Eurokinissi
LONGREADS

40 Χρόνια σαπίλα: Αποδομώντας το ελληνικό ποδόσφαιρο

Λίγο πριν η Superleague επιστρέψει στη σέντρα, ο Zastro κάνει μια αναδρομή στο ανέκαθεν λούμπεν παρελθόν του ποδοσφαίρου μας.

Το ελληνικό ποδόσφαιρο -από καταβολής- είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που μετέτρεψε σε τρόπο ζωής όλα τα δεινά του παρελθόντος και έχει ποτιστεί με τη νοοτροπία του ‘εμείς vs. οι άλλοι’, επιχαίρει με τακτικές αίσχιστου λαϊκισμού (αυριανισμού για τους παλιότερους) και έχει ξεσκίσει την οποιαδήποτε έννοια προόδου.

Η ίδια κοινωνία έχει ξεφτιλίσει νεωτερισμούς αρχικά όπως η ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση (αργότερα το διαδίκτυο και τα social), έχει απενοχοποιήσει αγοραία το sex και επί σειρά ετών διακρίθηκε στο μονάκριβο ελληνικό σπορ: αυτό της επίδειξης πλούτου. Η ασυδοσία και ο νεοπλουτισμός που επέδειξε το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ειδικά τη δεκαπενταετία 1994-2009, είναι πρωτοφανείς. Λαμογιά, επαρχιωτισμός, ψευτο-lifestyle, blue chips στο χρηματιστήριο, επιδοτήσεις και κοινοτικά πακέτα στα μπουζούκια, στα Cayenne, στη Μύκονο. Ήταν ποτέ δυνατόν να γλιτώσει απ’ όλα αυτά το ποδόσφαιρο;

Ακριβώς αυτά είναι το ποδόσφαιρο. Διαπλοκή και ‘πολιτικοποίηση’ ή ακόμα καλύτερα μιας και είναι της μόδας τελευταία ‘ποδοσφαιροποίηση’ της πολιτικής, με κόμματα να ταυτίζονται με ομάδες, ιδιοκτήτες να αλλάζουν ρότα και να συμμαχούν με τους μέχρι πρότινος εχθρούς, ‘δεξιούς’ να γίνονται ‘αριστεροί’ και ούτω καθεξής. Νομίζω συνεννοούμαστε.

Κάνοντας μια μικρή αναδρομή, από το μακρινό 1979 όταν και θεσπίστηκε η πρώτη επαγγελματική κατηγορία υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών όπως λεγόταν τότε, η κυβέρνηση Ράλλη με το αρ.21 του Ν.879/1979 ουσιαστικά διέγραψε τις οφειλές των ‘σωματείων’. Πιθανόν ακούσια, τότε γεννήθηκε η άρρωστη σχέση μεταξύ ποδοσφαίρου και πολιτικής. Κάποτε το κράτος χάριζε απλώς εκτάσεις, γήπεδα και προπονητήρια στα σωματεία – η χούντα κυρίως ‘πρόσφερε’ αφειδώς λεφτά και με τους τοποτηρητές της ‘τακτοποιούσε’ όλα τα προβλήματα που προέκυπταν για να έχει καλά το πόπολο.

Από το 1979 που η μπίζνα πήρε και επισήμως επαγγελματική υπόσταση, το κράτος χαρίζει αφειδώς εκτός από τα ήδη ‘κατοχυρωμένα’ και χρέη. Η διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ της αύξησης του ΑΕΠ, των ΜΟΠ, των εσωτερικών δανεισμών, της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, του ‘σοσιαλισμού’ και της επίπλαστης ευμάρειας, το διάλειμμα Μητσοτάκη, ξανά ΠΑΣΟΚ και μετά ‘εκσυγχρονισμός’ και νιρβάνα. Έτσι καταλήξαμε στο σημερινό έκτρωμα.

