Μια νουβέλα για τον Τζορτζ Μπεστ
Ο πιο συναρπαστικός ποδοσφαιριστής στην ιστορία έκλεισε τα μάτια του πριν από 12 χρόνια, στις 25 Νοεμβρίου 2005. Το Oneman κάνει την τελευταία μέρα του στη Γη μυθοπλασία.
- 25 ΝΟΕ 2017
“Τζορτζ, πότε άρχισαν να πηγαίνουν όλα λάθος”;
…
“Τζορτζ, πότε αρχισαν να πηγ..”. ΓΑΜΩΤΟ.
…
Γαμώτο.
Οι κουρτίνες του ‘Κρόμγουελ’ ήταν πιο λευκές και από το χρώμα της Μις Σουηδίας. Ο ασθενής, μόνος του στη σουίτα, συνήθιζε να κάνει τέτοια αστεία. Κάποια ήταν πιο πετυχημένα και άλλα όχι. Τα τελευταία χρόνια συμπεριφερόταν σαν γέρος. “Μπαμπά, δεν είσαι γέρος, οπότε σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν τέτοιος”, του φώναξε ο Κάλουμ. “Πφφφ, άχρηστε”, ψιθύρισε. “Άντε γαμήσου μπαμπά”.
Η τηλεόραση έπαιζε το βιντεοκλίπ των Spice Girls με τον Λουτσιάνο Παβαρότι. Ο Τζόρτζι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το κανάλι. “Δε φτάνει το χαλασμένο συκώτι μου, είμαι και τυφλός τώρα”, σκέφτηκε. Ο Κάλουμ κοίταζε ανέκφραστος την τηλεόραση και ένιωθε για λίγο άσχημα που είχε βρίσει τον πατέρα του. Του είχε καταστρέψει τη ζωή και μόνο που υπήρχε, αλλά δεν ήταν δίκαιο. Στην τελική, ήταν ένας άνθρωπος σε άθλια κατάσταση. Με το ζόρι κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά. Εντάξει, δε σήμαινε ότι θα κοιμόταν τον αιώνιο ύπνο, αλλά τι να γίνει; Άλλη μία προσπάθεια, για να παραμείνει ζωντανός. Το θέμα ήταν να θέλει. Δεν έφταναν οι καταχρήσεις, που τους έφεραν οικογενειακώς σε αυτό το σημείο, τον έβαζε να τρέχει από εδώ και από εκεί σαν παλαβός, ενώ έπρεπε να αποφεύγει και τους δημοσιογράφους. Δεν είχε καν νόημα να κρύβεται. Είτε έλεγε κάτι είτε όχι, θα έγραφαν τα δικά τους. “Για βάλε κάνα άλλο κανάλι, να δω πώς είμαι”, σάρκασε ο μπαμπάκας. Το υποκοριστικό, όπως το σκέφτηκε, ήταν σούπερ περίεργο. Ανάθεμα αν τον είχε ξαναπεί μπαμπάκα. Άρχισε το ζάπινγκ και μετά από λίγο πατούσε κουμπιά μηχανικά. Δεν σκεφτόταν τίποτα. Λένε ότι πάντα σκεφτόμαστε κάτι, ακόμα και όταν δεν σκεφτόμαστε τίποτα. Εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να σκεφτεί αυτό που σκεφτόταν πίσω από το τίποτα που εμφανιζόταν.
