LONGREADS

Η αντεστραμμένη ελίτ και το Πανεπιστήμιο

Ένας συντάκτης του Oneman θυμάται τον τρόπο με τον οποίο έμαθε ότι πέρασε στο Πανεπιστήμιο. Ένας προσωπικός "καρνάβαλος", 31 χρόνια πριν.

Γεια σας. Χθες ανακοινώθηκαν οι βάσεις εισαγωγής για τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ του 2015. Βάζοντας, για να χρησιμοποιήσω την κλισέ έκφραση των ΜΜΕ, τέλος στην αγωνία χιλιάδων μαθητών. Οι οποίοι έμαθαν επιτέλους αν μπαίνουν και πού μπαίνουν. Τις επόμενες μέρες θα συμβεί αυτό που έχουμε συνηθίσει εδώ και πολλές δεκαετίες. Οι ρεπόρτερ θα ψάξουν να βρουν τους αριστεύσαντες και θα τους αποθεώσουν στην τηλεόραση και στον Τύπο, γραπτό, ηλεκτρονικό και τοπικό. Αν θέλετε τη γνώμη μου, δεν με ενοχλεί. Αυτό όμως που αδυνατώ να κατανοήσω, είναι η πλήρης αδιαφορία απέναντι στα “ρεμάλια” που πέρασαν στο Πανεπιστήμιο. Και δεν αναφέρομαι στην συμπαθέστατη κατηγορία εκείνων που δεν ήρθαν πρώτοι, αλλά διάβασαν, μόχθησαν, ξενύχτησαν, παπαγάλησαν όπου χρειάστηκε, έφαγαν τα βράδια τους στα φροντιστήρια, θυσίασαν πολλά πράγματα για αρκετούς μήνες και τελικά κατάφεραν να περάσουν, συμπληρώνοντας όλη τη λίστα από τους αριστεύσαντες και κάτω. Όλοι αυτοί είναι η μεγάλη πλειοψηφία που δεν θα βγει ποτέ στο γυαλί, αλλά ένιωσε δικαιωμένη για τους κόπους της, πήρε τα συγχαρητήρια από συγγενείς και φίλους και απέκτησε το δικαίωμα στη φοίτηση.

Όμως όχι. Δεν μιλάω ούτε για αυτούς. Μιλάω για μια αντεστραμμένη ελίτ, που βρέθηκε στον πάτο της μαθησιακής διαδικασίας, αδιαφόρησε τελείως για όλα τα παραπάνω και βρέθηκε μέσα στο Πανεπιστήμιο χωρίς να πολυκαταλάβει ούτε το γιατί ούτε το πώς. Μιλάω για τα σκεπάρνια παντός είδους που είδαν τα φροντιστήρια μόνο απ’ έξω και αυτό επειδή περίμεναν τους φίλους τους να σχολάσουν, που αρνήθηκαν να παπαγαλήσουν επειδή δεν ήταν ικανοί να το καταφέρουν, που διάβασαν τα βασικά και μέχρι εκεί, και το σημαντικότερο, που δεν ένιωσαν στο πετσί τους εκείνη την περίφημη αγωνία, είτε λόγω αναισθησίας, είτε λόγω άγνοιας του κινδύνου, η οποία όμως και αυτή ήταν αποτέλεσμα μιας γενικότερης θολούρας που προέκυψε μέσα από την αόριστη αλλά και ιδιαίτερα απειλητική “σταθερά” ότι εδώ και τώρα κρίνεται το μέλλον σου. Σας μπέρδεψα, έτσι;

Θα σας ξεμπερδέψω αμέσως τώρα. Μόλις ολοκληρώσω τον πρόλογο, θα μπω αμέσως στο προκείμενο. Θα σας διηγηθώ μια μικρή ιστορία, τη δική μου ιστορία. Θα προσπεράσω πολύ γρήγορα το κεφάλαιο των Πανελληνίων και θα επικεντρωθώ στο πώς έμαθα ότι πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Για την ακρίβεια, στο πώς με ανάγκασαν να ενημερωθώ ότι είχα περάσει στο τμήμα Γερμανικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, για να αποδώσω στον τίτλο τη βαρύτητα που του αρμόζει. Θα πάμε λοιπόν 31 χρόνια πίσω, στο σωτήριο 1984 και από εκεί θα σας παρουσιάσω ένα από τα ρεμάλια που ανήκουν σε εκείνη ακριβώς την αδικημένη αντεστραμμένη ελίτ, που ποτέ δεν έζησε την αναγνώριση που της ταίριαζε. Όχι για κανένα άλλο λόγο βρε αδερφέ, αλλά έστω για το γαμώτο. Ξεκινάω λοιπόν, τοποθετώντας σας πρώτα στο γενικότερο πλαίσιο. Η χρονιά 1983/84 ήταν η τελευταία μου στο Λύκειο.

