Έξω απ’ το κελί του Σεχίδη τελειώνουν οι ανάσες
- 12 ΦΕΒ 2019
Ήταν ένα κάπως μακάβριο προνόμιο. Στην τελευταία μου επίσκεψη στις φυλακές Κορυδαλλού στο πλαίσιο των πολύωρων συζητήσεών μου με τον Αντώνη Αραβαντινό, ένας δεσμοφύλακας έλαβε την εντολή να με ‘ξεναγήσει’ στο Ψυχιατρείο. Ξεκινήσαμε από πάνω προς τα κάτω. Στον δεύτερο όροφο ζουν κρατούμενοι που έχουν σώας τα φρένας. Είναι αυτοί που κάνουν τις δουλειές για τους υπόλοιπους. Καθαρίζουν, μαγειρεύουν. Στον πρώτο όροφο είναι οι μέτριες περιπτώσεις και στο ισόγειο οι πολύ βαριές.
Παρότι, ο Αραβαντινός κι εγώ είχαμε μια σύντομη κουβέντα για τον Σεχίδη νωρίτερα, περπατώντας μόνος στον μεγάλο διάδρομο, το μυαλό μου ήταν άδειο. Δεν θυμόμουν τίποτα. Οι πόρτες των κελιών στα Ψυχιατρεία είναι αυτό, πόρτες. Δεν υπάρχουν κάγκελα και οι φυλακισμένοι δεν είναι όρθιοι. Οι πόρτες μου θύμισαν πόρτες τάξης φροντιστηρίου. Λίγο πάνω από τη μέση, υπήρχε ένα μεγάλο στρογγυλό τζάμι. Από αυτό το τζάμι, οι δεσμοφύλακες μπορούσαν να δουν τι συμβαίνει μέσα. Ολομόναχος στον διάδρομο, δεν αντιστάθηκα και κοιτούσα μέσα από το τζάμι σε κάθε κελί. Οι φυλακισμένοι δεν ήταν πουθενά όρθιοι. Σε σειρές των τριών ή των τεσσάρων κρεβατιών, ήταν όλοι ξαπλωμένοι. Άλλοι ξύπνιοι, άλλοι σε καταστολή.
Στο τελευταίο κελί, υπήρχαν δύο κρεβάτια στη σειρά και μια κουκέτα. Κοίταξα από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ένα μονό κρεβάτι άδειο, ένα μονό κρεβάτι με έναν κρατούμενο που διάβαζε κάτι, το κάτω κρεβάτι της κουκέτας άδειο και στο πάνω ο Θεόφιλος Σεχίδης κοιμόταν ανάποδα. Τα πόδια στο προσκεφάλι, το κεφάλι εκεί που θα έπρεπε να είναι τα πόδια. Ίσως ήθελε να βλέπει έξω. Αν θυμάμαι καλά, υπήρχε ένα παράθυρο στο κελί που έβλεπε προς το προαύλιο. Ίσως θυμάμαι λάθος. Το κεφάλι του ήταν ελαφρώς γυρτό προς το πλάι, κι έτσι μπόρεσα να τον αναγνωρίσω. Τα μούσια του ήταν πια λευκά. Ο ίδιος σίγουρα 20-30 κιλά περισσότερα από τότε που τον γνωρίσαμε. Φαινόταν πολύ βρώμικος. Έμοιαζε να κουβαλάει τα κρίματα μιας 20ετίας. Έμοιαζε καταραμένος.
Έχω το μακάβριο προνόμιο να έχω δει τον άνθρωπο που στοίχειωσε την παιδική μας ηλικία στο κελί του. Δεν είναι μια γοητευτική πραγματικότητα. Παραμένει το ίδιο μακάβριο και μετά την είδηση του θανάτου του. Εξάλλου, το καλοκαίρι του 2015 που σάστισα για λίγο έξω από το κελί του, δεν μου φάνηκε πιο ζωντανός.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τη συνέντευξη του Αντώνη Αραβαντινού που δημοσιεύτηκε στο Oneman στις 20 Ιουλίου του 2015 και αναδημοσιεύεται με αφορμή το θάνατο του Θεόφιλου Σεχίδη στις 12 Φεβρουαρίου του 2019, σε ηλικία 46 ετών.
