Αναμνήσεις από τα τσοντάδικα: Η εποχή του ‘2 έργα σεξ’
Ο Γιάννης Φιλέρης θυμάται τη σοκαριστική σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στα σινεμά του “Δώσε τσόντα στο λαό”.
- 6 ΟΚΤ 2016
Αν το καλοσκεφτείς, στον κινηματογράφο, ή βλέποντας κινηματογράφο, έχεις γνωρίσει όλες τις πτυχές της ζωής. Ακόμη και φυσικές σου ανάγκες έχει ικανοποιήσει κάποτε το σινεμά. Προσωπικά, στα δεκατέσσερα, απέναντι από τη μεγάλη οθόνη, ανακάλυψα ότι πάσχω από μυωπία. Πιτσιρικάδες, λαθροθεατές θερινού σινεμά (Παγκράτιον) στην ταράτσα πολυκατοικίας, που έμενε ένας φίλος, προς έκπληξή μου δυσκολευόμουν να διαβάσω τα “γράμματα χασάπη”. Κι έτσι, ένα ωραίο πρωινό επισκέφθηκα για πρώτη φορά τον οφθαλμίατρο ακολουθώντας την παράδοση του πατέρα και του μεγάλου αδερφού. Γυαλάκιας…
Ήταν η ίδια περίοδος της εφηβείας που ένας – ένας οι συνομήλικοι, ή όλοι μαζί, ανακαλύπταμε και ένα άλλου είδους σινεμά. Τα περίφημα τσοντάδικα. Κανονικά, δεν μπορούσαμε να μπούμε, γιατί η είσοδος απαγορευόταν αυστηρά σε όσους ήταν κάτω των 17 ετών. Κάτι το ύψος, όμως, κάτι η επιείκεια στα Ταμεία (δηλαδή, τα στραβά μάτια γιατί όλοι ήθελαν να κόψουν εισιτήρια), κάπου εκεί ανάμεσα στα δεκαπέντε και στα δεκάξι, όλοι μας είχαμε εισβάλει σε μια σκοτεινή αίθουσα όπου παιζόταν… τσόντα.
(Σςςςςς… Σεξ!)
Για τις γενιές του Ίντερνετ, το να πάει κάποιος στο σινεμά να δει πορνό μοιάζει παρόμοια παράξενο, αρχέγονο, θα λέγαμε, με το επάγγελμα, ας πούμε του εφημεριδοπώλη. Του τύπου, που έβγαινε κάθε μεσημέρι στους δρόμους, φωνάζοντας “εφημερίδεεες”. Ούτε το ένα ούτε το άλλο, θα μπορούσαν να φανταστούν ότι υπάρχουν. Οι εφημεριδοπώλες, μάλιστα, εξαφανίστηκαν. Τα τσοντάδικα, εξακολουθούν να υπάρχουν αλλά σε τελείως παρακμιακό επίπεδο. Ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα…
Τι στο διάτανο χρειάζεται να πάει κάποιος στο σινεμά, ενώ μπορεί να κατεβάσει ό,τι θέλει στο σπίτι του; Σε ένα σπίτι, όπου το τηλέφωνο είχε ακόμη καλώδιο και όταν ήθελες να πάρεις την κοπέλα που γούσταρες, κατάπινες τρεις φορές και ακούγοντας το ξερό “Ναι” του σοβαρού πατέρα, ψέλλιζες “Σας παρακαλώ μου δίνετε τη Μαρία”, τι θέλατε να κάνει ο έρημος ο έφηβος;
Στην ηλικία μας (δηλαδή, εμένα άντε και του παλιόγερου Θανάση Κρεκούκια) δεν υπήρχαν ούτε Ίντερνετ, ούτε βίντεο, ούτε άλλα μηχανήματα του διαβόλου.
