Μονομαχία στο Ελ Φρόιντ – Ένας άντρας απέναντι στην ψυχολόγο του
- 23 ΑΠΡ 2012
Ιδρωμένες παλάμες, νευρικότητα στο δεξί πόδι, ένα σωρό πρόβες για το τι θα πω όταν με ρωτήσει “πες για την παιδική σου ηλικία” (ε, τι, κάποια στιγμή δεν θα το ρωτήσει κι αυτό;), φανταστική προσέγγιση του χώρου (έβαζα στοίχημα ότι στον τοίχο θα κρέμεται κάτι εξπρεσιονιστικό, μια “Κραυγή”, ένας Μουνχ, κάτι) και τα καλά μου. Τα καλά μου είναι ό,τι φοράω συνήθως, μόνο που από πάνω βάζω πουκάμισο.
(Το κείμενο που ακολουθεί είναι βιωματικό, δεν έχει καμία υποβόσκουσα παρότρυνση να πας σε ψυχολόγο, καμία υπόνοια ότι χρειάζεσαι και κανέναν λόγο να το πάρεις πιο σοβαρά απ’ όσο πρέπει. Σημείωση: Μόνο εσύ ξέρεις πόσο πρέπει)
Το ραντεβού κλείστηκε τηλεφωνικά. Δεν γνωρίζω -και το πιθανότερο είναι πως δεν θα μάθω ποτέ- τις διαφορές του να πηγαίνεις σε άντρα αντί σε γυναίκα ψυχολόγο, αλλά ήδη το πρώτο μήνυμα που παίρνεις από τηλεφώνου είναι μια light επίδειξη αυτών των καταραμένων(;) των ισορροπιών. Αυτών που θέτει η θεραπεύτρια με τον τόνο της φωνής της (κάπου εδώ αφήνω το “ψυχολόγος” πίσω, ναι, από τόσο νωρίς, γιατί σκέτα ψυχολόγο είχα γνωρίσει και στο Πανεπιστήμιο ή σε κάποια συνέντευξη για κάποιο θέμα). “Υπερβολές”, θα μου πεις. “Σε πήρε ένα ΤΥΠΙΚΟ τηλέφωνο για να κλείσετε ένα ΤΥΠΙΚΟ ραντεβού, μην το κάνεις και θέμα”. Καλά.
Για τους βιαστικούς που θέλουν να σκρολάρουν προς τα κάτω το κείμενο για τυχόν επιμύθιο, ξεκαθαρίζω από τώρα ότι ο μύθος πως ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος δεν μπορούν να γίνουν κολλητάρια και να πίνουν μπύρες το Σάββατο το βράδυ στην Αβραμιώτου ισχύει. Οι ισορροπίες που μόλις ανέφερα επιτάσσουν μια φιλική συνομιλία (προφανώς και δεν σου μιλάει στον πληθυντικό), συνύπαρξη σε έναν συγκεκριμένο χώρο -αυτόν του θεραπευτή- και με συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο -αυτό που ορίζει ο θεραπευτής.
The pre-Session show
Έχοντας λοιπόν ακούσει μια γυναίκα κοντά στα 45 να μου μιλάει χλιαρά, ούτε ζεστά ούτε κρύα, για τις τεχνικές λεπτομέρειες του πρώτου μας ραντεβού, τα δεδομένα στο κεφάλι μου ήταν τρία. Η μέρα, η ώρα και το μέρος. Μέχρι να μηδενίσει η αντίστροφη μέτρηση για την πρώτη επαφή, οι εικασίες ήταν επίσης τρεις. Χιλιάδες. Επειδή θεωρώ ότι οι εικασίες είναι ένα από τα πιο άχρηστα χόμπι που επινοήθηκαν και αγαπήθηκαν από τις μάζες, προχωράω κατευθείαν σε κάτι που θα ονόμαζα ψητό -αν μιλούσα για κάτι λιγότερο βαθύ.
Ο λόγος που ξεκίνησα την θεραπεία και τις τετ-α-τετ συναντήσεις με την ψυχολόγο εντάσσεται στο πλαίσιο ενός γενικότερου προγράμματος θεραπείας. Δεν πήγα για να τιμήσω το οποιοδήποτε trend.
