Η εκτέλεση του Μαυρομιχάλη: το χρονικό ενός βέβαιου θανάτου
- 22 ΟΚΤ 2017
Υπάρχει μία ιστορία με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ως συνήθως είναι παραλλαγή μίας άλλης ιστορίας, που, ωστόσο, δεν υπάρχει. Αναφέρεται, λοιπόν, ότι ο πρώτος κυβερνήτης του (νέου) ελληνικού κράτους, που δεν κατάφερε να είναι παρόντας όταν ανεξαρτητοποιήθηκε και επισήμως, βρήκε μεγάλο μπελά όταν έφερε τις πατάτες. Τις εισήγαγε, τις σύστησε στους Έλληνες, αλλά ουδείς προθυμοποιείτο να φάει. Έτσι, έχοντας καταλάβει τους συμπατριώτες του, έδωσε εντολή να τις αφήνουν στους δρόμους του Ναυπλίου κρυφά. Αυτό το κόλπο έπιασε. Διότι εκείνοι που έβρισκαν τις πατάτες λάτρευαν να τις τρώνε, κυρίως όπως ένα παιδί περιφρονεί τη μάνα του όταν του λέει να διαβάσει ένα βιβλίο, εκείνη δείχνει να απογοητεύεται και μετά το αφήνει στο τραπέζι ή στο γραφείο με τη γωνία του προτεταμένη δήθεν κατά λάθος και το παιδί μπαίνει στον πειρασμό να το πάρει και να το διαβάσει, για να υιοθετήσει, έπειτα, μία τάχα μου ανεξάρτητη πράξη.
Δευτερευόντως, η παρανομία είναι διεγερτική, σε τούτα τα χώματα πολύ περισσότερο.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας (τον οποίο, μετά τον Καζαντζάκη, ο Γιάννης Σμαραγδής πρόκειται να κάνει ταινία) ήταν πολιτικός. Δεν ήταν λαϊκιστής, δεν ήταν μωροφιλόδοξος και, κυρίως, δεν άπλωνε τα πόδια του όπου δεν έφτανε το πάπλωμα και δεν άφηνε και κανέναν άλλον να το κάνει. Από το 1828 έως το 1831 ήταν ο κυβερνήτης της Ελλάδος, η οποία έκανε τα πρώτα ημιεπίσημα βήματά της. Και σίγουρα βρέθηκε σε απόγνωση, αν περίμενε ότι μετά την επανάσταση θα υπήρχε αυτοσυγκράτηση.
Θα μπορούσε να υπολογίσει το εξής απλό: αυτοσυγκράτηση δεν υπήρχε ούτε κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Μία περίοδο κατά τη διάρκειά της, το 1823 και το 1824, οι Έλληνες μαχόντουσαν κατά των Οθωμανών ΚΑΙ είχαν εμφύλιο πόλεμο. Ο Καποδίστριας, ερχόμενος από τη Ρωσία, που ήταν υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου, είχε τη γνώση και την τεχνοτροπία. Επίσης, είχε ταμείο έτοιμο, για να κάνει τα πρώτα βήματά του αυτό το μικρό κράτος, σαν μωρό που μπουσουλάει και επιθυμεί όσο τίποτα να περπατήσει, στον κόσμο. Ελληνικό ταμείο δεν υπήρχε. Φτάνοντας στο κυβερνείο, ο Καποδίστριας βρήκε ένα νόμισμα, ισπανικό, το οποίο ενδεχομένως ήταν κάλπικο.
Για τους Μαυρομιχαλαίους
Η διαφορά με τις απόπειρες δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, στην περίπτωση του Ιωάννη Καποδίστρια, ήταν ότι η δική του δολοφονία, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, δεν έμοιαζε εξαρχής με αμιγώς πολιτική πράξη. Είχε το αίσθημα τιμής, βαλκανικής δε αλλά τιμής. Ασφαλώς, όμως, φέρεται να υποκινήθηκε από τους Αγγλογάλλους, οι οποίοι θεωρούσαν ότι ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας ήταν ρώσικος δάκτυλος, ως πρώην υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου άλλωστε, ώστε να ελέγχει τα πράγματα στο ανεξάρτητο κράτος και κυρίως στο Αιγαίο, το οποίο ενδιαφέρει απαξάπαντα ισχυρό αιώνες τώρα. Ο δευτερότοκος γιος του Πετρόμπεη, Γεώργιος, και ο αδελφός του Πετρόμπεη, Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, σκότωσαν τον Καποδίστρια για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των Μανιατών και των Υδραίων, αλλά και των Άγγλων και των Γάλλων. Τα εξυπηρέτησαν ούτως ή άλλως, καθώς οι εφοπλιστές του νησιού και οι άρχοντες της Μάνης είχαν ήδη διαχωρίσει τον εαυτό τους από τον κυβερνήτη, παρ’ όλα αυτά η δολοφονία αυτή καθαυτή είχε να κάνει με το ρεζιλίκι που έπαθε ο αδελφός τους, Πετρόμπεης. Άπαξ και ‘καθάρισαν’ τον Καποδίστρια για λόγους τιμής και η ιστορία το έγραψε, εισήχθη πεισματικά στο γονιδιακό σπείρωμα των Μανιατών ότι ξηγιούνται μοβόρικα για λόγους τιμής και κρατάνε βεντέτα.
