώ στη σκηνή, και να κάθομαι να γράφω το σενάριο.
Γιάννης Βούρος: Ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι γνωστό ότι δίνει ευκαιρίες σε πάρα πολλούς νέους ηθοποιούς. Έτσι έκανε και με εμένα και τον ευχαριστώ πολύ για αυτό. Είχα μάλιστα τη χαρά να κάνω μαζί του συνεργασίες τόσο σημαντικές που χαρακτηρίζουν ολόκληρες καριέρες. Έχω μάθει πάρα πολλά δίπλα στον Γιώργο. Επομένως, όταν μου πρότεινε το ρόλο για το ‘The Κόπανοι’ ήταν δώρου Θεού γοα ‘μένα.
Τάσος Ψωμόπουλος: Γνωριζόμασταν με τον Γιώργο πολλά χρονιά, από το 1967. Έκτοτε, με φώναζε σχεδόν πάντα στις δουλειές του.
Δημήτρης Βασματζής: Με τον κύριο Κωνσταντίνου είχαμε συνεργαστεί για πρώτη φορά στις ‘Ανθρώπινες Ιστορίες’ της ΥΕΝΕΔ, νομίζω η πρώτη εμφάνισή μου εκεί ήταν το 1973. Έκτοτε, βρεθήκαμε αρκετές φορές σε τηλεοπτικές σειρές (‘Τρεις και ο Κούκος’, ‘Τα 7 κακά της μοίρας μου’) και θεατρικές παραστάσεις, όπως το ‘Ο «Φανταστικός Κόσμος του κυρίου Μακρυπόδη’. Του χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη διότι όταν πρωτοεμφανίστηκα στο χώρο της υποκριτικής, εκείνος με εμπιστεύτηκε και με εμπιστευόταν στις περισσότερες δουλειές του.
Κώστας Μακέδος: Η πρώτη μου συνεργασία με τον κύριο Κωνσταντίνου ήταν στη σειρά ‘Μη μου γυρνάς την πλάτη’. Έπειτα, ακολούθησε η παράσταση ‘Επαναστάτης χωρίς αστεία’ και η τρίτη μας κατά σειρά συνεργασία ήταν το ‘The Κόπανοι’. Τόσο στη σειρά όσο και στην παράσταση, συνάντησα αρκετούς από τους ηθοποιούς που συμμετείχαμε στους ‘Κόπανους’, όπως τον Κώστα Παληό, τον Μάρκο Λεζέ, τον Γιάννη Βούρο και τον Γιώργο Πετρόχειλο.
Φρύνη Αρβανίτη: Είχαμε συνεργαστεί στο θέατρο στον ‘Πολίτη’. Η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά στη διάρκεια της πρώτη κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και υποδυόμουν την Φρόσω, μια «βαμμένη» ΠΑΣΟΚτσού. Θυμάμαι μάλιστα ότι φορούσα ένα φόρεμα σε λευκές και πράσινες ρίγες. Είχα μπει τόσο πολύ στο ρόλο, ώστε μια συμπρωταγωνίστρια, γνωστή για τη στήριξή της στο συγκεκριμένο κόμμα, νόμιζε ότι ψήφιζα και στην αληθινή μου ζωή ΠΑΣΟΚ και ερχόταν κάθε τόσο και μου έλεγε “Ζήτα από την παράταξη και θα λάβεις”. Δεν είχα βέβαια να ζητήσω κάτι.
Μέρος ΙΙ: Από το χαρτί στο πλατό
Γιώργος Κωνσταντίνου: Τότε ήμουν πολύ επηρεασμένος από τις σπουδαίες ιταλικές κωμωδίες με τον Μαστρογιάνι και άλλους κωμικούς, όπως ήταν για παράδειγμα το ‘Κλέψας του Κλέψαντος’. Σε αυτές συναντούσες συχνά το κωμικό μοτίβο μια τρισάθλιας συμμορίας μικροκακοποιών της συμφοράς. Η αρχική ιδέα, λοιπόν, ήταν να δημιουργήσω μια αντίστοιχη ελληνική συμμορία.
Μάρκος Λεζές: Ο αρχικός τίτλος ήταν ‘Και οι 8 ήταν βλήματα’ -έτσι έγραφε πάνω στο σενάριο- που παρέπεμπε στις ελληνικές μεταφράσεις των τίτλων ιταλικών κωμωδιών. Το βλέπω και προτείνω στον Κωνσταντίνου να το κάνει ‘The Κόπανοι’. Του άρεσε η ιδέα και την υιοθέτησε Μάλιστα, στην αφίσα της ταινίας, αν δεις, το ‘Και οι 8 ήταν βλήματα’ χρησιμοποιήθηκε σαν υπότιτλος.
Γιάννης Βούρος: Ο Κωνσταντίνου κατάφερε πολύ πετυχημένα να δώσει τη δική του φωνή, το δικό του στίγμα σε ένα μοτίβο που είχαμε ξαναδεί στο κινηματογράφο. Αυτή ήταν και είναι η επιτυχία της ταινίας.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Υπήρχε βέβαια και κάτι που το είχα δει όχι σε κωμωδία, αλλά στο ‘Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος’, το εύρημα με το voice over. Στο ‘The Κόπανοι’ το χρησιμοποίησα διαφορετικά. Η πρώτη φορά ήταν στους τίτλους αρχής, όπου αφηγούμαι με ρίμα όσα πρόκειται να συμβούν στην ταινία, μάλιστα για τον λόγο αυτό είχα ζητήσει από τον Κατσαρό το εναρκτήριο μουσικό θέμα να θυμίζει λίγο γουέστερν. Η δεύτερη φορά ήταν στην έναρξη της τελευταίας σκηνής, στο νοσοκομείο, όπου συνοψίζω όλα όσα προηγήθηκαν.
