LONGREADS

Επιστρέφοντας στην πόλη που έκανα Erasmus

Ένας δημοσιογράφος ταξίδεψε 2.122 χιλιόμετρα για να κλείσει μερικούς ανοιχτούς λογαριασμούς.

Υπήρχε ένα σημείο στο κέντρο του Λουντ που επιστρέφει σταθερά στο μυαλό μου, με ή κυρίως χωρίς αφορμή, από τον Δεκέμβριο του 2003 που έφυγα. Το σημείο ήταν ένα κομμάτι πλακόστρωτου δρόμου, λίγες πλάκες δηλαδή, πάνω σε μια διασταύρωση που πέρναγα τουλάχιστον δύο φορές τη μέρα, για να πάω από την εστία μου στο πανεπιστήμιο – και για να γυρίσω. Στη νότια πλευρά της διασταύρωσης, υπήρχε ένα φαρμακείο στο οποίο μπήκα μόνο μία φορά όσο έμεινα εκεί. Είχα πονόλαιμο και νομίζω πυρετό (δεν είχα θερμόμετρο στη Σουηδία, ούτε στο Παγκράτι έχω). Η φαρμακοποιός μού έδωσε ένα κουτάκι με είκοσι μικροσκοπικά κίτρινα χάπια, τα οποία έβαζες κάτω από τη γλώσσα, ένα το πρωί, ένα το βράδυ, κι εξαφανίζονταν όλα, πονόλαιμοι, νομίζω πυρετοί, ρίγη, κατάθλιψη. Στη βόρεια πλευρά της διασταύρωσης, διαγώνια από το φαρμακείο, βρισκόταν το μεγάλο σουπερμάρκετ της πόλης, του οποίου το όνομα μου διέφευγε, αν και θυμόμουν ότι ήταν πολύ σύντομο και κομψό. Πήγαινα κάθε μέρα στο σουπερμάρκετ, όχι απαραίτητα για να ψωνίσω. Πάντα μου άρεσε να βλέπω τους ανθρώπους στις ξένες τους πόλεις. Μ’ άρεσε να τους βλέπω να ψωνίζουν, να μπαίνουν στο αυτοκίνητο, να ξεκλειδώνουν την εξώπορτα τους. Με βοηθούσε να νιώσω λίγο πιο κανονικός στο μέρος τους.

Από τον Δεκέμβριο του 2003 που έφυγα, έλεγα όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, ότι αν γυρίσω ποτέ στη μέση αυτής της διασταύρωσης, θα κλάψω με λυγμούς. Όχι από λύπη.

Τον Νοέμβριο του 2017, γύρισα.

~ ~ ~

Άρχισα να χαζογελάω και να κάνω γκριμάτσες στη Λίλα από τη στιγμή που στο μικρό μάτριξ του τρένου έγραψε ‘επόμενη στάση: Λουντ’. Δεν περίμενα να περάσουν δεκατέσσερα χρόνια για να με πνίξουν οι αναμνήσεις, αλλά τις τελευταίες πενήντα ώρες δεν της έλεγα τίποτα άλλο από σκηνικά της νιότης μου στη Σουηδία και το πενιχρό μου εράζμους. Τα άκουγε όλα (τα υπέμενε δηλαδή) με στωικότητα, μη σου πω ότι της είχα γεννήσει κιόλας μια δική της ανυπομονησία.

Μόλις κατεβήκαμε από το τρένο, ήξερα ότι έπρεπε να κατευθυνθούμε στην αριστερή έξοδο του σταθμού και να ανέβουμε τα σκαλοπάτια μέχρι να κερδίσουμε την πρώτη εικόνα της πόλης, την εικόνα της όπως -και όσο- φαίνεται από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Κάθε δέκα μέτρα, κι ενώ εμβολίζαμε πλέον την πόλη μέχρι να φτάσουμε στο κέντρο (και επιτέλους, στο σημείο της περιβόητης διασταύρωσης), δεχόμουν επιθέσεις από αναμνήσεις πραγμάτων που άλλα υπήρξαν σίγουρα, το επιβεβαιώνω, και άλλα ίσως δεν έγιναν ποτέ. Προφανώς και θυμόμουν το 7-Eleven απέναντι απ’ το σταθμό, δεν πρέπει να υπήρξε σκατολοΐδι που να μην είχα φάει από εκεί.