Ο Τζανής Μαυρομιχάλης είχε ξεκινήσει πλιάτσικο στο λιμάνι της Μάνης, κάνοντας τη δική του επανάσταση. Από εκεί οι Μανιάτες, που κατάρτισαν επαναστατική επιτροπή, πήγαν προς την Καλαμάτα, για να την απελευθερώσουν από τους Έλληνες. Οι καποδιστριακοί είναι πλειοψηφία στην πρώτη Ελλάδα, διότι ο πρώτος κυβερνήτης, που αν υπήρχε ελληνικό όρος Ράσμορ το ένα πρόσωπο θα ήταν σίγουρα δικό του (το άλλο του Χαρίλαου Τρικούπη, το επόμενο του Ελευθέριου Βενιζέλου και το τέταρτο της επιλογής σας, είμαι ανάμεσα στον Ίωνα Δραγούμη και τον Άρη Βελουχιώτη), είχε φροντίσει να αναπτύξει τη γεωργία, μια και είχε ιδρύσει γεωργικές σχολές στην Ελλάδα, με την Πρότυπη Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα να ξεχωρίζει, είχε φέρει από τις Ηνωμένες Πολιτείες την καλλιέργεια της πατάτας και σύστησε στο λαό τόσο τη μουριά όσο και το μεταξοσκώληκα και με όλα τα μέτρα που είχε πάρει είχε μετατρέψει το κράτος σε ταχέως αναπτυσσόμενο. Ο Καποδίστριας, ωστόσο, ήταν μονάρχης, δίκαιος μεν αλλά μονάρχης.
Αυτή ασφαλώς και ήταν μία κατάσταση που εξαρχής, τέσσερα χρόνια πίσω, στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, είχε γίνει αποδεκτή, αλλά τόσο οι εφοπλιστές όσο και οι κοτζαμπάσηδες θεωρούσαν ότι θα έκανε τα στραβά μάτια στα προνόμιά τους. Άλλωστε, είχαν διαθέσει ήδη την περιουσία τους στην επανάσταση κατά των Οθωμανών Τούρκων και θεωρούσαν ότι είχαν προτεραιότητα στο να δρέψουν τους καρπούς των προσπαθειών τους, έστω κι αν αυτές ήταν η εξής μία: να βάζουν το χέρι στην τσέπη. Σημαντική κίνηση, αν δεν την υπενθύμιζαν ζητώντας πίσω τα χρωστούμενα από κοινοβουλευτικούς μισθούς και συνεργασίες με την Αγγλία και τη Γαλλία.
