34 ώρες
Τον Ιούλιο του 2017, ο Σπύρος Χρυσικόπουλος επανακαθόρισε τα ανθρώπινα όρια.
- 15 ΣΕΠ 2020
30 Ιουλίου 2017. Τορωναίος Κόλπος. Η ώρα είναι μία το μεσημέρι και μια μαύρη φιγούρα κολυμπάει με κατεύθυνση τη Νικήτη, έχοντας κλείσει 32 συνεχόμενες ώρες μέσα στο νερό. Το παρουσιαστικό του, ο τρόπος που διασχίζει τα κύματα, δεν θυμίζουν άνθρωπο, αλλά ψάρι. Οι χεριές του είναι σταθερές, παρά το γεγονός πως ο πόνος που βιώνει είναι πρωτόγνωρος. Ακόμα και για εκείνον. Τα χείλη του έχουν πρηστεί, ο λαιμός του πονάει σε σημείο που δεν μπορεί να καταπιεί. Παρ’ ότι είναι συνηθισμένος σε συνθήκες πόνου, τόσο πολύ δεν έχει ξαναπονέσει ποτέ στη ζωή του. Έχει κόψει τους ανεφοδιασμούς και συνεχίζει με ό,τι δύναμη του έχει απομείνει. Δύναμη που δεν προέρχεται πια απ’ το σώμα, αλλά απ’ το μυαλό και την ψυχή.
Σκέφτεται ποια είναι η χειρότερη ζημιά που μπορεί να πάθει και καταλήγει στην απώλεια της γεύσης. Αναρωτιέται αν αξίζει και απαντάει πριν καν το μικρόβιο της αμφιβολίας προλάβει να του χαλάσει το μυαλό. Αξίζει. Βρίσκει λίγη δύναμη ακόμα και προχωράει. Είναι πολύ αργά για να εγκαταλείψει.
Βράδυ 28ης Ιουλίου 2017, Σιθωνία
Ο Σπύρος Χρυσικόπουλος έχει ανέβει στην Σιθωνία της Χαλκιδικής εδώ και μερικές ήμερες, μαζί με την μητέρα του, Ειρήνη. Τα τελευταία εικοσιτετράωρα πριν βουτήξει στη θάλασσα, έχουν κυλήσει όπως τα 26 χρόνια της ζωής του Σπύρου: γεμάτα πειθαρχία, αυστηρό πρόγραμμα και προσήλωση στο στόχο. Είναι όλα αυτά μαζί που ενέπνευσαν την ταινία ‘H20: 2 parts Heart, 1 part obsession’ που δημιούργησε η Δήμητρα Μπαμπαδήμα σε παραγωγή του Oneman, την οποία μπορείς να δεις πιο κάτω στο κείμενο.
Κοιμάται νωρίς, ξυπνάει από τα χαράματα και ανυπομονεί, χωρίς καμία υποψία άγχους. Αυτό που τον κυριεύει, είναι μια γλυκιά προσμονή, όπως αυτή που σε πιάνει όταν περιμένεις να γυρίσει ένα αγαπημένο σου πρόσωπο από το εξωτερικό. Τις τελευταίες ώρες πριν έρθει αυτή η στιγμή, η όποια Μεγάλη στιγμή, τις γουστάρεις κιόλας, κι ας ντρέπεσαι να το παραδεχτείς.
Στις οχτώ το βράδυ, βρίσκεται μόνος του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και ακούει μουσική. Όχι τη μουσική που έχει συνδέσει με τις προπονήσεις και το κολύμπι, αυτή δεν θα δούλευε σε καμία περίπτωση. Θα τον τσίτωνε κι ο Σπύρος έπρεπε να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Η μουσική που ακούει είναι χαλαρή, σε σημείο που η φασαρία που κάνουν τα παιδάκια που παίζουν έξω από το δωμάτιό του την διαπερνάει. Δεν βγαίνει να τους κάνει παρατήρηση, τι να τους πει; Η ώρα είναι οχτώ το βράδυ. Στις οκτώ και μισή έχει καταφέρει να κοιμηθεί. Η πρώτη, από τις πολλές που θα ακολουθήσουν, επιτυχία του εγχειρήματος. Το ξυπνητήρι έχει ρυθμιστεί για τις τρεις το πρωί. Με το που χτυπάει, ο Σπύρος πετάγεται. Χαμογελάει. Η μεγάλη στιγμή έχει επιτέλους φτάσει.
Τρώει κάτι, η τελευταία φορά που θα φάει στη στεριά για αρκετές ώρες. Η τελευταία φορά που θα καταπιεί χωρίς να δακρύσει από τον πόνο για αρκετές εβδομάδες. Ντύνεται, παίρνει τον εξοπλισμό του και κατεβαίνει στην είσοδο, εκεί που τον περιμένει η Έλενα, φίλη του Σπύρου και ποδηλάτισσα. Καλημερίζονται και κατεβαίνουν στο λιμάνι της Νικήτης. Στο λιμάνι τον περιμένει ο αδερφός του Βαγγέλης, η μητέρα του, ο τριαθλητής και φίλος του Σπύρου, Πολυδεύκης και η πρώην πρόεδρος του ‘Σίθωνα’, Κωνσταντίνα Κούρα, η οποία βρίσκεται εκεί για να διασφαλίσει την εγκυρότητα του εγχειρήματος. Και για να τον χειροκροτήσει, αλλά αυτό δεν του το λέει ακόμα.