Φρύνη Αρβανίτη: Ήδη από την προηγούμενη συνεργασία μας είχα καταλάβει το «ελάττωμα» του Κωνσταντίνου: είναι τελειομανής. Όταν νιώθει πως κάτι ολοκληρώνει τον κύκλο του, το αφήνει, ακόμα και αν ξέρει ότι θα συνεχίσει να κάνει επιτυχία. Έτσι δούλευε και το ίδιο έγινε και με το ‘The Κόπανοι’.
Τάσος Ψωμόπουλος: Και οι οκτώ γνωριζόμασταν από άλλες δουλειές, επομένως η ιδέα να συνυπάρξουμε σε μια ταινία προσωπικά μου φαινόταν πολύ καλή. Από εκεί και πέρα, επειδή είχα πίστη στις δυνατότητες του Γιώργου Κωνσταντίνου, ήμουν βέβαιος ότι θα πήγαινε πολύ καλά.
Δημήτρης Βασματζής: Χωρίς τον Κωνσταντίνου θα μιλάγαμε για άλλη ταινία. Και όχι μόνο για τον προφανή λόγο, ότι δηλαδή αυτός έγραψε το σενάριο και ανέλαβε τη σκηνοθεσία, αλλά επειδή ήταν αυτός που κατάφερε να μας κάνει ομάδα. Η επιλογή που έκανε στους ρόλους ήταν πολύ επιτυχημένη. Είχε και άλλους συνεργάτες εκείνη την εποχή ο κύριος Κωνσταντίνου. Όμως, όπως αποδείχθηκε, για τη συγκεκριμένη ταινία διάλεξε τους πιο ταιριαστούς.
Κώστας Μακέδος: Πέρα από την καθοριστική παρουσία του κυρίου Κωνσταντίνου, νομίζω ότι θα πρέπει να αναφερθεί και ο Λάκης Ελευθερουδάκης που είχε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση. Ήταν ένας άψογος επαγγελματίας, με τον οποίο είχα συνεργαστεί στο παρελθόν και γνώριζα ότι θα εξασφάλιζε όλα όσα χρειαζόμασταν στη διάρκεια των γυρισμάτων.
Μάρκος Λεζές: Όταν διάβασα για πρώτη φορά το σενάριο, γελούσα γιατί σκεφτόμουν τι ακριβώς θα έκανε ο καθένας μας στη διάρκεια των γυρισμάτων. Είχα πολύ καλό προαίσθημα για την ταινία γιατί όλοι οι συντελεστές είχαμε αναπτύξει ιδιαίτερη χημεία από προηγούμενες συνεργασίες μας.
Γιάννης Βούρος: Είχαμε κοινούς κώδικες υποκριτικής, κοινό χιούμορ και αυτό χαρακτήρισε όλο το εγχείρημα. Από τον ηθοποιό που θα έκανε απλώς και μόνο ένα πέρασα μέχρι τον Κωνσταντίνου, όλοι ανεξαιρέτως είχαμε αναπτύξει μια δική μας, κοινή γλώσσα. Αυτό ήταν και το χαρακτηριστικό του Κωνσταντίνου: να φτιάχνει ομάδες που ήταν δεμένες, αφοσιωμένες και συνεννοούνταν με μια ματιά.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Ήξερα πολύ καλά τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργαζόμουν, επομένως γνώριζα τι τους πηγαίνει και τι όχι. Τι μπορούν να πουν και πώς θα το πουν. Μόνο με την Λίντα Γίγα δεν είχα ξαναδουλέψει, η οποία είχε ήδη συμμετάσχει σε μερικές ταινίες πριν από αυτή.
Φρύνη Αρβανίτη: Ο καθένας μας έκανε ένα σόου στο ‘The Κόπανοι’. Ήταν τέτοιο το σενάριο του Κωνσταντίνου που άφηνε χώρο σε όλους μας. Αυτός όμως ήταν και είναι ο Κωνσταντίνου, δίνει χώρο, ακούει, είναι ζεστός και ευγενής. Πολύ σπουδαίος. Ήταν χαρά να συνεργάζεσαι μαζί του.
Μάρκος Λεζές: Ο μοναδικός ρόλος που γράφτηκε πάνω σε κάποιον από εμάς ήταν αυτός του Ψωμόπουλου, ο Βλάσης. Ωστόσο, και ο δικός μου χαρακτήρας, ο Τούφας, διέθετε στοιχεία της προσωπικότητάς μου. Ήμουν στ’ αλήθεια αθλητής της καράτε, λίγα χρόνια πριν την ταινία είχα ταξιδέψει μέχρι τις ΗΠΑ για να πάρω το δεύτερο νταν. Μάλιστα, ο αθλητικός όμιλος που φαίνεται στην ταινία ήταν του δασκάλου μου και πρωταθλητή, Γιάννη Πανολιάσκου.
