LONGREADS

Mike Jameson, ο μποξέρ που έτρωγε το ξύλο της αρκούδας

Η περίεργη περίπτωση ενός Ιρλανδού πυγμάχου και όσα μπορούμε να μάθουμε από αυτήν.

Πριν το προκείμενο, το παρακείμενο. Ένα βίντεο, δηλαδή, που τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό είναι δυνατόν να κάνει καλή εισαγωγή στο θέμα. Ίσως και όχι, παρ’ όλα αυτά αξίζει τον κόπο να μείνει τουλάχιστον εδώ.

 

Ο Shaquille O’Neal δεν καρφώνει απλώς στα μούτρα του Chris Dudley, τον ρίχνει κάτω μετά την προσπάθεια του δεύτερου να πιαστεί από πάνω του με το ευγενές κίνητρο να μην υπάρξει ατύχημα, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και, για τον αντίπαλό του. Είναι ένα αισθητικό ισοδύναμο της κίνησης με την εξωτερική πλευρά του χεριού για να διώξεις ένα κουνούπι από το πέτο σου. Είναι η εξομοίωση του Σούπερμαν, αν ο Σούπερμαν ήταν διαβολικός και έριχνε φάπες επίτηδες, για να δει πόσο μακριά θα πάνε οι οχτροί και όχι, σόρι, ο σπασίκλας Κλαρκ Κεντ. Το έτος του παιχνιδιού αυτής της φάσης είναι το 1999, ένα έτος που οι Knicks έφθασαν σε τελικό NBA και οι San Antonio Spurs έκαναν μια χόρτα τους Lakers, με Tim Duncan και David Robinson να κυριαρχούν στη ρακέτα. Είναι ένα από τα 50 ματς της κανονικής σεζόν, της κουτσουρεμένης, του ΝΒΑ, εξαιτίας του λοκάουτ.

Το να καρφώσει ο Shaquille στα μούτρα κάποιου ουδόλως αποτελούσε είδηση, καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Ακόμα και στα γεράματα, όταν πρώτα ήταν ράπερ και μετά αθλητής, πού και πού επιχειρούσε να κουνήσει την μπασκέτα, έτσι, για το φιλοθεάμον κοινό. Όμως στην περίπτωση του Dudley τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο σέντερ των Knicks έχει φάτσα πατέρα, μοιάζει να γεννήθηκε πατέρας, από αυτούς που παίρνουν τα τρία παιδιά και τη σύζυγο με το βανάκι το Σαββατοκύριακο και τους πάνε εκδρομή και, όταν τα παιδιά ζητάνε παγωτό, τους λέει, “κοιτάξτε τα μέρη που περνάμε, είναι φανταστικά. Αααχ, αυτό είναι η ζωή”. Όταν σηκώθηκε μετά το κάρφωμα, ήταν εξοργισμένος και πήρε την μπάλα πετώντας τη με ορμή πάνω στον Shaquille. Με ένα πρόσωπο αλλοιωμένο από θυμό, που είναι το δεύτερο πιο ήρεμο πρόσωπο που έχει ο Jack Nicholson, όταν είναι πραγματικά γαλήνιος, ο Dudley εξαπέλυσε τον κλασικό fu μύδρο προς τον πιο ισχυρό αντίπαλό του.

Είχε δίκιο: είναι άλλο να καρφώνει το τελευταίο απόλυτο θηρίο του μπάσκετ στη μάπα του και άλλο να τον ρίχνει κάτω σπρώχνοντάς τον, σε στυλ ‘φύγε από μπροστά μου μυρμηγκάκι’ Μικρού Μήτσου.

Μία τέτοια στιγμή μπορεί να έρθει σε αντιστοιχία μόνο με ό,τι μπορεί να συμβεί μία οποιαδήποτε μέρα και κάθε λεπτό στα ρινγκ όλου του κόσμου. Στην πυγμαχία, εκεί που το ρεζιλίκι είναι μία αναπόφευκτη πραγματικότητα. Ο Chris Dudley δεν έχει ρεζιλευτεί συχνά στην καριέρα του και δεν υπάρχει λόγος να αισθάνεται άσχημα, σχεδόν ούτε για αυτή τη φάση, αν το παρατηρήσει κάποιος στην ηθική μορφή του. Στην πυγμαχία υπάρχουν σκισμένα μάτια, χέρια που κουνιούνται ανήμπορα να αντιδράσουν σαν καρικατούρα, βλέμματα που περιμένουν τις μπουνιές.