Τους χαιρετάει όλους χαμογελώντας. Αν κάποιος έβλεπε τη σκηνή από μακριά, θα καταλάβαινε πως ο Σπύρος είναι ο μοναδικός χωρίς το παραμικρό άγχος. Η μητέρα του είχε το φυσιολογικό άγχος που θα είχε κάθε μαμά που έβλεπε τον γιο της έτοιμο να βουτήξει στη θάλασσα για να κολυμπήσει 104 συνεχόμενα χιλιόμετρα. Αλλά μεγαλώνοντας τον Σπύρο και τον Βαγγέλη, έχει μάθει δύο βασικά πράγματα: Να μην τους περιορίζει και να τους εμπιστεύεται. Αφού ο Σπύρος είπε ότι θα το κάνει, τελείωσε.
Ο Σπύρος έχει ήδη ξεκινήσει το ζέσταμά του και φοράει τη μαύρη στολή με τη βοήθεια του αδερφού του, ο οποίος με ένα ειδικό πιστόλι ΄πυροβολεί’ λανολίνη μέσα από τη στολή του, μια ουσία σαν τη βαζελίνη, η οποία θα τον βοηθήσει να καταπολεμήσει τις τριβές. Τους διώχνει όλους για το ιστιοφόρο και πριν το ρολόι δείξει πέντε και μισή το πρωί, βουτάει στη θάλασσα. Κολυμπάει λίγα μέτρα, φορώντας τα χρωματιστά γυαλάκια στο κεφάλι του και φωνάζει τσαντισμένος προς το σκάφος. “Άντε, γιατί αργούμε, είμαι έτοιμος, πού είστε;”.
Πρωί 29ης Ιουλίου, πρώτη διέλευση
Ο Σπύρος ξεκινάει το κολύμπι του με κατεύθυνση προς την Καλλιθέα, απόσταση που αποτελεί τη διαδρομή του μονού Τορωναίου. 15 ημέρες πριν, οι κολυμβητές του αγώνα αντιμετώπισαν πολύ δύσκολο καιρό. Δεν αγχώνεται, αντίθετα πεισμώνει και πωρώνεται περισσότερο. Όσο πιο δύσκολες οι συνθήκες, τόσο το καλύτερο. Σχεδιάζοντας τη διαδρομή, είχε υπολογίσει ότι θα χρειαστεί 28 με 30 ώρες. Πλέον, θα του πάρει όσες ώρες χρειαστεί. Σημασία έχει να τερματίσει. Μοναδικός του αντίπαλος σε αυτό τον μαραθώνιο, είναι ο εαυτός του.
Μπαίνει στη μάχη του με αργό ρυθμό, ακολουθώντας τη συμβουλή του Γιάννη Κωτσιόπουλου, ο οποίος είχε καταφέρει τον τριπλό διάπλου του Τορωναίου στα 52 του. “Του έδωσα την ίδια συμβουλή που μου είχε δώσει ο προκάτοχός μου: Να μην φουλάρει, να είναι στο ρελαντί για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες του αγώνα”, εξηγεί ο ίδιος, τοπογράφος μηχανικός στο επάγγελμα, δεινός κολυμβητής στην ψυχή, φτιαγμένος από την ίδια πάστα και την ίδια τρέλα που χαρακτηρίζει όσους τολμούν αντίστοιχες υπερβάσεις.
“Ο ένας εμπνέει και δίνει δύναμη στον άλλον”, περιγράφει η Βίκυ Κουβέλη, η οποία είχε κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ανοιχτής Θάλασσας του Καζάν το 2015. Λίγους μήνες αργότερα, ένα τροχαίο λίγο έλειψε να της κοστίζει τη ζωή, όμως όχι απλά περπάτησε ξανά, αλλά στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Βουδαπέστης δύο χρόνια αργότερα, κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο. Η Βίκυ, ήταν κι αυτή ένα από τα άτομα τα οποία ο Σπύρος συμβουλεύτηκε πριν το εγχείρημά του. Και σίγουρα, ένα από τα άτομα που τον ενέπνευσαν.
Σιγά-σιγά στον ουρανό της Χαλκιδικής αρχίζει να βγαίνει ο ήλιος. Ο Σπύρος αντικαθιστά τα ανοιχτόχρωμα γυαλάκια με τα σκούρα και στους πρώτους ανεφοδιασμούς δεν σταματάει καν για να μην κόψει το ρυθμό του. Γυρνάει απλά σε ύπτιο. Βάσει του προγράμματος, κάθε 35 λεπτά πρέπει να σταματάει για υγρά, ή κάποια από τις τροφές που ο ίδιος είχε σημειώσει στο πλάνο που είχε δώσει μέρες πριν στον αδερφό του. Με ένα κοντάρι που καταλήγει σε ένα καλαθάκι, ο Βαγγέλης προμηθεύει τον Σπύρο με τζελ, παστέλι ή κάποια αποξηραμένη τροφή, με τη σειρά που του είχε υποδείξει ο αδερφός του.
Τα πρώτα χιλιόμετρα είναι για τον Σπύρο πολύ εύκολα. Από μικρός, στις οικογενειακές καλοκαιρινές διακοπές, συνήθιζε να μπαίνει στο νερό και να χάνεται για ώρες. Το να κολυμπάει σε έναν σταθερό και αργό ρυθμό, είναι για εκείνον πιο ξεκούραστο κι απ’ το να περπατάει. Στο χέρι του φοράει ένα ρολόι, αλλά δεν το πολυκοιτάει, έτσι κι αλλιώς καταλαβαίνει πότε περνάει περίπου μισή ώρα επειδή τον φωνάζουν από το ιστιοφόρο για ανεφοδιασμό.