Το πραξικόπημα της Μάνης ουσιαστικά ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1830, σχεδόν μαζί με τις παράλογες απαιτήσεις του Υδραίου Λάζαρου Κουντουριώτη, να δοθεί, δηλαδή, ολόκληρη η αποζημίωση των χρημάτων που έβαλαν στον αγώνα οι πλούσιες υδραϊκές οικογένειες, μία απαίτηση που, όταν δεν έγινε αποδεκτή και παρά το γεγονός ότι ο Καποδίστριας προσπάθησε να τα βρει μαζί του διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα μπορούσε να διαθέσει ένα μεγάλο ποσό συντόμως, έφερε παραίτηση , όταν ο Διονύσιος Μούρτζινος, Μανιάτης και ειρηνοποιός στις έως τότε στασιαστικές ενέργειες των Μανιατών, πέθανε. Ο Μούρτζινος εκτιμούσε δεόντως τον Καποδίστρια και ζούσε με το όνειρο του ελληνικού κράτους για αυτόν το λόγο, αν και διέθεσε όλη την περιουσία του στην επανάσταση, δεν ζήτησε αποζημίωση. Η φορολογία έφερε τις διαμαρτυρίες των Μανιατών, οι οποίοι, θεωρώντας προφανώς ότι είναι το επιούσιο κομμάτι του ελληνικού λαού, δεν ήθελαν να πληρώνουν. «Ουδέποτε πλήρωσε η Μάνη και δεν πρέπει να καθιερωθεί τοιαύτη κακή συνήθεια», λεγόταν μαζί με την απαίτηση να φύγει από την περιοχή ο άρτι διορισμένος έπαρχος και διοικητής αστυνόμος της, Ιωάννης Γενοβελής. Τέτοιες βεβιασμένες κινήσεις υποχρέωσαν τον Ιωάννη Καποδίστρια σε μία μοναρχική απόφαση: την επιτήρηση των Μαυρομιχαλαίων που ζούσαν στο Ναύπλιο, την πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν υπό καθεστώς παρακολούθησης από τον Καποδίστρια. Με τις κινητοποιήσεις των Μανιατών στην Πελοπόννησο να μαίνονται, ο Πετρόμπεης ζήτησε την άδεια από τον κυβερνήτη για να πάει και να ηρεμήσει τους συμπατριώτες του. Ο Καποδίστριας, έχοντας πέσει στην παγίδα μία φορά, δίνοντάς την πρωτύτερα στον Κωνσταντίνο ο οποίος του τη ζήτησε δήθεν για να λειτουργήσει ως ειρηνοποιός και αμέσως μόλις έφτασε στη Μάνη με τους συγγενείς του, Αναστάσιο και Αντώνιο Μαυρομιχάλη, σύστησαν επαναστατική επιτροπή η οποία θα πήγαινε στο Ναύπλιο ένοπλη για να ζητήσει την απελευθέρωση των λοιπών Μαυρομιχαλαίων, του το απαγόρευσε και έτσι ο Πετρόμπεης πήρε άδεια από τη… σημαία, φεύγοντας με πλοίο με Άγγλο κυβερνήτη, τον Θωμά Γκόρντον, το οποίο έφερε τη σημαία των Ιονίων νήσων. Ο Καποδίστριας απογοητεύτηκε και για αυτόν το λόγο έστειλε τον έμπιστό του, Κωνσταντίνο Κανάρη, στη Μάνη, για να ηρεμήσει τα πνεύματα. Για μία φορά, ο έντιμος Κανάρης επικαλέστηκε την ελληνική πονηριά. Κάλεσε τον Πετρόμπεη και τον Κωνσταντή στο πλοίο του, δήθεν για να μιλήσουν. Οι Μαυρομιχαλαίοι εμπιστεύτηκαν τον Κανάρη, αλλά αυτός τους τύλιξε σε μία κόλλα χαρτί. Το πλοίο για το Ναύπλιο ξεκίνησε με τους δύο αποστάτες μέσα. Σύμφωνα με άλλους, οι Μαυρομιχαλαίοι πείσθηκαν από τον ίδιο τον Κανάρη να τον ακολουθήσουν στο Ναύπλιο, όταν το πλοίο του Πετρόμπεη, που πήγαινε στο Λιμένι, έπεσε σε φουρτούνα και αναγκάστηκε να σταματήσει στο Κατάκολο.
Ο Καποδίστριας έγινε έξαλλος με τον Κανάρη, ο οποίος ενήργησε αυτοβούλως και χωρίς σχετική εντολή. Ωστόσο, ήταν και αργά για να κάνει πίσω. Παρά το γεγονός ότι δεν έδωσε την εντολή, δεν απολογήθηκε. Αντιθέτως, ο Πετρόμπεης κλείστηκε στη φυλακή του Ιτς Καλέ, διότι ήταν γερουσιαστής και ο Καποδίστριας δεν ήθελε οι επιτροπές να αρχίσουν να ψάχνουν την ενοχή του, ενώ ο Κωνσταντής τέθηκε σε αστυνομική επιτήρηση και υποχρεωτική παραμονή στο Ναύπλιο.