Το ποδόσφαιρο επί δεκαετίες ήταν κρατικοδίαιτο, σκανδαλωδώς προστατευμένο από την Πολιτεία, η οποία το μόνο πράγμα που έκανε ήταν να μοιράζει λεφτά και να χαρίζει χρέη σαν τον τύπο που κατεβαίνει κάθε φορά στις εθνικές εκλογές με το σύνθημα ‘Χαρίζω οικόπεδα, Χαρίζω χρέη, Σώζω ζωές’. Σήμερα το προϊόν έχει αποδομηθεί πλήρως όχι επειδή η Πολιτεία διέγνωσε και θεράπευσε το πρόβλημα, αλλά γιατί δεν μπορεί, δεν είναι σε θέση πια να διαιωνίσει μια κατάσταση που άφηνε άπαντες ευχαριστημένους. Γι’ αυτό και έχουν αραιώσει οι πολιτικοί στην εξέδρα, γι’ αυτό δεν τολμά η Λίγκα πχ. να πάει στον Βασιλειάδη ή τον Συναδινό και να απαιτήσει επιχορηγήσεις, να ζητήσει λεφτά ή σκανδαλώδεις ρυθμίσεις όπως γινόταν κατά κόρον στο παρελθόν.

Μαζί με τη χώρα κατέρρευσαν αμέτρητες ομάδες, ακόμη και οι λαοφιλέστερες όπως η ΑΕΚ, ο Άρης, ο Ηρακλής, ο ΟΦΗ, η Παναχαϊκή που υποχρεώθηκαν σε οικειοθελή υποβιβασμό σε ερασιτεχνικές κατηγορίες, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τα χρέη τους και το κράτος δεν ήταν εκεί για να τείνει τη συνήθη χείρα βοηθείας.

Οι εποχές του Κουλούρη και του Κατσιφάρα αγκαζέ με το Γιώργο Βαρδινογιάννη, του Ανδριανόπουλου να χαμογελάει δίπλα στο Νταϊφά, του Πάγκαλου στη σουίτα του Κόκκαλη στο ‘Καραϊσκάκης’, του εκάστοτε ΓΓΑ και Νομάρχη δίπλα στον ‘Πρόεδρο’ πέρασαν ανεπιστρεπτί. Μόνο ο Λαλιώτης έμεινε να βλέπει πού και πού την ΑΕΚ δίπλα στο φίλο του τον Μελισσανίδη, ο Λοβέρδος κι ο Τσακαλώτος με τα κασκόλ κι ο Αλέκος ο Φλαμπουράρης που όπως είπε κι ο τίγρης, “αν δεν ήταν αυτός θα μας είχανε πάρει και το χωράφι”.

Η παρουσία πλέον της πολιτικής ηγεσίας ή των βουλευτών γίνεται καθαρά για ψηφοθηρικούς λόγους, για ‘βοήθεια’ με άλλους τρόπους και μέσα από άλλες οδούς, όχι οικονομικές. Εν ολίγοις, ο ομφάλιος λώρος μεγαλοπαραγόντων και πολιτικών ουδέποτε διεκόπη, αυτό που τελείωσε όμως είναι το ‘διαγράφω/χαρίζω χρέη’

Πέρασαν 40 χρόνια, παρεμβλήθηκαν 31(!) ηγεσίες στο Υπουργείο  Αθλητισμού, οι ΠΑΕ απέκτησαν μια πλήρως εξαρτημένη σχέση με το κράτος, βασισμένη επί της ουσίας στην ατιμωρησία και τις ‘ρυθμίσεις’ που κόπηκε μαχαίρι με τα… Μνημόνια. Μέχρι τότε, μόνο μια φορά στύλωσε τα πόδια το κράτος για όσο διάστημα του επέτρεψε το πολιτικό κόστος και επί της ουσίας τίναξε στον αέρα ένα πρωτάθλημα (το 1987) κι αυτό εξ αιτίας της γενικής κατακραυγής από το θάνατο του 29χρονου καθηγητή Χαράλαμπου Μπλιώνα στο Αλκαζάρ από φωτοβολίδα που εκτοξεύτηκε από το πέταλο των φιλοξενούμενων οπαδών του ΠΑΟΚ.

Ο τότε Υπουργός Αθλητισμού του ΠΑΣΟΚ, Σήφης Βαλυράκης, επειδή ‘Τσοβόλα δώσ’ τα όλα’ και δεν υπήρχε σάλιο, έκλεισε τη στρόφιγγα του κρατικού κορβανά, διενήργησε ελέγχους και για πρώτη φορά μετά το 1979 έγινε αντιληπτό ότι στο χώρο κυριαρχεί η πιο αγαπημένη ασχολία του Έλληνα της δεκαετίας του ’80: η φοροδιαφυγή και η σώρευση χρεών στις επιχειρήσεις που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το Δημόσιο.