Από τους ανεφοδιασμούς, ο Σπύρος καταλαβαίνει ότι κολυμπάει ήδη έξι ώρες. Και τότε, ξεκινάνε οι πρώτοι πόνοι. Πόνοι στους ώμους, τα πόδια, σχεδόν σε όλο σώμα. Πόνοι απόλυτα γνώριμοι, τους οποίους ο Σπύρος υποδέχεται με χαρά. Ξέρει ότι είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό, έχει προπονήσει το σώμα του για αυτούς τους πόνους, τους περίμενε, είναι σχεδόν φίλοι του, η παρέα του. Αισθάνεται ότι τώρα ξεκινάει, δεν γίνεται να κολυμπήσεις 104 χιλιόμετρα χωρίς να πονέσεις. Το μόνο που καταφέρνεις με την σκληρή προπόνηση, είναι να τον καθυστερήσεις και να μάθεις να τον αντέχεις. Εκείνη ακριβώς η στιγμή, είναι αυτή που ο Σπύρος αποκαλεί η στιγμή της μετάβασης. Στο παιχνίδι μπαίνει πια και το μυαλό, το σώμα αρχίζει να περνάει σε δεύτερη μοίρα. Για τον Σπύρο ακόμα όλα είναι εύκολα. “Η διαχείριση που κάνει είναι κάτι απίστευτο, έχει ένα ένστικτο που διαχειρίζεται τον πόνο”, θα παραδεχθεί ο οργανωτής της ομάδας open water ‘WeSwim’, Πέτρος Παρθένης.
Οι πρώτες 7 ώρες όμως περνάνε και το μυαλό του Σπύρου για πρώτη φορά δείχνει να χαλάει. Πίστευε ότι η πρώτη διέλευση, μέχρι την Καλλιθέα, θα του έπαιρνε λιγότερες ώρες, όμως τα αντίθετα ρεύματα τον καθυστερούν. Κάποια στιγμή, τα ρεύματα τον παρασύρουν, βγάζει το κεφάλι για να πάρει αναπνοές και βλέπει την στεριά στο πλάι του. Δεν θα έπρεπε όμως, στο σχέδιο δεν ήταν σε καμία στιγμή να κολυμπάει παράλληλα με την στεριά. Το ιστιοφόρο τον βοηθάει να ξαναβρεί την σωστή πορεία και αρχίζει πια να βλέπει την Καλλιθέα να πλησιάζει.
Σύμφωνα με το σχέδιο, πρέπει να πατήσει λίγο και να συνεχίσει, έχοντας και 3 λεπτά στη διάθεσή του για να ξεκουραστεί ή να μιλήσει στην μητέρα του, η οποία όσο ο Σπύρος κολυμπούσε, οδήγησε από τη Νικήτη στην Καλλιθέα, για να τον περιμένει εκεί. Ο Σπύρος όμως μπερδεύεται, ακολουθεί το σκάφος, χάνει και πάλι την πορεία του και χρειάζεται τη βοήθεια του αδερφού του για να πατήσει κάτω, 7 ώρες και 20 λεπτά αφότου ξεκίνησε. Έχει μόλις ολοκληρώσει τον πρώτο από τους τέσσερις διάπλους και αυτό που αισθάνεται είναι εκνευρισμός. Βλέπει την μητέρα του και το μόνο που της λέει, είναι πως αυτό το μπέρδεμα δεν πρέπει επ’ ουδενί να ξανασυμβεί. Τζάμπα σπατάλη χρόνου και δυνάμεων. Της ζητάει να πάρει τηλέφωνο τον Βαγγέλη στο σκάφος και να τους το μεταφέρει αυστηρά. Δεν θέλει να χάσει ούτε δευτερόλεπτο ακόμα και αμέσως ξεκινάει πίσω για την Νικήτη.
Μεσημέρι 29ης Ιουλίου, δεύτερη διέλευση
Το ιστιοφόρο έχει ήδη φύγει πιο μπροστά. Αυτή τη φορά το ρεύμα είναι με το μέρος του Σπύρου. Κάνει ένα μικρό σπριντ και τους φτάνει. Αρχίζει να κολυμπάει πλάι στο ιστιοφόρο και τα ξεχνάει όλα. Είναι και πάλι ο γνωστός, συγκεντρωμένος και χαλαρός Σπύρος. Δεν έχει νόημα να χαλάει το μυαλό του, είναι ο μοναδικός μεγάλος του σύμμαχος στην αντιμετώπιση του πόνου, το θέλει μαζί του, στο πλευρό του, όχι απέναντί του. Παραδέχεται ότι ακόμα και τα απρόοπτα γίνονται για καλό, βοηθάνε να μείνει συγκεντρωμένος. Όσους βρίσκονται στο σκάφος άλλωστε, τους εμπιστεύεται τυφλά. Γι’ αυτό τους επέλεξε να είναι εκεί. Ο Γιώργος Τσιάνος, γιατρός που ειδικεύεται στις αντίξοες συνθήκες, έχοντας διασχίσει τη Μάγχη κι έχοντας ανέβει το Έβερεστ, τον είχε συμβουλεύσει πριν τον αγώνα να μην αφήσει τίποτα στη τύχη. Ο καθένας θα έκανε τέλεια τη δουλειά που του είχε αναθέσει ο Σπύρος.
Κι ο Σπύρος, έκανε καλύτερα απ’ όλους τη δική του δουλειά, συνέχιζε να κολυμπάει, σταματώντας μόνο για τους ανεφοδιασμούς. Το ρολόι του έχει πια κολλήσει, δεν δείχνει καν πόσες ώρες κολυμπάει και πίσω στην Αθήνα, ο Πέτρος Παρθένης έχει αναλάβει το ρόλο του μεσάζοντα ανάμεσα στον Σπύρο και τον κόσμο. Δέχεται μηνύματα, τα μεταφέρει στον Βαγγέλη κι εκείνος τα γράφει πάνω σε ένα χαρτόνι και τα δείχνει στον Σπύρο. Σε έναν από τους ανεφοδιασμούς, ο Σπύρος δίνει εντολή να ρωτήσουν τον Πέτρο τι έκανε ο Έλληνας συναθλητής του, Κριστιάν Γκολομέεβ, ο οποίος εκείνη την ώρα έδινε τον αγώνα του στο Παγκόσμιο της Βουδαπέστης. Ακόμη και την ώρα του μεγαλύτερου άθλου της ζωής του, ο Σπύρος έχει περισσότερη αγωνία για τους φίλους του, παρά για τη δική του μάχη.
