Ηρακλειά: Τρεις μαθητές και γύρω γύρω θάλασσα
Περάσαμε 48 ώρες με τους ανθρώπους που δίνουν ζωή στο μονοθέσιο δημοτικό σχολείο του νησιού.
- 19 ΜΑΡ 2018
Τα μεσάνυχτα της Κυριακής, 28 Ιανουαρίου το Blue Star Naxos έδεσε στο λιμάνι της Ηρακλειάς. Τέσσερα άτομα βγήκαν από την μπουκαπόρτα του -μεταξύ αυτών κι εγώ- και σκορπίστηκαν στα σκοτεινά σοκάκια του νησιού. Μόλις τέσσερα είναι και τα άτομα (μία δασκάλα και τρεις μαθητές) τα οποία δίνουν καθημερινά ζωή στην μοναδική τάξη του δημοτικού σχολείου αυτού του κομματιού στεριάς των Μικρών Κυκλάδων. Πέρασα 48 ώρες μαζί τους. Αυτή είναι η ιστορία τους.
***
Ένα ανθρακί Tογιότα Kορόλα κατηφορίζει τη δημοσιά. Μάς προσπερνά και σταματά πέντε δέκα μέτρα πιο κάτω. Καθώς περπατάμε προς το μέρος του, διακρίνω από το παρμπρίζ τρεις φιγούρες στο πίσω κάθισμα, οι οποίες είναι στραμμένες προς εμάς. Δύο κοριτσίστικες και μία αγορίστικη. Μόλις φτάνουμε στο ύψος του αμαξιού, το αγόρι ανοίγει την πίσω δεξιά πόρτα, την ώρα που τα κορίτσια με κοιτούν και βάζοντας τα χέρια μπροστά στο στόμα λες κι ανταλλάσσουν τα μεγαλύτερα μυστικά στον κόσμο, προσπαθούν να καλύψουν τα χάχανά τους. Έχει έρθει η ώρα για τις συστάσεις.
Η Ιωάννα, η δασκάλα με την οποία περιμέναμε το αυτοκίνητο στον κεντρικό δρόμο του Κάτω Χωριού μού γνωρίζει τους μαθητές της. Την Πόπη, την Άννα και τον Φάνη. Στη θέση του οδηγού κάθεται η Χρυσούλα, η μητέρα των δύο τελευταίων. Όσο για το Τογιότα, πρόκειται για το ‘σχολικό’ το οποίο κάνει κάθε πρωί τη διαδρομή από το Κάτω Χωριό ή Άγιο Γεώργιο προς το Πάνω Χωριό ή Παναγία, όπου βρίσκεται το μονοθέσιο δημοτικό σχολείο της Ηρακλειάς. Εγώ, για τις επόμενες δύο ημέρες θα είμαι ο ‘κύριος Γιώργος’.
Η ιδέα για αυτό το ταξίδι μπήκε από την ταινία του Stoiximan ‘Οι Μικροί Ήρωες Ταξιδεύουν’. Πρωταγωνιστές της είναι μαθητές από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδας οι οποίοι διηγούνται τις ιστορίες τους και στη συνέχεια επισκέπτονται στα πλαίσια εκπαιδευτικής εκδρομής την Αθήνα.
Αυτό, όμως, που έκανε τη συγκεκριμένη ιδέα να μην αποτελέσει ένα ακόμα μπούλετ σε μία λίστα με θέματα που θέλω κάποια στιγμή να γράψω, αλλά με ώθησε να βγάλω ακτοπλοϊκά εισιτήρια από και προς Ηρακλειά για την τελευταία εβδομάδα του Γενάρη, ήταν ο τρόπος που συστήνονταν η πλειοψηφία των δασκάλων των ακριτικών σχολείων στην προαναφερθείσα ταινία.
“Καλημέρα, είμαι η x και υπηρετώ στο δημοτικό σχολείο Ηρακλειάς/ Κάσου/ Ανάφης/Αρκιών/ Τρανόβαλτου Κοζάνης”.
”Καλημέρα, είμαι η x και υπηρετώ στο δημοτικό σχολείο (…)”
“(…)είμαι η x και υπηρετώ(…)”
“(…)υ-πη-ρε-τώ(…)”
Γιατί ‘υπηρετώ’ και όχι δουλεύω ή εργάζομαι; Τι ήταν αυτό που έκανε τις δασκάλες να χρησιμοποιήσουν το συγκεκριμένο ρήμα; Είχε έρθει η ώρα να το μάθω από κοντά.