Η κανονική τσόντα
(Η γλυκιά Λίντα Λάβλεϊς από το ‘Βαθύ Λαρύγγι’)
Για τους λίγους παλιότερους, η τσόντα ήταν πραγματική τσόντα. Δηλαδή… κομμάτια πορνό, που έμπαιναν τσόντα από τον μηχανικό προβολής σε γουέστερν, ας πούμε, με τον Λι Βαν Κλιφ. Ο αστικός μύθος λέει ότι το πρώτο σινεμά που έβαλε τσόντα ήταν η ‘Ρέα’ στον Άγιο Αρτέμιο στο Παγκράτι. Οι μυημένοι στο κόλπο πλήρωναν κανονικά το εισιτήριο τους για να δουν την ταινία που υποτίθεται ότι έπαιζε ο κινηματογράφος. Γύρω στα μέσα της ταινίας, μπορεί και νωρίτερα, αντί του γουέστερν, έπαιζε μια σκηνή από ταινία πορνό και αντί του Λι Βαν Κλιφ, πρωταγωνιστούσε η Λίντα Λαβλέις και η Βανέσα Ντελ Ρίο. Λεπτομέρειες άλλες δεν μπορώ να σας πω. Ο κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερος αδερφός μου, αν και είμαι βέβαιος ότι έχει επισκεφτεί τον συγκεκριμένο ναό δεν μου αποκάλυψε ποτέ τι ακριβώς συνέβαινε στα ενδότερα των έσω. Γι αυτό πάντως το συγκεκριμένο είδος ονομάστηκε τσόντα. Ήταν τσόντα, άλλωστε, σε κανονικές ταινίες. Με την πάροδο του χρόνου, η τσόντα πήρε και την έννοια της γυμνής σκηνής. Όταν σου πει κάποιος “Είδα μια τσόντα χθες”, μάλλον καταλαβαίνεις γιατί είναι μαύρα τα μάτια του.
Τέλος πάντων, το κόλπο της ‘Ρέας’ το ακολούθησαν και άλλα σινεμά στην Αθήνα. Όταν αργούσε, λέει ο μηχανικός να ρίξει την τσόντα, ακουγόταν το ιστορικό “Δώσε τσόντα στο λαό”. Όταν δεν έπεφτε τσόντα σήμαινε ότι στην αίθουσα είχαν μπει αστυνομικοί. Στην Ελλάδα του ‘Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια’, το σεξ ήταν απαγορευμένο 100%. Στο δρόμο έπρεπε να φιλάς το χέρι του παπά, την Κυριακή υπήρχε το Κατηχητικό. Βέβαια. Και η Αστυνομία έκανε ντου σε χαρτοπαιχτικές λέσχες και στα … τσοντάδικα.
Ποιος είναι ο ίμερος;
(Η ακόμα πιο γλυκιά Σύλβια Κρσιτέλ από την ‘Εμμανουέλα’)
Η πρόοδος ήρθε αργότερα. Εκεί λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ, η Ελλάδα άρχισε να εκσυγχρονίζεται. Η κινηματογράφος είχε ήδη απελευθερωθεί. Το 1974 είχε κυκλοφορήσει στη Γαλλία η θρυλική ‘Εμμανουέλα’ με τη μακαρίτισσα Σίλβια Κριστέλ να δίνει ρεσιτάλ. Η προβολή αυτού του αριστουργήματος του soft porno – παρότι στην Ελλάδα είχε επιστρέψει η Δημοκρατία – απαγορεύτηκε από … δικαστήριο. Όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής “Ο πρόεδρος, ο εισαγγελέας και οι σύνεδροι του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση της ερωτικής ταινίας ‘Εμμανουέλα’, παρακολουθούν σε ιδιωτική προβολή το έργο προκειμένου να μορφώσουν ανέτως προσωπική άποψη επί του θέματος”. Κατά τη διάρκεια της δίκης, καθηγητές Πανεπιστημίου καταθέτουν ότι η ταινία “Τιτρώσκει βαναύσεως την κοινώς παραδεδειγμένη παρ’ ημίν ηθικήν” και “διεγείρει τον σεξουαλικό ίμερο”.
Δηλαδή, ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας με τους δικαστές, κάθισαν και είδαν ολόκληρη την ‘Εμμανουέλα’ (μπαγάσηδες) και απεφάνθησαν ότι η ταινία είναι ανήθικη. Ο Ίμερος δεν είναι ο … Τζήμερος, αλλά η σχεδόν άγνωστη Θεότητα των αρχαίων, που προσωποποιεί την σφοδρή ερωτική επιθυμία και ανήκει, λέει, στην ίδια ακολουθία με τη Θεά Αφροδίτη, τον Πόθο και την Πειθώ. Σοφοί οι Αρχαίοι παιδιά, να τους ακούτε.
Η Εμμανουέλα προβλήθηκε αργότερα. Αν δεν κάνω λάθος το 1979, με την ένδειξη ‘Αυστηρώς Ακατάλληλον’. Ήταν ένα ωραίο θέμα συζήτησης, θυμάμαι, των μεγάλων της εποχής. Εμείς ακούγαμε, κλείνοντας τα μάτια και ονειρευόμενοι τη Σίλβια Κριστέλ, που είχαμε δει μόνο στις φωτογραφίες (έξω από τα σινεμά).