Αν ένα αγωνιστικό λεπτό μπάσκετ είναι απλώς ένα κανονικό λεπτό, το οποίο περνάει λίγο πιο αργά από το λεπτό που είσαι καθισμένος στην καρέκλα σου, στην πυγμαχία ο χρόνος μετράει τελείως διαφορετικά. Όσοι είναι οι γύροι στους οποίους πρόκειται να αγωνιστείς, τόσοι είναι και οι αγώνες. Το ένα λεπτό είναι το ένα τρίτο ενός αγώνα και η σημασία του στη χρονική μέτρηση καθίσταται διαφορετική.

‘Irish Mike’

(AP Photo/Walt Zeboski)

Τα σπορ είναι για όλους. Στην πραγματικότητα, μπορείς να κάνεις ό,τι δεν προσβάλλει τους νόμους, δηλαδή να τραγουδάς και να χορεύεις μέσα στον κόσμο, ακόμα και αν η φωνή σου πάει πιο δεξιά και από το σουτ του Roberto Carlos στο 1-1 της Βραζιλίας με τη Γαλλία στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 1997, ακόμα και αν η μόνη ομοιότητά σου με τον Mikhail Baryshnikov* είναι δύο όμοια σύμφωνα και ισάριθμα όμοια φωνήεντα στο επώνυμό σας.

*γρήγορη πληροφορία: Στις 27 Ιανουαρίου ο Baryshnikov κλείνει τα 70 χρόνια ζωής, ωστόσο από τις 10 έως τις 13 Ιουλίου θα είναι στην Αθήνα για το Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, ώστε να παίξει σε μία παράσταση τον τρελό χορευτή Vaslav Nijinsky. Μαζί του θα είναι και ο σπουδαίος Robert Wilson. Δεν είναι ανάγκη, αν ντρέπεστε, να πείτε ότι θέλετε να πάτε, απλώς κλείστε συνωμοτικά το μάτι.

Αν και μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει, αυτό δε σημαίνει ότι συνάδει με την κλίση σου. Αν είσαι τυχερός και, μαζί, είσαι αυστηρός, τότε μπορεί να ταιριάζουν και να γίνεις πραγματικά σημαντικός στον τομέα σου. Αλλά δεν είναι ο μόνος τρόπος. Θα μπορούσε να αποτελεί μία δίοδο για να βγάλεις χρήματα και, ακόμα και αν δεν το λατρεύεις, να έχεις πεινάσει τόσο που να το κάνεις με επαγγελματισμό. Κάποιες άλλες φορές θα μπορούσε να σε εξυπηρετούν οι χρονικές τομές και, παρά το γεγονός ότι δεν έχεις ταλέντο, θα γινόταν, αν ήσουν αυστηρός και σχολαστικός, να βρεις το δρόμο σου προς τον επαγγελματικό κόσμο. Και κάποιες άλλες φορές, απλώς δεν γίνεται να τα καταφέρεις. Είναι κρίμα, γιατί νιώθεις όμορφα με αυτό που κάνεις, σε γεμίζει, θαυμάζεις τους κορυφαίους του είδους του και πάλι απλώς δεν γίνεται. Έτσι είναι η ζωή.