Οι ΠΑΕ επί της ουσίας δεν μπορούσαν να διαχειριστούν την κατακόρυφη αύξηση εσόδων και το τεράστιο ενδιαφέρον που επεδείκνυε το κοινό (χαρακτηριστικό ότι η προηγούμενη σεζόν είναι ακόμη και σήμερα εκείνη με την πιο αθρόα προσέλευση φιλάθλων στο ελληνικό πρωτάθλημα) και ζητούσαν αλλεπάλληλες ευνοϊκές ρυθμίσεις προκειμένου να εξακολουθήσουν να παράγουν χρέη. Οι ΠΑΕ απείλησαν -και έκαναν- απεργία διαρκείας, οι εικόνες από τον εξευτελισμό του ελληνικού ποδοσφαίρου ταξίδεψαν σε όλον τον κόσμο, με την κορυφαίας κυκλοφορίας ολλανδική Algemeen Dagblad να γράφει χαρακτηριστικά: “Πάλι απεργία στην Ελλάδα. Καμιά έκπληξη που αναβλήθηκε το πρωτάθλημα και αυτή την Κυριακή. Οι Έλληνες μας έχουν συνηθίσει φέτος στις απεργίες, η λύση που προτείνουν για όλα είναι οι απεργίες. Φαίνεται ότι στην Ελλάδα και τα προβλήματα που έχει το ποδόσφαιρό τους τα λύνουν με τις απεργίες. Αυτά που γίνονται στην Ελλάδα δεν γίνονται πουθενά αλλού στην Ευρώπη”. Οι Ολλανδοί φιλοξενούσαν και δηλώσεις συμπατριωτών τους που εργάζονταν τότε στην Ελλάδα (Λίμπρεχτς και Φαφιέ), με πλειάδα υποτιμητικών αναφορών και απαξίωσης της χώρας.

Οι ΠΑΕ ζητούσαν αναδιάρθρωση κατηγοριών, ουσιαστικά έψαχναν τρόπους να αυξήσουν τα έσοδά τους εις βάρος του δημοσίου, ακριβώς επειδή τις περασμένες σεζόν είχε σημειωθεί ρεκόρ προσέλευσης στα γήπεδα και οι τζίροι είχαν ανέβει. Βασικό αίτημα το μερτικό από τον ΟΠΑΠ και η κρατική επιχορήγηση, μιας και ακόμα δεν είχε εισβάλλει στην μπίζνα η τηλεόραση. Ζητήθηκε από το κράτος ένα σταθερό ποσοστό με αναλογία εβδομάδων ανεξαρτήτως πρωταθλήματος, το ΠΡΟΠΟ τότε έκανε τζίρο πάνω από 1 δισεκατομμύριο κάθε Κυριακή, οι ΠΑΕ ζητούσαν 2 δισ. καθαρά κάθε σεζόν. Σε ένα κανονικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, το αίτημα θα έστεκε, έτσι λειτουργούσε η ανταποδοτικότητα. Έρχεται όμως το επόμενο αίτημα και πραγματικά εξοργίζει.

Επί της ουσίας, μετά την tabula rasa του Ράλλη το 1979, οι ΠΑΕ ξαναζητούσαν διαγραφή χρεών, προνομιακή μεταχείριση στην απόδοση εισφορών, με λίγα λόγια μια νομιμοφανή φοροδιαφυγή. Ο Βαλυράκης τότε βγήκε στην αντεπίθεση, εξέθεσε και πάλι τις ΠΑΕ με νούμερα: 407 εκατομμύρια χρέη στο Δημόσιο, 234 εκατομμύρια χρέη στο ΙΚΑ. Έδωσε στη δημοσιότητα Εκθέσεις του Ελεγκτικού Συμβουλίου για τις εταιρικές χρήσεις κάποιων ΠΑΕ, με τις ζημίες να έχουν ξεπεράσει τουλάχιστον το 50% του μετοχικού κεφαλαίου και σύμφωνα με το νόμο θα έπρεπε ήδη να μπουν σε διαδικασία πτώχευσης.