1984, το πρώτο μου φοιτητικό πάσο

Όταν είχα τελειώσει την πρώτη Λυκείου, το καλοκαίρι του 1982, με είχαν διώξει κακήν κακώς από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών λόγω διαγωγής, με αποτέλεσμα να αναζητήσω καταφύγιο (κυριολεκτικά) στο 7ο Λύκειο Αθηνών, στο Παγκράτι. Βρήκα την υγειά μου εκεί, δεν υπήρχε η μονόχνοτη ακατανόητη πειθαρχία των Νιμπελούνγκεν, αντίθετα, για να το θέσω στη σωστή του βάση, μπορούσες να κάνεις όποια μαλακία σου ερχόταν στο κεφάλι και να μείνεις ατιμώρητος. Ήμουν και απαλλαγμένος από Γαλλικά, Χημείες, Φυσικές, Μαθηματικά και λοιπά κακά συναπαντήματα (επειδή στη Γερμανική όλα αυτά τα είχα μάθει – λέμε τώρα – στα γερμανικά και ούτως ή άλλως ήμουν τριτοδεσμίτης), οπότε ζάχαρη. Τελείωσε η Β’ Λυκείου μέσα σε ντελίριο δημιουργικού αυνανισμού και ξεκίνησε η “κρίσιμη” Γ’. Για να είμαι ειλικρινής, δεν με ενδιέφερε το Πανεπιστήμιο σαν προοπτική. Στο σαλεμένο μου μυαλό ήθελα να γίνω ηθοποιός. Και είχα αγοράσει και κάνα δυο κόκορες, στους οποίους είχα φορτώσει ότι είχε να κάνει με διάβασμα.

Κάποια στιγμή, στη διάρκεια της Γ’ Λυκείου, οι δικοί μου είδαν κι απόειδαν, βαρέθηκαν να βλέπουν τον γιο τους, μαθητή πράμα, να έχει μετατρέψει το σπίτι σε ξενοδοχείο ύπνου και φαγητού και μου βρήκαν μια γκαρσονιέρα λίγο πιο πάνω από τον Προφήτη Ηλία, ώστε να μην χρειάζεται να υπομένουν την δική μου, άσωτη ζωή, όπως έλεγαν. Ο πατέρας μου το είχε μαράζι να με δει στο Πανεπιστήμιο, από κοντά και η μαμά, αλλά ρε φίλε εμένα ήταν τελείως στα παπάρια μου αυτό. Και είχαν απογοητευτεί, ήταν πλέον σίγουροι ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο. Το είχαν προχωρήσει μάλιστα ακόμα περισσότερο, βγάζοντας ετυμηγορία: “Θα πεθάνεις στην ψάθα”. Κάτι που τότε τουλάχιστον, δεν φαινόταν να με απασχολεί στο παραμικρό. Μόλις μπήκα στην γκαρσονιέρα, χάθηκε κάθε ελπίδα (αν υποθέσουμε ότι είχε μείνει κάποια), για να κάτσω να διαβάσω. Συνέχεια φίλοι, καφέδες, χαβαλές, ξενύχτια. Και τα κοκόρια, κοκόρια.