Η αληθινή ερώτηση είναι: πότε σταματάς;

Για την ακρίβεια, η αληθινή ερώτηση είναι: Σταματάς;

Στον Ιρλανδό Mike Jameson, ας πούμε, άρεσε η πυγμαχία. Ο τύπος είναι αυτό που θα αποκαλούσαμε ‘ταβερνιάρης’. Στις 24 Ιανουαρίου του 1986, η παρουσία του στο Trump Plaza Hotel του New Jersey, στην Atlantic City, έσωσε τους διοργανωτές από μία αναβολή. Ο αντίπαλος του Mike Tyson, που θεωρούνταν το επόμενο μεγάλο όνομα στην πυγμαχία, δεν μπορούσε να συμμετάσχει, ο Jameson βρισκόταν εκεί, έβαλε τα γάντια του, μπήκε στο ρινγκ και πάλεψε για πέντε γύρους με τον Tyson, που δεν είχε κλείσει ακόμα τα 20 χρόνια και είχε ήδη δώσει 16 επαγγελματικούς αγώνες, οι οποίοι εξαρχής δεν κρατούσαν πολύ.

Ο Jameson έφαγε το ξύλο της αρκούδας, μία φράση που θα μπορούσε να παρουσιαστεί και ως κυριολεκτική και στον πέμπτο γύρο ο Tyson τον έριξε κάτω. Ο Ιρλανδός σηκώθηκε, ο διαιτητής τον ρώτησε αν ήταν εντάξει και δεν πείστηκε από την απάντησή του, χρίζοντας νικητή τον ‘Iron Mike’, που σχεδόν 10 μήνες μετά, στις 22 Νοεμβρίου 1986, θα νικούσε τον Trevor Berbick για να γίνει ο νεότερος παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών στην ιστορία, ένα ρεκόρ που κρατάει ως και τις μέρες μας. Ο Mike Jameson φέρεται να δυσανασχέτησε με την απόφαση του διαιτητή.

Οι σκλαβωμένες χώρες αναπτύσσουν έντονα το στοιχείο του αυτοσαρκασμού και η Ιρλανδία ήταν μία σκλαβωμένη χώρα. Ο Jameson, ένας πυγμάχος που είχε θέληση και πείσμα και αυταπάρνηση μεγαλύτερη από εκείνη ενός πρωταθλητή, είχε παρατσούκλι ‘Irish Mike’. Σε αυτό, το ειρωνικό στοιχείο ξεχείλιζε. Κοκκινομάλλης, κοκκινοτρίχης, ένας αθλητής που έμοιαζε σχεδόν αγύμναστος, ένιωθες ότι αναβίωσε, αν και με διαφορετικό σωματικό σχηματισμό, την εκπληκτική σκηνή του Charlie Chaplin στα Φώτα της Πόλης.

 

Σε τέτοιες περιπτώσεις, το μόνο που θα μπορούσες να ρωτήσεις το εξαρχής βέβαιο θύμα είναι το εξής απλό; “Γιατί βρέθηκες εκεί; Δεν θα μπορούσες να το αποφύγεις;”. Το θύμα, πειραγμένο ίσως που δεν καταλαβαίνεις, θα ήταν δόκιμο να σου απαντήσει εξίσου απλά: “Γιατί έτσι ήθελα”. Για τον Mike Jameson, όμως, αυτός ο αγώνας με τον Mike Tyson δεν ήταν ο μόνος ανάμεσά τους. Οι δυο τους δεν αγωνίστηκαν μόνο στο New Jersey. Δεν ήταν κατάσταση ‘μία και έξω’, στην οποία ο Ιρλανδός έφαγε τα μπουκέτα του και μετά μην τον είδατε τον Παναή. Ο Jameson με τον Tyson, όσο κι αν μοιάζει περίεργο, συνεργάζονταν για αρκετό καιρό. Στην αθέατη και πιο σκληρή πλευρά του μποξ. Εκεί που ο προπονητής βάζει φιτιλιές στους αθλητές του και χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα ως καύσιμο.