Όλες οι ΠΑΕ πλην Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού που εξυπηρετούσαν τα ανοίγματά τους, ήταν βουτηγμένες στα χρέη. Προς τρίτους, προς το Δημόσιο, προς τα ταμεία, παντού. Υπήρχαν περιπτώσεις εικονικών τιμολογίων, ενοικίων σε σπίτια ποδοσφαιριστών που αντιστοιχούσαν σε αγροτεμάχια(!), ήδη είχε δοθεί εντολή να ξεκινήσουν οι διαδικασίες αναγκαστικών εκτελέσεων και συλλήψεων. Με διαμεσολαβητή τον τότε ταμία της ΕΠΟ Γιώργο Λούβαρη, οι 12 ΠΑΕ που αντιμετώπιζαν το φάσμα της καταστροφής έκλεισαν συνάντηση με τον τότε Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου και εγένετο ‘πολιτικό κόστος’. Οι κυβερνητικοί μηχανισμοί είχαν αναλάβει την εκπόνηση λύσης, επινοήθηκε και ο μεγαλοτραπεζίτης Κοσκωτάς και όλα καλά. Η ‘λύση’ τελικά άφησε άπαντες χαμογελαστούς και ευχαριστημένους, αφού το κλίμα στη χώρα είχε αλλάξει άρδην από την τεράστια επιτυχία της εθνικής μπάσκετ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1987.

Το χρυσό μετάλλιο της Εθνικής, ο Γκάλης και ο Γιαννάκης, είχαν πάρει επάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας, η Ελλάδα γιόρταζε στους δρόμους και η κυβέρνηση πέρασε τις διατάξεις που έπρεπε να περάσει για να σωθεί το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο κρατικός ΟΠΑΠ απέστειλε 80 εκατομμύρια ‘έναντι’ στο ΙΚΑ, η επιχορήγηση στις ΠΑΕ αυξήθηκε και έφτασε το 1,35 δισ. δραχμές (720 εκατ. στις ομάδες της Α΄ Εθνικής – από 80 εκατ. την περασμένη σεζόν, ένα τεράστιο σκάνδαλο – 306 εκατ. στη Β’ Εθνική, 324 εκατ. στη Γ’ Εθνική),  ρυθμίστηκαν όλες οι οφειλές προς το Δημόσιο και κάπως έτσι γεννήθηκε η πρώτη ‘ρύθμιση’ στην ιστορία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Η δήλωση του Βαλυράκη αμέσως μετά, ότι “ήταν η τελευταία φορά και πλέον όποιος χρωστάει στο Δημόσιο δεν θα λαμβάνει μέρος στο πρωτάθλημα”, προκαλεί μόνο γέλιο ή μελαγχολία, αναλόγως τη διάθεση του αναγνώστη.

Ακολούθησε η λαίλαπα Κοσκωτά, ο Σαλιαρέλης, η τραγωδία με τα χρέη του Ολυμπιακού που διευθέτησε η διοίκηση Κόκκαλη με το νόμο του Στέφανου Μάνου το 1992, τα εκατοντάδες τιμολόγια και παραστατικά που δεν βρέθηκαν ποτέ, οι δεκάδες ρυθμίσεις από το Υπουργείο Οικονομικών, οι φωτογραφικοί νόμοι Βενιζέλου, τα ‘άρθρα 44’, ο χορός των δισεκατομμυρίων, αφού στην εξίσωση μπήκαν τα έσοδα από τα τηλεοπτικά και το στοίχημα. Νόμιμο και παράνομο. Σιγά σιγά στο ποδόσφαιρο μπήκε η ‘νύχτα’, το κράτος σφύριζε αμέριμνο και η αρρωστημένη νοοτροπία έγινε τρόπος ζωής. Το αίσθημα που κυριαρχεί μέχρι σήμερα, ακόμη και στους υγιώς σκεπτόμενους φιλάθλους του σπορ, είναι ότι το ποδόσφαιρο τίθεται υπέρ άνω του νόμου και όσο πιο ‘μάγκας’ είναι ο Πρόεδρος, τόσο καλύτερα θα είναι και η ομάδα. Αδιάφορο εάν η ομάδα χρεώνεται ή αντιμετωπίζει κίνδυνο πτώχευσης, αρκεί να κερδίζει με κάθε τρόπο. Η νίκη γίνεται αυτοσκοπός και οι οπαδοί αποκτούν θεσμική υπόσταση, αφού είτε διοικούν ανοικτά μεγάλες ΠΑΕ (περίπτωση Άρη) είτε παρέχουν στήριξη ή μη στον εκάστοτε ‘Καίσαρα’ τη διοίκησης.