Η τελευταία προσπάθεια για να τα βρουν οι δύο πλευρές έγινε κατόπιν παρακλήσεως της μητέρας της μανιάτικης οικογένειας. Ζητήθηκε από το Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ να μεσολαβήσει. Κανονίστηκε συνάντηση το απόγευμα του Σαββάτου, 26 Σεπτεμβρίου (9 Οκτωβρίου με το τωρινό ημερολόγιο). Ο Καποδίστριας περίμενε τον Πετρόμπεη όταν, διαβάζοντας τον «Ταχυδρόμο» του Λονδίνου, έπεσε σε ένα δημοσίευμα που του ασκούσε δριμύτατη κριτική, κατηγορώντας επίσης ότι έδιωξε άδικα τους Μαυρομιχαλαίους. Εξοργισμένος, έδειξε το δημοσίευμα στον Ρίκορντ, λέγοντάς του ότι «είμαι υποχρεωμένος να κρατήσω την αξιοπρέπειά μου ως το τέλος», ενώ αρνήθηκε τη συνάντηση με τον Πετρόμπεη. Όταν το πληροφορήθηκε και αφού είχε διασχίσει όλο το δρόμο από το Ιτς Καλέ ως το κυβερνείο με χειροπέδες, σχολίασε: “Ποτέ δεν καρτερούσα να μου φερθεί τόσο άπρεπα ο Κυβερνήτης. Να με πομπεύει με φρουρούς μέσα στα σοκάκια του Αναπλιού και να με διώχνει με τέτοια καταφρόνια. Αν δε σέβεται το όνομά μου, πρέπει τουλάχιστον να λογαριάζει τις θυσίες της φαμελιάς μου στον Αγώνα”.
Περνώντας από το σπίτι των Μαυρομιχάληδων, με τα χέρια δέσμια, ο Πετρόμπεης είδε τα αδέλφια του στο μπαλκόνι. Στα νοήματά τους τους έδειξε τα χέρια του. Είχε φτάσει η ώρα. Το κουβάρι για τη δολοφονία του είχε αρχίσει να ξετυλίγεται αρκετό καιρό πριν, μια και υπήρχαν σκέψεις, ωστόσο οι βεβιασμένες κινήσεις έφεραν τις ανάλογες αντιδράσεις από την αντιπολίτευση. Πρώτα ο Υδραίος Λάζαρος Κουντουριώτης προσέφερε 1.000 βενετσιάνικα φλουριά σε όποιον τον σκότωνε και έπειτα ο υπηρέτης του, Νικολέτος, παίρνοντας 25.000 γρόσια από έναν «κουρελή Υδραίο», έβαλε δηλητήριο στον καφέ του, μόνο για να προδοθεί, τελικώς, από την ίδια τη συμπεριφορά του. Ο Καποδίστριας του ζήτησε να μην πει σε κανέναν τι συνέβη και τον κράτησε στη δούλεψή του.
Ο λόγος που έγινε η στάση της Μάνης δεν ήταν αμιγώς πατριωτικός. Οι Μανιάτες είχαν κάνει πλιάτσικο στα δημόσια χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από τα κέρδη της επαρχίας. Οι Μαυρομιχαλαίοι έκαναν λόγο για νόμιμα δικαιώματα, πείθοντας το λαό. Ο Καποδίστριας είχε ήδη δείξει μεγάλη ανοχή στην οικογένεια, σε σημείο εξαντλήσεώς της. Και ενώ οι πιο πλούσιοι Μανιάτες τέθηκαν αναφανδόν κατά του κυβερνήτη, παίρνοντας σιγά σιγά στο μέρος τους το λαό, με την παρότρυνση των Γάλλων ναυτικών και αξιωματικών, από την Ύδρα, τον Ιούλιο του 1831, ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση της θητείας του Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη. Τα συνθήματα «Ελευθεροτυπία και Σύνταγμα», πολύ πιασάρικα από τότε, έφερναν την απαραίτητη επίκληση στο συναίσθημα στην υποκινούμενη προπαγάνδα. Και η ναυμαχία του Πόρου την 1η Αυγούστου, με τον Ανδρέα Μιαούλη να βομβαρδίζει τη φρεγάτα «Ελλάς» και, κατά λάθος, την ίδια την «Ύδρα», σε ένα εν δυνάμει κράτος, και την εντολή του Καποδίστρια για αποκλεισμό της Ύδρας, ήταν ένα από τα τελευταία κεφάλαια της διακυβέρνησης.