“Ο Σεχίδης είναι σαλεμένος, είναι η κατάντια της ελληνικής δικαιοσύνης. Τον δίκασαν σαν να είχε σώας τα φρένας. Είναι δυνατόν; Είναι στο Ψυχιατρείο, τον βλέπω κάθε μέρα. Είχαμε και φοβερό διάλογο τις προάλλες:
-Αφού εγώ είμαι ο μόνος κληρονόμος ρε Αντώνη, γιατί δεν μου έδωσαν την περιουσία;
-Αφού τους σκότωσες όλους ρε.
-Όλους; Όχι. Δεν τους σκότωσα όλους.
Αυτό είναι το ντεκόρ στον τοίχο πίσω από το γραφείο του Αντώνη Αραβαντινού στο Ψυχιατρείο.
Ποιος ξέρει ποιον άλλον είχε βάλει στο μάτι. Όταν ανέλαβα το Ψυχιατρείο, τους είχαν κλειδωμένους σαν τα ζώα. Τους έφτιαξα προαύλιο δικό τους. Κοινωνικοποίησα λίγο τον Σεχίδη, αλλά ειδικά οι κρατούμενοι της πτέρυγάς του είναι σταθερά σε φαρμακευτική καταστολή. Αν δεν πάρουν τα φάρμακά τους, άστο. Πιο πάνω, έχουμε κρατούμενους με περισσότερο σώας τας φρένας και στον δεύτερο όροφο είναι και οι τελείως φυσιολογικοί που κάνουν τις δουλειές, μαγειρεία, υδραυλικά, ηλεκτρολογικά”.
Η απόσταση από τα γραφεία της ΟΣΥΕ μέχρι το Ψυχιατρείο είναι τρία λεπτά με το αυτοκίνητο. Οι ζώνες στο αυτοκίνητο του αρχιφύλακα είναι κουμπωμένες για να μην κουδουνίζει αυτό το σπαστικό ‘μπιπ μπιπ μπιπ’ που κουδουνίζει όσο δεν δένεις τη ζώνη σου. Κάθομαι πάνω της. Κάνει έτσι, και μου δείχνει το όπλο του, αυτό με τον οποίο σημάδεψε τον Ραντουκάνου. Είναι μαύρο και μοιάζει με ψεύτικο. Δεν είναι. Στη διαδρομή μου μιλάει για την άρτια μηχανογράφηση των κρατουμένων στο Ψυχιατρείο. “Θα σου δείξουν τα παιδιά. Υπάρχουν τα πάντα περασμένα στο σύστημα. Οι κρατούμενοι, η φαρμακευτική τους αγωγή, τα ραντεβού που ζητούν από τους γιατρούς”.
Φτάνοντας στο Ψυχιατρείο, κάθεται στο γραφείο και φωνάζει έναν φύλακα για να με ξεναγήσει. Είμαι μες στη φυλακή. Αποτελείται από τρεις οροφοδιαδρόμους. Στον κάτω, στο ισόγειο είναι οι πιο βαριά ασθενείς. Οι διάδρομοι μοιάζουν με αυτούς ενός φροντιστηρίου. Στο σχήμα, όχι σε τίποτε άλλο. Οι πόρτες των κελιών είναι βαμμένες στα χρώματα που έχει ζητήσει κάθε κρατούμενος. Μου το ‘χει πει νωρίτερα. Σε άλλες υπάρχει η σημαία της ΑΕΚ, σε άλλες του Ολυμπιακού, σε άλλες το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλες είναι απλά μπλε, πράσινες, κόκκινες ή κίτρινες. Πάνω σε κάθε πόρτα, υπάρχει ένα μεγάλο μάτι για να τσεκάρουν οι φύλακες τι συμβαίνει μες στο κελί.
