Γιατί ασχολούμαστε τόσο λίγο με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Με αφορμή και το '1917', μιλήσαμε με την ιστορικό Αιμιλία Σαλβάνου για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, την αγριότητα και τη μνήμη του.
- 24 ΜΑΡ 2020
Όταν παρακολούθησα το ‘1917’ βγήκα ευχαριστημένος από μια εξαιρετική σκηνοθετικά (όχι τόσο σεναριακά) ταινία. Βγήκα όμως και με μια απορία. Για ποιον λόγο ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μπει τόσο πολύ -τουλάχιστον για την Ελλάδα- στη σκιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτή η συζήτηση έγινε πριν ζήσουμε και εμείς ως γενιά τις δικές μας ιστορικές στιγμές απέναντι στην πανδημία του κορονοϊού. Αυτό που κράτησα περισσότερο ίσως από κάθε άλλο είναι ότι πράγματι, λίγα χρόνια πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας γενικευμένος τέτοιος πόλεμος φαινόταν κάτι απίθανο.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας σκληρός πόλεμος;
Βεβαίως, και μάλιστα τόσο σε ό,τι αφορά τους απόλυτους αριθμούς των θυμάτων που προκάλεσε όσο και σε ό,τι αφορά τον τρόπο που επηρέασε τις συνειδήσεις και το φαντασιακό των ανθρώπων. Πρώτα πρώτα ο πόλεμος αυτός, ιδιαίτερα στη Δυτική Ευρώπη, βρήκε τους ανθρώπους απροετοίμαστους γι’ αυτό που θα συνέβαινε. Στα Βαλκάνια από την άλλη, ήρθε σε συνέχεια σχεδόν των Βαλκανικών Πολέμων, στο πλαίσιο των πολέμων που συνόδευσαν την διαδικασία της σταδιακής διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η άνθηση στις τέχνες και τον πολιτισμό, στις επιστήμες και τη τεχνολογία, και στην οικονομία από το τέλος του 19ου αιώνα ως την έναρξη του πολέμου διαμόρφωναν μια συνθήκη στην οποία ένας πόλεμος, και μάλιστα γενικευμένος, έμοιαζε απίθανος. Τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να διαταράξει τον παράδεισο της Μπελ Επόκ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που, ακόμη και όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, οι εκτιμήσεις ήταν που θα διαρκούσε το πολύ μέχρι τα Χριστούγεννα του 1914.
Ωστόσο, ο πόλεμος βεβαίως δεν τελείωσε παρά μόνο τέσσερα χρόνια αργότερα, σαρώνοντας μαζί τις βεβαιότητες για τη διαρκή πρόοδο της ανθρωπότητας. Οι τεχνολογικές εξελίξεις έγιναν φονικές, δημιουργώντας πρωτόγνωρα όπλα που προκαλούσαν πολλαπλάσιες καταστροφές σε σχέση με τα προηγούμενα. Τα χημικά αέρια, τα αεροπλάνα, τα υποβρύχια, τα άρματα μάχης ήταν μερικά μόνο από τα νέα όπλα που μεταμόρφωσαν τις πολεμικές πρακτικές στον 20ό αιώνα. Παράλληλα, ήταν ο πρώτος πόλεμος που εφαρμόστηκε σχεδόν παντού καθολική επιστράτευση. Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι στον πόλεμο αυτό η διαφορά μεταξύ στρατιωτών και αμάχων είχε αρχίσει να αμβλύνεται. Μπορεί κανείς να το αντιληφθεί καλύτερα αν το σκεφτεί σε συνδυασμό με τον τρόπο που είχε ισχυροποιηθεί το εθνικό κράτος, ως παράδειγμα του τρόπου που συγκροτούνται και οργανώνονται οι κρατικές οντότητες.
Στο πλαίσιο αυτό, όλοι οι πολίτες συμμετείχαν στον πόλεμο, ήταν εν δυνάμει στρατιώτες και στόχοι των αντιπάλων – όχι βέβαια στην έκταση που το συναντάμε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του πολέμου που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται. Γι’ αυτό και στο τέλος του πολέμου μετράμε περίπου 9.000.000 εκατομμύρια νεκρούς στρατιώτες, 3.200.000 νεκρούς πολίτες, 20.000.000 τραυματίες και πάνω από 10.000.000 εκτοπισμένους, χωρίς να υπολογίζουμε τις απώλειες στους πολέμους που ακολούθησαν αμέσως μετά, ούτε βέβαια τους νεκρούς από τις επιδημίες, και ιδιαίτερα από την ισπανική γρίπη, την χολέρα και τον τύφο, που ήταν πολύ περισσότεροι (ανάμεσα στα είκοσι με πενήντα εκατομμύρια).