Ο δεύτερος διάπλους κυλάει ομαλά, ο Σπύρος έχει πιάσει πολύ καλό ρυθμό και εκμεταλλεύεται το γεγονός πως δεν έχει καιρό. Στα τελευταία χιλιόμετρα, ο καιρός γυρνάει σε ευνοϊκός, το κολύμπι του Σπύρου αποκτάει τρομερή ένταση και πατάει πίσω στη Νικήτη, παραλείποντας έναν ανεφοδιασμό, τον οποίο αναγκαστικά θα κάνει έξω. Για τη διαδρομή Καλλιθέα-Νικήτη, θα χρειαστεί μόλις 6 ώρες και 9 λεπτά. Κολυμπάει συνολικά 13 ώρες και 29 λεπτά, δηλαδή κάτι περισσότερο από μισή ημέρα. Όλα πάνε βάσει σχεδίου, άλλο τόσο έμεινε. Άλλο τόσο εννοώντας τα χιλιόμετρα, γιατί τις ώρες δεν είναι δυνατόν να τις υπολογίσεις.
“Μπορούν να αλλάξουν οι συνθήκες πάρα πολλές φορές κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, τα ρεύματα, ο ήλιος, ο καιρός, τα κύματα, δυσκολεύοντας πάρα πολύ τον κολυμβητή. Χρειάζεται να νικήσεις την κούρασή σου. Στις 11-12 ώρες δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε από το αλάτι που είχαμε στο λαιμό μας”, θυμάται ο Γιάννης Χατζήμπεης, ο πρώτος αθλητής με αναπηρία που έκανε τον διάπλου του Τορωναίου, 26 χρόνια πριν.
Για τον Σπύρο, τα δύσκολα είχανε μόλις ξεκινήσει.
Απόγευμα 29ης Ιουλίου, τρίτη διέλευση
Με κεκτημένη ταχύτητα από τη δεύτερη διέλευση, ο Σπύρος ολοκληρώνει γρήγορα τον ανεφοδιασμό του στο λιμάνι της Νικήτης, και ξεκινάει ξανά για την Καλλιθέα. Μόνο που αυτή τη φορά, ο ευνοϊκός καιρός που τον βοήθησε να ανεβάσει τον ρυθμό του, είναι εναντίον του. Οι χεριές του πάντα σταθερές, αλλά οι συνθήκες όλο και πιο ζόρικες. Η ώρα έχει φτάσει πια περασμένες εφτά το απόγευμα και ο Σπύρος ηρεμεί με τη σκέψη πως γύρω στις εννιά, η θάλασσα θα γαληνέψει, θα βγάλει λαδιά για να μπορέσει να ευχαριστηθεί το τρίτο, νυχτερινό πέρασμα.
Το βραδινό κολύμπι δεν είναι κάτι ξένο για τον Σπύρο. Στις τελευταίες του προπονήσεις για τον τετραπλό διάπλου, κατέβαινε στη θάλασσα της Βουλιαγμένης πριν καν ξημερώσει, ενώ λίγες εβδομάδες πριν ανέβει στη Χαλκιδική, πέρασε 24 ώρες στην πισίνα στην οποία έμαθε να κολυμπάει, στα Άνω Λιόσια, στην μεγάλη του πρόβα τζενεράλε. 24 ώρες συνεχόμενες, πάνω-κάτω, με σταθερές χεριές κι ακόμα πιο σταθερό νου. Έστω κι αν η νύχτα ήταν δύσκολη.
“Ήταν δύσκολο βράδυ, έριχνε κεραυνούς, φώτιζε ο ουρανός κι άλλαζε χρώματα η πισίνα. Ήμουν κουρασμένος, αλλά και προσηλωμένος στον στόχο, κολυμπούσα δύο χιλιόμετρα, περίμενα τα επόμενα δύο για να φάω. Ξεφεύγει το μυαλό, το επιδιώκω κι εγώ πολλές φορές, σκέφτομαι άλλα πράγματα, πολλές φορές σκεφτόμουν ότι είμαι ήδη στη θάλασσα κι έχω δίπλα μου ιστιοφόρο, παλιότερες προπονήσεις. Έτσι έγινε και στην εικοσιτετράωρη, κάπου στις 19-20 ώρες δεν επικοινωνούσα, οι σκέψεις που έκανα ήταν σαν να βλέπω όνειρο, όπως θυμάσαι ένα όνειρο, έτσι θυμάμαι αυτές τις ώρες μέσα στο νερό. Όλα καλά, πήρα ό,τι στοιχεία, σωματικά και ψυχολογικά ήθελα, ήταν μια δοκιμασία όλο αυτό, έκανα αποθεραπεία και ξεκίνησα να σκέφτομαι πια μόνο τον Τορωναίο”, περιγράφει ο ίδιος.