Στο ύψος του κτιρίου της Νομικής, έγινε η πρώτη γερή επιδρομή εικόνων. Δεν ήμουν ακριβώς συγκινημένος. Ήμουν σε πλήρη, περήφανη αποχαύνωση. Στα πέριξ της Νομικής, υπήρχε ένα ίντερνετ καφέ στο οποίο πήγαινα συνέχεια μέχρι να φτιάξουν το ίντερνετ στο δωμάτιό μου. Εκεί είχα δει τρώγοντας την μπλούζα μου απ’ την αγωνία τον επαναληπτικό της ΑΕΚ με την Γκρασχόπερ για την πρόκριση στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, τον Αύγουστο του 2003. Η ΑΕΚ νίκησε 3-1 και πέρασε. Η χαρά για την πρόκριση, μυθική. Η μελαγχολία που όλο αυτό συνέβαινε 2.122 χιλιόμετρα μακριά, μυθικότερη.

Κοιτώντας ευθεία στο τέλος του δρόμου της Νομικής, έβλεπες τον πιο κεντρικό αυτοκινητόδρομο της πόλης, ο οποίος ήταν μία λωρίδα άνοδος, μία λωρίδα κάθοδος, αυτό. Κοιτώντας πάνω από τον αυτοκινητόδρομο, σηκωνόταν θεόρατος ο καθεδρικός ναός του Λουντ, ένα απόκοσμο θέαμα, μια γνήσια επιβολή. Είχα δεκατέσσερα χρόνια να μείνω ενεός στο θέαμά του. (Είχα 34 χρόνια να γράψω τη λέξη ‘ενεός’ – είμαι 34). Μιλάμε για ένα αρχιτεκτόνημα χιλίων ετών, στιβαρό, δεμένο λες και είναι μόνο μύες, που νιώθεις ότι χάνεται πάνω από τα σύννεφα, χωρίς όμως να χάνεται, συμβαίνει κάτι περίεργο από κάποιο ύψος και μετά.

Λίγο μετά, πόσο, πέντε λεπτά, βρέθηκα ξανά στη διασταύρωση. Το φαρμακείο ήταν εκεί, το σουπερμάρκετ ήταν εκεί, μόνο που λεγόταν κάπως αλλιώς τώρα. Έκατσα στη μέση της διασταύρωσης και δεν έκλαψα με λυγμούς. Δεν βούρκωσα καν. Ήμουν όσο χαρούμενος δεν υπήρξα ποτέ στο Λουντ, ήδη από το πρώτο δεκάλεπτο της επιστροφής μου. Αν είχα περάσει ένα τυπικό, θριαμβευτικό εράζμους, δεν θα είχα καμία κάψα να επιστρέψω. Αλλά τώρα υπήρχε ένας κύκλος, κάτι σαν παρεξήγηση με το Λουντ, που έπρεπε να κλείσει.

Έχω ξαναγράψει από δω κι από κει ότι δεν ήμουν το πρότυπο φοιτητή σε εράζμους. Ήταν τουλάχιστον περίεργο το πόσο ήθελα να επιστρέψω μια μέρα στο Λουντ, αν αναλογιστεί κανείς ότι όσο ήμουν εκεί διάβαζα και ανυπομονούσα να γυρίσω στην Ελλάδα παράλογα πολύ. Για πέντε μήνες βρισκόμουν σε κατάσταση υπνοβασίας. Ήθελα να φύγω τόσο πολύ που είχα κόψει σε χαρτάκια τις μέρες που απέμεναν μέχρι την τελευταία και τα πέταγα ένα-ένα καθώς πλησίαζα τον μεγάλο στόχο. Ταυτόχρονα ήξερα ότι αυτό που κάνω είναι απελπιστικά μικρό.

Όταν είσαι πολύ νέος, κάτω από 25 τέλος πάντων, και δεν σου ‘χει συμβεί μια ζωή απότομα ενήλικη, νομίζεις ότι ο χρόνος δεν θα στερέψει ποτέ. Δεν πιστεύεις ακριβώς ότι είσαι αθάνατος. Ξέρεις με έναν τρόπο ότι δεν θα γλιτώσεις από αυτό (αν και πάντα ελπίζεις για το μεγάλο θαύμα), αλλά νομίζεις ότι θα έχεις για πάντα άπλετο χρόνο για πέταμα. Με αυτά τα μυαλά λοιπόν, όταν στα 20 έφυγα για ένα εράζμους που δεν μ’ ένοιαζε και τόσο (ήταν ιδέα της κολλητής μου από τη σχολή, την οποία τελικά δεν πήραν), είχα τη στρεβλή εντύπωση ότι ένα εξάμηνο στην άλλη άκρη της Ευρώπης ήταν κάτι σα θητεία, σαν μια αγγαρεία που με χώριζε από τη συνέχεια της ‘φοβερής ζωής’ μου στην Αθήνα. Ξεκαρδιστικό.