Το Πάσχα του 1984, για να πάρετε μια ιδέα για το μέγεθος των κοκόρων, είχα πάει στη Σπάρτη για να επισκεφτώ μια φίλη μου. Έφτασαν στο σημείο οι δικοί της να μου πουν ότι θα έπρεπε να γυρίσω στην Αθήνα για να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις. Με έδιωξαν στην πραγματικότητα, αλλά εγώ δεν μάσησα. Με φιλοξένησε κρυφά στο σπίτι της γιαγιάς του ένας από την παρέα και έμεινα εκεί καμιά δεκαριά μέρες ακόμα. Σουρεαλισμός αδερφέ. Μέναμε μαζί με τη γιαγιά, η οποία δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι μέσα στο σπίτι της περιφερόταν έναν μαντράχαλος για ένα δεκαήμερο! Τέλος πάντων, κάποια στιγμή γύρισα στην γκαρσονιέρα της Αλέκτωρος και συνειδητοποίησα ότι όλοι οι φίλοι μου είχαν μπει σε τριπάκι διαβάσματος, εντατικοποίησης και αυτοαποκλεισμού. Βλεπόμασταν βέβαια, αλλά ψιλοσπάνια. Για κάνα καφέ στον Λέντζο ή για καμιά μπύρα στον Πέτρο, στην πλατεία Προσκόπων. Μαλάκα, πρέπει να στρωθείς, άνοιξε κάνα βιβλίο και σταμάτα να τον παίζεις, μου έλεγαν οι κολλητοί.

Η μοναδική σχέση που είχα στη ζωή μου με φροντιστήριο, ήταν το καλοκαίρι του 1983 που ο πατέρας μου με είχε γράψει στον Μήτσο τον Καρδαρά, στους Γαργαλιάνους, όπου όμως δεν πάτησα ποτέ. Προτιμούσα να τον συναντάω στο λιμάνι για μπάνιο

Εγώ από την άλλη, στα χατζητέτοια μου. Έχω ακόμα χρόνο, έπειθα τον εαυτό μου. Είχα ανακαλύψει και μια γαμάτη pub στην πλατεία Βαρνάβα, την Conquistador και πήγαινα εκεί μετά τα μεσάνυχτα για να χτυπήσω τίποτα ξύδια και να δω κάτι τρελές ταινίες που έπαιζε ο τύπος όταν μέναμε τρεις κι ο κούκος. Τη δεύτερη φορά που είχα πάει εκεί, με είχαν ρωτήσει αν είμαι ενήλικος, τους είχα δείξει την ταυτότητα (είχα κλείσει τα 18 τον Απρίλιο του ’84) και όλα μέλι γάλα. Ξέχασα να πω ότι κάποια στιγμή είχαμε συμπληρώσει και τα μηχανογραφικά, τάχα μου σε ποιες σχολές θέλαμε να μπούμε. Ήταν το πιο σύντομο της τάξης. Είχε τσεκαρισμένη μόνο τη Γερμανική φιλολογία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ήταν το “όπλο” μου. Ήξερα ότι θα έγραφα καλή Έκθεση και άριστα Γερμανικά. Επίσης ήξερα ότι ήταν χαμένος κόπος να ασχοληθώ με Λατινικά και Αρχαία. Ήμουν συμπαντικά άσχετος, από πεποίθηση. Θεωρούσα τεραστίων διαστάσεων μαλακία να σπαταλάμε φαιά ουσία για να μάθουμε τη γραμματική και το συντακτικό του Αγαμέμνονα, αντί να αναλύουμε τα αρχαία κείμενα και τη φιλοσοφία τους.

Έτσι λοιπόν η στρατηγική που αποφάσισα να εφαρμόσω ήταν απλή, “επιθετική” και εξόχως μονόπλευρη. Η σκέψη ήταν η εξής: αρχαία και λατινικά γεια σας, έκθεση την έχω, γερμανικά κονιόρδος, άρα; Άρα, θα διαβάσω μόνο ιστορία. Έτσι λοιπόν ξεκίνησα, δέκα μέρες πριν τις Πανελλήνιες, να διαβάζω ιστορία. Η οποία είναι αγαπημένο μάθημα, αλλά το βιβλίο το είχαν γράψει λοβοτομημένοι κόπανοι. Ήταν ένα εγχειρίδιο για παπαγαλία, προορισμένο για χαϊβάνια. Αποφάσισα κι εγώ να γίνω χαϊβάνι για ένα δεκαήμερο και το έριξα στη μελέτη. Μην φανταστείτε, με Λέντζο, Πέτρο και Κόνκι παρέα. Συνήθιζα να διαβάζω τις νύχτες, αλλά από ένα σημείο και μετά δεν βοηθούσαν οι καφέδες. Γλάρωνα και έψαχνα εναλλακτική βοήθεια. Δεν ξέρω πώς μου κατέβηκε η ηλίθια ιδέα ότι ίσως βοηθούσε το τσιγάρο (δεν κάπνιζα τότε) και μια και δυο ένα βράδυ πήγα στο περίπτερο της πλατείας Βαρνάβα, πήρα ένα πακέτο Marlboro, γύρισα στην υπόγα, άναψα ένα και μου ήρθε τέτοια μαστούρα που με το ζόρι σύρθηκα μέχρι το στρώμα και έπεσα ξερός. Απέκλεισα λοιπόν τις τζούρες και το έριξα στα παγωμένα ντους. Ήταν και καλοκαίρι, την πάλεψα μια χαρά.