“Τι μέρα έχουμε;”, τον ρώτησε ο μπαμπάκας (να το πάλι!). -Πέμπτη. -Τι μέρα έχουμε;. -Πέμπτη. -Όχι, εννοώ τι ημερομηνία έχουμε ανόητε; -24 Νοεμβρίου. Και μη με λες ανόητο. -Όταν θα σταματήσεις να είσαι, θα σταματήσω να σε λέω. -Μα, δεν είμαι! -Έχεις δει κανέναν ανόητο να παραδέχεται ότι είναι ανόητος;
Πέμπτη, 24 Νοεμβρίου 2005. Άλλη μία μέρα στο ‘Κρόμγουελ’. Ο Κάλουμ ήλπιζε να μη δουν τον Μουρίνιο σε κάποιο κανάλι. Ο Τζόρτζι, βέβαια, πάει καιρός από τότε που παρακολουθούσε το Sky Sports, αλλά ο Μουρίνιο μπορούσε να εμφανιστεί οπουδήποτε. Ο μπάσταρδος! Ανέβαζε το αίμα του μπαμπά στο κεφάλι του. Ο Τζόρτζι θεωρούσε ότι ο Μουρίνιο συμπεριφερόταν έτσι για να εκνευρίσει αποκλειστικά εκείνον. Δεν υπήρχε μελαγχολία, ούτε στενοχώρια. Ήταν μόνο νεύρα, οργή. Πόσα ποτήρια μπέρμπον, άραγε, αντιστοιχούσαν σε κάθε ξέσπασμα; Αν πέθαινε ο μπαμπάς, δεν θα έβλεπε καθόλου τηλεόραση. Θα την έκοβε οριστικά και αμετάκλητα. “Πόσο ήρθε η Γιουνάιτεντ;”, ρώτησε ξαφνικά. -0-0. -Με ποιον έπαιζε. -Με τη Βιγιαρεάλ. -Ποια είναι η Βιγιαρεάλ; -Μία ισπανική ομάδα. Καλά, δεν ξέρεις τη Βιγιαρεάλ; -Πού έπαιζαν; -Στον Σκύλο. Στ’ αλήθεια δεν ξέρεις τη Βιγιαρεάλ; -Πού είναι η μάνα σου; -Δεν ξέρω, υποθέτω έξω.
***
Ο Κάλουμ δεν γνώριζε πού βρισκόταν η μάνα του, αλλά απάντησε με ακρίβεια. Άρνηση σε ολοκληρία. Η Άντζελα καθόταν σε μία από τις άβολες σκάρλετ καρέκλες του νοσοκομείου. Το βιντεοκλίπ είχε τελειώσει και τώρα έπαιζε ένα τρίλεπτο βιντεάκι με τα νέα της Κέιτι Μος και του Τόμι Ντόχερτι. Ανάθεμα αν ήξερε οποιοσδήποτε αν ήταν ακόμα μαζί. Απλώς δεν ήθελε να βλέπει τον πρώην άντρα της. Προτιμούσε τη ματωμένη μύτη της λιπόσαρκης Κέιτ. Την ενδιέφερε περισσότερο να τη βρίζει επειδή είχε βάλει μερικά κιλά παραπάνω και συμπεριφερόταν σαν μεσήλικη γυναίκα, ό,τι πιο κοντινό στο θάνατο, όπως συνήθιζε να λέει. Βεβαίως, δεν ήταν μικρότερη η δική της απόσταση από εκείνη του πρώην άντρα της, που δεν έκανε τον κόπο να τον θυμάται νέο και όμορφο.
Όταν γεννήθηκε ο Κάλουμ, ο Τζορτζ ήταν κλασικά μεθυσμένος. Από το ‘Σεντ Φράνσις’ μπορούσες να δεις την πορτοκαλί γέφυρα. Το Σαν Φρανσίσκο ήταν όμορφο και η Άντζι ήταν η βασίλισσα της πόλης. Μία βασίλισσα που μέσα από τις κουρτίνες έπεφτε θύμα βάναυσων ξεσπασμάτων από τον συνήθως σουρωμένο άντρα της. Το 1981, με την τουρλωμένη κοιλιά της να κοιτάζει το εκρού ταβάνι, ένιωθε ότι το νεογέννητο παιδί τους θα μεγάλωνε με χωρισμένους γονείς. Όταν τον γνώρισε η ίδια ήταν κουνελάκι για το ‘Playboy’ και αυτός ήταν ένας από τους πιο σέξι άντρες στον κόσμο. Μόνο ακουστά τον είχε, δεν υπήρχε μέρα, άλλωστε, στο Λονδίνο που να μην γίνει λόγος για το ‘πέμπτο σκαθάρι’. Ακόμα και όταν χωρίστηκαν οι Beatles, ο Τζόρτζι έπαιζε κάθε μέρα στα περιοδικά. Θυμάται τους γονείς της να τον συζητάνε, να διαβάζουν τους ‘Times’ και να αναρωτιούνται αν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ξανά αυτός που ήταν.