Και κάπως έτσι, πέταξα ένα εράζμους, κατανοώντας εν τω μεταξύ τη σπουδαιότητα της εμπειρίας και κλειδώνοντας εικόνες (όπως η μέση της διασταύρωσης) στις οποίες θα επέστρεφα με μελαγχολία στο μέλλον.

~ ~ ~

Κάτι ανάμεσα σε ‘σοτ/μπούλαρ’ και ‘σετ/μπούλαρ’, κάπου ανάμεσα στο ‘ό’ και το ‘έ’ κρύβεται η σωστή προφορά. Στα σουηδικά γράφεται ‘köttbullar’ και στην κυριολεξία σημαίνει ‘μπάλες από κρέας’. Στα παραδοσιακά ελληνικά μεταφράζεται ως ‘κεφτεδάκια’.

Δεν είμαι και το πρώτο πιρούνι ούτε είχα προλάβει τα κεφτεδάκια του ΙΚΕΑ, αφού πήγα στη Σουηδία λίγο πριν τα εγκαίνια του πρώτου στην Αθήνα (να, ένας πρωτότυπος τρόπος να πεις ότι αρχίζεις να μεγαλώνεις). Αλλά γυρνώντας στο Λουντ, η μόνιμη επωδός μου ήταν το “τι απέγιναν τα κεφτεδάκια με τον πουρέ και τη σάλτσα από ρόδι;”. Έψαχνα για έξι μέρες σε φούρνους, καντίνες, εστιατόρια και δεν τα βρήκα πουθενά. Δεν θυμόμουν από πού τα έπαιρνα, κι αυτά τα κενά μνήμης είναι η πιο φτηνή και επώδυνη επίδειξη δύναμης που μπορεί να κάνει ο χρόνος.

~ ~ ~

Με μια πρόχειρη αξιολόγηση των πρώτων ωρών της Επιστροφής, δύο ήταν οι πιο χτυπητές διαφορές του τότε και του τώρα σ’ αυτήν την ευλογημένη απ’ τους θεούς της γλυκιάς μουντάδας πόλη. Άλφα, το φθινόπωρο του 2003 η πόλη δεν μύριζε σαν το σαλόνι των μπέργκερ κινγκ και βήτα, το φθινόπωρο του 2003 δεν υπήρχε η δυνατότητα, για να μην πω η απαίτηση, να πληρώσεις με κάρτα ακόμα κι ένα κουτάκι κόκα κόλα.

Κατά τ’ άλλα, η Κοπεγχάγη απείχε ακόμα μόνο πενήντα λεπτά με το τρένο, οι Σουηδοί διένυαν ακόμα τις αποστάσεις της πόλης με τα ποδήλατά τους και το Saluhallen, αυτό το τετράγωνο κτίριο με τις έξι επτά διαφορετικές κουζίνες, βρισκόταν ακόμα στο κέντρο της πόλης και σέρβιρε το καλύτερο ταϊλανδέζικο που μαγειρεύτηκε ποτέ. Με έναν τρόπο, ήμουν κι εγώ ακόμα εκεί σε κομμάτια και αναμνήσεις. Από το πρώτο βήμα, από τη στιγμή που κατέβηκα από το τρένο και ξαναπάτησα το χώμα του Λουντ μετά από 165 μήνες, ένιωθα ότι θα με συναντήσω κάπου. Ακούγεται λίγο αστείο, αλλά δεν το λέω με τέτοια διάθεση.

99 

Το Λουντ, οι δύο παραλληλόγραμμες πλατείες του, το ψοφόκρυο, οι κάτοικοί του, το πανεπιστήμιο, τα μικρά εστιατόρια, οι βιβλιοθήκες, το καφέ Ariman, το ένα σινεμά και το ένα συναυλιάδικο της πόλης ήταν όλοι λόγοι να το ερωτευτείς παράφορα. Και το ήξερα από το 2003. Αυτό ήταν που δημιουργούσε τη σύγχυση.