Αυτή τη φορά, βρισκόταν μέσα στον Τορωναίο, μέσα στον μεγάλο του στόχο. Και ούτε αυτή τη φορά επρόκειτο να περάσει μια εύκολη νύχτα. Στο μυαλό του, την βραδινή διέλευση την φανταζόταν αλλιώς. Ονειρευόταν να κάνει ύπτιο και να ξεφύγει λίγο κοιτάζοντας τα αστέρια. Να θυμηθεί τους φίλους, την κοπέλα του, τα φοιτητικά χρόνια στα Τρίκαλα, όπου σπούδασε στα ΤΕΦΑΑ, συνεχίζοντας μόνος του αυτό που αγαπάει περισσότερο, τις προπονήσεις του μέσα στο φυσικό του περιβάλλον, το νερό.
Στον επόμενο ανεφοδιασμό, η Κωνσταντίνα ενημερώνει τον Σπύρο ότι ο καιρός θα πέσει στις δέκα. Είναι αργά το δέκα, πρέπει να πέσει πιο νωρίς. Δεν είναι ότι δεν θα αντέξει αν πάει έτσι μέχρι τις δέκα. Τα πάντα θα άντεχε. Είναι ότι θα του χαλάσει το πιο απολαυστικό κομμάτι της κολύμβησης. Το ρεύμα του καιρού ερχόταν από αριστερά, οπότε ο Σπύρος αποφασίζει να βάλει το ιστιοφόρο προς τα αριστερά του, ελπίζοντας να κόψει κάπως την δύναμη του νερού. Μια απόφαση που είχε τις δικές της συνέπειες, αφού ο Σπύρος συνηθίζει να βγάζει το κεφάλι του για να αναπνεύσει προς τα δεξιά, εκεί όπου είχε όλες τις προηγούμενες ώρες το σκάφος.
Αυτή τη φορά, ο Σπύρος βγάζει έξω το κεφάλι και βλέπει το απόλυτο σκοτάδι. Αποφασίζει για πρώτη φορά να χαλάσει το κολύμπι του. Πλέον, στρίβει το κεφάλι του λίγο περισσότερο, για να βλέπει το σκάφος, να ξέρει ότι είναι εκεί και να καταλαβαίνει προς τα πού πρέπει να πάει. Αυτή η παραπάνω κίνηση, φέρνει παραπάνω τριβές κι οι παραπάνω τριβές, προσθέτουν έξτρα φορτίο κούρασης στο ήδη ταλαιπωρημένο κορμί του Σπύρου. Αλλά είπαμε. Πλέον, αυτό που ελέγχει τα πάντα, είναι το μυαλό. Αυτό θα προστατεύσει τον Σπύρο από έναν τραυματισμό, αυτό θα του δώσει τη δύναμη να συνεχίσει.
Η κατάσταση γίνεται όλο και δυσκολότερη. Ο Σπύρος ρισκάρει μερικές χεριές χωρίς να κοιτάει το σκάφος και αμέσως απομακρύνεται 50 μέτρα. Του φωνάζουν να γυρίσει , κάνει ζιγκ-ζαγκ, κουράζεται κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Τα φώτα από το σκάφος τον μπερδεύουν, φεύγει προς τα έξω και αποφασίζει να αλλάξει και πάλι στρατηγική. Ξαναμπαίνει δεξιά από το σκάφος, προτιμάει να έχει κόντρα τον καιρό απ’ το να ξοδεύει τις δυνάμεις του για άσκοπες χεριές έξω από την πορεία του. “Το χειρότερο που μπορεί να πάει στραβά, είναι η ψυχολογική φόρτιση της νύχτας, να απομακρυνθείς από το σκάφος, να προσέξεις να μην αποκοιμηθείς”, εξηγεί ο Γιάννης Κωτσιόπουλος.
Στο βάθος, βλέπει τα φώτα της Καλλιθέας. Το μάτι του ασυναίσθητα πέφτει σε αυτά. 2 ώρες μετά, αισθάνεται ότι τα φώτα δεν έχουν πλησιάσει καθόλου. Απογοητεύεται. “Μπορεί να θολώσει το μυαλό σου, εγώ όταν διέπλευσα τον Τορωναίο για δεύτερη φορά είχε πέντε μποφόρ και νόμιζα ότι όσο κι αν κολυμπούσα βρισκόμουν στο ίδιο σημείο”, θυμάται η Βίκυ Κουβέλη.
Ο Σπύρος κολυμπάει πια σχεδόν μια ημέρα ολόκληρη. Η τρίτη διέλευση, αυτή που περίμενε ότι θα είναι η πιο απολαυστική, είναι μακράν η χειρότερη, μακράν η πιο επίπονη και χρονοβόρα. Η ψυχολογία του έχει αρχίσει να πέφτει. Καταλαβαίνει ότι πάει αργά. Ο πόνος όμως δεν ήταν μεγαλύτερος του αναμενόμενου. Δεν μπορεί να περιμένει, θέλει να φτάσει, να πατήσει στην Καλλιθέα και να ξεκινήσει αμέσως για τον τέταρτο, να τελειώνει. Στον τέταρτο ο καιρός θα είναι μαζί του, όλα θα είναι πιο εύκολα. Οι δικοί του άνθρωποι βλέπουν το πόσο κουρασμένος είναι και συζητάνε μεταξύ τους ότι ο Σπύρος μπορεί να σταματήσει. Όποιος ξέρει τον Σπύρο καλά όμως, γνωρίζει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να εγκαταλείψει.
“Ο τρίτος διάπλους ήταν ο βασανιστικός, ο αργός, ήταν από τις χειρότερες βραδιές της ζωής μου. Δεν τελείωνε, ήταν κόντρα ο καιρός, όταν έφτασε όμως στις έξι το πρωί στην Καλλιθέα και τον είδα, ήμουν σίγουρη ότι θα τερματίσει”, θυμάται η μητέρα του Σπύρου, η οποία ζούσε με τη δική της αγωνία τη μάχη του γιου της.