Φάνης, Β’ δημοτικού
-Πού μένεις; Σπίτι μου.
-Σου αρέσει το σπίτι σου; Ναι, αφού είναι διώροφο.
-Ποιος κάνεις τις δουλειές στο σπίτι; Η μαμά. Ο μπαμπάς είναι όλη την ώρα στο κινητό. Τα Facebook και τα ποδόσφαιρα βλέπει.
-Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Ψαράς.
-Γιατί; Για να ψαρεύω.
-Με τα μαθήματα πώς τα πας; Πολλά είναι.
-Το αγαπημένο σου; Η προπαίδεια.
-Το χειρότερο σου; Όλα.
-Δεν σ’ αρέσει το σχολείο; Όχι, γιατί μου βάζουν τόόόόσα μαθήματα (ανοίγει τα χέρια για να δείξει).
-Και δεν τα κάνεις; Τα κάνω, αλλά κουράζομαι πάρα πολύ και μετά λέει η κυρία ‘ε δεν κουράστηκες ακόμα. Κάνε αυτό και πάμε’ (προσπαθεί να μιμηθεί τη φωνή της Ιωάννας).
-Σου αρέσει η Αθήνα; Ναι.
-Τι κάνεις όταν πηγαίνεις εκεί; Πηγαίνω στο Μολ και στο Τζάμπο.
-Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις; Με ρώτησες. Ψαράς.
I. Το σχολείο
“Καλησπέρα παιδιά. Καλή εβδομάδα!!! Δεν θα έχει εκκλησία την Τρίτη (σ.σ.: Των Τριών Ιεραρχών). Δεν μπορεί ο παπάς”. Το μήνυμα που έχει γράψει η Πετρούλα, η κυρία που καθαρίζει το σχολείο, με μπλε μαρκαδόρο στον λευκό πίνακα, είναι το πρώτο πράγμα που παρατηρώ μπαίνοντας στην τάξη.
Το σχολείο διαθέτει δύο αίθουσες διδασκαλίας, ένα γραφείο για τη δασκάλα, ένα γυμναστήριο με τραπέζι του πινγκ πονγκ και πολυόργανο γυμναστικής, ενώ στο προαύλιο υπάρχουν δύο τραμπάλες, μία τσουλήθρα κι ένα γήπεδο μπάσκετ. Κάθε αίθουσα έχει τουλάχιστον ένα air condition και καλοριφέρ. Επιστρέφω στην είσοδο του σχολείου και ετοιμάζομαι να τραβήξω μια πανοραμική φωτογραφία το προαύλιο. ”Περίμενε”, με διακόπτει η Ιωάννα, “η μία μπασκέτα δεν έχει διχτάκι”. Πού να ήξερε πως στο δικό μου σχολείο οι μπασκέτες δεν είχαν καν ταμπλό.
Το μεγαλύτερο κομμάτι του εξοπλισμού, το οποίο κάνει το δημοτικό Ηρακλειάς να μοιάζει περισσότερο με ιδιωτικό κολέγιο παρά με δημόσιο σχολείο, προέρχεται από δωρεές διαφόρων ΜΚΟ. “Σήμερα μίλησα με την υπεύθυνη μιας ΜΚΟ προκειμένου να καταγράψει τις υλικές μας ανάγκες και μόλις της είπα πως έχουμε μόνο τρία παιδιά μου απάντησε ‘α τα καημένα’. Έτσι μας αντιμετωπίζει όποιος είναι εκτός νησιού. Νομίζει πως δεν έχουμε τίποτα. Δεν μπορεί να καταλάβει πως όποιος και να έρθει εδώ, μετά από λίγο καιρό προσαρμόζεται.
Απλώς, στην Ηρακλειά δεν είναι τίποτα αυτονόητο. Πρέπει να παραγγέλνεις πράγματα πριν τα χρειαστείς. Δεν περιμένεις να σου δημιουργηθεί η ανάγκη, γιατί δεν υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ ανοιχτό ανά πάσα στιγμή, το οποίο θα στην καλύψει.