Η απεικόνιση για τις συνθήκες του πολέμου από το «1917» μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ήταν συνεπείς με βάση τα όσα ξέρουμε γι’ αυτόν;
Το ‘1917’, ακολουθώντας το παράδειγμα παρόμοιων ταινιών που αφορούσαν κυρίως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως ‘Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν’, καταφέρνει πράγματι να ανασυνθέσει πειστικά την εμπειρία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ιδιαίτερα στο Δυτικό Μέτωπο. Η καθήλωση των στρατών στα χαρακώματα, το αίσθημα του εγκλωβισμού, η υγρασία και οι λάσπη, οι επιδημίες, τα τρωκτικά, τα έντομα, η αβεβαιότητα για το τι συνέβαινε στο απέναντι εχθρικό χαράκωμα, η διαχείριση του φόβου, το παράλογο ενός πολέμου που αποδεκάτιζε τους νέους μαζικά χωρίς κανένα ουσιαστικό χωρίς κανένα πρακτικά όφελος, αφού ακόμη και τα λίγα μέτρα που κατάφερνε κάθε φορά κάποια πλευρά να κερδίσει τα έχανε με την επόμενη αντεπίθεση, αποδίδεται με θαυμάσιο τρόπο στην ταινία.
Παρόλα αυτά, η ταινία δεν καταφέρνει να υπερβεί το βασικό στερεότυπο που επικρατεί για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι δηλαδή ήταν ένας πόλεμο που διεξήχθη κυρίως μεταξύ της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, στα χαρακώματα της Δυτικής Ευρώπης, ενώ αφήνει τα άλλα μέτωπα εν πολλοίς στο σκοτάδι. Οι σύγχρονες μελέτες όμως, πολλές από τις οποίες έγιναν και με την αφορμή της εκατονταετηρίδας, επιχειρούν να ανοίξουν την οπτική μας για τον πόλεμο, ώστε να συμπεριλάβουν τα διαφορετικά του μέτωπα, όπου η εμπειρία ήταν εντελώς διαφορετική. Αρκεί να σκεφτούμε ότι στο Βαλκανικό Μέτωπο κρίθηκε διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η εγκατάλειψη των κάθε είδους μεγαλοϊδεατισμών και η επικράτηση του παραδείγματος των εθνικών κρατών στην περιοχή, ενώ στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής αναδιατάχθηκε η γεωπολιτική ισορροπία των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή.
Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που μας κάνει να ασχολούμαστε πολύ περισσότερο με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε ένα επίπεδο εκτός της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας;
Έχω την άποψη ότι το ενδιαφέρον μας για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πηγάζει κυρίως από την ανάγκη μας να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας μαζί του – να τον ιστορικοποιήσουμε. Είναι ένα παρελθόν που δεν είναι ακόμη ακριβώς παρελθόν, με την έννοια ότι ακόμη γεννά πάθη και αντιπαραθέσεις που ξεπερνούν την κοινότητα των ιστορικών. Σκεφθείτε, για παράδειγμα, πόσο δύσκολο υπήρξε να αντιμετωπίσουμε την ιστορία των Εβραίων συμπατριωτών μας. Ή πώς στεκόμαστε απέναντι στο φαινόμενο του δοσιλογισμού και της συνεργασίας με τους κατακτητές, ή ακόμη πώς διαχειριζόμαστε τη διχασμένη μνήμη στα μαρτυρικά χωριά. Θέλω να πω, ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ανήκει σε μεγάλο βαθμό σε εκείνη τη σφαίρα που βρίσκεται μεταξύ της μνήμης και τις ιστορίας: έχει μεν ιστορικοποιηθεί, ξέρουμε πολλά γι’ αυτόν, ωστόσο ακόμη διεκδικεί μερίδιο σ’ αυτόν η μνήμη. Γι’ αυτό και συνεχώς έρχεται και επανέρχεται η θεματική με ποικίλες μορφές στη δημόσια σφαίρα της ιστορίας.