Πράγματι, το μόνο που είχε στο μυαλό του ο Σπύρος, ήταν να τερματίσει τον τρίτο και να ξεκινήσει για τον τέταρτο. Και μετά από 11,5 ώρες με τον καιρό κόντρα, έφτανε επιτέλους στην Καλλιθέα. “Αν σκεφτείς ότι ο δεύτερος μου πήρε 6 ώρες και ο τρίτος 11,5 καταλαβαίνεις τι επιβάρυνση είχα”, ομολογεί ο Σπύρος.
Αυτή τη φορά, ο αδερφός του τον βγάζει σωστά έξω. Χαιρετάει γρήγορα την μητέρα του και ξεκινάει αμέσως για την τέταρτη και τελευταία διέλευση. Τα δύσκολα πέρασαν, ο καιρός θα είναι πια μαζί του, έμεινε μόνο η τελική ευθεία, η θριαμβευτική επιστροφή στη Νικήτη.
Ξημερώματα 30ης Ιουλίου, τέταρτη διέλευση
Πριν καν αφήσει την παραλία, ο Σπύρος διαπιστώνει ότι ο καιρός έχει κόψει. Καθησυχάζεται όμως από το γεγονός πως αυτό πιθανότατα θα οφείλεται στο γεγονός πως βρίσκεται στα ρηχά. Ανοίγεται γρήγορα για να πετύχει τον ευνοϊκό καιρό. Τίποτα.
Μαζί με το ξημέρωμα και τον ήλιο, ήρθε κι η ηρεμία του καιρού. Το δύσκολο βράδυ πέρασε και πήρε μαζί του τον καιρό. Τουλάχιστον, δεν τον έχει κόντρα. Αυτό θα ήταν κάτι που δεν θα μπορούσε να αντέξει. Δύο χιλιόμετρα μετά, ο καιρός γυρίζει. Ξανά. Και πάλι κόντρα. Όχι με την ίδια ένταση της νύχτας, αλλά κόντρα. Ο Σπύρος δεν μασάει. Συνεχίζει. Αργά και σταθερά. Είναι αποφασισμένος να συνεχίσει. Αφού τα κατάφερε το βράδυ, θα τα καταφέρει και τώρα. Το πολύ-πολύ, να ξεφύγει από το χρόνο του. Σημασία έχει να τερματίσει.
Στα μισά της τέταρτης διέλευσης, ο αέρας επιτέλους πέφτει. Το κύμα υποχωρεί και ο Σπύρος ανεβάζει ρυθμό. Νιώθει καλά. Ο αδερφός του μεταφέρει τα μηνύματα φίλων και συναθλητών του στον πίνακα, όπως τους τα μεταφέρει ο Πέτρος. ‘Η κοπέλα σου σ’ αγαπάει’, του γράφουν. “Με πήρε ο ύπνος την ημέρα που θα τερμάτιζε ο Σπύρος κι ένιωσα ότι έβλεπα κάποιον εφιάλτη με θάλασσα. Ξυπνάω δίπλα στον υπολογιστή και το καθήκον μου που ήταν να στηρίξω τον Σπύρο και βλέπω ένα πολύ υποστηρικτικό μήνυμα από τον Σπύρο Γιαννιώτη”, θυμάται ο Πέτρος.
‘Σ’ αγαπάει ο Γιαννιώτης’ γράφουν ο Βαγγέλης με τον Πολυδεύκη στον πίνακα και ο ο Σπύρος αποκτάει φτερά, ανεβάζοντας τον ρυθμό του. Στον επόμενο ανεφοδιασμό, τον ενημερώνουν ότι στη σελίδα του στο Facebook γίνεται χαμός από μηνύματα αγάπης και υποστήριξης. Ο Σπύρος καταλαβαίνει ότι δεν είναι μόνος του. Εκτός από το ιστιοφόρο, έχει δίπλα του ανθρώπους που τον αγαπάνε, τον στηρίζουν και παρακολουθούνε τον αγώνα του. “Έβλεπα τα περάσματα, παρακολουθούσα, του έγραψα κατευθείαν μετά ένα μήνυμα”, θυμάται ο Γιάννης Χατζήμπεης. Η ψυχολογία του Σπύρου είναι πια στα ύψη, ο ρυθμός του ανεβαίνει συνεχώς κι όλα δείχνουν να είναι μαζί του. Ένα σκάφος περνάει από δίπλα του, από την αριστερή πλευρά. Στον ανεφοδιασμό του λένε ότι ήταν ο προπονητής μαραθώνιας κολύμβησης Νικόλας Ρεπανάς που ζούσε από κοντά τη μάχη του και του μεταφέρουν μήνυμα καλής επιτυχίας και από τον Γιώργο Τσιάνο. Όλοι στέλνουν τη θετική τους ενέργεια στον Σπύρο κι αυτό βγαίνει στον τρόπο που κολυμπάει. Κάπου εκεί, κι ενώ όλα έδειχναν ιδανικά, έρχεται το κακό.
Η αίσθηση της αρμύρας στο στόμα του δεν ήταν κάτι καινούριο. Μετά από 29 ώρες στη θάλασσα, θα ήταν μάλλον περίεργο να μην την αισθάνεται. Ο τρομερός πόνος στη γλώσσα και τα χείλη όμως, ήταν κάτι πρωτόγνωρο, ένας ξένος πόνος, ανεπιθυμήτος, εκτός κάθε ελέγχου. Αυτόν τον πόνο το μυαλό του δυσκολευόταν να τον επεξεργαστεί. Έμοιαζε με έκρηξη, του προκάλεσε ζαλάδα και δοκίμασε για τα καλά τις αντοχές του, κυρίως τις ψυχικές. Οι σωματικές, είχαν από ώρα εξαντληθεί, ένας συμβατικός άνθρωπος θα είχε εγκαταλείψει. Η ψυχή του Σπύρου όμως δεν τελειώνει τόσο γρήγορα.