Τάσος Ψωμόπουλος: Ναι, είναι αλήθεια ότι ο ρόλος του Βλάση γράφτηκε πάνω μου. Ήταν ένας ρόλος που αγάπησα πολύ διότι αναγνώριζα σε αυτόν μερικά στοιχεία του χαρακτήρα μου, όπως το χιούμορ και τη διάθεση για χαβαλέ. Ανταποκρίθηκα στις απαιτήσεις του –έδωσα ρέστα. Ο Κωνσταντίνου στα γυρίσματα μού έλεγε “Παίξε, όπως θα έπαιζες τον εαυτό σου”. Ήταν ένας ρόλος που με καθιέρωσε.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Να πω την αλήθεια, δεν είναι ότι είχα στον μυαλό μου τον Τάσο, παρόλα αυτά ήταν λίγοι οι ηθοποιοί που θα μπορούσαν να υποδυθούν το συγκεκριμένο χαρακτήρα και από τους στενούς μου συνεργάτες μόνο ο Τάσος μπορούσε να ανταποκριθεί. Επρόκειτο για έναν σημαντικό ρόλο καθώς αποτελούσε τον δεύτερο πόλο, σε αυτό το δίδυμο ‘ψηλού-κοντού’ που σχηματίσαμε με τον Ψωμόπουλο.
Γιάννης Βούρος: Αν και ήμουν νέος, ο χαρακτήρας του Μίκι ήταν πολύ μακριά από την προσωπικότητά μου. Ωστόσο, αυτή είναι η δουλειά του ηθοποιού: να κόβει τις παραφυάδες που τον κρατούν μακριά από τον χαρακτήρα που πρέπει να υποδυθεί και στη συνεχεία να προχωρήσει μέχρι να κατανοήσει τον λόγο ύπαρξης αυτού του χαρακτήρα. Προσωπικά, πάντα με ελκύουν περισσότερο εκείνοι οι ρόλοι που είναι κόντρα στη δική μου προσωπικότητα. Διαφορετικά, αρχίζεις και μπαίνεις σε μια λογική type casting που δεν έχει κανένα ενδιαφέρον.
Μάρκος Λεζές: Εκτός από το καράτε, μοιραζόμουν και άλλα με τον Τούφα. Ήμασταν το ίδιο οξύθυμοι. Δεν καταλάβαινα τίποτα εκείνη την εποχή. Θυμάμαι ότι ήμασταν με ένα θίασο περιοδεία και πηγαίναμε στις Σέρρες. Κάποια στιγμή δίπλα στο πουλμανάκι του θιάσου, που το οδηγούσε ο Ερρίκος Μπριόλας, σταμάτησε ένα ΙΧ και όσοι ήταν μέσα άρχισαν να κάνουν άσεμνες χειρονομίες στην Ηρώ Μουκίου, την Ισμήνη Καλέση και την Αθηνά Μαυρομάτη που ήταν μαζί μας. Κατέβηκα κάτω και παίξαμε κανονικά ξύλο.
Κώστας Μακέδος: Για ‘μένα, το ‘The Κοπανοι’ ήταν μια δεύτερη σχολή υποκριτικής. Εκεί έμαθα πώς η υποκριτική τέχνη προσαρμόζεται στις συνθήκες γυρισμάτων. Αποκόμισα σπουδαίες εμπειρίες και σε αυτό συνέβαλε ο ίδιος ο Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν πολύ συγκροτημένος ως προς τη σκηνοθετική του γραμμή και μας καθοδηγούσε άψογα και ήταν πάντα ανοιχτός και δεκτικός στη συζήτηση με όλους τους συνεργάτες του.
Γιάννης Βούρος: Ο Κωνσταντίνου διέθετε και διαθέτει ένα εξαιρετικό υποκριτικό αξιακό σύστημα, το οποίο έχει χαρακτηρίσει όλη την καριέρα του. Επομένως δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει να περάσει κάτι χυδαίο ή φθηνό.
Μέρος ΙΙΙ: 5 σκηνές, 5 ιστορίες
Γιάννης Βούρος: Στη σκηνή της καταδίωξης, μας κυνηγούσε ο Ψωμόπουλος από την αρχή μέχρι να φτάσουμε στο αεροδρόμιο. Ενώ, λοιπόν, ο Κωνσταντίνου είχε γυρίσει τα πλάνα που χρειαζόταν, δεν είπε επίτηδες στον οδηγό του τρίκυκλου να σταματήσει, για να κάνει πλάκα στον Ψωμόπουλο, ο οποίος δεν μπορούσε να γνωρίζει αν είχε ολοκληρωθεί η λήψη ή όχι. Του είχε βγει η γλώσσα και την επόμενη μέρα σχεδόν δεν μπορούσε να παίξει από τα πιασίματα.
Τάσος Ψωμόπουλος: Σοβαρά; Με άφηναν να τρέχω ενώ είχε ολοκληρωθεί η σκηνή με το τρίκυκλο; Τι να σου πω; Δεν το ήξερα. Η αλήθεια είναι ότι πραγματικά μου είχε βγει η γλώσσα στο συγκεκριμένο γύρισμα. Στο τέλος είχα ξεμείνει από δυνάμεις, δεν άντεχα άλλο και αν κάναμε μία ακόμα λήψη, θα έπεφτα στο έδαφος. Δεν άντεχα.