Με την ασφάλεια ότι και οι δύο γνωρίζουμε τα βαθύτερα αίτια της συνάντησής μας, είχα κατ’ αρχήν το μαξιλαράκι της ανάγκης. “Στην χειρότερη”, σκεφτόμουν, “θα πας, θα μιλήσεις για το πρόβλημά σου και θα γυρίσεις πίσω ανακουφισμένος”.
Μπαίνοντας στο ασανσέρ και πατώντας το 3, έβλεπα ότι μαζί με την εσωτερική ξύλινη πόρτα που έκλεινε μέσα από τη σιδερένια (ακαταλαβίστικη εσωτερική ασφάλεια ή αποτυχημένη ντιζαϊνάτη απόπειρα;), έκλεινε και μεγάλο κομμάτι της πρότερης αντίληψης για τον εαυτό μου.
Με μια μορφή-φυσική συνέχεια της φωνής που είχα ακούσει στο τηλέφωνο, η θεραπεύτρια με υποδέχτηκε με μια φιλική, clean χειραψία χωρίς πολλά-πολλά και μου σύστησε να περάσω στο δωμάτιο και να την περιμένω. Κοντά στα 45, με το “ψυχολόγος” να έρχεται άκοπα στο μυαλό αν σου ζητούσε κάποιος να μαντέψεις 3 επαγγέλματα που μπορεί να κάνει, και με φιζίκ που θα μπορούσε να καλμάρει ακόμη και κάποιον που αποχωρεί τιλταρισμένος κι άφραγκος από το καζίνο.
Inside Game
Το “δωμάτιο” ήταν ένας μικρός χώρος με δύο καρέκλες τη μία απέναντι στην άλλη, ένα φωτιστικό στον τοίχο, αχρείαστο για την ώρα, έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, αχρείαστο γενικότερα, και τόση ησυχία όση αρκεί για να ρουφήξει κάθε τι που δεν θα ήθελες να βγεις έξω από αυτούς τους τέσσερις τοίχους.
Νομίζω πως κάθισα στην καρέκλα μου με 5-6 διαφορετικούς τρόπους μέχρι να έρθει κι εκείνη στο δωμάτιο. Δοκίμασα την κλασική μου στάση με τα πόδια πολύ απλωμένα μπροστά και το κεφάλι να εξέχει ίσα ίσα από την πλάτη της καρέκλας, αλλά αμέσως μου φάνηκε πολύ χαλαρό για ένα τέτοιο πρώτο ραντεβού.
Αφού κατέληξα σε μια πιο ενδιάμεση στάση σώματος, άρχισα να σκέφτομαι τι θα κάνω με τα χέρια μου. Το αγαπημένο μου “σταυρωμένα στο ύψος του στήθους” ήξερα ότι θα της χτυπήσει ως αμυντική στάση. Μου το λένε καθημερινά και συνομιλητές μου που έχουν λιγότερη σχέση με την ψυχολογία απ’ όση ο Τόμας Πίντσον με τον φωτογραφικό φακό, επειδή έτσι έχουν ακούσει σε κάποιο ντοκιμαντέρ του χαμού στο BBC. Δεν είναι αμυντική στάση για μένα, απλά έτσι με βολεύει να κάθομαι. Ήλπιζα κατά βάθος πως η ειδικός θα καταλάβει τη διαφορά. Δεν ασχολήθηκε με το πώς κάθομαι ούτε μισό δευτερόλεπτο από τα 55 λεπτά που μιλήσαμε.
Το πρώτο μισό του πρώτου μας ραντεβού ήταν αρκετά βολικό για να συνηθίσω στην ιδέα. Η φωνή σου σε ένα άδειο και ερημικά ήσυχο δωμάτιο υπογραμμίζει το πρωτοφανές της κατάστασης. Μια λίστα από καμιά 30αριά ερωτήσεις τεχνοκρατικού χαρακτήρα που στη συνέχεια “διαβάζονται” ψυχολογικά και σκιαγραφούν την περίπτωσή σου στα μάτια του θεραπευτή σε βάζει σε ρυθμό.