Ανάλογες τάσεις υπάρχουν και εντός των ακαδημαϊκών κύκλων; Η μελέτη δηλαδή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είναι συχνότερη σε σύγκριση με τον Πρώτο;
Για μεγάλο διάστημα ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε την γοητεία των Δευτέρου σε ό,τι αφορά τη φαντασία των ιστορικών. Για την ακρίβεια, όχι όλων, αφού από την άποψη της στρατιωτικής ιστορίας έχει μελετηθεί αναλυτικά. Επίσης είχε από νωρίς ενταχθεί στις εθνικές ιστορίες, ως ένα κεντρικό επεισόδιο ολοκλήρωσης της εθνικής βιογραφίας. Αυτό που μας έλειπε ήταν να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από το αφήγημα που ενέτασσε τον πόλεμο αυτό στα εθνικά αφηγήματα και να τον μελετήσουμε έξω από αυτά, ως στοιχείο της συγκρότησής τους. Με άλλα λόγια να μπορέσουμε να αντιστρέψουμε την οπτική και να πούμε ότι ο Πρώτος Πόλεμος δεν ήταν ένας πόλεμος εθνικισμών, όπως ήταν η παραδοσιακή αφήγηση, αλλά ένας πόλεμος που ουσιαστικά εγκαθίδρυσε τις εθνικές ιδεολογίες και τις ανέδειξε σε κυρίαρχες. Με αφορμή την εκατονταετηρίδα, τέτοιες μελέτες έχουν πληθύνει εντυπωσιακά, ώστε να έχουμε πια μια πολύ πιο καθαρή εικόνα για το τι συνέβη τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο, όσο και σε πολιτισμικό, κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό. Η πρόκληση ωστόσο εξακολουθεί να είναι μεγάλη: χρειάζεται να επιμείνουμε στην απελευθέρωση της μελέτης του Πρώτου Παγκοσμίου αφενός από την περιπτωσιολογία και την αναζήτηση εξαιρέσεων (όπως συνήθως κάνουμε για την Μικρασιατική Καταστροφή) και αφετέρου από την οπτική που τον περιορίζει στο Δυτικό Μέτωπο και κατ’ αναλογία στην τετραετία 1914-1918.
Ως προς την Ελλάδα πάντα, θα μπορούσαμε να συσχετίσουμε την απουσία ενδιαφέροντος για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με το γεγονός ότι δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια ομοιογενή εθνική αφήγηση (με δεδομένο ότι συνδέθηκε με τον Εθνικό Διχασμό);
Αν και ο Εθνικός Διχασμός πράγματι επηρέασε τον τρόπο που διαμορφώθηκε το αφήγημα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήδη από την επαύριο της λήξης του, δεν θα έλεγα ότι ήταν αυτός καθ’ εαυτός ο Διχασμός που ήταν το πρόβλημα (το πώς δηλαδή διαφώνησαν ο Κωνσταντίνος με τον Βενιζέλο για τη συμμετοχή ή όχι στον πόλεμο), αλλά το πώς ο Διχασμός νοηματοδοτήθηκε μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Με άλλα λόγια, το τραύμα της Καταστροφής έγινε ο φακός μέσα από τον οποίο διαβάσαμε στην Ελλάδα τόσο τον Διχασμό και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και τους Βαλκανικούς Πολέμους. Με αυτήν την έννοια, δεν είναι ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, απλά το ενδιαφέρον αυτό απορροφάται και εκφράζεται μέσα από το ενδιαφέρον για το 1922.
Τι διαφορές και τι ομοιότητες θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε μεταξύ της ελληνικής μνήμης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σε σχέση με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή και την αμερικάνικη;
Δεν θα μιλούσα εύκολα για ενιαία μνήμη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είτε μιλάμε για ευρωπαϊκή είτε για αμερικάνικη – επίσης να μην ξεχνάμε ότι στον πόλεμο αυτό πολέμησαν και στρατιώτες από τις αποικίες. Ούτως ή άλλως, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας πόλεμος που συντέθηκε σε μεγάλο βαθμό από πολλούς μικρούς τοπικούς πολέμους, με δική τους ατζέντα ο καθένας. Με αυτήν την έννοια, είναι πολύ διαφορετική, για παράδειγμα, η γαλλική μνήμη για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, που είναι η μνήμη που λίγο πολύ συμπίπτει με τον πόλεμο στο Δυτικό Μέτωπο και αυτή που συχνότερα αναπαρίσταται στη δημόσια ιστορία, από την ρωσική, όπου ο πόλεμος είναι αλληλένδετος με την Οκτωβριανή Επανάσταση ή την ελληνική, που περνάει μέσα από το φίλτρο της εγκατάλειψης της Μεγάλης Ιδέας και της προσφυγιάς. Αλλά δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία αυτό, όσο το πώς έχει διαμορφωθεί συνολικά η μνήμη για τον πόλεμο.
Η μνήμη αυτή αφορά αποκλειστικά τα «έργα των ανθρώπων» και τις απώλειες που προκλήθηκαν από αυτά. Αυτό που δεν θυμόμαστε καθόλου είναι ο ρόλος των βακτηρίων, οι πολλαπλάσιοι θάνατοι που προκάλεσαν σε σύγκριση με τους θανάτους που προκάλεσαν οι συρράξεις αλλά και τις αλλαγές που έθεσαν σε κίνηση σε ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία. Κάνοντας μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή, όσα δεν υπάρχουν στη μνήμη των ανθρώπων, ωστόσο, φαίνεται να είναι αποθηκευμένα στη μνήμη των κυττάρων τους.