Όλα είναι Γαύδος
Ξένος, στο νησί που δεν πάει κανείς τον χειμώνα.
- 16 ΜΑΡ 2017
Όχι μόνο ήμουν ο μοναδικός επιβάτης -πλην του πληρώματος- στο συγκεκριμένο πλοίο, αλλά όπως θα μάθαινα από τους ντόπιους τις επόμενες μέρες, ήμουν και ο μοναδικός τουρίστας σ’ ολόκληρο το νησί, αφού κανείς ξένος δεν περνά απαρατήρητος το χειμώνα στη Γαύδο.
Αν και τα περισσότερα καλοκαίρια της ζωής μου τα έχω περάσει στην Παλιόχωρα, στο νοτιοδυτικότερο λιμάνι των Χανίων, από το οποίο μαζί με τα Σφακιά ξεκινούν τα δρομολόγια για το νοτιότερο νησί της Ευρώπης, δεν είχα περάσει ποτέ απέναντι. Στόχος του συγκεκριμένου ταξιδιού ήταν να ζήσω ένα τριήμερο σ’ ένα από τα πιο απομακρυσμένα μέρη της Ελλάδας, σε μια εποχή που (σχεδόν) δεν υπάρχει ίχνος από τους δύο με τρεις χιλιάδες τουρίστες που κοιμούνται κάθε βράδυ του Ιούλη και του Αυγούστου στις παραλίες του. Στο καράβι της επιστροφής ήμουν πια σίγουρος πως η καλοκαιρινή Γαύδος που μου έχουν διηγηθεί και η χειμερινή που έζησα, είναι δύο εντελώς διαφορετικά μέρη.
~~~
Ήντα πας να κάνεις τέτοια εποχή στη Γαύδο; Ούλοι καλοκαίρι πάνε. Και βρωμούνε. Δεν μπορείς να τους πλησιάσεις. Εγώ δεν έχω πάει ποτέ μου κι ούτε θέλω να πάω. Ήντα να κάμω εκειά; Για να πηγαίνεις εδά όχι μόνο δεν θες κόσμο, ησυχαστήριο θες. Μόνο ο Θεός ξέρει τι συμβαίνει εκειά πέρα.
Ι. Στο νοτιότερο σημείο της Ευρώπης
Είναι δύσκολο να ορίσεις την έννοια της φράσης ‘αυτό το μέρος εκπέμπει ενέργεια’. Είναι αδύνατο να επισκεφτείς την παραλία της Τρυπητής, το νοτιότερο μέρος της Ευρώπης, και να μη νιώσεις πως αυτό το μέρος εκπέμπει ενέργεια. Λίγα λεπτά αφότου ακούμπησα τη βαλίτσα μου στο πάτωμα του δωματίου που θα με φιλοξενούσε λίγο έξω από το Καστρί, τη Χώρα του νησιού, στο οποίο με μετέφερε ένας Γαυδιώτης με την καρότσα του από το λιμάνι, ξεκίνησα την πορεία μου προς την Τρυπητή. Η ώρα ήταν λίγο πριν τη μία και είχα υπολογίσει πως η διαδρομή θα διαρκούσε περίπου έξι ώρες. Ο στόχος μου ήταν στην επιστροφή να μην με βρει η νύχτα στο μονοπάτι, όπως με είχε συμβουλέψει η Μαρία, η οποία μου είχε δώσει λίγα λεπτά νωρίτερα το κλειδί του δωματίου.
Η δημοσιά σταματάει στα Βατσιανά, χωριό στη νοτιοανατολική πλευρά της Γαύδου, για να ξεκινήσει το μονοπάτι. Ένα μονοπάτι που όπως και όλα τα αντίστοιχα στο νησί είναι περιφραγμένο, μιας και οι εκατοντάδες κατσίκες που ζουν στη Γαύδο περιπλανώνται σχεδόν ελεύθερες και τρώνε ό,τι πράσινο βρουν στο διάβα τους με αποτέλεσμα τα φρούτα και τα λαχανικά ν’ αγνοούνται. Εντόπισα μια τρύπα στο πλέγμα της περίφραξης και συνέχισα την πορεία μου.
Ακόμα και αν δεν υπήρχε σήμανση στο μονοπάτι δεν γινόταν να χαθώ. Με καθοδηγούσε η θάλασσα. Ο μόνος ήχος που άκουγα όσο περπατούσα, πέρα από τα παπούτσια μου που τρίβονταν στα χαλίκια και στο κόκκινο χώμα, ήταν τα κύματα που έσκαγαν στα βράχια της Τρυπητής. Κάθε φορά που σταματούσα και η θάλασσα ρουφούσε το τελευταίο της κύμα για να στείλει το επόμενο πάνω στα βράχια, η ησυχία ήταν τέτοια που μπορούσα ν’ ακούσω τα σωθικά μου.