Το βασικότερο, όμως, πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουν κυρίως τα παιδιά είναι η έλλειψη συνομήλικης παρέας. Για παράδειγμα, ο Φάνης έρχεται σε ανύποπτες στιγμές και μου λέει ‘εγώ δεν θέλω φίλους. Έχω τον παππού και την γιαγιά’. Είναι σαν να μου λέει: ‘ξέρω ότι δεν έχω φίλους. Ξέρω ότι δεν πρόκειται ν’ αποκτήσω, οπότε πρέπει με κάποιο τρόπο να εξωραΐσω την κατάστασή μου’. Είναι η άμυνά του.
Οι γονείς δεν εισπράττουν βαθιά την μοναξιά των παιδιών. Καταλαβαίνουν ότι αποτελεί πρόβλημα, αλλά δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος της”.
II. Η μητέρα
Το δέρμα της Χρυσούλας, όπως κι όσων κατοίκων της Ηρακλειάς γνωρίζω, αστράφτει. Σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται 30. Πόσο μάλλον ότι είναι μητέρα δύο παιδιών (της Άννας και του Φάνη). Λίγο αφότου μάς αφήνει στο Πάνω Χωριό, της ζητάω να συζητήσουμε. “Πήγα σχολείο στον Άγιο Δημήτριο στην Αθήνα, αλλά περνούσα τα καλοκαίρια στην Ηρακλειά από όπου κατάγομαι. Λυπόμουν τους συμμαθητές μου που έμεναν στην πόλη το καλοκαίρι κι εγώ έμπαινα στο πλοίο κι ερχόμουν στο νησί.
Εδώ, η ζωή το χειμώνα είναι ήρεμη. Το πρωί ασχολούμαι με το σπίτι και την υπόλοιπη μέρα με τα παιδιά. Τα διαβάζω και μετά τα πάω στη γιαγιά τους ή στην Παναγιά, όπου παίζουν με τα αδέρφια της Πόπης (τον Μάριο και τον Γιάννη). Το καλό εδώ είναι πως η διαφορά ηλικίας δεν έχει μεγάλη σημασία. Ένας 15χρονος μπορεί να παίξει με τον Φάνη (σ.σ. Το γυμνάσιο-λύκειο της Ηρακλειάς έχει συνολικά πέντε μαθητές: τον Μάριο και τον Θοδωρή στην πρώτη γυμνασίου, τη Γιωργία στην τρίτη γυμνασίου και τους δύο Γιάννηδες στην πρώτη λυκείου).
Δεν νομίζω ότι τα παιδιά μου στερούνται κάτι εδώ. Αν πήγαιναν σ’ ένα σχολείο στην Αθήνα θα κινδύνευαν να χάσουν την ταυτότητα τους. Εδώ βρίσκονται πιο κοντά στη φύση. Η ζωή τους είναι πιο αληθινή και ουσιαστική. Καλύτερα να παίζουν όλη μέρα κάτω από ένα δέντρο παρά να σαπίζουν μπροστά από ένα πλέι στέισον. Για παράδειγμα, ο παππούς του Φάνη τον παίρνει με το καΐκι και πηγαίνουν για καλαμάρια ή πολλές φορές μετά το σχολείο φοράει τις γαλότσες του και πηγαίνει στις κότες. Αυτά δεν θα μπορούσε να τα κάνει στην Αθήνα.
Το θετικό της Αθήνας είναι ότι εκεί υπάρχουν πολλά παιδιά και τους είναι πιο εύκολο να κοινωνικοποιηθούν. Έχουν μεταξύ τους έναν υγιή ανταγωνισμό στα μαθήματα. Πάντα υπάρχει κάποιος καλύτερος συμμαθητής, τον οποίο προσπαθούν να φτάσουν. Εδώ δεν μπορούν να φανταστούν μέχρι πού μπορούν να φτάσουν και επαναπαύονται, ενώ δεν έχουν φροντιστήρια αγγλικών κι άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες. Αλλά τι να κάνουμε; Πουθενά δεν τα βρίσκεις όλα. Ακόμα κι ο παράδεισος έχει ελαττώματα”.
Πόπη, Γ’ δημοτικού
Πώς λένε τους γονείς σου; Νικολή και Βιολέτα.
Είναι από εδώ; Ο μπαμπάς είναι από ΄δω. Η μαμά είναι από την Αλβανία.
Τι μαθήματα έχετε σήμερα; Μελέτη, Ιστορία, Θρησκευτικά.
Τα έχεις διαβάσει όλα; Γελάει πονηρά.
Ποιο έχεις διαβάσει λιγότερο; Γλώσσα.
Ποιος είναι το αγαπημένο σου; Ιστορία.
