24MEDIA Φραντσέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ένα απόκοσμο απόγευμα στο εγκαταλελειμμένο νοσοκομείο ΝΙΕΝ

Στα Μελίσσια και μέσα σε ένα πευκοδάσος βρίσκεται ένα γιγαντιαίο εγκαταλελειμμένο κτήριο, που κάποτε φτιάχτηκε για να σώζει ανθρώπινες ζωές.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ
Έχετε παρατηρήσει ότι, όταν είναι να μιλήσεις για φαντάσματα, πάντα αυτά θα αφορούν το παρελθόν; Ζωές ανθρώπων που έφυγαν κάποτε. Που ζούσαν ανάμεσά μας. Που μοιράζονται τον ίδιο χώρο αλλά σε διαφορετικό χρόνο. Κάποιος που έρχεται από το παρελθόν είναι πνεύμα, ενώ κάποιος που έρχεται από το μέλλον είναι απλώς ταξιδιώτης. Έχετε επίσης παρατηρήσει ότι, όταν μιλάμε για στοιχειωμένα μέρη, αυτά είναι πάντα μέρη σχετικά κοντινά σε εμάς. Χρονικά πάντα. Ποιος θα μιλήσει για στοιχειωμένα μέρη όταν αναφέρεται σε αρχαιολογικούς χώρους; Κανείς. Αυτά έχουν άλλη αίγλη. Το παρελθόν μπορεί να μας στοιχειώνει. Αλλά δεν είναι κάθε παρελθόν που μας στοιχειώνει. Ίσως μόνο εκείνο που το νιώθουμε πιο κοντά μας.

 

 

Το ΝΙΕΝ ή Νοσηλευτικό Ίδρυμα Εμπορικού Ναυτικού, όπως είναι το πλήρες του όνομα, είναι ένα νοσοκομείο που λειτούργησε μεταξύ του 1948 και του 1975. Βρίσκεται στην είσοδο της οδού Θεμιστοκλέους στα Μελίσσια εντός ενός πευκοδάσους 116 στρεμμάτων.Το 1975 ήταν που έκλεισε για να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές. Οι επισκευές αυτές εγκαταλείφθηκαν για διάφορους λόγους το 1981 και το κτίριο έκτοτε απλώς υπάρχει χωρίς να υπηρετεί κάποιον άλλον συγκεκριμένο σκοπό. Παίρνει το νόημα που του δίνει όποιος βρίσκεται εκεί: Φωτορεπορτάζ, μέρος να πας βόλτα τον σκύλο σου, μέρος να κάνεις γκράφιτι ή να πιείς μπίρες.

“Δεν υπάρχουν δέντρα. Κάποτε πρέπει να υπήρξαν, γιατί, αν δεν είναι έτσι, από πού έρχονται τα φύλλα;”. Αυτό το απόσπασμα του Χουάν Ρούλφο από ‘Πέδρο Παράμο’ είναι ίσως η καλύτερη περιγραφή του πώς μοιάζει ένα εγκαταλελειμμένο τοπίο. Το παρελθόν προσπαθείς πάντα να το ανασυνθέσεις με σπαράγματα. Ακόμα και το προσωπικό μας παρελθόν δεν έχει συγκεκριμένη ακολουθία. Στοιχεία πεταμένα από εδώ και από εκεί και εμείς φτιάχνοντας με το μυαλό μας σχήματα μπας και το αναλύσουν ή έστω να το κατανοήσουμε.

Δεν έχω ιδέα αν μπήκαμε από τη σωστή είσοδο. Μπήκαμε πάντως από εκείνη που ήταν ανοιχτή. Με μια αφηρημένη αίσθηση προσανατολισμού περάσαμε ένα ρυάκι και ανεβήκαμε ένα λοφίσκο. Στο τέλος του λοφίσκου αυτού υψώθηκε ένα πανύψηλο κτίριο, του οποίου η εγκατάλειψη σίγουρα προσέδιδε αρκετά παραπάνω μέτρα. Καμιά φορά το ύψος είναι ζήτημα οπτικής και τελικά δέους. Ακριβώς επειδή τη μεταφυσική φοβία, ιδίως στην απομαγεμένη και ορθολογική κοινωνία που ζούμε, δεν ξέρουμε πώς να τη διαχειριστούμε συνήθως στρεφόμαστε στα όσα έχουμε διαβάσει ή όσα έχουμε δει. Όταν πρωτοέμπαινα, ήταν σαν να άκουσα κάποιον να παρακολουθεί από κάπου αλλού και να φωνάζει “μην πας”. Σαν να βλέπω horror movie με πρωταγωνιστή τον εαυτό μου.