Με τα κουμπούρια και το στιλέτο
Αν ό,τι διημείφθη ως αλληλουχία γεγονότων μέχρι το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 (9ης Οκτωβρίου με το Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο τηρείται ως τις μέρες μας) ισχύει, τότε ο Ιωάννης Καποδίστριας άνετα θα έβρισκε το δρόμο για τις σελίδες ενός μυθιστορήματος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος έχει γράψει, παράγοντας αγνή λογοτεχνία στην πιο εύφορη μορφή της, το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Ο κυβερνήτης της Ελλάδος είτε είδε τα σημάδια και δεν τα υπολόγισε είτε δεν τα κατάλαβε, αν κάποιος βασίζει τη σκέψη του ότι λίγο πολύ ο φόβος δεν έχει μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο Καποδίστριας συνάντησε, στο δρόμο του προς τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο, δηλαδή, που είναι πολιούχος της γενέτειράς του, Κέρκυρας, τουλάχιστον δύο ανασταλτικές κινήσεις, αν κάποιος πιστεύει τις μαρτυρίες. Η πρώτη ήταν από το σπίτι του, όταν ο εξαιρετικά ικανός και μορφωμένος Αυγουστίνος προσπάθησε να τον κρατήσει στο σπίτι και να μην πάει στην εκκλησία. Λέγεται ότι το είχε κάνει και την προηγούμενη Κυριακή, παρ’ όλα αυτά η δικαιολογία ήταν ατυχής.
Ο Αυγουστίνος στην κυβερνητική ομάδα είχε επισκιαστεί από τον τρίτο αδελφό, τον Βιάρο, ο οποίος λειτούργησε σε κατάσταση πανικού πάνω από μία φορά, με αποτέλεσμα να εκθέτει τον Ιωάννη. Άλλωστε, φέρεται να είναι δική του η ιδέα της οικογενειακής πρόσκλησης που ο Καποδίστριας απέστειλε στους Μαυρομιχαλαίους να μαζευτούν όλοι στο Ναύπλιο, με αποτέλεσμα ο Πετρόμπεης να εμφανιστεί υπέρ το δέον προσβεβλημένος, σχεδόν ατιμασμένος, από το νόημα που κρυβόταν πίσω από την πρόταση, την ιδέα, δηλαδή, να υπάρχει όλη η οικογένεια σε ένα μέρος για να μπορούν οι κυβερνητικοί, μέσω των αστυνομικών επιτηρητών, να την ελέγχουν. Έτσι, η προσπάθεια του Ιωάννη Φιλήμονα για εκεχειρία ανάμεσα στην οικογένεια και τον ισχυρό άνδρα της πρώτης Ελλάδας έπεσε στο κενό. Ανεξαρτήτως αν ο κυβερνήτης και ο αδελφός του εννοούσαν το αυτό ή ήταν μία προσπάθεια για ανακωχή, αυτό δεν είχε σημασία εκ του αποτελέσματος. Εκείνο το ξημέρωμα ο Αυγουστίνος διεμήνυσε στον Ιωάννη ότι είχε δει ένα κακό όνειρο. Ο δεύτερος χαμογέλασε και έφυγε. Είχαν, ωστόσο, μαζευτεί πολλά. Φέρεται να είχε δεχθεί επιστολή από τη Μαντώ Μαυρογένους, στην οποία τού έγραφε να προστατευθεί, διότι θα τον σκότωναν. Και, παρ’ όλα αυτά, την έκαψε.