Το χειρότερο; Μαθηματικά.
Η Αθήνα σου αρέσει; Ναι.
Τι σου αρέσει εκεί; Να πηγαίνω βόλτες στα Γκούντις.
Έχετε ζώα; Ναι. Πρόβατα, αγελάδες, κατσίκια, γαϊδούρι.
Ποιο είναι το αγαπημένο σου; Κατσίκα.
Γιατί; Είναι ωραίο.
Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Γιατρός.
III. Η καθημερινότητα στο νησί
Μία σακούλα προβάτσες. Ένα κεσεδάκι αποξηραμένα αγριόσυκα. Ένα πλαστικό πιάτο με οδοντογλυφίδες καρφωμένες σε κομμάτια ντομάτας, γραβιέρας και ζβαν. Ένα συστημένο γράμμα. Μία αφίσα που γράφει με λευκά γράμματα σε μαύρο φόντο ‘Ηρακλειά Movie Night: Σινεμά ο Παράδεισος’. Μία ξεθωριασμένη φωτογραφία του Εξπρές Σκοπελίτης. Δύο πυροσβεστήρες. Ένας μαυροπίνακας με τα καλοκαιρινά δρομολόγια των πλοίων της Μπλου Σταρ.
Αυτά είναι τα αντικείμενα που βρίσκονται στο οπτικό μου πεδίο όσο κάθομαι το πρώτο μου βράδυ στην Ηρακλειά με την Ιωάννα και τον Ηλία, ένα ντόπιο 35άρη τοπογράφο μηχανικό -τον άνθρωπο που με ξενάγησε σε κάθε (μυστική) γωνιά του νησιού- για τσίπουρα στην ‘Μέλισσα’ το, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, οινοπαντοπωλείο της Ηρακλειάς. Κατάστημα το οποίο εκτελεί επίσης χρέη ταχυδρομικού πρακτορείου των ΕΛΤΑ, αλλά και τουριστικού γραφείου.
Το χειμώνα στην Ηρακλειά, ή Ρακλειά για τους ντόπιους, πέρα από την ‘Μέλισσα’, ανοιχτό είναι ένα ακόμη μίνι μάρκετ και δύο καφετέριες. Δεν υπάρχει βενζινάδικο. Οι περίπου ογδόντα μόνιμοι κάτοικοι περνούν με βάρκες στην Σχοινούσα από όπου φέρνουν βενζίνη. Δεν υπάρχει παπάς. Οι λειτουργίες γίνονται από ιερείς που στέλνει η Μονή της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας από την Αμοργό. Δεν υπάρχει φούρνος. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει καθημερινό δρομολόγιο πλοίου από και προς Νάξο, από όπου οι ντόπιοι προμηθεύονται ψωμί κι ό,τι άλλο χρειαστούν. Ενώ από Νάξο φεύγουν καθημερινά πλοία για Πειραιά, κάτι που σημαίνει πως οποιαδήποτε μέρα της εβδομάδας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων όπου έχει απαγορευτικό, κάθε κάτοικος της Ηρακλειάς μπορεί να μεταβεί στην πρωτεύουσα.
”Μπορεί στην Ηρακλειά να μην έχουμε πρόσβαση σε όσα πράγματα έχει ένας Αθηναίος, ωστόσο η ζωή εδώ είναι ωραία, χωρίς άγχος. Και το κυριότερο; Εδώ ο καθένας είναι σημαντικός. Έχει μια θέση στην κοινωνία. Στην Αθήνα χάνεται.”, μου λέει ο Ηλίας λίγο πριν τσουγκρίσουμε το δεύτερο σφηνοπότηρο με τσίπουρο. Μία άποψη που δίνει περαιτέρω νόημα στο ‘υπηρετώ’ που χρησιμοποιούν οι δασκάλες στο ‘Οι Μικροί Ήρωες Ταξιδεύουν’.
IV. Η δασκάλα
Η Ιωάννα, η 29χρονη δασκάλα του σχολείου Ηρακλειάς μεγάλωσε στις Σέρρες και ξεκίνησε το ‘αναπληρωτιλίκι’, όπως χαρακτηρίζει η ίδια το είδος εργασίας της, από την Βόρεια Εύβοια. Ακολούθησαν Θεσσαλονίκη, ξανά Εύβοια, Αθήνα, Άνδρος και μετά Ηρακλειά, στην οποία βρίσκεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Προτίμησε την Ηρακλειά από τη Νάξο, γιατί εδώ τα μόρια κι η προϋπηρεσία της μετρούν διπλά.