Κώστας Μακέδος: Για τη σκηνή με το τρίκυκλο έχω να προσθέσω κάτι άλλο. Το σενάριο αρχικά προέβλεπε να μου δώσει το χέρι του ο Παληός, καθώς το όχημα θα ήταν σε κίνηση (το είχαν τοποθετήσει πάνω σε τάκους, ώστε να γυρίζουν οι ρόδες και να δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι το τρίκυκλο κινείται στην πραγματικότητα), ώστε να ανέβω και εγώ με τους υπόλοιπους. Ωστόσο, τη στιγμή που πήγα να ανέβω και επειδή και όσοι βρίσκονταν ήδη πάνω ήταν πιο κοντά στο πίσω μέρος της καρότσας, το τρίκυκλο δεν άντεξε το επιπλέον βάρος και μπάταρε. Ευτυχώς που δεν ήρθε τούμπα, διότι τότε θα είχαμε σοβαρούς τραυματισμούς. Στην τελική σκηνή, όπως θα δείτε, ανεβαίνω, αλλά το όχημα είναι σε στάση.
Δημήτρης Βασματζής: Υπάρχει και κάτι ακόμα για εκείνη τη σκηνή: Έχουμε ανέβει στο τρίκυκλο και, σύμφωνα με το σενάριο, ο Κώστας Μακέδος θα έτρωγε μπανάνες και θα έριχνε τις φλούδες στο δρόμο. Το πρόβλημα ήταν ότι κατά τη διάρκεια των προβών έτρωγε ο Μακέδος, τρώγαμε και εμείς στα κρυφά και όταν πήγαμε να γυρίσουμε στη σκηνή, είχαν σχεδόν τελειώσει οι μπανάνες.
***
Τάσος Ψωμόπουλος: Γυρίζαμε τη σκηνή όπου ο Λεωνίδας έχει μιλήσει στο τηλέφωνο με τον Δάσκαλο για το σχέδιο. Όπως θα θυμάσαι, ο Λεωνίδας τηλεφωνούσε πάντα από το διαμέρισμα της Φρόσως. Η Φρόσω τον παίρνει χαμπάρι, του φωνάζει το κλασικό “Χέλι μου” και “Έτσι μου αρέσεις, γάτε” και πέφτει πάνω του και τον πλακώνει. Εγώ βρίσκομαι στην εξωτερική σκάλα, κατεβαίνω δειλά-δειλά και εκείνη την ώρα πετάγεται από την πόρτα της κουζίνας ο Λεωνίδας και πηγαίνει τρέχοντας προς την σκάλα. Ακολουθεί η Φρόσω φουριόζα, μπαίνω μπροστά της και με ρίχνει με φόρα πάνω στα σκαλιά. Με καταπλάκωσε. Δεν ήταν ευχάριστη εμπειρία. Αυτό που τελικά γυρίσαμε, δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που είχα περάσει στις πρόβες.
Φρύνη Αρβανίτη: Ο Τάσος όντως είχε υποφέρει σε εκείνη τη σκηνή που τον καταπλακώνω. Το θυμάμαι καλά. Και για να το θυμάται και εκείνος τόσο καλά μετά από τόσα χρόνια, μάλλον είχε υποφέρει αρκετά.
***
Μάρκος Λεζές: Καθώς προετοιμαζόμαστε για τη ληστεία, σε κάποια στιγμή εγώ κάνω προπόνηση και χρησιμοποιώ σαν στόχο τον Μακέδο που έτρωγε αμέριμνος σάντουιτς. Στις πρόβες τού είχα πει “Μείνε ακίνητος, μην φοβηθείς και το πόδι μου θα σταματήσει ακριβώς μπροστά από το πρόσωπό σου”. Όντως, όσες φορές το κάναμε πρόβα, ο Κώστας έμενε ακίνητος και εγώ είχα την εμπειρία να υπολογίσω σωστά πού θα φτάσει το πόδι μου. Πριν πάμε στο γύρισμα όμως, είχα αγριέψει κάπως, για να μπω λίγο περισσότερο στο ρόλο, και ο Μακέδος φοβήθηκε ότι θα την έτρωγε κανονικά. Σηκώνω το πόδι μου, εκείνος κινείται και τελικά έφαγε την κλωτσιά γεμάτα.
Κώστας Μακέδος: Να πω την αλήθεια, αυτή τη σκηνή με το Λεζέ που μου δίνει κλωτσιά δεν τη θυμάμαι καθόλου. Υπήρχε στην ταινία, αλλά δεν θυμάμαι το περιστατικό. Για να το αφηγείται όμως ο Λεζές, μάλλον έτσι θα έγινε.
***
Γιώργος Κωνσταντίνου: Το εύρημα με τον Βούρο να μπαίνει στην κάσα και να βγαίνει από αυτή, όταν γίνεται το τρακάρισμα στη σκηνή της καταδίωξης, το εμπνεύστηκα από μια αληθινή ιστορία. Στο θίασο είχαμε έναν νεαρό, ο οποίος μας βοηθούσε σε διάφορες καθημερινές δουλειές του ποδαριού που προέκυπταν. Ήταν αξιόπιστος γενικά, μα κάπως ‘χαμένος’. Μαζί με αυτή του δουλειά, έκανε παράλληλα και άλλες.