Στο δρόμο για τον Άγιο Σπυρίδωνα ο πρώτος κυβερνήτης αυτού του κράτους συνοδευόταν από δύο φρουρούς: τον Κρητικό Γεώργιο Κοζώνη (ή Κοκόνη), ο οποίος είχε χάσει το χέρι του σε κάποια από τις μάχες της επαναστάσεως και τον Ανδρέα Γεωργίου, μιλημένο με τους Μαυρομιχάληδες. Ο Καποδίστριας είχε τρεις συναντήσεις. Ένας άγριος αδέσποτος σκύλος του επιτέθηκε, με αποτέλεσμα να πρέπει να γυρίσει στο σπίτι του για να αλλάξει παντελόνι. Έπειτα βρήκε στο δρόμο μία ζητιάνα, η οποία δεν μπορούσε να μιλήσει. Του έκανε νεύματα και χειρονομίες και όταν της έδωσε κάποια νομίσματα, για ελεημοσύνη, ο ζητιάνα τα πέταξε και, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, έφυγε τρέχοντας. Η τρίτη συνάντηση ήταν η πιο σημαίνουσα, αφού πέτυχε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και το γιο του, Γεώργιο, στο δρόμο. Η συνάντηση αυτή έκρινε και τον τρόπο που θα ενεργούσαν οι δύο μετέπειτα δολοφόνοι ενός από τους πιο ανεκτικούς και δίκαιους κυβερνήτες που είδε ποτέ αυτή η χώρα. Η συνάντηση περιείχε χαιρετισμό, αλλά χωρίς ομιλία. Οι Μαυρομιχάληδες έβγαλαν τα φέσια τους και υποκλίθηκαν ελαφρώς και, όταν ο Καποδίστριας ανταπέδωσε και συνέχισε να ανεβαίνει το δρόμο προς τον Άγιο Σπυρίδωνα, εκείνοι ανέβαιναν τρέχοντας σκαλιά δυτικά, για να βρεθούν πρώτοι από εκείνον στην εκκλησία. Άναψαν ένα κερί και τον περίμεναν στην πόρτα. Ο Κωνσταντίνος έπιασε την αριστερή πλευρά και ο Γεώργιος τη δεξιά. Στο πρώτο σκαλοπάτι που ανέβηκε ο Καποδίστριας για να μπει μέσα, ο Κωνσταντίνος έβγαλε το κουμπούρι του από το παντελόνι του, το οποίο ήταν καλυμμένο από την μπέρτα του, και τον πυροβόλησε στο δεξιό μέρος του κεφαλιού του. Ο Καραγιάννης, επιτηρητής του Μαυρομιχάλη αλλά χρηματισμένο όργανό του που ήδη βρισκόταν στην εκκλησία, πυροβόλησε τον Καποδίστρια αλλά αστόχησε. Ο Κοζώνης, ωστόσο, κατάφερε να τραυματίσει τον Κωνσταντίνο. Τότε ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, που είχε ήδη διαμηνύσει με τον Πάνο Ράγκο στον κυβερνήτη ότι θα τον σκότωνε, για να πάρει την απάντηση, «όποιος με σκοτώσει, θα σκοτώσει την πατρίδα», τον μαχαίρωσε δύο φορές στη βουβωνική χώρα. Αν από τον πυροβολισμό υπήρχε περίπτωση να ζήσει, οι μαχαιριές τον αποτέλειωσαν. Ο Κοζώνης, που μπήκε μπροστά, δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τον κυβερνήτη.
Ο Καποδίστριας δεν είδε την Ελλάδα ανεξάρτητη, ό,τι θα γινόταν, δηλαδή, μετά τη μάχη της Πέτρας. Αλλά δεν την είδαν ούτε οι Μαυρομιχαλαίοι. Μερικά τικ και τακ του ρολογιού μετά, ο Πετρόμπεης θα έχανε τον αδελφό του. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης προσπάθησε να ανέβει τρέχοντας τα σκαλιά από τα οποία κατέβηκε για να φτάσει στην εκκλησία, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η πρώτη φωνή του επερχόμενου αλαλαγμού: «Σκοτώσανε τον κυβερνήτη». Ο Φωτομάρας βγήκε σε ένα μπαλκόνι και τον πυροβόλησε ξανά. Ο Κωνσταντίνος ήταν βέβαιο ότι δεν μπορούσε να δραπετεύσει. Το πλήθος όρμησε κατά πάνω του. Τον λιντσάρισε. Τον έσυραν στην πόλη και, χωρίς να αντέχει άλλο, ζήτησε να τον πυροβολήσουν. Όταν τον σκότωσαν, πέταξαν το πτώμα του στο λιμάνι. Για αρκετές μέρες οι κάτοικοι του Ναυπλίου μπορούσαν να το αντικρίσουν να επιπλέει, μέχρι που ένας συμπατριώτης του παπάς το περιμάζεψε και το έθαψε. Το πτώμα του Καποδίστρια περιμαζεύτηκε από τον κόσμο, που το πήγε με πομπή ως το κυβερνείο.