Η Άντζι αναρωτιόταν ποιος ήταν, ό,τι ακριβώς αναρωτιέται και τώρα, μετά από μία συμβίωση 7 χρόνων και ένα διαζύγιο που απέχει 19 χρόνια από τώρα, που η ίδια, νιώθωντας εξαιρετικά γερασμένη παρά τα βλέμματα λαγνείας ακόμα και των εκπαιδευόμενων γιατρών, κάθεται σε μία καρέκλα που κάλυπτε το μισό πλάτος του διαδρόμου έξω από τη σουίτα με τον αριθμό 41. Δεν ήθελε να τον βλέπει: Όχι σε αυτήν την κατάσταση, αλλά γενικώς. Σε αυτήν την κατάσταση ιδιαίτερα. Ίσως και όχι. Όταν τέλειωσε το πάρτι χωρίς τελειωμό, η ίδια κατάλαβε ότι εκείνη η εποχή δε θα ερχόταν ξανά. Αυτός θα το συνέχιζε με άλλα μοντέλα, νεότερα. Ήταν θέμα ηλικίας για το μεγαλύτερο γόη που γνώρισε ποτέ το Νησί. Αυτό είχε διαβάσει στο ‘Woman’s weekly’, στο ρεπορτάζ για το γάμο τους. Πφφφ. Αυτός ο βλάχος κορόιδεψε όλη την κοινωνία. Ο χαρακτήρας του κατέρρευσε αντιμετωπίζοντας τους πειρασμούς. Ξανά και ξανά βρέθηκε έρμαιο μίας κατάστασης που ήταν ξεκάθαρο ότι δεν έπρεπε να αντιμετωπίζει, για να ζήσει. Πάλι στο κρεβάτι του νοσοκομείου, πάλι σε ένα κρεβάτι, οποιονδήποτε, με τα όργανά του διαλυμένα. Θα έπρεπε να μην του έχει πάρει τόσο χρόνο να καταλάβει ότι δεν ήταν αθάνατος.
Από την άλλη, ήταν ένας ποπ μύθος. Αντιλήφθηκε την επιρροή του από την αρχή. Δεν ήταν ένας απλώς υπέροχος ποδοσφαιριστής. Ήταν προσωρινή λύση στα προβλήματα πολλών ανθρώπων. Ήταν η ψευδαίσθηση της μόνιμης λύσης. Ποιος ξέρει, για τους μεσήλικες χωρίς προοπτική της Βόρειας Ιρλανδίας μπορεί να ήταν όντως μόνιμη λύση. Ποιος λέει, άλλωστε, ότι η άρνηση για την πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι διαρκής; Τα νέα για αυτόν θαρρείς πως έκαναν το Μπέλφαστ να χαίρεται, το Μπέλφαστ να υποφέρει, τους ανθρώπους του να μαζεύουν τα δάκρυά του. Ολόκληρος ο μηχανισμός, από τα σπλάχνα του οποίου βγήκε, με την ανθρώπινη βοήθεια για μπόνους βέβαια, υπέφερε. Η Άντζελα έβλεπε τον Τζορτζ να γίνεται Τζόρτζι στην πατρίδα του. Καταλάβαινε για ποιο λόγο είχε παρασυρθεί και εκείνη, ίσως και να καταλάβαινε, έτσι, τα προβλήματα του γάμου τους, που προέκυπταν από το γεγονός ότι δεν ήταν δυνατόν να μην έχει σηκωμένο συνεχώς το δικό του μπαϊράκι.
Ο κόσμος τον αγαπούσε. Εκείνοι οι σώφρονες, που έγραφαν και έλεγαν ότι δεν προσέχει και ότι η ζωή που κάνει έχει συνέπειες, αυτοί που μεμψιμοιρούσαν ότι το ποδόσφαιρο έχανε τα καλύτερα χρόνια ενός πραγματικά σπουδαίου ποδοσφαιριστή, ήταν σαν σκαντζόχοιρος στο βυθό, που προσπαθεί να συνεννοηθεί με όρκα. Η όρκα είναι δελφίνι, το είδε στο ντοκιμαντέρ, όταν έφτασε στο Νιούκαστλ εκείνο το βράδυ του 1986. Η Θάτσερ σε δύο σελίδες του περιοδικού που ξεφύλλιζε, ένα άγνωστο μοντέλο στην page 3 και εκείνο το σταυρόλεξο στην προτελευταία. Βορειοϊρλανδός ποδοσφαιριστής, τέσσερα γράμματα. Πρώτα εκείνη τη σελίδα έσκισε και μετά πέταξε το περιοδικό μέσα στη μέση του δρόμου. Στην καρέκλα του νοσοκομείου μειδίασε. Αν το είχε κάνει τώρα αυτό, θα την έκλειναν μέσα. Στο Μπέλφαστ, όμως, πρέπει να επιτρέπεται ακόμα. Εκτός αν το πετάξεις μπροστά σε αστυνομικό τμήμα. Τότε παίζεται.