“Ίσως δεν χρησιμοποιούσα το ρήμα ‘υπηρετώ’ αν εργαζόμουν σ’ ένα σχολείο της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης. Εδώ, με μόλις τρεις μαθητές, νιώθω ότι κάνω κάτι πιο σημαντικό. Σε μια μεγάλη πόλη ο δάσκαλος δεν είναι κάτι σπουδαίο, ενώ σ’ έναν τόπο όπως η Ηρακλειά ο δάσκαλος έχει άλλη αξία. Το έργο του εκτιμάται περισσότερο.
Εδώ, ο δάσκαλος εκτός από δάσκαλος είναι διευθυντής, γραμματέας, τηλεφωνητής, νοσοκόμος, διαιτητής όταν τσακώνονται τα παιδιά, οργανωτής εκδρομών και γιορτών, συντηρητής σε περίπτωση που χαλάσει κάτι στο κτίριο και εκείνος που θα δώσει το κίνητρο και ερεθίσματα στα παιδιά και εκτός τάξης. Παράλληλα, πρέπει να κρατάει μια λεπτή ισορροπία στις σχέσεις του με τους γονείς. Το ένα βράδυ βρίσκεται σ’ ένα γλέντι με κάποιο γονιό και το επόμενο πρωί πρέπει να καλέσει τον ίδιο άνθρωπο στο σχολείο για να του πει κάτι σοβαρό για το παιδί του.
Για να λειτουργήσει ομαλά το σχολείο σ’ ένα μέρος όπως η Ηρακλειά χρειάζεται να προσαρμοστούν οι κανόνες του Υπουργείου Παιδείας στον τόπο και όχι το αντίστροφο. Για παράδειγμα, η Άννα είναι γκεστ σταρ στο δημοτικό, αφού κανονικά θα έπρεπε να πηγαίνει προνήπιο. Το Υπουργείο, όμως, δεν στέλνει νηπιαγωγό για προνήπια, αλλά μόνο για νήπια. Είναι κρίμα να μένει η Άννα στο σπίτι. Για αυτό κάνει μαθήματα μαζί με τον Φάνη και την Πόπη.
Επίσης, δεν υπάρχει ΚΤΕΛ ή σχολικό για να μεταφέρει τα παιδιά από το Πάνω στο Κάτω Χωριό και αντίστροφα. Έτσι, τον ρόλο του οδηγού ‘σχολικού’ έχει αναλάβει η Χρυσούλα.
Εδώ το σχολικό πρόγραμμα είναι πιο ευέλικτο. Αν η Χρυσούλα αποφασίσει να πάρει τα παιδιά της για μια εβδομάδα στην Αθήνα, δεν μπορεί να γίνει μάθημα. Από την άλλη κάνουμε αναπληρώσεις Σαββατοκύριακα και αργίες”.
Άννα, Προνήπιο
Πόσο χρονών είσαι; Είπαμε πέντε.
Τα παιδιά λένε ότι είσαι τέσσερα. Τέσσε(ρ)α είμαι (χάνει μ’ ένα χαριτωμένο ψεύδισμα το ‘ρ’).
Πού μένεις; Κάτω.
Πόσο κόσμο έχει εκεί; Δεν ξέ(ρ)ω.
Μετά το σχολείο τι κάνεις; Παίζω και δουλειές.
Δουλειές; Μαγει(ρ)εύω και πλένω τα πιάτα.
Τι μαγειρεύεις; Κοτόπουλο.
Ανεβαίνεις στην Αθήνα; Ναι.
Τι σ΄αρέσει πιο πολύ εκεί; Το λούνα πα(ρ)κ και τα Τζάμπο.
Τι σου λείπει εδώ; Οι φίλες μου.
Πού είναι οι φίλες σου; Στην Αθήνα. Έ(ρ)χονται το καλοκαί(ρ)ι.
Εδώ δεν έχεις; Έχω μόνο την Πόπη.
Ποια είναι η καλύτερη σου φίλη από την Αθήνα; Η Σεμέλη, αλλά είναι λίγο ντ(ρ)οπαλή. Μιλάει λίγο.
Εσύ είσαι; Όχι.
Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Γιατ(ρ)ός.