Η «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» βγήκε στις 30 Σεπτεμβρίου (12 Οκτωβρίου) με μαύρο περίγραμμα: «Τρομερόν και φρικτόν άκουσμα! Μέγα και ανήκουστο δυστύχημα κατέλαβε την Ελλάδα! Άνδρες αιμάτων κατέβαψαν τας ανοσίους χείρας των εις το αίμα του Πατρός της Πατρίδος». Στο Ναύπλιο οι εφημερίδες αποκαλούν τους Μαυρομιχαλαίους «εθνοκατάρατους» και «πατροκτόνους». Αλλά η εφημερίδα «Απόλλων», της Ύδρας, πιάνει το σφυγμό του νησιού, που πανηγυρίζει για τη δολοφονία (για εκείνους που λένε ότι μόνο τη σύγχρονη εποχή υπάρχει το ξεδιάντροπο συνήθειο ένας θάνατος να φέρνει χαρά), γράφει ύμνους για τη δολοφονία: «Οι δύο Μαυρομιχαλαίοι έγιναν μιμηταί των αρμοδίων και αριστογειτόνων, Βρούτων και Κασίων, διά να απαλλάξουσιν το έθνος από το τέρας της τυραννίας». Συν τοις άλλοις, ανακοινώνει την παύση της έκδοσης: «Παύωμεν την έκδοση της εφημερίδας μας, επειδή απολαύσαμεν το σκοπό μας. Ο τύραννος δεν υπάρχει πλέον».
Ο Γιώργης Μαυρομιχάλης, από τη μεριά του, πρόλαβε να το σκάσει. Βρήκε άσυλο στο γαλλικό προξενείο. Αν θεωρούσε ότι θα μπορούσε να τη γλιτώσει, ο υπολογισμός ήταν λανθασμένος. Ο κόσμος μαζεύτηκε κάτω από το γαλλικό προξενείο, ζητώντας να του τον παραδώσουν και απειλώντας ότι, σε περίπτωση που δεν γινόταν αυτό, θα έκαιγαν το κτίριο. Ο γιος του Πετρόμπεη σύντομα βρέθηκε στη φυλακή. Και μετά από έξι μέρες, στις 7 Οκτωβρίου (19 του μήνα) βγήκε η απόφαση να εκτελεστεί. Στις 22 Οκτωβρίου 1831 (10 του μήνα με το παλιό ημερολόγιο), ο Γιώργης Μαυρομιχάλης ζήτησε ομόνοια και σύμπνοια. Και έδωσε την εντολή για τον πυροβολισμό.
Το 1840, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κάθισε στο ίδιο τραπέζι με τον ιατροφιλόσοφο Πύρρο. Ορίστε τι απάντησε όταν ο τελευταίος κατηγόρησε τον Ιωάννη Καποδίστρια: «Δεν μετράς καλά φιλόσοφε… Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου και το Έθνος έναν άνθρωπο που δεν θα τονε ματαβρεί, και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα…».
Ποιος σκότωσε τον κυβερνήτη;
Από τις εκδόσεις Συμμετρία, το 2007, εκδίδεται ένα βιβλίο του Δημήτριου Ν. Κοκκινάκη, Μανιάτη και απόστρατου της Πολεμικής Αεροπορίας, με τίτλο ‘Αθώοι του αίματος τούτου’. Σε αυτό το δίτομο έργο, 1.300 σελίδων, ο συγγραφέας ισχυρίζεται πως δεν ήταν οι Μαυρομιχαλαίοι που σκότωσαν τον Καποδίστρια. Η ενασχόλησή του με το προκείμενο, μάλιστα, φέρεται να κράτησε 45 χρόνια.
Ποια είναι τα διαφορετικά στοιχεία που δίνει ο Δημήτριος Ν. Κοκκινάκης στο βιβλίο του;
– Η συνάντηση του Καποδίστρια με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη έγινε, στις 22 Σεπτεμβρίου (4 Οκτωβρίου) 1831. Υπάρχει κατάθεση του υπασπιστή του ναυάρχου Ρίκορντ, Μπαζίλι, που είχε κλαπεί από τα γενικά αρχεία του κράτους, αλλά εντοπίστηκε από το συγγραφέα στη «Γενική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Σύμφωνα, πάντα, με το βιβλίο, ο Πετρόμπεης φέρεται να διεμήνυσε στον αδελφό του και το γιο του ότι «σε πέντε-έξι μέρες θα είμαστε μαζί».
– Οι Μαυρομιχαλαίοι φόρεσαν εκείνη την ημέρα βαριές φορεσιές, που δεν ταιριάζουν σε δολοφόνους.
– Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης είχε φέρει τη γυναίκα του και την ανήλικη κόρη του προ δεκαπενθημέρου στο Ναύπλιο. Η σύζυγός του, μάλιστα, ήταν έγκυος και, παρ’ όλα αυτά, βρισκόταν μέσα στην εκκλησία την ώρα της λειτουργίας.