Αντιστέκεται, το παλεύει. Γυρίζει σε ύπτιο, όμως τα χείλη του πονάνε ακόμα περισσότερο. Στον επόμενο ανεφοδιασμό η Κωνσταντίνα Κούρα του δίνει λάδι και νερόμελο, για να μαλακώσει ο λαιμός. Κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει από πιο νωρίς, όμως πλέον είναι ένα σκληρό μάθημα για την επόμενη φορά. Ο Σπύρος έχει φτάσει στα όριά του.
Το μυαλό του ταξιδεύει πίσω στην εικοσιτετράωρη προπόνηση στην πισίνα, στο δύσκολο βράδυ που έβρεχε και άρρωστος, πίεζε τον εαυτό του να αντέξει λίγο ακόμα. Κάποια στιγμή είχε πει στην μητέρα του, η οποία ήταν και πάλι εκεί, για να θαυμάσει τη δύναμη του γιου της και να του προσφέρει ό,τι χρειαστεί, ότι θέλει να πάει σπίτι να κοιμηθεί. Δεν το εννοούσε. Γυρίζει ακόμα πιο πίσω με το νου, στο Μάουι της Χαβάης και το Παγκόσμιο X-TERRA στο τρίαθλο.
Τότε που, μετά το αγαπημένο του κολύμπι, ο Σπύρος έπρεπε να αντέξει τη ζέστη και την υγρασία του βουνού. Ακόμα κι η ανάσα ήταν δύσκολη, η αφυδάτωση ερχόταν αμέσως. Οι πόνοι από το ποδήλατο στη μέση ήταν αφόρητοι, τα πόδια είχαν μαγκώσει, το σώμα είχε παραδώσει. Το μυαλό όμως άντεξε κι ο Σπύρος τερμάτισε. Κι ας είχε φάει τούμπες με το ποδήλατο, κι ας έπεσε στο χώμα όταν μετά στο τρέξιμο έσκυψε για να περάσει κάτω από έναν κορμό. Άντεξε. Γιατί όταν βάζει έναν στόχο στο κεφάλι του, δεν υπάρχει αποτυχία. Έτσι έπρεπε να αντέξει και τώρα, στη μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής του. “Το τρίαθλο τον βοήθησε πάρα πολύ να σκεφτεί διαφορετικά, τον έβγαλε απ’ την ασφάλεια της πισίνας”, πιστεύει ο Γιάννης Χατζήμπεης.
Το λιμάνι της Νικήτης ερχόταν όλο και πιο κοντά. Και τότε ο Σπύρος πήρε μια γενναία απόφαση. Θα έκοβε τους ανεφοδιασμούς και θα συνέχιζε με ό,τι δυνάμεις είχε μέχρι να τερματίσει. Ο ρυθμός του είχε πέσει ξανά, ήταν φανερό. Ζαλιζόταν. Στον τελευταίο ανεφοδιασμό πριν τους σταματήσει, είπε στο πλήρωμα του σκάφους ότι αν οι διελεύσεις ήταν πέντε, δεν θα τερμάτιζε.
Ούτε αυτή τη φορά το εννοούσε. Και πενήντα να ήταν οι διελεύσεις, ο Σπύρος θα τερμάτιζε. Ήθελε απλά να τους δείξει πόσο πολύ υποφέρει. Ήταν αδύνατο να καταπιεί, το στόμα του είχε πρηστεί, η γλώσσα κρεμόταν απ’ έξω. Σκέφτεται το χειρότερο σενάριο. Το πολύ-πολύ να χάσει την αίσθηση της γεύσης. Μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτήν. Αξίζει. Μιλάει πια το συναίσθημα, όχι η λογική. Πρέπει να τερματίσει.
Πλησιάζει. Στο βάθος βλέπει σπίτια, η στεριά όμως δεν έρχεται πιο κοντά. Δίνει κι άλλο, με ό,τι ψυχή του έχει απομείνει. Ευτυχώς, έχει μπόλικη από δαύτη. Φτάνει στον ντόκο του λιμανιού. Η τελική ευθεία. Πριν ξεκινήσει, είχε αποφασίσει ότι θα τερματίσει με σπριντ. Να βαρέσει τα πόδια και να βγει εντυπωσιακά. Δεν είχε υπολογίσει το πόσο πολύ θα πονάει.
Φωνάζει τον αδερφό του, τον Πολυδεύκη και τους άλλους συνοδούς να βουτήξουν μέσα. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται. Ο Σπύρος τους ευχαριστεί που ήταν εκεί. Δίπλα στον Σπύρο, για να κολυμπήσει αυτά τα τελευταία μέτρα μαζί του, ο Στέφανος Μέλτσης. Μόλις ο Στέφανος τελείωσε την υπηρεσία του στην Αστυνομία, έτρεξε στη Νικήτη και βούτηξε για να τον υποδεχθεί. Ο Σπύρος βρίσκει τη μαγική δύναμη για το τελικό σπριντ. Είναι συγκινημένος. Τον αποθεώνουν όλοι, φίλοι και απλοί λουόμενοι. Η μητέρα του φωνάζει “τι παιδιά έχω εγώ”. 34 ώρες και 10 λεπτά αργότερα, ο Σπύρος σηκώνεται όρθιος.
Το πόδι του όμως έχει πάθει αγκύλωση, μένει πίσω, στις μύτες και όλοι νομίζουν ότι ζαλίζεται. Με χειρονομίες τους δείχνει ότι είναι καλά, δεν μπορεί να μιλήσει από τον πόνο. Για πρώτη φορά κλαίει, ο ίδιος λέει λόγω της δυσκολίας του, αλλά ίσως να ήταν και κλάμα χαράς. Σιγά μην το παραδεχθεί. Καταλαβαίνει ότι είναι πρησμένος και θέλει να βάλει το χέρι του μπροστά στο στόμα για να μην το δουν.