V. Ο πατέρας
Το δεύτερο μεσημέρι μου στην Ηρακλειά συναντώ στο γραφείο της Ιωάννας τον Νικολή, τον πενηντάρη πατέρα της Πόπης, του Μάριου και του Γιάννη. Πατάω το rec, εκείνος καμπουριάζει ελαφρά, πιάνει τα γόνατά του και ξεκινά να μου διηγείται την ιστορία του με τραγουδιστή προφορά.
“Εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα. Έχω χρόνια να πάω στην Αθήνα γιατί τα ζωντανά είναι σαν τα μωρά. Δεν μπορείς να φύγεις και να τ΄αφήσεις.
Τα παιδιά μου είναι ξύπνια, αλλά δεν κάθονται να διαβάσουν. Είναι όλη την ώρα στο κινητό”, μου λέει και κάνει την κίνηση που κάνουμε όταν σκρολάρουμε στην οθόνη με το δάχτυλό μας. “Η μικρή και ο μεσαίος δεν ξέρουν τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν. Ο μεγάλος έχει κλίση στη μαγειρική.
Στη θάλασσα, όμως είναι η καλύτερη δουλειά με τα πολύ καλά λεφτά, αλλά είναι δύσκολη. Ξέρεις τι είναι να ‘χει 10-15 μποφόρ και να ‘σαι στον ωκεανό;
Για να μείνουν τα παιδιά στο νησί πρέπει να τους φτιάξω κάτι. Δωμάτια ή ένα εστιατόριο. Με τα χωράφια και τα κατσίκια δεν κάνεις λεφτά. Η μάνα τους, όμως, θέλει να πάνε στην Αθήνα να σπουδάσουν. Ας κάμουν ό,τι θέλουν. Με το ζόρι παντρειά δεν γίνεται”.
Στην πορεία της κουβέντας μου με τον Νικολή προκύπτει ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές και κατ’ επέκταση ο πληθυσμός του νησιού. “Όσοι πάνε δευτέρα λυκείου είναι της μόδας να φεύγουν από το νησί. Πάνε στην Αθήνα για πιο καλή μόρφωση. Δεν ξέρω αν είναι για καλό ή για κακό”.
Το συγκεκριμένο θέμα θα μού αναλύσει το ίδιο βράδυ στην ‘Μέλισσα’ η Μάγδα, η φυσικός του Γυμνασίου: ”Πολλές φορές τα παιδιά σ’ αυτές τις τάξεις πηγαίνουν στην Αθήνα, από την μία γιατί αργούν να έρθουν όλοι οι καθηγητές εγκαίρως στο νησί -υπάρχουν περιπτώσεις που το Υπουργείο καλύπτει κενά μέχρι τον Δεκέμβρη- κι από την άλλη, για να παρακολουθούν μαθήματα και σε φροντιστήρια.
Αυτό, όμως, που δεν καταλαβαίνουν οι γονείς είναι πως με τόσα λίγα παιδιά στην Ηρακλειά, το μάθημα έχει φροντιστηριακό χαρακτήρα χωρίς να πληρώνουν. Άσε που αν ένα παιδί στα δεκαπέντε μετακομίσει από το νησί στην Αθήνα, το τελευταίο πράγμα που θα έχει στο μυαλό του είναι το διάβασμα”.
VI. Το σημείο των κρίσιμων αποφάσεων
Οι βράχοι του Μόχερ αποτελούν το σημαντικότερο φυσικό αξιοθέατο της Ιρλανδίας. Το μήκος τους εκτείνεται στα οχτώ χιλιόμετρα και το ύψος τους φτάνει στα 214 μέτρα. Κάθε φορά που τους βλέπω σε φωτογραφία με φαντάζομαι στην κορυφή τους να κοιτάζω κατακόρυφα τον Ατλαντικό και μου κόβονται τα πόδια.
Όταν καταλαγιάζει το αίσθημα της ανατριχίλας σκέφτομαι πως θα ήθελα να σταθώ επάνω τους σε περίπτωση που θα είχα να πάρω μια πολύ μεγάλη απόφαση. Μια απόφαση που θα μου καθόριζε τη ζωή. Παρόμοιες σκέψεις και συναισθήματα μού δημιουργούνται το δεύτερο απόγευμα στο νησί, όταν κάθομαι με τον Ηλία στην άκρη του όρμου του Μέριχα. Στους απόκρημνους κάθετους βράχους της Ηρακλειάς, οι οποίοι φτάνουν τα 150 μέτρα και καταλήγουν στη θάλασσα.