Η Άντζι ντρέπεται. Είναι έξω από ένα δωμάτιο νοσοκομείου κάποιου που, ας το δούμε ρεαλιστικά, ακόμα και αν επιβιώσει ξανά δεν πρόκειται να απαλλαγεί από αυτόν το βραχνά. Πιο ευάλωτος χαρακτήρας από τζιτζικιού το χειμώνα. Και εκείνη θα ήθελε να βρίσκεται σε μία παμπ και να πίνει την πιο μεγάλη Γκίνες που υπάρχει. Μία Γκίνες για το βιβλίο Γκίνες. Τι την έπιασε την αρσενική πλευρά της και εξανίσταται τώρα, που ο πρώην της είναι βαριά άρρωστος, δε διατίθεται να καταλάβει. Βλέπει τα δάχτυλά της μέσα στην ψυχή της, να προσπαθούν να διώξουν αυτήν τη σκέψη και ο ζύθος συνεχώς επιστρέφει, όλο και πιο αφρώδης. Δεν μπορεί να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκε σε αυτήν τη θέση. Ίσως να φταίει το Μπέλφαστ. Το Μπέλφαστ μυρίζει αλκοόλ. Την πρώτη φορά που βρέθηκε εκεί με το σύζυγό της, το Μπέλφαστ μύριζε ντρίμπλα. Την τελευταία φορά, η ναφθαλίνη είχε απλωθεί σε κάθε γραμμάριο σπρέι που προσευχόταν για τη ζωή του αντρός, στους ετοιμόρροπους τοίχους. Το Μπέλφαστ μύριζε θρησκευτική ανασφάλεια.
Κάποιες φορές της ήταν τόσο ξένο ότι ο Μπεστ έπαιζε ποδόσφαιρο. Ήταν εκείνες που σηκωνόταν για να πάει στην προπόνηση. Ήταν κάτι σπάνιο. Τις πρώτες φορές που πήγαινε στην προπόνηση ένιωθε ανακούφιση. Υπήρχε η πιθανότητα να επιστρέψει κουρασμένος και να μην πιει. Όμως αυτό δεν γινόταν. Τα τελευταία χρόνια του γάμου τους, που ήταν, ας το ομολογήσουμε, τα πρώτα, ξυπνούσε τη νύχτα και έψαχνε το ουίσκι σαν παχύσαρκος που κατευθύνεται προς το ψυγείο. Οι προπονήσεις δεν είχαν νόημα. Στην αρχή είχε τουλάχιστον λίγο εγωισμό. Αν του έκλεβαν την μπάλα στην προπόνηση πήγαινε και την επόμενη μέρα, για να αποδείξει ότι η προηγουμένη ήταν εξαίρεση. Μετά τα παράτησε. Ήταν συνολικά αστείο ότι υπήρχε ποδόσφαιρο στην Καλιφόρνια. Πώς μπορείς να ζητάς από ένα ανώριμο αγόρι να συγκεντρώνεται στη δουλειά του σε αυτήν την πολιτεία; Ο άνθρωπος έβλεπε το λόφο του Χόλιγουντ και φανταζόταν να σκαρφαλώνει στα γράμματά του σαν τον Έρολ Φλιν. Αν τους ένοιαζε λίγο, θα αναρωτιόντουσαν για το χαρακτήρα του. Αλλά δεν υπήρχε ερώτημα στα αλήθεια. Δεν ήταν κατηχητικό, ούτε εκκλησία. Ήταν επιχείρηση, που ο άντρας της τη διαφήμιζε. Να, τον αποκαλεί άντρα της τώρα. Δεν πάει στο καλό! Ας μη χάνουμε την ώρα μας με επιρρήματα. Ας εννοούνται. Εξάλλου, δεν ήταν ποτέ καμίας.