Μου αρέσει που θα προσπερνούσα γρήγορα το κεφάλαιο των Πανελληνίων και ήδη έχω γράψει 1.300 λέξεις. Αλλά αυτό είμαι σε τελική ανάλυση, ένας αμετανόητος παραμυθάς. Και επαληθεύτηκε με μια καλή έκθεση. Τουλάχιστον εγώ ήμουν ικανοποιημένος. Και μετά ήρθαν τα αρχαία. Πρέπει να τελείωσα σε πέντε λεπτά. Και ο επιτηρητής μου είχε ζαλίσει τον έρωτα να προσπαθήσω περισσότερο. Γιατί βλέπετε, είχαμε και εκείνη την εμπνευσμένη εγκύκλιο των φωστήρων του υπουργείου που έλεγε ότι αν δεν συμπληρωθεί μια ώρα, δεν φεύγει κανείς από την αίθουσα. Ακολούθησαν τα λατινικά. Κοίταξα την κόλλα, έγραψα κάνα δυο τρία που θυμόμουνα από το μάθημα και μετά γέμισα τα υπόλοιπα κενά με regina rosas amat. Και είχα το θράσος στο τέλος να συμπληρώσω ότι τα φασολάκια της Πικουλιάνικας είναι τα καλύτερα και πως ο κύριος διορθωτής θα έπρεπε να τα προτιμήσει σε κάθε περίπτωση! Το δικό μου στοίχημα όμως ήταν η ιστορία. Και μαν, τα κατάφερα μια χαρά, αποδεικνύοντας ότι δέκα μέρες διαβάσματος είναι υπέρ αρκετές για να κάνεις τη δουλειά σου.

Η Αρετή, η φίλη που είχα επισκεφτεί στη Σπάρτη το Πάσχα του ’84 και ο Κυριάκος, με τον οποίο ήρθαμε από τον Μάραθο στην Αθήνα, την ημέρα που ανακοινώθηκαν οι επιτυχόντες

Η οποία δουλειά ολοκληρώθηκε με τα γερμανικά. Εκεί είχε πολύ χαβαλέ. Το εξεταστικό κέντρο ήταν στην Ηλιούπολη. Είχαμε καθίσει, μας είχαν δώσει τα θέματα και τις κόλλες και τελείωσα σε ένα τεταρτάκι. Και πάλι το ίδιο τροπάρι. Προσπάθησε περισσότερο, ο επιτηρητής. Αν προσπαθήσω περισσότερο θα πάρω 21, εγώ. Τέλος πάντων, πέρασε η ώρα, πήρα άδεια εξόδου και ξεμπέρδεψα με το σχολείο. Το πρώτο ραντεβού ήταν όταν βγήκαν οι βαθμοί που είχαμε πάρει στα μαθήματα. Αν θυμάμαι καλά, είχαν αναρτηθεί στο Έβδομο, γιατί την έχω αυτή την εικόνα στο μυαλό μου. Εκεί λοιπόν είδα τα παρακάτω: Αρχαία 9.5, Λατινικά 7.5 (τον πείραξαν τα φασολάκια φαίνεται), Έκθεση 17.5, Ιστορία 17.5, Γερμανικά 19.5. Όλα μισαδάκια αδερφέ. Αλλά και ένας προσωπικός θρίαμβος. Στα αρχαία και τα λατινικά, μού φαινόταν απίστευτο που υπήρχαν κανονικοί αριθμοί και όχι δυο μηδενικά. Με είχε διαολίσει λίγο ο μισός βαθμός που είχα χάσει στα γερμανικά, αλλά σε γενικές γραμμές ήμουν απόλυτα ικανοποιημένος.