Προσβολές που ξεμυτούν από το βάθος της ανθρώπινης κακίας. Χαρακτηρισμούς που δεν υποδηλώνουν μόνο ότι ο αποδέκτης είναι βλάκας, αλλά και πάσχει από σωματική ανικανότητα. Στο σπάρινγκ. Όταν μπαίνεις στο ρινγκ για να προπονηθείς με κάποιον και δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει, ειδικά αν μπαίνεις για να προπονηθείς με έναν πυγμάχο ανώτερο και πιο έμπειρο από σένα. Μόλις τελειώνει η διαδικασία έχεις βιώσει ήδη έναν εφιάλτη και υπάρχουν ώρες της μέρας που μένουν ώστε να εδραιωθεί μέσα σου αυτό το ενοχλητικό συναίσθημα που κάθε φίλαθλος νιώθει όταν τυχαίνει να παρακολουθεί πυγμαχία. Το κατ’ εξοχήν άθλημα που είναι εξαίρεση να σε ενθουσιάζει κάτι χωρίς να σε ενοχλεί. Ακόμα και αν ξέρεις, παραδείγματος χάρη, ότι ο Muhammad Ali έχει βγάλει νοκ άουτ τον George Foreman σε έναν από τους πέντε πιο θρυλικούς αγώνες της ιστορίας, στην Κινσάσα Ζαΐρ, στις 30 Οκτωβρίου του 1974, τα σχεδόν 20 αγωνιστικά λεπτά στα οποία αυτό το απίστευτο θηρίο γρονθοκοπεί τον Ali, έστω και αν οι γροθιές του προοδευτικά χάνουν τη δύναμή τους, καθίστανται εξαιρετικά δυσάρεστα: το αίσθημα ότι κάθεσαι κάπου και βλέπεις ένα θέαμα χωρίς να θέλεις, αλλά δεν μπορείς να σηκωθείς από την καρέκλα σου.

Ο Mike Jameson ήταν παρτενέρ του Mike Tyson πριν ο δεύτερος γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής και ένα από τα πλέον ιντριγκαδόρικα πρόσωπα του αθλητισμού. Πήγε την πρώτη μέρα, έφαγε και των γονέων και μετά, τουλάχιστον αυτό αναφέρεται, ξαναπήγαινε συναπτά, μέχρι ο αντίπαλός του να τον βαρεθεί. Τα σπάρινγκ μπορεί να μην είναι μόνο τρία λεπτά, παραδείγματος χάρη τα σπάρινγκ του Floyd Mayweather δεν έχουν αντίστροφη μέτρηση στο χρονόμετρο, παρά το ρολόι μετράει από το 1 έως όπου να καταλήξει, ενώ τόσο ο ‘Money’ όσο και οι επίδοξοι πυγμάχοι δεν κρατούν το στόμα τους κλειστό καθ’ όλη τη διάρκεια των αγώνων. Το κοντινότερο σε επιβίωση, δηλαδή, σε σχέση με έναν αγώνα και μάλιστα στη σχολή κάποιου που, στις ελαφρύτερες κατηγορίες, έχει 49 νίκες σε ισάριθμους αγώνες που έχει δώσει, ένα ρεκόρ τρομακτικό, που συγκρίνεται μόνο με του Ιταλοαμερικανού Rocco Francis Marchegianno, δηλαδή του διάσημου Rocky Marciano, ο οποίος έδωσε ακριβώς τους ίδιους αγώνες αλλά πέτυχε περισσότερα νοκ άουτ από τον Floyd (43 έναντι 26) και σκοτώθηκε, ο δύσμοιρος, σε αεροπορικό δυστύχημα μία μέρα πριν τα 46α γενέθλιά του.

 

Ποια ήταν η παρακίνηση; Τι προσέφερε στον Jameson το να πηγαίνει κάθε μέρα, επιβεβαιώνοντας το ιρλανδικό πείσμα και να δέχεται, φορώντας την κάσκα του έστω, χτυπήματα από κάποιον που η φυσική δύναμη των χεριών και του κορμιού του, από εκεί, δηλαδή, που βγαίνουν οι γροθιές, είναι αξιομνημόνευτη; Γιατί πήγαινε κάθε μέρα;