Η κατάσταση, παρ’ όλ’ αυτά, παρέμενε άβολη στο μυαλό μου, όσο δεν γνώριζα ποια θα ήταν η τελευταία “τεχνοκρατική” ερώτηση και ποια η πρώτη “ερώτηση… θυμικού” όπως την είχα βαφτίσει σε μια από τις ακαθόριστες, αλλά σχετικές σκέψεις μου. Η πρώτη ερώτηση που θα με έκανε να νιώσω ότι “να τα μας, αρχίσαμε”.
Ο τρόπος που δέχεται τις πληροφορίες σου η θεραπεύτρια συνοδεύεται ΠΑΝΤΑ από ένα γνέψιμο κατανόησης σαν μια a priori δέσμευσή της να πιστέψει ό,τι της πεις (προς το παρόν, μόνο εσύ κατέχεις την απόλυτη αλήθεια). Αυτή ακριβώς η ελευθερία να πλασάρεις τα πράγματα και να στήσεις όλο το προφίλ σου όπως ακριβώς θέλεις είναι τόσο λυτρωτική που το μόνο που διαλέγεις τελικά να κάνεις είναι να πεις όλη την αλήθεια. Και την λες. Και το γνέψιμο κατανόησης είναι ακόμα εκεί.
Α) Φαντάζεσαι ότι η θεραπεύτριά σου έχει ακούσει πολύ χειρότερα και β) ξέρεις ότι ο μόνος τρόπος να λειτουργήσει όλη αυτή η σχέση εμπιστοσύνης που χτίζεις μαζί της είναι με το να είσαι ειλικρινής.
Μετά την “ερωτηματολογιακή” εισαγωγή, τα δύο πιο άμεσα συμπεράσματα είναι ότι στις απαντήσεις που χρειάζονται πάνω από 2-3 λέξεις δεν την κοίταζα στα μάτια, αλλά έστριβα το κεφάλι μου ανεπαίσθητα πιο δεξιά από το κέντρο του κάδρου απέναντί μου. Τα μάτια μου κάρφωναν την πόρτα και το μυαλό μου ήταν αλλού (όχι στην πόρτα). Προσπαθούσα να θυμηθώ πράγματα και να δώσω απαντήσεις. Δεν αισθανόμουν και πολύ βολικά, αλλά σίγουρα πολύ πιο βολικά από τα δευτερόλεπτα στο ασανσέρ.
Η αλήθεια είναι πως ειδικά στο πρώτο ραντεβού με μια θεραπεύτρια, οι αναδρομές στο παρελθόν είναι ζωτικά απαραίτητες. Προσπαθεί να χτίσει το ιστορικό σου. Πρέπει να ξέρει. Αυτό που δεν καταλαβαίνεις ούτε στο πρώτο μισό της πρώτης συνάντησης ούτε 5 συναντήσεις μετά, είναι το αν σε συμπαθεί, αν της τη σπας, αν σε θεωρεί γελοίο ή υπερβολικό. Οι ισορροπίες που λέγαμε. Ευχάριστη κουβέντα, υπεύθυνη, σοβαρή όσο πρέπει, αλλά οι οικειότητες είναι για τους φίλους σου. Όχι για εκεί.
Η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου
Η απόλυτη ερώτηση “πες μου για την παιδική σου ηλικία” ήρθε στο δεύτερο μισό. Αβίαστα. Αυτό που δεν ήρθε ποτέ ήταν μια τίμια απάντηση. Όχι από πλευρά ειλικρίνειας, αλλά από πλευρά συγκρότησης, διατύπωσης και ουσίας. Αλήθεια, εσύ τι θα απαντούσες στην πρόκληση “πες μου για την παιδική σου ηλικία”. Τι θα διάλεγες για ξεκίνημα; Τις καλύτερες διακοπές που σε πήγαν οι γονείς σου; Το σχολείο; Τους κολλητούς σου από το σχολείο; Την πρώτη σου ερωτική απογοήτευση; Το αγαπημένο γλυκό της γιαγιάς σου; Τη γιαγιά σου; Το κρυφτό στη γειτονιά; Την πρώτη φορά που σε πήγαν στο γήπεδο; Το Disney Club μήπως;
Επειδή το πρώτο ραντεβού σου με τη θεραπεύτρια δεν είναι απόσπασμα από ταινία ή από συνέντευξη με κάποιον celebrity, η συγκεκριμένη παραίνεση να μιλήσεις για τα παιδικά σου χρόνια είναι ίσως η πιο δύσκολα απαντήσιμη ερώτηση που μπορεί να σου θέσει κάποιος που γνωρίζεις για πρώτη φορά. Κι όχι επειδή δεν ξέρεις από πού να ξεκινήσεις. Περισσότερο γιατί δεν ξέρεις πού θα καταλήξεις.