Οι δύο χώροι με τον μεγαλύτερο φόρτο εικόνων και αναμνήσεων ήταν το δωμάτιό μου και το Ariman. Αφού τακτοποιηθήκαμε στο υπέροχο Stay At, που σίγουρα δεν υπήρχε το 2003, βγήκαμε στο καθαρό κρύο με πρώτο προορισμό το πανεπιστήμιο. Το πανεπιστήμιο του Λουντ είναι στην πραγματικότητα ένα μικρό, αυτόνομο χωριό μέσα σ’ ένα πάρκο, με αμέτρητα τμήματα και σχολές. Μάταια έψαχνα το τμήμα Κινηματογράφου, το κτίριο δηλαδή στο οποίο είδα και τα 312 λεπτά του ‘Fanny och Alexander’ πριν παραδώσω την εργασία μου για το σινεμά του Bergman. Μετά από μια περιήγηση στις λάσπες του πάρκου, εντοπίσαμε το κρυμμένο δρομάκι που οδηγεί στο καφέ Ariman. Εδώ έβγαινα τα βράδια του Σαββάτου, εδώ διάβαζα τα απογεύματα της Κυριακής, εδώ έτρωγα αυτό το κάτι σαν καρυδόπιτα με μια συμπαγή κρέμα από πάνω, εδώ είδα όσα unplugged είδα τους μήνες μου στη Σουηδία. Άνοιξα την πόρτα, και εκτός από τη Λίλα, άφησα και δυο τρεις ξένους να περάσουν. Ήμουν σε σοκ.

Το Ariman μύριζε ακριβώς όπως το 2003. Και είχε την ίδια θερμοκρασία. Πήρα τον καφέ της Λίλας και μια κρύα σοκολάτα για μένα. Και ένα κομμάτι από το γλυκό της ημέρας.

 

Στην επιστροφή, της ζήτησα να βιντεοσκοπήσει τη διαδρομή. Προσπεράσαμε το ξενοδοχείο και συνεχίσαμε δυτικά. Πήγαινα ντουγρού προς το παλιό μου σπίτι, ένα δωματιάκι χωμένο στην άκρη του τρίτου ορόφου μιας εστίας γεμάτης Σουηδούς φοιτητές. Οι περισσότεροι ερασμίτες που γνώρισα έμενα σε κάτι εστίες έξω καρδιά στο πάνω κομμάτι της πόλης, οι οποίες ήταν γεμάτες ξένους φοιτητές. Εγώ έμενα στην πιο μουντρούχικη εστία και μάλιστα με Σουηδούς. Η διεύθυνση ήταν Ulrikedalsvägen 3.

Παίρνοντας την τελευταία στροφή πριν την τελευταία στροφή για το παλιό μου σπίτι, με έπιασε λογοδιάρροια κι ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ο τελευταίος δρόμος πριν τον δρόμο του σπιτιού μου ήταν ο πιο ήσυχος του Λουντ. Μικρά ξύλινα σπίτια στη σειρά, ανοιχτές κουρτίνες για να παίρνεις σταθερά μια ιδέα για το πώς μοιάζει το εσωτερικό ενός σπιτιού σε μια μικρή σουηδική πόλη και ανάμεσά τους δέντρα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου χτιζόταν ένα τεράστιο πάρκινγκ, δεν έχω ιδέα γιατί. Και μετά, η τελευταία στροφή, η αρχή ενός μικρού δάσους, δύο τέρματα χωρίς δίχτυα αριστερά, ένα πάρκο μόνο με πεσμένα φύλλα δεξιά και ένα συγκρότημα κτιρίων. Στάθηκα έξω από την παλιά μου εστία. Κανείς δεν έμπαινε, κανείς δεν έβγαινε. Θυμήθηκα τις πρώτες φορές που προσπάθησα να συνεννοηθώ με τον επιστάτη του κτιρίου μου και εκείνη την τρελή φορά που πιάστηκε το χέρι μου στην πόρτα του πλυντηρίου (ένα από τα κτίρια του συγκροτήματος ήταν τα κοινόχρηστα πλυντήρια). Είπα στη Λίλα να σταματήσει το βίντεο και καθίσαμε σε μια τεράστια κούνια και δεν λέγαμε τίποτα για λίγη ώρα. Μόνο κρυώναμε, και εγώ θυμόμουν.