– Η πρώτη συνάντηση, καθ’ οδόν για την εκκλησία, έγινε στην πλατεία Αναβρυτηρίου. Ο συγγραφέας αναρωτιέται για ποιο λόγο δεν δολοφόνησαν εκεί τον Καποδίστρια, κάτι που θα ήταν πιο εύκολο και θα τους έδινε περισσότερες δυνατότητες διαφυγής.
– Οι Μαυρομιχαλαίοι δεν μπορούσαν να μπουν στην εκκλησία διότι ήταν υπό κράτηση.
– Υπήρχαν δύο ξένοι περιηγητές εκείνη την ημέρα στον Άγιο Σπυρίδωνα, πιθανώς ένας Σκωτσέζος και ένας Ουαλός. Όταν άρχισαν οι ανακρίσεις, μάλιστα, κατέθεσαν, ωστόσο οι δικές τους απαντήσεις έχουν χαθεί. Η παρουσία τους, από μόνη της, καθιστά το γεγονός αξιοσημείωτο και περίεργο.
– Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης πράγματι έκανε κίνηση και πυροβόλησε, παρ’ όλα αυτά μόνο τον επίδοξο δολοφόνο. Τρεις πυροβολισμοί ακούστηκαν. Ο ένας εις βάρος του Καποδίστριας, ο άλλος του Μαυρομιχάλη και ο τρίτος τον Καραγιάννη, που πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη στην κοιλιά.
– Το μαχαίρι, με το οποίο ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κάρφωσε δύο φορές τον Καποδίστρια στη βουβωνική χώρα, βρέθηκε πάνω στον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη από τον δεκανέα Ανδρέα Βούλγαρη, ο οποίος βρισκόταν μέσα στον Άγιο Σπυρίδωνα ένοπλος και ένστολος, κάτι που απαγορευόταν. Ο Κοζώνης και ο στρατιώτης Λεωνίδας, ο οποίος είπε ότι δεν πυροβόλησε επειδή είχε ξεχάσει να γεμίσει το όπλο του, κατέθεσαν ότι είδαν το μαχαίρι.
– Ο Δημήτριος Μεσηνέζης, 23χρονος επιλοχίας, αντάμωσε με τρεις φουστανελοφόρους στον Άγιο Σπυρίδωνα μετά τη δολοφονία. Ο ένας επίτροπος του Άγιου Σπυρίδωνα, Σωτήριος Μητρόπουλος, δεν κατέθεσε κάτι κατά των Μαυρομιχαλαίων και ο άλλος, Πολύκαρπος Νικολάου, κατέθεσε ότι τον Καποδίστρια πυροβόλησε ο Γεώργιος, ενώ ο Κωνσταντίνος πυροβόλησε τον τοίχο. Κάποιος με μαύρη κάπα πυροβόλησε τον Καποδίστρια, σύμφωνα με τον 34χρονο Ιωάννη Σαράντου, ενώ ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης φορούσε μαύρο μπουρνούζι. Η κυρία Παρασκευούλα, που ήξερε πολύ καλά τους Μαυρομιχαλαίους, είδε τη σκηνή του φονικού και κατέθεσε ότι ο Καποδίστριας πυροβολήθηκε από κάποιους που δεν γνωρίζει.
– Στο τραύμα του Καποδίστρια βρέθηκαν 2,5 μπαλαρμάδες, είδος βλήματος, ενώ τα πιστόλια του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη ήταν γεμισμένα με βόλια.
– Το ένα μέλος από τα τρία της αντιβασιλείας του Όθωνα, που ήρθε ένα χρόνο μετά τη δολοφονία στην Ελλάδα, ήταν ο Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ. Διατελώντας υπουργός Δικαιοσύνης, είχε στα χέρια του όλα τα σχετικά έγγραφα με τη δολοφονία του Καποδίστρια. Έφτιαξε ένα φάκελο με τίτλο «Assassination of Kapodistrias», ο οποίος φέρεται να υπάρχει στην Αγγλία. Οι Βρετανοί δεν τον έχουν ανοίξει, έχουν αρνηθεί να τον ανοίξουν, ως μέρος των Αγγλικών Ιστορικών Αρχείων.
Πηγές:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΙΒ (Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.)
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ (Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.)
ΙΣΤΟΡΙΑ (κωμικοτραγική) του ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 1830-1974, Βασίλης Ραφαηλίδης (ΕΚΔΟΣΕΙΣ του Εικοστού Πρώτου).