Όσο ο ‘Καίσαρας’ κάνει τα κέφια της κερκίδας, είναι θεός, όταν προσπαθεί να σπάσει το απόστημα, γίνεται ρουφιάνος, ‘μπροστινός’ και τρώει ξύλο

Οι ΠΑΕ παράγουν ασταμάτητα και με μαθηματική πρόοδο χρέη, οι οργανωμένοι προστατεύονται από εξέχουσες προσωπικότητες του νομικού κόσμου, οι ομάδες δεν τιμωρούνται με αστείες προφάσεις και νομικά ευρήματα επιστημονικής φαντασίας που καταργούν ακόμη και τους νόμους της φυσικής και η Πολιτεία εξακολουθεί να ‘προστατεύει οικονομικά και θεσμικά το ποδόσφαιρο, προχωρώντας στη σύναψη σκανδαλωδών συμβάσεων με απείρως ασύμφορους για το κράτος όρους είτε πρόκειται για διαφημίσεις στη φανέλα (εκτός του ‘πατερούλη’ ΟΠΑΠ το μενού έχει ΕΚΟ, ΕΛΔΑ, ΟΤΕ, Τράπεζες, Ταμιευτήριο, ΔΕΠΑ, ο κατάλογος μπορεί να συνεχίζεται επί μακρόν) είτε για συμφωνίες μετάδοσης αγώνων από την ΕΡΤ έναντι ιλιγγιωδών ποσών κάθε χρόνο.

Αυτή η ατέρμονη θηριωδία δεν ενοχλούσε κανέναν, έχει γίνει σαφές και στον πιο αδαή ότι ΠΑΕ και κράτος χεράκι-χεράκι άδειαζαν τα κρατικά ταμεία. Πάντα με σημαία το ‘πολιτικό κόστος’. Πρόκειται για μια φάμπρικα χάρη στην οποία παρασιτούν χιλιάδες ευυπόληπτοι και μη συμπολίτες μας. Πολιτικοί, παράγοντες, ‘στελέχη’, ομοσπονδίες, δημοσιογράφοι, ατζέντηδες, οπαδάρχες, κονδυλοφόροι που επαιτούν για ένα γραφείο Τύπου, η λίστα δεν τελειώνει.

Ο λογαριασμός μαζί με τα συμπαρομαρτούντα έχει ξεπεράσει τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ σε 38 χρόνια και μάλιστα χωρίς αποπληθωρισμό των τιμών. Κατ’ αναλογία, μιλάμε για ένα τρομακτικό νούμερο που ξεπερνά πιθανώς ακόμα και το 15% του σημερινού ελληνικού χρέους. Κι όμως, θα βρεις τυφλωμένους οπαδούς και πληρωμένους δηλητηριογράφους να υπερασπιστούν την ομάδα “γιατί κι εσείς τότε με τον Κοσκωτά”, “εσείς με το άρθρο 44”, “εσείς με το άρθρο 99”, “εσείς με το κρατικό”, όλοι έχουν να πουν για όλους, απλούστατα διότι όλοι κάπως κάπου κάποτε ευεργετήθηκαν “για το πολιτικό κόστος”. Σχεδόν όλοι θα έλεγε κανείς, διότι υπάρχει η περίπτωση του Παναθηναϊκού, ο οποίος πέραν του ‘άγραφου πίνακα’ του 1979, έχει ευεργετηθεί μόνο από διατάξεις για διακανονισμούς και επιμήκυνση δόσεων.

