LONGREADS

Η ιστορία του Cyberpunk: το μέλλον που έφτασε αλλά δεν ήρθε

Από το Blade Runner μέχρι το Judge Dredd, το υποείδος του science fiction μάς χάρισε πολύ δυνατές εικόνες από τα προσεχώς.

Πώς είναι δυνατόν να υπήρχαν ιστορίες για το ταξίδι στο διάστημα πριν γίνει το ταξίδι στο διάστημα;

― Philip K. Dick, Do Androids Dream of Electric Sheep?

Μετά τα μισά του 20ού αιώνα και αφού η ανθρωπότητα άρχισε να επουλώνει πολύ αργά τις πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, άρχισε να ξαναβλέπει προς το μέλλον της. Και το μέλλον αυτό, όπως περίπου ισχύει και σήμερα, ήταν συνυφασμένο με την τεχνολογία. Kαι στην αρχή αυτό δημιούργησε έναν ενθουσιασμό σε έναν κόσμο που είχε αφήσει πίσω του τις πιο σκοτεινές ιδεολογίες και πορευόταν προς μια νέα κατεύθυνση. Έτσι, από τη δεκαετία του 1950 και μετά, άρχισαν να γράφονται όλο και περισσότερα βιβλία σχετικά με την επίδραση της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή.

Μετά από δεκαετίες ενασχόλησης του science fiction με τους εξωγήινους, τα ταξίδια στο σύμπαν, τα παράλληλα σύμπαντα και τις αδιανόητες δυνατότητες της πυρηνικής ενέργειας, η δεκαετία του 1950 και το New Wave κίνημα του science fiction άρχισε να ασχολείται και με τις πιο καθημερινές χρήσεις της τεχνολογίας και ταυτόχρονα να χάνει εν μέρει την ιδιότητα του pulp αποκτώντας πιο προσεγμένη γλώσσα και παίρνοντας ένα ύφος πιο κοντά στη λογοτεχνία υψηλού κύρους. Όπως έγραψε η πιο σπουδαία συγγραφέας που εμφανίστηκε την περίοδο αυτή, η Ursula Le Guin:

To science fiction άρχισε να αλλάζει τη δεκαετία του 1960 και η αλλαγή αυτή οδήγησε σε μια αύξηση του αριθμού των συγγραφέων και των αναγνωστών, στην επέκταση της θεματολογίας, στην εμβάθυνση αλλά και στην πιο επιτηδευμένη λογοτεχνική γλώσσα και τεχνική αλλά και μια συνειδητή πολιτική και λογοτεχνική πτυχή

Αυτή η ιδεολογική αντιμετώπιση της λογοτεχνίας δε γεννιέται αλλά συστηματικοποιείται στο science-fiction της δεκαετίας του 1960. Στο μεταξύ, οι ουτοπίες της πρώτης γενιάς επιστημονικής φαντασίας είναι παρελθόν. Από την άλλη, τα δύο μεγάλα δυστοπικά μυθιστορήματα είναι ήδη γεγονός. To ‘Brace New World’ του Aldous Huxley εκδίδεται το 1931 και το ‘1984’ του George Orwell το 1949. Και τα δύο μιλούν για μια μελλοντική τάξη πραγμάτων η οποία, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, θα είναι καταπιεστική και πνιγηρή για τον άνθρωπο στη βάση νέων μορφών ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Πάνω σε αυτή την παράδοση ήρθε να εγκαθιδρυθεί το υποείδος του cyberpunk στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με συγγραφείς όπως ο William Gibson, o Bruce Sterling και o Rudy Rucker. Το cyberpunk έγινε το υποείδος του science fiction που επικεντρώθηκε στη σκοτεινή πλευρά της ανάπτυξης της τεχνολογίας με έμφαση στα βιομηχανικά αστικά τοπία, στον ύστερο καπιταλισμό και στην ασυμβατότητα της υψηλής τεχνολογίας με τη φτώχεια.

 

To 1968 εκδίδεται το βιβλίο του Philip K. Dick ‘Do Androids Dream of Electric Sheep?’. Το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει τη βάση μιας από τις πιο σπουδαίες sci-fi ταινίες όλων των εποχών, του Blade Runner, που κυκλοφόρησε στις αίθουσες το 1982 με σκηνοθέτη τον Ridley Scott. Η ταινία ήταν μάλλον μια από τις πρώτες και σίγουρα η σπουδαιότερη στιγμή της cyberpunk αισθητικής.