Για ένα διάστημα εργαζόταν σε ένα γραφείο τελετών και –ποιος ξέρει γιατί;- θεώρησε καλή ιδέα να μπει μέσα σε ένα άδειο φέρετρο και να κάνει βόλτα με τη νεκροφόρα –θα του είχε φανεί αστείο, υποθέτω. Κάποια στιγμή η νεκροφόρα σταμάτησε απότομα, εκείνος ταράχτηκε και έσπρωξε το καπάκι της κάσας για να δει τι συμβαίνει. Ο οδηγός που ακολουθούσε τη νεκροφόρα και παρακολουθούσε τη σκηνή, εγκατέλειψε έντρομος το αυτοκίνητό του στη μέση του δρόμου.
***
Κώστας Μακέδος: Στο τέλος της τελευταίας σκηνής, μπαίνει στο θάλαμο του νοσοκομείου η Φρύνη Αρβανίτη και φωνάζει “Αγόρια μου!”. Ακολουθεί ένας σύντομος διάλογος με τον Κωνσταντίνου και στη συνέχεια της πετάμε μαξιλάρια και η οθόνη γεμίζει από πούπουλα.
Κανονικά εκεί θα έπρεπε να έπεφτε μία ακόμα ατάκα, αλλά ο ηθοποιός που ήταν να την πει, δεν μπορούσε να μιλήσει –είχε πνιγεί από τα πούπουλα.
Μέρος IV: Οι ατάκες
Μάρκος Λεζές: “Χέλι μου”. Έτσι με αποκαλούσε στ’ αλήθεια η Φρύνη, καιρό πριν την ταινία, όταν δουλεύαμε μαζί στο θέατρο. Έκανα στα ψέματα ότι ήμουν καψούρης μαζί της, την πείραζα και εκείνη μού έλεγε “Χέλι, όλο μου ξεγλιστράς. Πού θα πάει όμως, μια μέρα θα σε πιάσω”. Εκτός από το “Χέλι μου” έχει μείνει και το “Βρώμα η δουλειά” ή το “Προπονούσα το Λιζάκι”. Μου τα λένε ακόμα και σήμερα.
Φρύνη Αρβανίτη: Άρεσε πολύ στον Λεζέ να με πειράζει, είναι αλήθεια αυτό. Με πείραζε και πριν την ταινία, όταν δουλεύαμε μαζί στο θέατρο. Εκεί βγήκε το “Χέλι μου”. Έτσι τον έλεγα και στην πραγματικότητα, αλλά αυτό δεν νομίζω πως το ήξερε ο Κωνσταντίνου. Ομολογώ ότι κάθε φορά που το ακούω συγκινούμαι. Γιατί ακόμα και τώρα, όταν περνάω από κάπου και με βλέπουν, το θυμούνται και μου το φωνάζουν.
Κώστας Μακέδος: Ναι, όταν με αναγνωρίζουν στο δρόμο, μου φωνάζουν “Αφεντικό, να με δείρει;”. Πριν μερικά χρόνια είχα πάει σε ένα μεγάλο κατάστημα με ειδή σπιτιού να αγοράσω μια καρέκλα γραφείου. Πηγαίνω στο όροφο όπου υπήρχαν αυτά τα έπιπλα, αλλά επειδή δεν ήμουν σίγουρος αν θα έβρισκα αυτό που ήθελα, δεν είχα πάρει μαζί μου καρότσι. Βρίσκω μια καρέκλα και λέω σε έναν υπάλληλο, αν μπορεί να την αφήσει κάπως παράμερα προκειμένου να κατέβω στο ισόγειο να πάρω καρότσι και να ανέβω ξανά. Μου λέει εντάξει, αλλά όταν φτάνω στις κυλιόμενες βλέπω ότι με έχει ακολουθήσει. Είχε βρει μόνος του καρότσι και είχε τοποθετήσει επάνω τη συσκευασία της καρέκλας. Του λέω δεν χρειαζόταν να το κάνει και μου απάντησε “Έχω μεγαλώσει μαζί σας και μου έχετε χαρίσει τόσο πολύ γέλιο που αυτό είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για να σας ευχαριστήσω” και αφού μου το λέει, συμπληρώνει: “Αφεντικό, να με δείρει;”. Με συγκίνησε πολύ.
Δημήτρης Βασματζής: Ήταν με διαφορά ο πιο χαρακτηριστικός ρόλος που υποδύθηκα, επομένως οι ατάκες που είχα ήταν αυτές που έχουν μείνει στη συνείδηση του κόσμου. Η δική μου ήταν το “Σας έφερε ολίγα άνθη”, ατάκα που, αν δεν κάνω λάθος πρέπει να την είπα μία φορά όλη και όλη στην ταινία και μάλιστα στο τέλος, στη σκηνή του νοσοκομείου. Παρόλα αυτά μέχρι και σήμερα τη θυμούνται όλοι.
Μέρος V: Η απήχηση και η κληρονομιά
Γιώργος Κωνσταντίνου: Για να λέμε την αλήθεια, η ταινία δεν θεωρήθηκε ως κάτι σπουδαίο. Μετά από τους ‘Τhe Κόπανοι’ έκανα μία ακόμα ταινία, το ‘ Ο ποντικοκυνηγός των 5 Ηπείρων’ που όμως ήταν αποτυχία. Ουσιαστικά, οι ‘Κόπανοι’ σηματοδότησαν την ολοκλήρωση της κινηματογραφικής μου καριέρας. Χρειάστηκε να περάσουν 25 χρόνια για να ξανακάνω σινεμά, όταν συμμετείχα στο ‘Αν’ του Παπακαλιάτη.