Να ανοίξω εδώ μια μικρή παρένθεση και να πω ότι όλο αυτό το πανηγύρι είχε γίνει για χάρη του πατέρα μου. Ο οποίος είχε αναχωρήσει τον Απρίλιο μαζί με τη μητέρα μου για το χωριό, 100% σίγουρος ότι δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να περάσω σε οποιαδήποτε σχολή. Που όπως είπα και στην αρχή, ήταν το μεγάλο του μαράζι. Προσωπικά μου ήταν παγερά αδιάφορο το όλο θέμα, αλλά αποφάσισα να του κάνω τη χάρη, χωρίς να το ξέρει ο ίδιος και να προσπαθήσω να γίνω ακαδημαϊκός πολίτης, τρομάρα μου. Να μην τα πολυλογώ, λίγες μέρες μετά έφυγα κι εγώ από την Αθήνα και πήγα στον Μάραθο. Μην τα ξαναλέμε εδώ, τα διαβάσατε πριν λίγες μέρες. Αρβάλα, χαβαλές, μπάνια, φωτιές και ρομάντζες, διακοπές διαρκείας. Με αυτά και πολλά άλλα πέρασε το καλοκαίρι και φτάσαμε στο τέλος Αυγούστου. Ένας φίλος, ο Κυριάκος, θα ανέβαινε στην Αθήνα και με είχε ρωτήσει με τον χαρακτηριστικό του τρόπο: “ρε παπάρα, θα έρθεις να πάμε παρέα πάνω;” Εγώ δεν είχα καμία δουλειά στην Αθήνα, αλλά για ταξίδι με τον Κέρι πέταγα τη σκούφια μου. Ναι, μέσα, πότε φεύγουμε;

Μεθαύριο μου είπε και πράγματι, δυο μέρες μετά, πρωί πρωί ξεκινήσαμε μέσα στο θρυλικό κίτρινο Seat 127 του μπαμπά Κατρίτση. Το ημερολόγιο έδειχνε 31 Αυγούστου και δεν ήταν οποιαδήποτε απλή Παρασκευή. Ήταν η μέρα που ανακοινώνονταν οι επιτυχόντες στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ. Τότε που δεν υπήρχαν διαδίκτυα και κόλπα ζόρικα που κάνουν στις Ινδίες, είχες τρεις τρόπους να μάθεις αν μπήκες ή όχι. Το κρατικό ραδιόφωνο έλεγε τα ονόματα όλη τη μέρα, η τηλεόραση έκανε το ίδιο και για όσους ήθελαν να αποφύγουν την αγωνία της αναμονής, κυκλοφορούσε πανελλαδικά ένα εφημεριδάκι με τους “εισαχθέντες” σε όλες τις σχολές. Θυμάμαι, μόλις ξεκινήσαμε με τον Κυριάκο, με ρώτησε αν ήθελα να βάλει το ράδιο για να ακούσουμε αν είχα μπει ή όχι. Έχεις τρελαθεί; Βάλε μουσικές να παίζουν. Και κάπως έτσι ευχάριστα κύλησε η διαδρομή. Ροκιές, σαχλαμάρες, γέλια και κάνα δυο φορές ακόμα που ρώτησε ο Κέρι για τα αποτελέσματα, για να εισπράξει και πάλι αρνητική απάντηση και να εγκαταλείψει ολοκληρωτικά την προσπάθεια.