Ο χώρος μέσα στο νοσοκομείο ήταν ένα μείγμα χαλασμάτων που κάποιες φορές έμοιαζαν ολόιδια το ένα με το άλλο. Άλλες φορές όμως υπήρχαν περιπτώσεις που καταλάβαινες λίγο-πολύ τι εξυπηρετούσε η προηγούμενη μορφή τους. Κάποια ήταν τουαλέτες, άλλα δωμάτια ασθενών, άλλα γραφεία γιατρών, άλλα ως γραμματεία. Άλλα πάλι τελείως ακατανόητα δομημένοι χώροι. Ίσως το πιο εντυπωσιακό κομμάτι όλων ήταν μια μικρή εκκλησία εντός σε μια γωνιά του ισογείου. Όταν εγκαταλείπει κάτι ο άνθρωπος, αναγκαστικά το εγκαταλείπει και ο Θεός.

Σε κάθε περίπτωση, η λειτουργία αυτού του κοντά στα 12.000 τ.μ. κτιρίου έχει πλέον, 40 χρόνια μετά την εγκατάλειψή του, αλλάξει. Σχεδόν σε όποιον τοίχο και αν κοιτάξεις, ακόμα και αν χρειαστεί να φτάσεις στον 4ο και στον 5ο όροφο του κτιρίου, θα δεις γκράφιτι. Άλλα βαλμένα εντός ενός πιο συμβατικού πλαισίου τέχνης. Άλλα χαωτικές υπογράφες ανθρώπων που ήθελαν απλώς να συμβάλλουν στην απουσία νοήματος του κτιρίου. Στο πάτωμα, σκόνη, μικροχαλάσματα, κάποια φυτά που δεν μπορείς να καταλάβει ακριβώς πού και πώς διάολο φύτρωσαν μέσα στο τσιμέντο.

Πράγματι, μπαίνοντας στον χώρο όσο και αν δεν πιστεύεις σε τίποτα από αυτού του τύπου τις μεταφυσικές -ας τις πούμε- υποψίες, αυθυποβάλλεσαι. Νιώθεις σαν να περιηγείσαι σε μια πόλη νεκρών. Το γεγονός ότι μιλάμε για ένα νοσοκομείο, ένα μέρος που ούτως ή άλλως συνδέεται με τη μάχη της ζωής και του θανάτου έχει τη σημασία του. Κάθε φορά που πέρναγα ανάμεσα από τους διαδρόμους ήταν σαν να ένιωθα πώς ήταν ο ίδιος αυτός χώρος στον οποίο πατούσα, πριν εγκαταλειφθεί.

Πράγματι, όταν άρχισα να ψάχνω περισσότερες πληροφορίες για το μέρος γκουγκλάροντας βρήκα πολλές αναφορές σχετικά με τη μεταφυσική του μέρους. Πραγματικά, θα θεωρούσα παράξενο το αντίθετο. Να μην υπήρχε δηλαδή καμία αναφορά σε τίποτα μεταφυσικό. Το ΝΙΕΝ είχε όλα τα στοιχεία που του δίνουν αυτή την αίσθηση. Είναι ένας τεράστιος εγκαταλελειμμένος χώρος που κάποτε έσφυζε από ζωή αλλά τώρα ξέρεις, όταν περνάς οποιαδήποτε από τις εισόδους του, ότι είσαι μόνος μέσα σε έναν χώρο χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Κι ας μην έχει καμιά στοιχειωτική στορία να συνοδεύει την ύπαρξή του. Οι ιστορίες των νοσοκομείων είναι συνήθως τρομακτικές αλλά όχι στοιχειωτικές. Ιστορίες ανθρώπων που φοβήθηκαν, που ήλπισαν, που αγχώθηκαν, που αγωνιούσαν, που ανακουφίστηκαν. Όλα αυτά τέλος πάντων που σε κάνει να νιώσεις ένα νοσοκομείο.

Ίσως τελικά αυτό να είναι που γενικά όλη αυτή την αίσθηση που συνδέει την εγκατάλειψη με τη μεταφυσική. Βλέποντας ένα κτίριο εγκαταλελειμμένο δεν έρχεσαι μόνο αντιμέτωπος με τη φθορά του χρόνου. Έρχεσαι μπροστά και σε έναν χώρο που δεν ξέρεις ακριβώς ποιον ρόλο επιτελεί. Πολλώ δε μάλλον που κάποτε έγινε ο χώρος που βρισκόταν με άλλον τρόπο στα περιθωρία του πολιτισμού. Γιατί πάντα ένα εν λειτουργία νοσοκομείο έχει βρίσκεται σε έναν μεταβατικό χώρο.

Όπως και να έχει, κάπου στη μέση όλων αυτών, μέσα από το δάσος εμφανίστηκε μια κυρία με τον σκύλο της. Τη ρώτησα αν είναι ασφαλές το να μπούμε σε όλους τους ορόφους του κτηρίου. Στην αρχή δεν κατάλαβε. Μετά, μας τόνισε ότι το απόγευμα είναι μια χαρά. Το θέμα είναι τι συμβαίνει το βράδυ. “Δεν είναι να πλησιάσεις εδώ το βράδυ”. Είμαι σίγουρος ότι εννοούσε κάτι που αφορούσε μικροπαραβατικότητα, ναρκωτικά και καμιά ληστεία κινητού. Καμιά φορά όμως έχει πιο πολλή πλάκα να σκέφτεσαι ότι δεν εννοούσε αυτό.