Γιάννης Βούρος: Το ‘The Κόπανοι’ είχε την ατυχία να γυριστεί σε μια εποχή κατά την οποία ο ελληνικός κινηματογράφος είχε πάρει φθίνουσα πορεία. Η αρχική αποδοχή της θα ήταν πολύ καλύτερη, με το ίδιο σενάριο και τους ίδιους ηθοποιούς, αν γυριζόταν σε εποχές λίγο καλύτερες για το ελληνικό σινεμά.
Μάρκος Λεζές: Η ταινία δεν πήγε καλά εισπρακτικά στις αίθουσες, αλλά γνώρισε μεγάλη επιτυχία όταν μεταφέρθηκε σε VHS, έτσι καθιερωθήκαμε. Μάλιστα, μετά την επιτυχία της ταινίας, έκανα μια βιντεοκασέτα που ‘πατούσε’ πάνω στο ρόλο του Τούφα, το ‘Λεζεντάνο’.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Όταν προβλήθηκε η ταινία στις αίθουσες, δεν έγινε καν πρεμιέρα, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του ‘60 και του ’70. Εκείνη την εποχή ο κινηματογράφος είχε σβήσει. Βρήκε διανομή για μερικές εβδομάδες –όχι σε κεντρικές αίθουσες- και αυτό ήταν. Ωστόσο, ακόμα και αυτό ήταν αρκετό ώστε να το αγαπήσουν κυρίως οι νέοι. Ξέρετε, ο νέος πληθυσμός δύσκολα θα δει κάτι ή θα πάει στον κινηματογράφο να πληρώσει ή θα παραδεχτεί ότι του αρέσει μια κινηματογραφική δουλειά –και καλά κάνει που είναι έτσι αυστηρός. Επομένως, το κριτήριο της επιτυχίας του ‘The Κόπανοι’ είναι αυτό ακριβώς, η αποδοχή από τον νέο κόσμο.
Γιάννης Βούρος: Μέσα από το σενάριο και τους χαρακτήρες, ο Κωνσταντίνου κατάφερε όχι μόνο να χτίσει μια πολύ καλή κωμωδία, αλλά να θίξει και ένα διαχρονικά χαρακτηριστικά του νεοέλληνα, που τα συναντάμε από την ίδρυση κιόλας του νεοελληνικού κράτους. Μιλάω για την κουτοπονηριά, τον εύκολο πλουτισμό, την κυριαρχία του δόγματος της ήσσονος προσπάθειας. Επειδή όμως μιλάμε για καταστάσεις γνωστές, ειδικά στη χώρα μας, που επαναλαμβάνονται στο πέρασμα των χρόνων, δεν υπήρχε στο μυαλό κανενός ότι ασκούμε κριτική στα ήθη και την εξουσίας της εποχής.
Κώστας Μακέδος: Η αλήθεια είναι ότι η κοινωνική κριτική μπορεί να εμπεδωθεί πιο εύκολα μέσα από το είδος της κωμωδίας και αυτό γιατί μέσω της κωμικής υπερβολής μπορείς να θίξεις τα κακώς κείμενα. Παρόλα αυτά, αν θέλουμε να πούμε ότι το ‘The Κόπανοι’ ασκεί κοινωνική κριτική, θα έπρεπε η ταινία να στεκόταν αρκετά στο παρελθόν και την καταγωγή των ηρώων. Αυτό δεν έγινε, διότι τότε δεν θα είχαμε κωμωδία, αλλά πολλά προσωπικά δράματα. Ο βασικός σκοπός του Κωνσταντίνου ήταν να κάνει κωμωδία –και ήταν ειλικρινής ως προς τις προθέσεις του.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Όχι για το ‘The Κόπανοι’, άλλα ούτε για το ‘Καλώς ήρθε το Δολάριο’ ή το ‘Ξύπνα Βασίλη’ δεν περνούσε από το μυαλό μου ότι θα γίνονταν κλασικές. Ωστόσο, οι ‘Κόπανοι’ έχουν ένα διαφορετικό status από τις άλλες δύο ταινίες που ανέφερα –είναι cult. Όπως και να έχει, δεν μπορούσα και δεν γινόταν να το φανταστώ εκείνη την εποχή.
Τάσος Ψωμόπουλος: Οι ‘Κόπανοι’ αγαπήθηκαν γιατί ο κάθε ένας έβρισκε κομμάτια του εαυτού στους χαρακτήρες. Ναι, δεν ήταν συνηθισμένες περιπτώσεις, αλλά είχαν αυτό ‘του ανθρώπου τα διπλανής πόρτας’ και έτσι πολλοί ταυτίστηκαν.
Κώστας Μακέδος: Ωστόσο, το κοινωνικό σχόλιο δεν ήταν εντελώς απόν: Οι ήρωες κάνουν μια ληστεία τράπεζας όχι για να ‘κονομήσουν, αλλά για να μικροεπιβιώσουν. Και πριν τριάντα χρόνια, οι τράπεζες ήταν εκείνες που διέθεταν τον πλούτο και τον διένειμαν κατά το συμφέρον τους. Αυτό το έθιξε η ταινία. Όπως έθιξε και το σχετικό χαρακτήρα της παρανομίας και της αδικίας. Καμιά φορά, όσο μεγαλύτερος απατεώνας είσαι τόσο περισσότερο προστατεύεσαι από τον νόμο.