Η ξαδέρφη μου η Βούλα, που έδωσε αγώνα για να μάθουμε αν πέρασα στο Πανεπιστήμιο, μαζί με την αφεντιά μου. Κόψτε φάτσα (τη δικιά μου προφανώς) και πείτε μου αν αυτός ο τύπος ενδιαφερόταν για ακαδημαϊκές καριέρες. Το ίδιο – πολύ περισσότερο – ισχύει για την κεντρική φωτογραφία του κειμένου, που έχει τραβηχτεί ένα μήνα μετά την εισαγωγή μου στη Γερμανική Φιλολογία…

Φτάσαμε στην Αθήνα, με άφησε στην υπόγα και συνέχισε εκείνος για τη Λαμπρινή. Χαλάρωσα λίγο, βγήκα στο ψιλικατζίδικο, έκανα μερικά τηλέφωνα και όταν δεν βρήκα κανέναν κολλητό, πήρα την ξαδέρφη μου τη Βούλα, που έμενε στην Καισαριανή και τη ρώτησα αν μπορούσα να μείνω στο σπίτι της, γιατί βαριόμουνα στην υπόγα. “Έλα”, μου απάντησε και μια και δυο, της φορτώθηκα. Με το που μπήκα, με έπιασε από τα μούτρα. “Πέρασες”; Δεν έχω ιδέα, της απάντησα και έγινε έξαλλη. “Καλά ρε αναίσθητο, από το πρωί παίζουν παντού τα ονόματα και δεν κάθισες να ακούσεις; Και αυτός ο Κυριάκος, μπίτι μυαλό;” Και γιατί δεν άνοιξες εσύ την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, να το ακούσεις μόνη σου, της αντιγύρισα για να εισπράξω το αφοπλιστικό: “Το σκέφτηκα, αλλά δεν αντέχω την αγωνία”. Τότε παράτα με με το πανεπιστήμιο και άσε με να χαλαρώσω. “Να βρούμε το εφημεριδάκι”, επέμεινε. Ναι, θα βγω τώρα μέσα στη νύχτα, τσάρκα στην Καισαριανή και θα ψάχνω τα περίπτερα. Ξαδερφούλα, εχέστηκα κι η βάρκα έγειρε, που λέμε και στο χωριό μας. Το θέμα μπήκε στο πάρκινγκ, αλλά η σύντομη ανακωχή δεν κράτησε για πάντα.

Την επόμενη μέρα, αχάραγο, στις 7 το πρωί, εκεί που κοιμόμουν, ακούω τη Βούλα. “Ξύπνα, πήγαινε να βρεις το εφημεριδάκι. Ξύπνα αναίσθητε”. Παράτα με, κοιμάμαι. Τίποτα η Βουλίτσα. “Σήκω τώρα αμέσως γιατί θα γίνω έξαλλη”. Γίνε και αστροναύτης, αλλά άσε με να κοιμηθώ, δεν πάω πουθενά λέμε. Και αμέσως μετά ησυχία. Την είχα πείσει να το παρατήσει το θέμα. Αμ δε μάνα μου. Μετά από καμιά ώρα υπέροχου πρωινού ύπνου, νάτη πάλι η φωνή μέσα στο αυτί μου. “Ξύπνα αναίσθητε, ξύπνα, έφερα την εφημερίδα”! Είχε βγει η αθεόφοβη έξω, είχε οργώσει όλη την Καισαριανή αφού το εφημεριδάκι είχε εξαντληθεί από την προηγούμενη μέρα στα περισσότερα περίπτερα, αλλά τελικά είχε γίνει το δικό της. Το βρήκε και περάσαμε στο δεύτερο μέρος του εγερτήριου. Αυτή τη φορά πιο αποφασισμένη. “Σήκω, θα σου σπάσω το κεφάλι”. Ρε συ Βούλα, έχεις το εφημεριδάκι, άνοιξέ το, ψάξε στις γερμανικές φιλολογίες και άσε με να κοιμηθώ. Σε επανάληψη το αφοπλιστικό: “Το σκέφτηκα, αλλά δεν αντέχω την αγωνία”. Κατεβάζοντας κατάρες ανάμεσα στα δόντια μου, κατάλαβα ότι δεν υπήρχε διέξοδο. Έπρεπε να δω αν είχα περάσει στο πανεπιστήμιο, αν ήθελα να συνεχίσω τον ύπνο μου.

Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι, άνοιξα τα μάτια μου και εκείνη, με ένα αυστηρό βλέμμα, μου έδωσε το έντυπο. Την κοίταξα, ήταν σε ημιέξαλλη κατάσταση και χλωμή από την αγωνία. Τη λυπήθηκα, άνοιξα το εφημεριδάκι και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Πήγα κατευθείαν στη Γερμανική Φιλολογία της Θεσσαλονίκης, γιατί δεν πίστευα ότι οι μονάδες μου θα έφταναν για Αθήνα, διάβασα τα ονόματα, δεν με βρήκα και της είπα, δεν είμαι στη λίστα της Θεσσαλονίκης. Μπορώ να την πέσω τώρα; “Κοίτα την Αθήνα”, ακούστηκε σαν την μικρή Λίντα Μπλερ από τον Εξορκιστή και χωρίς δεύτερη κουβέντα, σχεδόν τρομοκρατημένος, άρχισα να διαβάζω τα ονόματα, μέχρι που κάποια στιγμή, εκεί, στη μέση της λίστας, το είδα. Κρεκούκιας Αθανάσιος Δ.Ρ. Θέλετε την αλήθεια; Δεν ένιωσα κάτι ξεχωριστό. Σκέφτηκα μόνο τον πατέρα μου και ένα πονηρό χαμογελάκι σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου. “Τί έγινε;” Η φωνή της Βούλας αυτή τη φορά ήταν γεμάτη απόγνωση, ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Πέρασα ξαδέρφη. Μπορείς να ηρεμήσεις. Πέρασες; Πέρασα. Στην Αθήνα; Στην Αθήνα. Αυτό ήταν Μετά από μερικές άναρθρες κραυγές με μπόλικα κοκοράκια, η Βούλα με αγκάλιασε, με φίλησε και έπεσε στον καναπέ προσπαθώντας να συνέλθει από την ένταση.

Το ιστορικό απόκομμα από το εφημεριδάκι σώζεται μέχρι σήμερα, 31 χρόνια μετά

Κι εγώ; Συγχωρέστε με, αλλά κάνα δυο λεπτά μετά, είχα ξανακοιμηθεί. Αυτή τη φορά η Βούλα με άφησε στην ησυχία μου. Όταν ξύπνησα, μου έφτιαξε καφέ και καθίσαμε στο σαλόνι. Με κοιτούσε διαπεραστικά, με μετρούσε για να το θέσω πιο σωστά. Και κάποια στιγμή δεν άντεξε. “Δεν θα πάρεις τους δικούς σου να τους το πεις;”. Όχι. Γιατί; Γιατί όχι. Είσαι γάιδαρος. Είμαι. Να τους πάρεις. Όχι. Ευτυχώς δεν επέμεινε και η μέρα κύλησε ήρεμα. Το άλλο πρωί μάθαμε το θλιβερό μαντάτο από την τηλεόραση. Ο Μάνος Κατράκης είχε πεθάνει. Είχα ήδη ξεχάσει το πανεπιστήμιο. Από το προηγούμενο βράδυ είχα αποφασίσει να πάω στη Σπάρτη, όμως ανέβαλλα το ταξίδι, γιατί ήθελα να αποχαιρετήσω τον άνθρωπο που δυο χρόνια νωρίτερα είχα την τύχη να δω στο θέατρο στο “Ντα”. Έγινε κι αυτό, έφυγα από την Αθήνα, πήγα στην Σπάρτη, όπου έμεινα καμιά δεκαριά μέρες και στη συνέχεια πήρα το λεωφορείο για το χωριό. Θα έβρισκα τους δικούς μου, με τους οποίους δεν είχα την παραμικρή επικοινωνία από την μέρα που είχα φύγει με τον Κυριάκο από το χωριό και που σίγουρα θα είχαν μάθει τα καθέκαστα με το πανεπιστήμιο.