Το σκηνικό είναι ένα δυστοπικό Los Angeles του 2019 (ναι, κοντεύουμε και σε αυτή τη χρονιά) στο οποίο η πανίσχυρη εταιρεία Tyrell Corporation δημιουργεί ρέπλικες, γενετικά κατασκευασμένα ρομπότ με ανθρώπινη συνείδηση και εμφάνιση, που χρησιμοποιούνται για τον εποικισμό σε αποικίες του εξωκόσμου. Σε περίπτωση που ξεφύγουν από τα προκαθορισμένα τους όρια, αναλαμβάνουν να τις σκοτώσουν επαγγελματίες κυνηγοί, οι Blade Runners. Οι ρέπλικες είναι κατασκευασμένες, ώστε να είναι πιο δυνατές, πιο γρήγορες και πιο έξυπνες από τον άνθρωπο, ενώ έχουν εγκαταστημένες μνήμες και προγραμματισμένα συναισθήματα. Ωστόσο,  είναι επίσης προγραμματισμένες να ζήσουν για τέσσερα χρόνια.

To Blade Runner, όπως και γενικότερα το cyberpunk, συνδυάζει  συμβάσεις του film noir με μια σύγχρονη εκδοχή του science fiction και της δυστοπικής μυθοπλασίας. Ουσιαστικά το Los Angeles με τον υπερπληθυσμό, την κακοχωνεμένη πολυπολιτισμικότητα, την πλήρη απουσία πρασίνου και τα τεράστια μουντά κτίρια γίνεται το σκηνικό μιας αναζήτησης. Μέσα σε όλη αυτή τη μεταμοντέρνα προβολή του μέλλοντος στήνεται μια ανθρώπινη κοινωνία που προσπαθεί ακόμα, χαμένη μέσα στις γιγαντιαίες πόλεις μέσα στις οποίες ζει, να διακρίνει το συνθετικό από το φυσικό. Το τεστ Voight-Kampff, το οποίο στο σύμπαν του Blade Runner προκαλεί τις συναισθηματικές αντιδράσεις όσων εξετάζονται, φτιάχνεται για να ξεχωρίσει  τις ρέπλικες από τους ανθρώπους. Τελικά, όμως, όλη η ταινία περιστρέφεται γύρω από μια διαρκή αναζήτηση του αυθεντικού. Το μέλλον στο Blade Runner παρουσιάζεται ως μια χαώδης κατάσταση στην οποία όσοι έχουν συνείδηση βρίσκονται σε ένα ασταμάτητο ψάξιμο ένας διακριτικού στοιχείου, ενός τρόπου να μπει μια τάξη στον τρόπο που γίνεται αντιληπτός ο κόσμος.

 

To 1984 εκδίδεται το  εμβληματικό βιβλίο ‘Neuromancer’ του William Gibson, του πιο σημαντικού συγγραφέα cyberpunk στο πεδίο της λογοτεχνίας. Το σκηνικό εδώ είναι η πόλη Σίμπα στην Ιαπωνία και πρωταγωνιστής ο επιδέξιος χάκερ Henry Dorsett Case, του οποίου το νευρικό σύστημα έχει καταστραφεί με μια μυκοτοξίνη, ώστε καθίσταται ανίκανος να έχει πρόσβαση στη βάση δεδομένων της εικονική πραγματικότητας (‘matrix’). Ο ίδιος κυκολοφορεί στην τεχνολογικά προηγμένη πόλη Σίμπα διαρκώς μαστουρωμένος, άνεργος και έχοντας αυτοκτονικές τάσεις, μέχρι που η ζωή του σώζεται με αντάλλαγμα όμως τις υπηρεσίες του για μια τελευταία δουλεία ως χάκερ.

Στο κέντρο τόσο του ‘Neuromancer’ όσο φυσικά και του ‘Blade Runner’ έρχεται το ερώτημα “τι είναι αυτό που διακρίνει τους ανθρώπους από τα υπόλοιπα όντα με συνείδηση;”. Aυτή η αναζήτηση της ανθρωπινότητας σε ατομικό επίπεδο συνδέεται με την αναζήτηση της ανθρωπινότητας από μια κοινωνία που έχει ολόκληρη χαρακτηριστικά μηχανής. Ποιος ξεχνάει τις τεράστιες φλόγες στο Blade Runner, που λειτουργούν ως εξατμίσεις μιας απέραντης πόλης-μηχανής; Όπως γίνεται και με τα σώματα, η πόλη αυτή έχει μια υλική και μια άυλη εκδοχη -εξίσου σημαντικές και οι δύο- που τη συναποτελούν. Από τη μια ο πραγματικός και από την άλλη ο ψηφιακός κόσμος που μοιάζει περισσότερο με προέκταση και όχι τόσο με αναπαράσταση του πρώτου.