Φρύνη Αρβανίτη: Ο Κωνσταντίνου πάντα ήθελε να κάνει ένα είδος σχολιασμού της πραγματικότητας στα έργα του. Το έκανε και στο ‘Κόπανοι’: όλη αυτή η ευκολία με την οποία βουτάει κάποιος στην μικροπαρονομία για να πιάσει την καλή. Βέβαια, δεν ξέρω αν έγιναν απολύτως αντιληπτά όλα αυτά από το κοινό. Θέλω να πω, οι εποχές τότε ήταν διαφορετικές. Υπήρχαν δουλειές, υπήρχαν λεφτά. Σε αυτές τις συνθήκες, όταν τα πράγματα πάνε γενικώς καλά, ο κόσμος και όλοι μας δεν σκεφτόμαστε και πολύ. Θεωρούμε ότι αυτό που ζούμε, θα είναι μια μόνιμη και δεδομένη κατάσταση.
Μέρος VI: Το sequel που δεν είδαμε
Γιώργος Κωνσταντίνου: Όταν πήγα και ζήτησα να κάνω το δεύτερο μέρος των ‘The Κόπανοι’ αρνήθηκαν όλοι. Είναι απίστευτο. Διότι, ενώ βλέπουν την απήχηση και τη δημοφιλία της ταινίας στον κόσμο, είναι λες και δεν θέλουν να το παραδεχτούν. Ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί γίνεται αυτό. Μου λένε πως δεν υπάρχουν χρήματα. Σε αυτό δεν μπορώ να απαντήσω κάτι. Παρόλα αυτά, μια συνέχεια του ‘The Κόπανοι’ θα είχε εμπορική επιτυχία. Τι να πω; Μπορεί να μην το πιστεύουν. Να θεωρούν ότι σήμερα δεν θα αρέσει.
Γιάννης Βούρος: Σίγουρα θα μπορούσε να γίνει ένα sequel στο οποίο θα παρακολουθούμε τους ίδιους ήρωες μετά από αρκετά χρόνια, οι οποίοι πάλι θα προσπαθούσαν να οργανώσουν μια κομπίνα της συμφοράς. Δυστυχώς, η οικονομική κρίση έχει πλήξει όλο το κομμάτι της ψυχαγωγίας. Μακάρι να μαζευόμασταν πάλι και να κάναμε μια δεύτερη ταινία.
Φρύνη Αρβανίτη: Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για όλο αυτό. Το ακούω πρώτη φορά και πραγματικά εκπλήσσομαι που δεν βρέθηκε χρηματοδότης.
Δημητρης Βασματζής: Ομολογώ ότι δεν γνώριζα ότι ο κύριος Κωνσταντίνου είχε κάνει προσπάθεια για το sequel του ‘The Κόπανοι’. Μου κάνει εντύπωση που δεν βρήκε χρηματοδότηση. Μάλλον πάσχουμε από έλλειψη έξυπνων παραγώγων, οι οποίοι μπορούν να αντιληφθούν εάν μια ταινία έχει πιθανότητες επιτυχίας ή όχι.
Κώστας Μακέδος: Είχα μάθει για την προσπάθεια του κυρίου Κωνσταντίνου, αλλά δεν φανταζόμουν ποτέ ότι το πρόβλημα θα ήταν η έλλειψη χρηματοδότησης –ειδικά για μία τέτοια ταινία που είναι αποδεδειγμένα επιτυχημένα. Να μου λέγατε ότι πλέον το καστ βρίσκεται σε μια ηλικία που πιθανόν να μην μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των γυρισμάτων, θα το δεχόμουν. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι θεωρήθηκε από κάποιους επισφαλής η επένδυση στη δημιουργία του ‘The Κοπανοι No.2’. Εδώ χρηματοδοτούνται ταινίες που τις βλέπεις και είναι να ξερνάς.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Ωραία, δεν υπάρχουν λεφτά και οι παραγωγοί θα πρέπει να επιλέγουν ταινίες για την εμπορική επιτυχία των οποίων θα είναι βέβαιοι. Από τη στιγμή, λοιπόν, που γνωρίζουν την απήχηση του ‘The Κόπανοι’ στο νέο κόσμο, ο οποίος δύσκολα πηγαίνει πλέον σινεμά, πώς αμφιβάλλουν για την επιτυχία της δεύτερης ταινίας; Δεν βλέπω το λόγο να διστάζουν να τη χρηματοδοτήσουν.
Τάσος Ψωμόπουλος: Ήξερα για την προσπάθεια του Γιώργου και στεναχωρήθηκα πολύ όταν έμαθα ότι τελικά δεν καρποφόρησε. Ειλικρινά, ούτε εγώ μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος δεν θέλησε να αναλάβει την παραγωγή.
Μάρκος Λεζές: Θα γινόταν χαμός αν γυριζόταν η συνέχεια. Ποιος αμφιβάλλει για αυτό; Το κοινό ταυτίστηκε και αυτό δείχνει ότι ήταν μια καλή κωμωδία που γυρίστηκε σωστά. Ποιος ξέρει γιατί τελικά δεν έγινε; Μας έχει φάει το ξενόφερτο είναι αλήθεια. Σε ταινίες, σε θεατρικές παραστάσεις, σε σειρές.