Η συνάντησή μας αποδείχτηκε τελικά ακόμα μεγαλύτερος καρνάβαλος από εκείνον με τη Βούλα και το εφημεριδάκι. Είχα πάρει ένα ταξί από τους Γαργαλιάνους, φτάσαμε στο σπίτι και μόλις σταματήσαμε, άνοιξε η πάνω πόρτα και από μέσα βγήκαν σχεδόν αλαλάζοντας, πρώτα ο μπαμπάς και μετά η μαμά. Κατέβηκαν ο καθένας από μια σκάλα και χωρίς να σταματήσουν τις φωνές, με αγκάλιασαν σαν να πανηγύριζαν κάποιο γκολ σε γήπεδο. Ο ταρίφας είχε πάθει σοκ, τους κοίταζε άλαλος, με ανοιχτό το στόμα, αλλά σίγουρα δεν τον χάλασε το πεντοχίλιαρο που πήρε από τον πατέρα μου, ειδικά όταν άκουσε το “δεν θέλω ρέστα”! Ανεβήκαμε πάνω, με ζάλισαν με τα συγχαρητήρια και τα λυρικά “εμείς πάντα πιστεύαμε σε σένα”, αλλά όταν δάκρυσε ο κυρ Μίμης, εκεί λύγισα. Οι σχέσεις μας ήταν σχεδόν ανύπαρκτες και για πολλά χρόνια ακόμα συνέχισαν να είναι τέτοιες. Όμως συνειδητοποίησα ότι άξιζε τον κόπο. Είχα κάνει κάτι που δεν με ενδιέφερε, αλλά είχα δώσει αμέτρητη χαρά και στους δυο. Και μέχρι σήμερα πιστεύω πως το ότι μπήκα στη γερμανική φιλολογία, για εκείνους ήταν το πιο όμορφο δώρο που πήραν ποτέ από μένα. Ένα δώρο που σε τελική ανάλυση, μου “κόστισε” μόνο δέκα μέρες διάβασμα ιστορίας.

Ο καρνάβαλος, ο σχετικός με το Πανεπιστήμιο, συνεχίστηκε και με επόμενα κεφάλαια. Το πρώτο, ότι ποτέ δεν πήγα να γραφτώ και χωρίς φυσικά να έχω πάρει αναβολή, στην αρχή του 1985 μου ήρθε δελτίο κατάταξης για τον Απρίλιο του 1985 στο Μηχανικό στο Ναύπλιο. Και ήταν ο πατέρας μου που καθάρισε. Πήγε πρώτα και με έγραψε και στη συνέχεια παρουσιάστηκε στο Ρουφ, τους δήλωσε ότι ο γιος του ήταν φοιτητής και υποψήφιος επιστήμονας και τους ζήτησε να μην με ξαναενοχλήσουν. Προσοχές οι καραβανάδες στον απόστρατο υποστράτηγο! Το επόμενο κεφάλαιο ήταν ότι από το 1984 μέχρι και το 1987, δεν πάτησα ποτέ το πόδι μου στη σχολή. Και το πιο τρελό κεφάλαιο ήταν το πώς παρά τρίχα να πάρω πτυχίο μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο. Αυτό όμως θα σας το διηγηθώ σε κάποιο άλλο κείμενο. Προς το παρόν, θα σας αφήσω, λέγοντας ότι ποτέ δεν τελείωσα τις σπουδές, έχω ακόμα δυο μαθήματα που χρωστάω, αλλά τα είπαμε και πιο πάνω για την βάρκα που έγειρε. Έτσι κι αλλιώς, με αριθμό μητρώου 672, πρέπει να με έχουν ξεχάσει και τα ίδια τα ντουβάρια της Φιλοσοφικής. Και βέβαια, το πιθανότερο είναι να με έχουν διαγράψει. Και μεταξύ μας, καλά θα έκαναν. Βλέπετε, η αντεστραμμένη ελίτ των ρεμαλιών, ήταν πάντα στο περιθώριο και πολλές φορές έξω και απ’ αυτό.

Το δελτίο κατάταξης στο Μηχανικό, υπήρξε ο επόμενος καρνάβαλος. Ήταν το πρώτο και τελευταίο που πήρα στη ζωή μου

Μην μασάτε όμως από τέτοιες ιστορίες, όλοι και όλες εσείς που χθες μάθατε ότι πετύχατε. Αν θέλετε μια γνώμη, απολαύστε αυτά τα χρόνια, σπουδάστε αυτό που θέλετε, “σπουδάστε” όμως και τη ζωή την ανέμελη, τη ρέμπελη, την ξένοιαστη. Όσο μπορείτε ο καθένας. Και πάνω απ’ όλα, προσπαθείστε να διαχειριστείτε με τον καλύτερο τρόπο το ρήμα που σας κόλλησαν χωρίς να σας ρωτήσουν. Αυτό το “πετύχατε”, θέλει δρόμο, προσπάθεια, πείσμα. Αλλά θέλει και τρέλα. Μην το ξεχάσετε ποτέ αυτό το τελευταίο.