Το cyberpunk δεν αφήνει  στο περιθώριο την πολιτική διάσταση της μελλοντικής κοινωνίας. Η βάση όλης της cyberpunk αισθητικής αλλά και μυθοπλασίας είναι το high tech/low life. To cyberpunk στήνεται στον υπόκοσμο κατά τα άλλα τεχνολογικά προηγμένων κοινωνιών και συνδέεται με τη φτώχεια, τα ναρκωτικά, το έγκλημα υψηλής και χαμηλής κλίμακας. Δημιουργείται ένας κόσμος φτιαγμένος από πανάκριβες και υπερεξελιγμένες οθόνες, ιπτάμενα αυτοκίνητα και τεράστια εξέλιξη στην ιατρική και τη βιοτεχνολογία. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται και η πιο βρόμικη πτυχή του. Τα πάντα μοιάζουν σαν να έχουν μια γλίτσα πετρελαίου επάνω τους. Οι κεντρικοί ήρωες είναι συνήθως φτωχοί, καταθλιπτικοί και μοναχικοί. Τα πάντα είναι εξατομικευμένα. Στο cyberpunk δεν υπάρχει αλληλεγγύη, ούτε ηρωισμός. Τα πάντα εκπορεύονται από προσωπικό συμφέρον. Ακόμα και οι ρέπλικες του Blade Runner επισκέφτηκαν τον δημιουργό τους πρώτα από όλα, για να πάρουν μια παράταση ζωής.

 

Όλη αυτή η cyberpunk αισθητική αποτελεί τελικά και μια κριτική προς τις ουτοπικές αντιλήψεις που βλέπουν στην ανάπτυξη της τεχνολογίας τη λύση για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας. Η ανάπτυξη μπορεί να έχει έρθει στα μελλοντικά σύμπαντα του είδους, αλλά έχει φέρει μαζί της την κλιματική αλλαγή, έχει αυξήσει τη δύναμη εταιρειών με μονοπώλια και έχει εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Σε ένα σημειολογικό επίπεδο, οι πρωταγωνιστές μας κινούνται στον πολυσύχναστο δρόμο, στο πρώτο επίπεδο μιας πόλης που συνεχίζει να χτίζεται προς τα πάνω με γιγαντιαίους ουρανοξύστες, λειτουργώντας ως βάση δηλαδή της κοινωνικής πυραμίδας που έχει στριμώξει άπειρους ανθρώπους διαφόρων φυλών και πολιτισμικών παραδόσεων. Αντίθετα, οι υψηλές κλίμακες, οι πάνω όροφοι των ουρανοξυστών, φτάνουν τόσο ψηλά, ώστε να μη φαίνονται καν. Οι εταιρείες έχουν αντικαταστήσει το κράτος σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας.

Η διαφορά με τις πρώτες ουτοπικές εκδοχές του science-fiction είναι ότι οι δημιουργοί cyberpunk μυθοπλασίας έχουν βιώσει τη γέννηση και την ανάπτυξη της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή και πώς αυτή επιδρά σε πρακτικό επίπεδο, σε αντίθεση με τους πρώτους συγγραφείς που απλά το φαντάζονταν. Όπως λέει και ο William Gibson σε ένα από τα γνωστότερα quotes του: “το μέλλον είναι ήδη εδώ”. Η κοσμοαντίληψη πως ο κόσμος πάει προοδευτικά, ανεξάρτητα από συγκυρίες και περιστάσεις, προς κάτι καλύτερο έχει εξοβελιστεί από τα περιβάλλοντα της cyberpunk μυθοπλασίας.

 Aυτή η δυστοπική ματιά του μέλλοντος συνεχίζει να είναι κεντρική και σε cyberpunk ταινίες που έρχονται μια δεκαετία αργότερα. Το Johnhy Mnemonic του Robert Longo (βασισμένο σε διήγημα του William Gibson), το εξαιρετικό anime Ghost in the Shell που στηρίχτηκε στο ομώνυμο manga, το στα-όρια-του-cyberpunk Judge Dredd, το μετριότατο Hackers και το Virtuosity του Brett Leonard έρχονται όλα μαζί το 1995 και έχουν όλα, φανερά ή μη, μια δυστοπική εκδοχή είτε αυτή αφορά την απονομή δικαιοσύνης στο μέλλον είτε τη διαχείριση της ανθρώπινης συνείδησης είτε την εξέλιξη του κόσμου του εγκλήματος.