Σιγά – σιγά, οι εισαγγελείς και οι δικαστές άρχισαν να αλλάζουν γνώμη για το τι τιτρώσκει (στα νέα ελληνικά φθείρει) την … παρ’ ημίν ηθική (ωραία γλώσσα, γιατί δεν γράφουμε ακόμη έτσι;) και τα σινεμά έπαιζαν ελεύθερα την “Ιστορία της Ο” με την συμπαθέστατη Κορίν Κλερί.
Δυο ταινίες σεξ
(Ο γλυκύτερος όλων, Κώστας Γκουσγκούνης)
Κι έτσι, άρχισαν να ανοίγουν οι κινηματογράφοι που έπαιζαν αποκλειστικά “2 ταινίες σεξ”. Αντί να πηγαίνουμε στη Ρέα, κάναμε βόλτες έξω από τα θρυλικά ‘Ολύμπια’ (δεν λέγαμε … Ολυμπία, προς τιμήν ίσως της ιερής πόλης του ολυμπισμού) όπου μπορούσαμε (έστω κι αν κρύβαμε την ηλικία μας) τα κάλλη της Τρέισι Λορντ. Η υπόθεση, πάντα υποτυπώδης, για να οδηγήσει τη σκηνή στο κρεβάτι, όπου οι πρωταγωνιστές άλλαζαν στάσεις ανά πεντάλεπτο. Μεγάλο σουξέ οι Γερμανοί με τα ‘ιχ κάμεν’ και ιδιαίτερα αισθησιακές οι γαλλικές, με ένταση και πάθος.
Το πολύ μπλα – μπλα δεν ήταν… το φόρτε μας. Αν κάποιος ευφάνταστος σκηνοθέτης έβαζε διαλόγους πέραν των ανεκτών (“Είσαι πολύ ωραία σήμερα” “Το ξέρω, κοίτα τι φοράω κάτω από τη φούστα μου” “Μμμ” “Αχχχ”) έπεφτε το σύνθημα της Πλατείας “Ασ’ τις συζητήσεις και κοιτά να γα@*%$εις””.
Να πω την αλήθεια, ήταν λίγο σοκαριστική η σεξουαλική μας διαπαιδαγώγηση. Από τα πώς και γιατί, ξαφνικά η Τρέισι Λορντς χαριεντιζόταν με τον Τζον Χολμς. Αλλά η εμφάνιση του βίντεο και των βίντεο-κλαμπ, άρχισε την αντίστροφη μέτρηση. Ε, πόσες ταινίες να δεις άλλωστε; Ο φίλος σου στο βίντεο-κλαμπ, είχε τη λύση. Εκεί υπήρχε πρόβλημα μετά. Όταν ξέχναγες να γυρίσεις την κασέτα, χρεωνόσουν και δεν είχες λεφτά να πληρώσεις. Και συνήθως το τηλέφωνο το σήκωνε στο σπίτι σου, είτε η μάνα, είτε ο πατέρας.
(Κάποια Αυστηρώς Ακατάλληλα υπάρχουν και σήμερα)
Τα σινεμά-σεξ, συνέχιζαν βέβαια να υπάρχουν. Τα ‘Ολύμπια’ μεγάλωσαν κι άλλες γενιές (μέχρι να κλείσουν και να γίνουν κατάστημα καλλυντικών).
Μεγάλες μορφές σε αυτές τις ιστορικές αίθουσες ο “Τα’ χω δει όλα” θεατής, που αναφωνούσε στην πρώτη σκηνή (“Πάλι αυτό έβαλες ρε”), ο παππούς με την εφημερίδα (δεν την διάβαζε, βέβαια για άλλους λόγους την είχε πάρει μαζί του), οι ματάκηδες (όχι πάντως για την οθόνη, αφού όλοι εκεί κοιτάγαμε, εκείνοι πάλι όχι) και φυσικά ο περίφημος πωλητής των ειδών από το μπαρ, που τσουλούσε βαριεστημένα το καρότσι του, αναφωνώντας: “Σάντουϊτς, κωκ, πορτοκαλάδες”. Πάντα είχα την απορία “Ποιος τρελός τρώει στο διάλειμμα εδώ μέσα”; Τι σκέφτεται ο άνθρωπος, βλέποντας μια τσόντα…