***
Πιο συχνά από ποτέ, ο Τζορτζ Μπεστ σκεφτόταν το γερο-Ματ. Του έλειπε. Δεν ήταν από εκείνους που είχαν εκτιμήσει στο πραγματικό μέγεθός της την τραγωδία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 1958. Ήταν μόλις 12 και οι γονείς του ήθελαν απελπισμένα να φάει, ό,τι είχε τέλος πάντων, για να βάλει κάνα κιλό. Δεν ήταν πολλά, αλλά ο Τζόρτζι έτσι κι αλλιώς δεν ήθελε να τρώει. Ήθελε να παίζει μπάλα. Ο μπαμπάς του τον κοίταζε από το ‘Crown Liquor’ να παίζει. Πήγαινε εκεί στις 6 το απόγευμα και στις 9 έφευγαν μαζί. Μύριζε μπύρα, τις περισσότερες φορές βρωμούσε και μετά μοσχοβολούσε. Στα 10 του ο ‘Τζόρντι’ είχε αποφασίσει ότι ήθελε να φύγει από το σπίτι, ότι δεν θα πήγαινε στο ‘Crown Liquor’ ποτέ, όταν μεγάλωνε. Στα 10 ο Μπεστ άκουγε στο ραδιόφωνο για τον Ντάνκαν Έντουαρντς. Άκουγε για μία ομάδα που έπαιζαν έφηβοι. Αυτό εξαρχής τον κέρδιζε. Στα όνειρά του κατακτούσε το Κύπελλο Πρωταθλητριών με παιδιά της ηλικίας του. Ο Μπάσμπι ήταν ο πρώτος που το έκανε αυτό. Αλλά όταν ο θάνατος θέρισε τη Γιουνάιτεντ στο Μόναχο, δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς τι συνέβαινε. Ο μπαμπάς του και η μαμά του μιλούσαν ψιθυριστά για αυτό. Αν ο θάνατος ήταν λόγος για να λείπουν οι περισσότεροι παίκτες από τον ημιτελικό με τη Ρεάλ Μαδρίτης, δεν τον ήθελε.
Όταν γνώρισε τον Ματ, φτάνοντας στον Σκύλο, ήταν σαν να γνώρισε τον Θεό. Μετά οι ρόλοι θα αντιστρέφονταν, για την ακρίβεια θα γινόταν αυτός ο θεός και δεν θα άφηνε τη θέση του σε κάποιον άλλο. Ο Σκωτσέζος, όμως, θα παρέμενε σαν τον Τσόρτσιλ. Το βράδυ της 20ης Ιανουαρίου 1994 γέμισε μία λεκάνη με δάκρυα, όταν ήρθαν τα μαντάτα για το χαμό του. Απλώς δεν θυμάται αν ήπιε πριν κλάψει ή αν έκλαψε πριν πιει. Από τις επιλεγμένες σούρες που θυμόταν, ήταν και εκείνη που έκανε το βράδυ που ο γερο-τράγος παράτησε τον κόσμο. Η μνήμη του, ωστόσο, μπερδευόταν. Εκείνο που θυμόταν σίγουρα, ήταν ένας διάλογος που είχαν κάνει όταν ο Μπάσμπι πήγε και τον είδε στη φυλακή Ford Open, τα Χριστούγεννα του 1984. Ο Μπάσμπι τού ευχήθηκε χαρούμενα Χριστούγεννα και στον ξενερωμένο Ιρλανδό ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, επειδή ακριβώς το εννοούσε. Πάντα άφηνε κάτι να υπάρχει αφατό, κάτι που θα σε έκανε διατεθειμένο να ψάξεις να βρεις τι εννοούσε, αν υπήρχε κάποιο μάθημα. Στην αρχή, με τον ίδιο πιτσιρικά, είχε πλάκα, όχι, όμως, πως θα διατίθετο να αλλάξει τον εαυτό του από νοήματα που ήταν σχεδόν σωκρατικά. Παρ’ όλα αυτά, μια και υπήρχε ο χρόνος εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων, ο Μπεστ τον ρώτησε αυτό στο οποίο ήθελε να του δώσει μία απάντηση πολλά χρόνια. “Γιατί με έκοψες την πρώτη φορά που ήρθα στο Ολντ Τράφορντ; Αφού το ήξερες ότι θα έπαιζα στην ομάδα”.