Δεν φαίνεται ότι υπάρχουν στοιχεία που να δίνουν την απάντηση. Ίσως ήταν κάποιο χαρτζιλίκι, αν και πρέπει να αμφιβάλλουμε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά ότι αυτός ήταν ο λόγος. Τώρα που το σκέφτομαι ξανά, στον Jameson δεν ήταν απαραίτητο να άρεσε η πυγμαχία. Μπορεί να μην ήθελε καν να βρίσκεται εκεί, αλλά να προτιμούσε μία μαύρη Guiness καλύτερα. Αλλά να έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Δεν ήταν ότι έδιναν ραντεβού, αλλά ότι ο ίδιος πήγαινε κάθε μέρα, σαν ένα παιδί που πηγαίνει σε ανοιχτά γήπεδα για να παίξει μπάσκετ και περιμένει να μαζευτεί μονός αριθμός παικτών, ώστε να κληθεί. Ο Jameson πήγαινε εκεί ενδεχομένως επειδή ήταν επίμονος, επειδή δεν ήθελε να παραιτηθεί. Πήγαινε εκεί για να μειώσει τη ζημιά. Προκαλούσε τον εαυτό του να αποδεχθεί ότι η αξιοπρέπειά του ως ανθρώπινου όντος δεν είχε σχέση με τον εγωισμό του.

Ο Mike Jameson τελείωσε την καριέρα του έχοντας 31 ματς και 15 νίκες. Τέσσερις φορές έριξε τον αντίπαλο κάτω οριστικά και άλλες τόσες έπεσε ο ίδιος. Αρνητικό ρεκόρ, δηλαδή. Δεν υπάρχει στη Wikipedia και όλες οι αναφορές γίνονται στην ιστοσελίδα boxrec. Δεν διεκδικεί δάφνες. Γεννημένος το 1954, δεν ξέρουμε καν αν ζει.

Όμως, πήγαινε κάθε μέρα. Κάθε μέρα σε κάτι που είναι βέβαιο ότι δεν του έδινε ικανοποίηση, εκτός αν δεν έτρωγε πολλές. Αυτό εξαρτιόταν περισσότερο από τον αντίπαλό του. Και αυτό ίσως αποτελεί ένα μάθημα. Ότι η επιμονή δεν ισχύει μόνο σε ό,τι έχει να κάνει με την προηγμένη ικανότητα. Ότι στέκεται πάνω από τη χλεύη και τις προσβολές, χωρίς να έχει καν κάποιο στόχο να πετύχει, πέρα ίσως από το να γίνει λίγο καλύτερος σε αυτό που κάνει, σε αυτό που έχει επιλέξει, χωρίς να είναι σίγουρος ότι έγινε πραγματικά καλός.

(AP Photo/Walt Zeboski)

Ο Mike Tyson δεν έχει προσβάλλει ποτέ τον Mike Jameson. Δεν έχει αναφερθεί σε αυτόν, βεβαίως, αλλά προτιμώ να σκέφτομαι πως ο σεβασμός τον έχει οδηγήσει σε αυτό το σημείο. Προτιμώ να θεωρώ ότι εκτιμάς, αν όχι πολύ περισσότερο, αν όχι το ίδιο, πάντως όχι πολύ λιγότερο, κάποιον που δεν έχει το θείο χάρισμα αλλά βρίσκεται εκεί, κάθε μέρα, για να παλεύει κόντρα σε αντιξοότητες που αποκλείεται να υπερκεράσει. Χωρίς να ξέρει- όπως ουδείς εξ ημών- αν όντως έχει κάποιο όφελος, το ελάχιστο, έστω και ετεροχρονισμένα, να βρίσκεται εκεί.

Συν τοις άλλοις, στο τέλος της αξιομνημόνευτης καριέρας του, o Mike Tyson τη… βρήκε από Ιρλανδό. Τον Kevin McBride. Έναν τύπο που στις 11 Ιουνίου 2006 τον νίκησε. Έναν άσημο πυγμάχο, ο οποίος έπειτα έχασε τους 7 από τους 9 αγώνες που έδωσε. O McBride μπορεί και να πήρε ετεροχρονισμένη εκδίκηση για λογαριασμό του μυστακιοφόρου Jameson, πάντως ο Tyson, μετά από εκείνο τον αγώνα, δεν μπήκε σε ρινγκ επισήμως. Ποτέ ξανά.

(κεντρική φωτογραφία: AP Photo/Walt Zeboski)