 

Πάντως, παρά την ύπαρξη όλων αυτών των ταινιών τη δεκαετία του ’90, το cyberpunk συνδέεται σταθερά με τα ’80s. Όχι μόνο επειδή οι σημαντικότερες στιγμές σε λογοτεχνία (‘Neuromancer’), κινηματογράφο (‘Blade Runner’) και comics (το εξαιρετικό manga ‘Akira) εμφανίστηκαν τη δεκαετία εκείνη. Το cyberpunk δεν ταίριαζε με τη δεκαετία του 1990. Η Πτώση του Τείχους και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οδηγούσε σε αισιόδοξες προβολές του μέλλοντος. Η φιλελεύθερη ουτοπία κυριαρχούσε καθολικά στον δυτικό κόσμο και οι δυστοπικές προβολές του cyberpunk έμοιαζαν μίζερες και έξω από το zeitgeist.

Την ώρα που η ουτοπία αρχίζει να τραντάζεται, εμφανίζεται η τριλογία του Matrix για να εκφράσει εκ νέου τον προβληματισμό για το μέλλον και την τεχνολογία που πλέον αρχίζει να διαμορφώνεται σταθερά γύρω από το ίντερνετ. Tο 2014 το Ex Machina του Alex Garland δίνει μια νέα πλευρά και αγγίζει τα όρια του cyberpunk βασιζόμενο στη σχέση ανθρώπινης συνείδησης και τεχνολογίας.. Το 2017 μάλιστα ήταν μια σημαντική χρονιά για την πορεία του cyberpunk, με την κυκλοφορία του Blade Runner 2049 και του Ghost In The Shell που πήραν πάνω τους μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης, ενώ το 2018 εμφανίζεται το Altered Carbon του Netflix.

 

Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται είναι αν τελικά το cyberpunk είναι ένα υποείδος του sci-fi ή ένα συγκροτημένο αισθητικό στίγμα. Υπάρχουν πολλές ταινίες που, αν και μοιράζονται κοινούς προβληματισμούς για το μέλλον, τη σχέση του ανθρώπου με την τεχνολογία και τον ύστερο καπιταλισμό,  δε λογίζονται ως cyberpunk. Τα neon φώτα, οι σκοτεινοί δρόμοι, οι τεράστιες διαφημιστικές πινακίδες, οι βρόμικοι δρόμοι, η ανυπαρξία πρασίνου και τα πανύψηλα κτίρια δεν είναι απλά σκηνικά του cyberpunk αλλά δομικά στοιχεία του. Πρόκειται για στοιχεία μιας οπτικής που βλέπει την παγκοσμιοποίηση και την καταναλωτική κοινωνία διστακτικά μέσα από τις συνδηλώσεις δυστοπίας που φέρνει μια καθημερινότητα συνδεδεμένη με τεράστιες κινούμενες διαφημίσεις. Μιας οπτικής που φαίνεται να αφορά τον υπόκοσμο μέσα από το βρόμικα στενά και τα neon ονόματα μαγαζιών. Η εικόνα έχει εδώ μια ποιητική λειτουργία. Μιλάει χωρίς να χρειάζεται να γίνει κανένα exposition.

Το μέλλον σήμερα φαίνεται αβέβαιο και σκοτεινό με τον καπιταλισμό να οδηγείται σε πιο σκληρά μονοπάτια και το γεωπολιτικό σκηνικό να μοιάζει ασταθές. Την ίδια στιγμή, η τεχνολογική ανάπτυξη φαίνεται πως, χρόνο με τον χρόνο, κινείται όλο και με ταχύτερους ρυθμούς. Aυτό το σκηνικό μοιάζει ιδανικό για την αναβίωση της cyberpunk αισθητικής. Ήδη η retrowave μουσική γνωρίζει νέα άνθηση και οι μεγάλες πόλεις της δύσης αρχίζουν να χορεύουν σε σκοτεινές υπόγες αφήνοντας πίσω τα φανταχτερά club των ’00ς. Ίσως είναι η ευκαιρία του να αναβιώσει και να προχωρήσει ένα βήμα μπροστά.

Tο cyberpunk μπορεί να μην πέτυχε ποτέ να κάνει την εμπορική έκρηξη και να γίνει ηγεμονικό subgenre στην ποπ κουλτούρα. Κατάφερε όμως να δώσει εικόνες τόσο δυνατές, ώστε ακόμα και τώρα, πολλές δεκαετίες μετά το Blade Runner, η εικονοποίηση του μέλλοντός μας να έχει πολλά από τα στοιχεία του. Δεν έχει καμία σημασία αν τελικά το μέλλον θα μοιάζει όντως με τα διηγήματα του Gibson. Ούτως ή άλλως το μέλλον δεν είναι υπαρκτό, είναι από τη φύση του κάτι που το φανταζόμαστε.