Τα κελιά από τη δεξιά πλευρά χωράνε δύο κρατούμενους, τα κελιά από την αριστερή πλευρά, οι λεγόμενοι ‘θάλαμοι’, χωράνε μέχρι και πέντε. Κοιτάζω μέσα από ένα μάτι και βλέπω τέσσερα κρεβάτια στη σειρά. Το τρίτο από αριστερά είναι ξεχαρβαλωμένο. Στα υπόλοιπα είναι ξαπλωμένοι κρατούμενοι, και οι τρεις κάτω από 40. Ο ένας διαβάζει, ο άλλος παίζει με κάτι σαν ηλεκτρονικό και ο άλλος κοιμάται. Δεν ξέρω πόσες ανάσες έπαιρνα μέχρι να μπω στη φυλακή, αλλά τώρα παίρνω λιγότερες. Σχεδόν δεν παίρνω. Και να φανταστείς, οι κρατούμενοι είναι στα κελιά τους. Ο Χρήστος, ένας φύλακας σαφώς πιο νέος από μένα και με φάτσα που φωνάζει ‘καλό παιδί’, απαντά σε ό,τι κι αν ρωτήσω. Περπατώντας στον πιο ήσυχο διάδρομο, τον ρωτάω πώς μπορεί να δουλεύει εδώ. Δεν μου απαντάει κάτι σαφές. Απλά συνηθίζεις, λέει. Με πηγαίνει σε έναν μεγάλο χώρο, σε κάτι σαν το ΚΨΜ της φυλακής. Εκεί υπάρχει ένα κυλικείο, άπλετος χώρος για να καθίσουν οι κρατούμενοι και ένας προτζέκτορας που εγκατέστησε ο Αραβαντινός για να βλέπουν ταινίες. Ο Χρήστος μού λέει πως το σινεμά δεν έχει μεγάλο σουξέ σ’ αυτήν την ακτίνα και σιγά σιγά ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο. Οι όροφοι χωρίζονται μεταξύ τους με ένα σωρό κάγκελα. Φυλακή.
Στον πρώτο, υπάρχουν τρεις-τέσσερις κρατούμενοι έξω από τα κελιά τους. Σφίγγομαι. Και φαίνεται. Νιώθω έναν να μας πλησιάζει αργά, χωρίς βιασύνη. Σταματάει ακριβώς από πίσω μου και ενημερώνει τον Χρήστο ότι κατεβαίνει μέχρι το φαρμακείο, σαν παιδί που ενημερώνει τον μπαμπά για κάθε του κίνηση, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις και τιμωρίες. Από τη στιγμή που περνάω τα κάγκελα του δεύτερου, του ορόφου των εργατών, δηλαδή των κρατουμένων που έχουν σώας τας φρένας, ακούω συνέχεια ένα ‘γκνταπ, γκνταπ, γκνταπ’. Κάνω ότι δεν το ακούω. Στο βάθος της ακτίνας υπάρχουν απλωμένα ρούχα και ένα ζευγάρι παπούτσια που στεγνώνουν. Το ‘γκνταπ’ απομακρύνεται προσωρινά, αλλά όσο πλησιάζουμε την άλλη άκρη της ακτίνας δυναμώνει και δυναμώνει και δυναμώνει. Έξω από μια κόκκινη πόρτα, είναι πιο δυνατό από ποτέ. Ποιος χτυπάει τι; Ο Χρήστος ανοίγει την πόρτα και μου δείχνει την αίθουσα του μποξ. Διακόπτουμε έναν τύπο, Έλληνας μου φαίνεται, με τρεις φορές τα μπράτσα μου, που έκανε προπόνηση με έναν σάκο, φορώντας μια αμάνικη μπλούζα του Ολυμπιακού. Βγάζει το δεξί γάντι (κόκκινα και τα γάντια, φυσικά), του δίνω το χέρι, κάνει ένα νεύμα τύπου ‘γεια σου φίλε’ και συνεχίζει επιτόπια άλματα για να μείνει ζεστός. Για παρέα, έχει ένα μικρό στερεοφωνικό που εκείνη τη στιγμή παίζει το Chandelier της Sia. Ξαναβάζει το γάντι και φεύγουμε. Είναι ο αρχικαθαριστής του Ψυχιατρείου. Δεν υπάρχει υπονοούμενο στον τίτλο του. Είναι ο υπεύθυνος καθαριότητας της φυλακής.