Απάντησα με 4-5 προτάσεις έως και κωμικά ασυνάρτητες μεταξύ τους. Δεν μου έδωσε καμία κατεύθυνση παρ’ όλ’ αυτά. Μόνο λίγο ίσως, όταν προσπάθησε με μια ερώτηση να βάλει και τον παράγοντα “γονείς” στην εξίσωση. Δεν βοήθησε ιδιαίτερα. Η απάντηση παρέμεινε ασύνδετη. Παρ’ όλ’ αυτά τη δέχτηκε (ναι, με το γνωστό γνέψιμο).
Το να μιλάς επί της ουσίας για τον εαυτό σου και όχι να κομπορρημονεύεσαι για τα (κατ’ εσέ) σπουδαία σου επιτεύγματα δείχνει σε έναν έμπειρο θεραπευτή ποιος είσαι. Με παρόμοιο τρόποι λειτουργούν και οι 140 χαρακτήρες χώρο που σου δίνει το Twitter για να περιγράψεις τον εαυτό σου.
Το αδιαφιλονίκητο highlight της πρώτης μας συνάντησης ήταν τα περίπου 140-160 δευτερόλεπτα, με τα οποία εκείνη έκλεισε την κουβέντα. Ένα κράμα πρώτων συμπερασμάτων-αποριών-σκοτεινών σημείων (λέξεις-τεράστιο φαβορί για να ακουστούν σε μια τέτοια περίσταση) που χτυπάει απευθείας στην καρδιά αυτού του κομματιού του εγκεφάλου που ελέγχει τα συναισθήματα.
Ένα συμπέρασμα που, με το συμπάθιο, σε ΞΕΒΡΑΚΩΝΕΙ. Μια αποκρυσταλλωμένη προσέγγιση που πέφτει τόσο μέσα κάνοντάς σε να βλέπεις τη θεραπεύτρια με άλλο μάτι. Για πρώτη φορά μετά τα 55 λεπτά της συνάντησης και τις άπειρες ώρες που φανταζόσουν διάφορα πριν τη συνάντηση, καταλαβαίνεις ότι η θεραπεύτρια είναι εκεί για να δουλέψει και να παράγει αποτέλεσμα. Όπως ακριβώς θεωρείς αυτονόητο ότι ένας μηχανικός αυτοκινήτων θα επιδιορθώσει το πρόβλημα στη μίζα του αυτοκινήτου σου.
Τελικά, ναι, αν πρέπει να γυρίσεις σπίτι σου με ένα “δια ταύτα”, αυτό είναι το εξής ένα. Μπορεί όλη η φιλοσοφία του να βλέπεις ψυχολόγο να συνοψίζεται στο ότι πρέπει ΜΟΝΟΣ σου να βρεις την άκρη με σένα (η άκρη αυτή συνήθως κρύβεται στο ίδιο σου το κεφάλι), αλλά ο θεραπευτής έχει τα εργαλεία και τις στρατηγικές για να τα καταφέρεις. Και στο τέλος, όλοι τα καταφέρνουν.
Τι να πω, αφού τελειώσει όλο αυτό, μπορεί να γίνετε και κολλητοί. Μπορεί και να μην ξαναμιλήσετε. Η δουλειά θα έχει γίνει πάντως. Με ένα πρώτο ραντεβού που δεν γίνεται να ξεχάσεις ποτέ.