Ο Μπάσμπι ποτέ δεν απαντούσε κατευθείαν. Πάντα έκανε μία παύση. Πολλοί συμπαίκτες του έλεγαν ότι ήθελε να δημιουργήσει δραματικότητα, να κάνει την απάντησή του να σημαίνει κάτι. Αλλά ο Μπόμπι, όταν του το είχε αναφέρει, έφερε στο φως μία διαφορετική γνώμη. “Αυτό με απασχολούσε. Έτσι, ρώτησα τον Τζάκι, όντας βέβαιος ότι θα συμφωνούσε με την άποψη. Ο Τζάκι πάντα λέει κάτι διαφορετικό. Δε σου κρύβω ότι πάντα ένιωθα ένα αίσθημα ζήλιας σε ό,τι αφορούσε τη σχέση του με τον Μπάσμπι, ότι τον εκτιμούσε περισσότερο από εμένα για την οπτική του στο ποδόσφαιρο. Και, θυμάσαι, έπαιζε στη Λιντς. Όμως εδώ τον είχα”, είπε χωρίς να αλλάξει ένταση στον ήχο και έσφιξε τη γροθιά του. “Παρ’ όλα αυτά, και σε αυτήν την περίπτωση διέφυγε. Δεν το κάνει για να δημιουργήσει οποιουδήποτε είδους δράμα. Αφήνει κάποιο χρονικό διάστημα να περάσει, ακόμα και αν έχει σκεφτεί ακριβώς τι να πει, ώστε τα λόγια του να είναι απαλλαγμένα από ένταση και πάθος. Το κάνει για να δημιουργήσει αρμονία, για να ωθήσει τον ακροατή ή το συζητητή να ακούσει, όχι για να εκτιμήσει την επερχόμενη σοφή κουβέντα, αλλά διότι θεωρεί ότι συνολικά ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν δεν απαντούσαμε κατευθείαν ο ένας στον άλλο. Θα είχε λιγότερες εντάσεις, λιγότερα νεύρα, οπότε δε θα δημιουργούσε το πολεμικό κλίμα που πολλές φορές δημιουργείται στις περιπτώσεις που θέλουμε να απαντάμε όσο πιο γρήγορα γίνεται”. Ο Μπόμπι πήρε μία ανάσα. “Αναγκάστηκα, επειδή δεν αντιλαμβανόμουν το νόημα ακριβώς τη στιγμή που μου απάντησε, να κάνω μία γκριμάτσα περιφρόνησης”. Ο Τζορτζ εξεπλάγη. Αν κάτι δεν έκανε ο Μπόμπι, ήταν γκριμάτσες περιφρόνησης. “Ναι, αλλά είναι ο αδελφός μου. Με τα αδέλφια σου, υποθέτω, έχει πάντα πρωτογενή συμπεριφορά, είναι σαν να απαλλάσσεσαι από το κοινωνικό πέπλο”, χαιρέτισε με ακρίβεια την τηλεπάθεια ο δευτερότοκος στο σπίτι των Τσάρλτον: “Τέλος πάντων, μάλλον είχε δίκιο. Δεν μπορείς να αφήνεις αυτό που σκέφτεσαι να παγιώνεται, ειδικά αν δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Ο Ματ δεν είχε ανάγκη να πουλήσει δράμα. Ό,τι μας έλεγε κάναμε”.
Ο Τζόρτζι βρέθηκε μπροστά σε εκείνη την παύση. Μπορεί να ήταν στη φυλακή, μπορεί η κατάσταση να επέτασσε ταχύτητα, αλλά μπροστά του είχε το Σκωτσέζο Γκάντι. Ο κερατάς ποτέ δεν άφηνε τις περιστάσεις να του χαλάσουν το όραμα για την ανθρωπότητα. Συν ότι, η ταχύτητα τον έστειλε στα κάτεργα. Αν δεν έτρεχε γρήγορα, έστω και μεθυσμένος, δεν θα τον σταματούσε ο μπάτσος και δεν θα τον έβριζε ο ίδιος, με αποτέλεσμα τη σύλληψή του. -Ήθελα να δω αν θα ξανάρθεις. -Δηλαδή, θα διακινδύνευες την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών; Αν δεν ερχόμουν ξανά, ξέρεις τι θα γινόταν; -Ναι, αναγνωρίζω πολύ καλά. Θα το κατακτούσαμε όπως και να είχε, είτε ήσουν εσύ ή όχι.