Στο ισόγειο ξαναβρίσκω τον Αντώνη που έχει καρφωθεί στην τηλεόραση και βλέπει ζωντανά την ομιλία του Τσίπρα στο Ευρωκοινοβούλιο. Είναι εκστατικός με τον Τσίπρα, τόσο που φωνάζει “Πόσα χρόνια είχε να βγει τέτοιος ηγέτης. Πόσα”; Ρωτάω για τι έχει καταδικαστεί ο αρχικαθαριστής του. “Σκότωσε έναν και τραυμάτισε έναν άλλο στην πολυκατοικία του. Είχαν κάποια προηγούμενα. Είναι μέσα ισόβια. Με τα μεροκάματα που παίρνει, κερδίζει τέσσερα χρόνια ποινής και θα βγει στα δεκαέξι. Έχει άλλα δεκατρία περίπου”. Από μπροστά μας περνάνε δύο κρατούμενοι που πηγαίνουν μάλλον προς το φαρμακείο. “Γεια σας ρε μάγκες”, φωνάζει ο Αραβαντινός. “Τι φαΐ είχε σήμερα; Μακαρόνια; Πάλι μακαρόνια”; Εκείνοι του χαμογελάνε διάπλατα, μάλιστα ο ένας δεν έχει κανένα δόντι στην πάνω σειρά, και συνεχίζουν. Ο αρχιφύλακας θέλει να μάθει τις εντυπώσεις μου, του λέω ότι δεν είχα ιδέα ότι μπορείς να μηχανογραφήσεις τόσο καλά μια φυλακή και ότι μου αρέσει το προαύλιο με τον χλοοτάπητα και τα ζωγραφισμένα δοκάρια στους τοίχους. Τι άλλο θα μπορούσε να μου αρέσει;
“Τα γκράφιτι τα είδες; Εγώ έβαλα παιδιά μέσα και τα έφτιαξαν. Το ‘Απάτη τα Ναρκωτικά, η Ζωή είναι Μαγκιά’ είναι δικό μου. Κοιτώντας πίσω στα χρόνια μου στη φυλακή, συνειδητοποιώ ότι μόνο στα ανήλικα και στους αναξιοπαθούντες μπορείς να προσφέρεις. Στο ψυχιατρείο είναι παρκαρισμένοι άνθρωποι, εγκαταλελειμμένοι από τις οικογένειές τους. Όταν ήρθα, ήταν κέντρο εξαγωγής ναρκωτικών. Το ξαναέκανα φυλακή. Με προσφορές από δικηγόρους και οικονομικούς παράγοντες του Πειραιά, χωρίς φράγκο δηλαδή, άλλαξα τα πάντα. Γι’ αυτό βλέπεις διαφορετικά πλακάκια σε μερικά σημεία, γιατί είναι από διαφορετικές προσφορές. Οι κρατούμενοι ζουν απόλυτα ειρηνικά. Από τις 5-6 αυτοκτονίες το χρόνο, έχουμε πάει στη μία. Και από ναρκωτικά τίποτα. Δεν θα βρεις ούτε κόκκο. Όπου κι αν πήγα, ανέπτυξα μια πατερική σχέση με το χώρο, η οποία επεκτάθηκε σε μεγάλη μερίδα κρατουμένων. Γι’ αυτούς είμαι ο κυρ Αντώνης, το καταλαβαίνεις”;
Έγνεψα το κεφάλι μου σαν να τον καταλαβαίνω. Στην πραγματικότητα δεν τον άκουγα. Εδώ και ώρα δεν τον άκουγα. Το μυαλό μου είχε σταματήσει έξω από το κελί του Σεχίδη. Κατεβαίνοντας μετά την ξενάγηση, στάθηκα στην πόρτα και κοίταξα δειλά μέσα από το μάτι. Τον είδα ξαπλωμένο, φαρδύ πλατύ και εμφανώς πιο εύσωμο απ’ ό,τι τον γνωρίσαμε είκοσι χρόνια πριν. Τα μούσια του είναι πλέον λευκά.
Κεντρική φωτογραφία: Eurokinissi