Κώστας Μακέδος: Ξέρετε, συνεχίζω να παρακολουθώ από κοντά την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή. Νομίζω ότι έχουμε επιστρέψει σε μια φάση, εκείνη που ακολούθησε τα χρόνια ακμ%C
Μέρος VI: Η γενιά της βιντεοκασέτας
Μάρκος Λεζές: Είναι γεγονός ότι πολλοί ηθοποιοί που γνωρίσαμε επιτυχία εκείνα τα χρόνια μέσα από τις βιντεοκασέτες –και κακά τα ψέματα, ο κόσμος έμαθε το ‘The Κόπανοι’ όταν μεταφέρθηκε σε VHS- στη συνέχεια βρήκαμε κλειστές πόρτες. ‘’Μυρίζετε βιντεοκασέτα’’, μας έλεγαν. Ήμασταν δακτυλοδεικτούμενοι.
Κώστας Μακέδος: Ήταν μια εποχή όπου δεν υπήρχε η ιδιωτική τηλεόραση, ο μαζικός κινηματογράφος είχε πεθάνει και οι δουλειές στο θέατρο ήταν σαφώς λιγότερες και χειρότερα αμειβόμενες. Κάπως θα έπρεπε να βιοποριστείς και ας ήξερες ότι αυτή η επιλογή μπορεί να απέβαινε εις βάρος σου στο τέλος καθώς υπήρχαν πολλά ‘σαπάκια’ στις βιντεοκασέτες. Μια αναλογία 60% κακά, 40% καλά. Εκείνη την εποχή, όλοι παίξαμε σε πατάτες. Άλλοι σε περισσότερες, άλλοι σε λιγότερες. Προσωπικά, δούλεψα εν γνώσει μου σε 3-4 τέτοιες ταινίες.
Φρύνη Αρβανίτη: Ήταν μονόδρομος η βιντεοκασέτα για πολλούς από εμάς. Σκέψου ότι τις περισσότερες από αυτές τις ταινίες δεν τις βλέπαμε καν στην Ελλάδα. Πήγαιναν κατευθείαν στο εξωτερικό, σε χώρες με πολλούς Έλληνες, Γερμανία, ΗΠΑ, Καναδάς κτλ.
Κώστας Μακέδος: Εκείνα τα χρόνια ήθελε να γίνει παραγωγός μέχρι και ο λαδέμπορας της γειτονίας. Το επίπεδο της δουλειάς (αν εξαιρέσεις τους μεγάλους παραγωγούς, όπως ο Καραγιάννης) ήταν πολύ κακό. Μου είχε τύχει αρκετές φορές αν έρχονταν στο θέατρο Παρασκευή βράδυ και μου έλεγαν “Πάρε 200.000 δραχμές προκαταβολή και έλα τη Δευτέρα να αρχίσουμε γυρίσματα”. Τους ρωτούσες τι γίνεται με το σενάριο, ποιος είναι ο σκηνοθέτης, ποιοι άλλοι θα παίξουν και σου απαντούσαν “Θα τα βρούμε αυτά”.
Φρύνη Αρβανίτη: Πάντα έλεγα ότι αν, από τις τόσες ταινίες που δούλεψα, οι 3-4 ήταν σαν το ‘The Κόπανοι’, τότε η θέση μου στο χώρο θα ήταν τελείως διαφορετική. Τα μεγάλα ‘αν’, για όσο καιρό ζούσα από αυτή τη δουλειά, ήταν αυτό και η ευκαιρία που είχα να λάβω μέρος στα ‘Κόκκινα Φανάρια’. Η αρχική διανομή περιελάμβανε και τον Ανδρέα Μπάρκουλη, ο οποίος με είχε δει στο θέατρο ‘Αυλαία’ να υποδύομαι τη γριά πόρνη στο ‘Άννα Λουκάστα’ και με είχε προτείνει και για τα ‘Φανάρια’. Τελικά όμως, η παραγωγή πάγωσε και η ταινία γυρίστηκε δύο χρόνια αργότερα με διαφορετική διανομή, στην οποία δεν συμμετείχε ο Μπάρκουλης. Ποτέ δεν μπόρεσα να τον ευχαριστήσω για το γεγονός ότι με έχει προτείνει. Και στεναχωριέμαι που δεν πρόλαβα να το κάνω.
Κώστας Μακέδος: Δεν είμαι πια ηθοποιός, δεν δηλώνω ηθοποιός. Ο ηθοποιός είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να ανανεώνει τα χνάρια του πάνω στη σκόνη της σκηνής. Τα δικά μου χνάρια έχουν σβήσει πλέον. Αποσύρθηκα επειδή ένιωθα ότι κάθε φορά έπρεπε να επαναδιαπραγματεύομαι το παρελθόν μου ως προς τις αμοιβές. Ξέρετε, δεν είμαι άνθρωπος υπερφίαλος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα συναινέσω σε κάτι όταν βλέπω ότι με αδικεί ή δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που έχω στο μυαλό μου. Ποτέ στη ζωή μου δεν διεκδίκησα κάτι που θεωρούσα ότι δεν δικαιούμαι. Επομένως, όταν δεν μπορούσα να το πάρω και όταν έπρεπε να γυρνάω κάθε φορά στο σημείο από το οποίο είχα ξεκινήσει, αποφάσισα να επιστρέψω σε αυτό που γνώριζα και είχαν σπουδάσει (σ.σ. οπτομετρική).