Αν ο Τζορτζ έψαχνε λίγο φως στη φυλακή, ο μάλλον πιο σημαντικός άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του δεν θα δύνατο να του το προσφέρει. Αλλά και αυτός δεν θα τον άφηνε έτσι. Στύλωσε τα πόδια και σε μία ένδειξη ασέβειας, την οποία ένιωσε εκείνη τη στιγμή που το έκανε, πλησίασε το πρόσωπό του σε εκείνο του Ματ. -Αποκλείεται να έπαιρνες το Κύπελλο Πρωταθλητριών χωρίς εμένα. Ο Μπάσμπι χαμογέλασε με τρυφερότητα. Κατέστησε σαφές ότι περίμενε τη συγκεκριμένη απόκριση. Απομακρύνθηκε ελαφρώς, τόσο ώστε να δώσει την εντύπωση ότι αυτό που ήθελε ήταν να παρατηρεί το συνομιλητή του και όχι από φόβο, και, χωρίς να αλλάξει ύφος, μίλησε κατά τι πιο χαμηλόφωνα. -Ξέρεις γιατί είσαι εδώ; -Ναι. Οδηγούσα μεθυσμένος και έβρισα αστυνομικό. -Όχι. Είσαι εδώ διότι είσαι μονοδιάστατος. Για την ακρίβεια, δεν είσαι εσύ μονοδιάστατος, αλλά όλη η ζωή σου. Νομίζεις ότι αυτό που συμβαίνει καθορίζει το αποτέλεσμα, αλλά και ότι αυτό που έχει συμβεί έχει καθοριστεί από το αποτέλεσμα. Ξεχνάς να προσθέτεις τους σχηματισμούς που έκαναν τις ικανότητές σου εμφανείς και μπορούσες να τις βγάλεις στο γήπεδο. Νομίζεις ότι θα ήσουν ο ίδιος ποδοσφαιριστής σε όποια ομάδα και να βρισκόσουν. Όμως, δεν θα μπορούσες να κάνεις περισσότερο λάθος. Αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα εξαφανίζονταν ο τρόπος εργασίας, η απόκτηση ηθικής και ζήλου, η ομοιογένεια και η αλληλεγγύη από το περιβάλλον που ούτως ή άλλως υπήρχε. Αν δεν ήσουν εσύ, αυτό που θα άλλαζε θα ήταν ο τρόπος συμπεριφοράς. Η μοναδικότητά σου δεν αφορούσε στη νίκη, αλλά στον τρόπο που αυτή ερχόταν. Οπότε σε περίπτωση που εσύ δεν έπαιζες για την ομάδα, κάποιος άλλος φίλος, που τώρα δεν τον γνωρίζουμε, θα ήταν στη θέση σου. Και μπορεί να ήταν λιγότερο χαρισματικός από σένα, αλλά, να σου πω την αλήθεια, αν μάρκαρε λίγο και αν είχε το μισό ταλέντο σου, μπορεί να παίρναμε πιο εύκολα το κύπελλο. Εσύ έφερνες την ατομική ομορφιά και πρέπει να ομολογήσω ότι ήταν σαγηνευτική, άλλωστε ό,τι ακολούθησε στη βρετανική κουλτούρα βασίστηκε σε αυτή. Όμως, σε ό,τι έχει να κάνει αυστηρά με το Κύπελλο Πρωταθλητριών, θα το κερδίζαμε ούτως ή άλλως.
Ο Μπάσμπι έσφιξε το στόμα. Αυτή η παύση ήταν δραματική, αλλά ειλικρινώς συναισθηματική. “Αγόρι μου, πάνε πολλά χρόνια από τότε που απόλαυσες κάτι. Είσαι μικρός ακόμα και μπορείς να βρεις το δρόμο σου. Χρειάζεται διπλός κόπος, αλλά ο χρόνος που απαιτείται είναι λιγότερος από αυτόν που θα έχεις για να ξαναβιώσεις έμμετρα τις απολαύσεις. Προς το παρόν. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα κατάλαβα ότι όταν γεννήθηκες απέναντί σου τα αστέρια έδειχναν τα συστατικά του μεγαλείου, μόνο όμως εκείνου που πηγαίνει χέρι χέρι με την καταστροφή. Δεν είσαι καν 40, όμως, και αν και μόλις γύρισε η κλεψύδρα, μπορείς άνετα να την αντιστρέψεις. Αν δεν μπορείς να ψηλώσει το εγώ σου, ώστε να μείνει ανεπηρέαστο από τη ματαιοδοξία σου, χαμήλωσέ το”.
Τι ήταν αυτό το υγρό που μαζεύτηκε στις άκρες των ματιών; Ο Μπεστ έμενε ασυγκίνητος όταν τα κορίτσια έκλαιγαν με λυγμούς, λυγμούς ικετευτικούς για να μην τα αφήσει, και τώρα οι διάφανοι γυρίνοι λίγο έλειπε να γίνουν αληθινές σταγόνες, που θα έπεφταν κάτω. Χαμήλωσε το κεφάλι. Ο Μπάσμπι θα τον καταλάβαινε, αλλά δεν θα τον έβλεπε. Ας είναι. Καλύτερα κάποιος να είναι 99% σίγουρος, παρά 100%.