Μέχρι τη φετινή σεζόν που και ο Παναθηναϊκός δείχνει να λυγίζει υπό το βάρος των χρεών ουσιαστικά της τελευταίας εξαετίας. Δεν υπάρχει ‘πολιτική βούληση’ να διαγράψει τα χρέη, ο Γιαννακόπουλος βρήκε ένα παράθυρο κρατικής χείρας βοηθείας ζητώντας επί της ουσίας το ΟΑΚΑ για το ‘PAO Foundation’, η κυβέρνηση πριν λίγο καιρό σέρβιρε το πολύ ωραίο για να είναι αληθινό, γήπεδο στου Γουδή. Όλα (σχεδόν) ανεδαφικά. Η μόνη λύση με τη δεδομένη οικονομική συγκυρία, είναι η υπαγωγή στον εξωδικαστικό μηχανισμό στήριξης, στην επιμήκυνση των δόσεων στις 120 που προτίθεται να κάνει το Υπουργείο. Δεν μπορεί να γίνει οτιδήποτε άλλο.

Δεν σώθηκε ο Παναθηναϊκός με αυτή τη ρύθμιση, εάν δεν εμφανιστεί χρηματοδότης να αναλάβει έστω τα διακανονισμένα χρέη της εταιρείας, ο Παναθηναϊκός κάποια στιγμή νομοτελειακά θα υποβιβαστεί, ακόμα και αγωνιστικά. Κι ας μην το πιστεύει κανείς. Ενδόμυχα έχει περάσει στο dna της ελληνικής κοινής γνώμης ότι το ποδόσφαιρο για κάποιο λόγο είναι κοινωνικό αγαθό και πρέπει να το φροντίζει το κράτος “επειδή πάντα έτσι γινόταν”. Όχι, δεν γινόταν. Ξεκίνησε επί χούντας, συνεχίστηκε μετά από το σύντομο διάλειμμα σκάρτης τριετίας στη μεταπολίτευση και έγινε καθεστώς. Ο Ράλλης το ξεκίνησε, ο Ανδρέας το παγίωσε. Οι υπόλοιποι απλώς το συνέχισαν. Και ο Μητσοτάκης και ο Ανδρέας (ξανά) και ο Σημίτης και ο Καραμανλής και ξανά ο υιός Παπανδρέου. Και θα το συνέχιζαν και ο Σαμαράς και ο Τσίπρας, εάν δεν κατέρρεε το ίδιο το ελληνικό κράτος, εάν υφίστατο σήμερα μια ρεαλιστική έννοια ελληνικής οικονομίας.

Η Ελλάδα ζούσε με δανεικά, το ποδόσφαιρο το ίδιο. Είναι τόσο μα τόσο απλό. Μας τελείωσαν τα δανεικά και κατέρρευσε το σύμπαν, μπήκαν στο ποδόσφαιρο όροι ζούγκλας, τα λεφτά της UEFA, το παρασκήνιο ολοένα και θέριευε

Δεν υπάρχει προϊόν, εκτός από τα αντικειμενικά κριτήρια (η μικρή αγορά, το απαίδευτο κοινό, η νοοτροπία νίκης ακόμα και με κακοποίηση του αθλήματος) το ελληνικό ποδόσφαιρο εδώ και δεκαετίες νοσεί και δια της νόσου του καταδεικνύει και το σαθρό περιβάλλον που το περικλείει. Δικαστές, δικηγόροι, mediάρχες, οπαδάρχες, παράγοντες και ‘παράγοντες’, ενώσεις που ‘επηρεάζονται’, πρωταθλήματα που κρίνονται οπουδήποτε αλλού εκτός από τα γήπεδα. Και ο λιγοστός κόσμος που έχει απομείνει, συνένοχος. Όσοι βρίσκονται στην πλευρά των χαμένων να κουνούν επιδεικτικά το δάχτυλο, οι νικητές από την άλλη να κομπορρημονούν ότι είναι πιο μάγκες.

Η σήψη είναι τόσο μεγάλη που δεν διακρίνεται επιστροφή έστω και σε μια κατάσταση επίπλαστης κανονικότητας, το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι μια χαμένη υπόθεση και δεν έχετε παρά να παρατηρήσετε το ηλικιακό range που το ακολουθεί. Λίγοι νέοι άνθρωποι, ελάχιστα παιδιά, μόνο κάτι ‘αρρωστάκια’ που μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν στο περιβάλλον προ κρίσης. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ήττα και η δική μας και του ποδοσφαίρου: η απαξίωση και η πλήρης αδιαφορία.

(κεντρική φωτογραφία: Eurokinissi)