Όσο ο Ηλίας μού δείχνει το Τουρκοπήγαδο, την ωραιότερη για τους ντόπιους παραλία του νησιού, την Αμοργό, το Πάνω Κουφονήσι, τη Νάξο και τις υπόλοιπες Μικρές και ‘μεγάλες’ Κυκλάδες συλλογίζομαι τους δύο Γιάννηδες, τους μαθητές της (κρίσιμης για το μέλλον τους στον τόπο) πρώτης τάξης του λυκείου της Ηρακλειάς.
Τι έχουν στο μυαλό τους κάθε φορά που στέκονται σ’ αυτό το σημείο του Μέριχα; Ονειρεύονται τους εαυτούς τους να ξελαρυγγιάζονται φωνάζοντας ‘γκολ’ από τη θύρα του γηπέδου της αγαπημένης τους ομάδας; Να στριμώχνονται με κάποιο κορίτσι στον καναπέ ενός σκοτεινού μπαρ της Αθήνας; Να περνούν στη σχολή της πρώτης τους προτίμησης και να μένουν μόνοι σε μια γκαρσονιέρα της Θεσσαλονίκης;
Δεν ξέρω αν φταίει το γεγονός πως γεννήθηκα και μεγάλωσα στο αθηναϊκό κέντρο, αλλά δυστυχώς, δεν μπορώ να τους φανταστώ να σκέφτονται πως θέλουν να μείνουν για πάντα στην Ηρακλειά. Όχι σε αυτή την ηλικία που βράζει το αίμα και καίγονται ν’ ανακαλύψουν το άγνωστο.
Το πρόωρα για την εποχή ανθισμένο νησί των Κυκλάδων με τις παρθένες παραλίες, το σπήλαιο του Άη Γιάννη και τα δεκάδες μονοπάτια, αποτελεί ιδανικό μέρος για διακοπές όλο το χρόνο. Αποτελεί ιδανικό μέρος για μόνιμη εγκατάσταση για όσους έχουν ήδη οικογένεια και θέλουν ν’ ανεβάσουν το επίπεδο ποιότητας της ζωής τους πλάι στη φύση. Δεν αποτελεί, όμως, ιδανικό μέρος για έφηβους κι όσους δεν έχουν κατασταλάξει στο τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους. Για άτομα της ηλικίας των μαθητών του δημοτικού το θέμα τίθεται προς συζήτηση.
~~~
Το Μπλου Σταρ Νάξος μπαίνει με οπισθογωνία και δένει στο πιο στενό λιμάνι που έχω δει στη ζωή μου. Το ημερολόγιο γράφει 31 Γενάρη και το ρολόι 08:00. Σέρνω μία βαλίτσα με ροδάκια και πριν ανέβω στο πλοίο, περνάω μπροστά από μία ταμπέλα η οποία αναφέρει: ‘Καλώς ήρθατε στην Ηρακλειά! Εδώ δεν θα σας ανακαλύψει κανείς’.
Σ’ ένα τέταρτο η Ιωάννα με την Άννα, την Πόπη και το Φάνη θα πουν την πρωινή προσευχή στο προαύλιο του σχολείου και στη συνέχεια θα κατευθυνθούν προς την τάξη. Σύμφωνα με το σχολικό πρόγραμμα:
1η ώρα: Γλώσσα
2η ώρα: Γλώσσα
Όσο η Ιωάννα, υπηρετώντας για άλλη μια μέρα στο μονοθέσιο δημοτικό σχολείο Ηρακλειάς, θα εξηγεί στον Φάνη τι είναι ‘επίθετο’ και θα ζητάει από την Πόπη, ως μεγαλύτερη, να του δώσει μερικά παραδείγματα, η Άννα θα κάθεται πλάι τους και θα σχεδιάζει αμέριμνη αριθμούς σ’ ένα ροζ χαρτί.
Χωρίς να σκέφτεται πως σε πέντε χρόνια από σήμερα θα βρίσκεται στην ίδια αίθουσα. Χωρίς να σκέφτεται πως τότε, αντί για προνήπιο, θα πηγαίνει τετάρτη. Χωρίς να σκέφτεται πως, αν εν τω μεταξύ δεν έχει μετακομίσει κάποια άλλη οικογένεια με παιδιά στην Ηρακλειά, τη σεζόν 2022-23 θα αποτελεί τη μοναδική μαθήτρια του δημοτικού σχολείου του νησιού.