Είναι λίγο μετά τις 3 το μεσημέρι. Στην στεριά τον περιμένουν 4 στεφάνια, ένα για κάθε διέλευση. Το πρώτο, το περνάει στον γιο της η Ειρήνη, κλαίγοντας από συγκίνηση. Το δεύτερο, ο Μάκης Παπαθανασίου, ο πρόεδρος του ‘Σίθωνα’. Ο Σπύρος μοιάζει να λυγίζει από την κούραση, ο αυχένας του είναι γεμάτος πληγές και πονάει, ο Βαγγέλης το καταλαβαίνει, του βγάζει τα στεφάνια και τον ξαπλώνει κάτω. Οι στιγμές είναι έντονες και συγκινητικές. “Ήταν πάρα πολύ έντονο, απ’ τα πιο έντονα πράγματα που έχω βιώσει σαν αθλητής και σαν άνθρωπος”, θυμάται ο Πέτρος Παρθένης.
Ο Σπύρος τα είχε καταφέρει. Και κανείς δεν έπρεπε να έχει αμφιβάλλει ούτε δευτερόλεπτο γι’ αυτό. Οι επόμενες ώρες, στο Κέντρο Υγείας, το ασθενοφόρο, το νοσοκομείο, κυλάνε γρήγορα. Κλείνει τα μάτια του και τα πάντα κουνιούνται, νιώθει ότι είναι ακόμα στο νερό. Η νοσοκόμα στο Κέντρο Υγείας καταλαβαίνει λάθος και τον συγχαίρει για τις 4 ώρες κολυμπιού του.
Σεπτέμβριος 2018, Ρόδος-Καστελόριζο
Για τον Σπύρο δεν υπάρχει ξεκούραση. Υπάρχει μόνο ο επόμενος στόχος. Ο μεγάλος στόχος. Η τετραπλή διέλευση του Τορωναίου δεν ήταν άλλωστε πάρα μια γερή προπόνηση, μια προσομοίωση για το Ρόδος-Καστελόριζο, το οποίο θα επιχειρήσει τον Σεπτέμβριο του επόμενου χρόνου. Στο μυαλό του είχε να τα επιχειρήσει και τα δύο φέτος, όμως ο Γιώργος Τσιάνος τον έπεισε να το πάει βήμα-βήμα.
Μέσα από την τετραπλή διέλευση, ο Σπύρος έμαθε πολλά χρήσιμα πράγματα για τον μεγάλο του στόχο. Για τους ανεφοδιασμούς, τον πόνο, την οικονομία των δυνάμεών του και τη συνεργασία με το πλήρωμα του ιστιοφόρου. Έμαθε όμως πολλά και για τον εαυτό του και για τα όριά του. Και δίδαξε ακόμη περισσότερα, σε όλους εμάς.
“Κολυμπώντας τόσα χιλιόμετρα μέσα στο νερό το φιλοσόφησα και σκέφτηκα πάρα πολλά πράγματα. Ένα από αυτά, είναι πως δεν γεννηθήκαμε και υπάρχουν όρια. Εμείς τα φτιάξαμε, εμείς ορίσαμε μέχρι πού μπορείς να φτάσεις, άσχετα με τον αθλητισμό, στη ζωή γενικότερα”, εξηγεί ο ίδιος. Άλλωστε το κολύμπι τον έχει βοηθήσει να γίνει καλύτερος άνθρωπος, αφού τον έμαθε να βάζει στόχους. Απλά οι δικοί του στόχοι είναι λίγο πιο υπερβατικοί από των υπόλοιπων ανθρώπων.
“Αυτό που θέλω να περάσω και στα παιδιά που κάνω προπόνηση και στον κόσμο γενικότερα, είναι το μήνυμα πως μπορούν να καταφέρουν τα πάντα και στην καθημερινή τους ζωή. Με το να ζήσεις την ζωή σου χωρίς όρια, χωρίς κάτι να σε περιορίζει, αν υπάρχει θέληση μπορείς να το καταφέρεις”, εξηγεί, αποτιμώντας το πραγματικό μάθημα του κατορθώματός του. Κάτι με το οποίο συμφωνεί κι η μητέρα του Σπύρου: “Η προσπάθεια του Σπύρου μας διδάσκει το βασικότερο, πως μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, εγώ μέχρι τα 46 δεν είχα τρέξει ποτέ στη ζωή μου και με έβαλε ο Σπύρος να πάω σε αγώνα. Τελικά όλα μπορούμε να τα κάνουμε”. Όπως είπε κι η Τόνια Μαχαίρα, τα όρια είναι στο μυαλό μας. Απλά, για να ξεπεράσεις τα όρια, σύμφωνα με την Βίκυ Κουβέλη “Το όνειρο πρέπει να είναι δικό σου, πρέπει να το θες εσύ”.
Το μόνο σίγουρο είναι πως τα όνειρα του Σπύρου δεν σταματάνε εδώ, όπως δεν σταματάνε ούτε στο Ρόδος-Καστελόριζο. Με πειθαρχία και πείσμα, θα ανεβάζει συνεχώς τον πήχη, επεκτείνοντας τα όριά του, για να μας κάνει να συγκινούμαστε και να μας προσφέρει έμπνευση. Το ακόμη πιο σίγουρο, είναι πως όσες ώρες κι αν χρειαστεί να περάσει μέσα στη θάλασσα, δεν θα κολυμπήσει ποτέ μόνος του.