“Έπρεπε να τα αφήσουν να κυλήσουν στο πάτωμα της φυλακής, έπρεπε να τα αφήσω”. Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2005, νοσοκομείο ‘Κρόμγουελ’. Στα 59 του, αυτό που θρηνούσε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κάθε δευτερόλεπτο και πιο αδύναμος, ήταν τα χαμένα δάκρυα. Τα δάκρυα που δεν γεννήθηκαν. Τα δάκρυα που αποβλήθηκαν από την κοιλιά των ματιών του και δεν βγήκαν ποτέ από τη μήτρα τους.
***
Πόσες φορές τον είχαν σταματήσει οι μπάτσοι, όπου κι αν ήταν, ποια πράγματα του συνέβαιναν ενώ ήταν νηφάλιος ή υπό την επήρεια, τόσα κενά μνήμης και τόσες αναμνήσεις ανακατεμένες. Να ήταν κι άλλη η Χρυσή Μπάλα που πούλησε πριν από δύο χρόνια. Ποιος ξέρει πότε άρχισαν να πηγαίνουν όλα λάθος, δεν μπορούσε να απαντήσει σε εκείνη την ερώτηση που του έκανε ο σερβιτόρος του ξενοδοχείου, βρισκόντάς τον σε ένα δωμάτιο, άχρωμο του μοιάζει τώρα, με άλλη μία αιθέρια ύπαρξη την οποία σίγουρα δεν θυμόταν. Δεν έκανε καν τον κόπο να αφήσει τις φανέλες του σε κάποιον, ο Κάλουμ ίσως τις έπαιρνε. Η Άλεξ δεν ήταν καν εκεί κοντά. Η σκύλα. Δεν έχει περάσει χρόνος από τότε που είχαν χωρίσει και ενώ το ήξερε ο ίδιος πως τον χρησιμοποιούσε για να γίνει διάσημη, το έκανε τόσο ξεκάθαρο. Τουλάχιστον δεν ήταν υποκρίτρια. Η Άντζι ήταν μπερδεμένη. Και ο Κάλουμ, ακόμα περισσότερο.
Αλλά ήταν οι δυο τους που πάλευαν απέναντι στη σαγήνη ενός ποτηριού μπύρας, που κλασικά σερβίρεται με ένα σφηνάκι ουίσκι. Με το στόμα ξερό, ο Τζόρτζι έκανε μία απόπειρα να γυρίσει πλάγια για να κοιμηθεί, όπως στην παιδική ηλικία του, στο Κρέγκαφ. Δεν έπιανε πολύ χώρο τότε και ένιωθε ελαφρύς, σαν πούπουλο. Αυτήν τη στιγμή χρειάζεται κλαρκ για να μετακινηθεί. Έφυγαν όλοι, σκέφτηκε. Ας είναι, όλοι μας πεθαίνουμε μόνοι.
Ό,τι ακούστηκε, στα αυτιά του και μόνο, εκείνη τη στιγμή, μέσα στο σκοτάδι, μέσα στο τελευταίο σκοτάδι που έζησε ποτέ, ήταν η μελωδία του ‘Belfast boy’. Περίμενε μέχρι το δεύτερο ρεφρέν, μέχρι να ακούσει το Georgie, Georgie, you are the Belfast joy, και έπειτα το τελευταίο προπύργιο της ενέργειάς του έπεσε πάνω σε ένα σύννεφο βύνης.
Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε θρήνος και οδυρμός. Υπήρχε μόνο γλυκιά μοναξιά. Αποχαιρετώντας τον κόσμο, για το Κάτι Άλλο ή για το Τίποτα, ο Τζορτζ Μπεστ δεν βρυχήθηκε προς την έξοδο, αλλά την προσπέρασε κυρτός, συμπυκνώνοντας την ταπεινότητα η έλλειψη της οποίας του κόστισε τη ζωή, αλλά έκανε ορδές ανθρώπων, φιλάθλων, κοριτσιών, χωριατών που μπορούσαν να κάνουν τις πιο γνώριμες λέξεις ακατανόητες, να τον λατρέψουν σαν τον πιο γήινο θεό που πέρασε ποτέ από τον κόσμο. Σαν τον πιο θνητό θεό που πάτησε ποτέ χώμα.
(κεντρική φωτογραφία: AP Photo/Marty Lederhandler)