Όταν, στο τέλος του μονοπατιού, αντίκρισα την παραλία, την οποία προλόγιζε μία μικρή λιμνοθάλασσα που είχε δημιουργηθεί μπροστά της μάλλον από τα χειμερινά κύματα που δεν κατάφεραν να επιστρέψουν εκεί από όπου είχαν έρθει, αν και ήξερα πως χιλιάδες άλλοι πριν από εμένα είχα βρεθεί εκεί, ένιωσα πως τον τόπο τον είχα ανακαλύψει εγώ. Ο παφλασμός των κυμάτων ήταν η ανάσα του. Ο αέρας που περνούσε μέσα από τους κέδρους και τα πεύκα η φωνή του και η καρέκλα, που έχουν κατασκευάσει μερικοί Ρώσοι επιστήμονες που ζουν στα Βατσιανά και αποτελεί ανεπίσημα το σύμβολο του νοτιότερου σημείο της Ευρώπης, η καρδιά του. Μια καρδιά που μόλις σκαρφάλωσα πάνω της και είδα όλα τα ονόματα που έχουν χαράξει οι προηγούμενοι επισκέπτες, με επανέφερε στην πραγματικότητα. Αυτό το μέρος δεν το είχα ανακαλύψει εγώ. Εκείνο αφήνει κάθε επισκέπτη να νομίζει πως το ανακάλυψε.
Είχα κάνει τρεις ώρες να φτάσω στην Τρυπητή. Αν στην επιστροφή μου ακολουθούσα τον ίδιο ρυθμό, όχι μόνο θα ολοκλήρωνα το μονοπάτι, αλλά θα έφτανα και στο Καστρί λίγο πριν βραδιάσει. Στο γυρισμό, ένιωθα τον ήχο του κάθε κύματος που έσκαγε πλέον πίσω μου σαν ένα μικρό χτύπημα στην πλάτη που μου έδινε ώθηση να συνεχίσω, ενώ σκεφτόμουν τη θέα από την καρέκλα προς το Νότο. Αν όταν ανέβεις πάνω της κοιτάξεις μπροστά σου μ’ ανοιχτά μάτια, θα δεις την άκρη από το ακρωτήρι, αυτό το μικρό βραχώδες κομμάτι γης που περισσεύει από την καρέκλα και φτάνει μέχρι το νερό και τον ορίζοντα που θάλασσα και ουρανός σμίγουν. Αν κοιτάξεις με κλειστά μάτια μπορείς να δεις τη θάλασσα και τον ουρανό να καμπυλώνουν και ν’ αντιληφθείς τη σφαιρικότητα της Γης. Ή μπορείς να δεις τον απέραντο ωκεανό πάνω στον οποίο επιπλέει ο δίσκος της Γης όπως αναφέρεται στο Έπος του Γκιλγκαμές. Ή ακόμα ένα πλοίο γεμάτο καμήλες που αγκυροβολεί στο λιμάνι του Τομπρούκ, στη Λιβύη. Οι σκέψεις μου διακόπηκαν απότομα, όταν ένας βοσκός που τάιζε τις κατσίκες του στο σημείο που σταματούσε το μονοπάτι στα Βατσιανά, αφού με χαιρέτησε, μου έκανε μια ερώτηση που θα δεχόμουν αρκετές φορές τις επόμενες μέρες. “Είσαι ο γιατρός;”. Αρνήθηκα παραξενεμένος, τον χαιρέτησα και συνέχισα την πορεία μου προς το Καστρί.
***
Βρισκόμουν, πλέον, στη Χώρα και απείχα ένα χιλιόμετρο από το δωμάτιο που είχα νοικιάσει, όταν οι αραιές ψιχάλες που έπεφταν από τον ουρανό το τελευταίο τέταρτο, είχαν αρχίσει να μετατρέπονται σε βροχή. Πριν προλάβω ν’ ανοίξω το διασκελισμό μου, ένα ‘καλησπέρα’ συνοδευόμενο από χαχανητά, τουλάχιστον δύο ατόμων, ακούστηκε πίσω από τη νάυλον πόρτα ενός μαγαζιού στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Κοντοστάθηκα μισό μέτρο απέναντί της και πριν προλάβω ν’ αποκριθώ στο χαιρετισμό, η πόρτα του μοναδικού μέρους που είχα συναντήσει τις τελευταίες έξι ώρες και έδειχνε να λειτουργεί, μισάνοιξε.
Ένα χέρι ξεπρόβαλε μέχρι τον αγκώνα, μ’ έπιασε από τον αριστερό μου καρπό και άρχισε να με τραβά ελαφρά προς το εσωτερικό ενός χώρου που δεν μπορούσα να διακρίνω. “Γιατρέ, έλα να σε κεράσουμε”, ακούστηκε από το στόμα που ανήκε στο ίδιο σώμα με το χέρι και το τρίτο σημείο πάνω του που μου τράβηξε την προσοχή ήταν οι τζίβες, που είχαν περασμένα πάνω τους κοχύλια κι αν λύνονταν θα έφταναν μέχρι το πάτωμα.
Οι επιλογές μου ήταν δύο. Να τραβηχτώ αρνούμενος ευγενικά και να περπατήσω το τελευταίο χιλιόμετρο -αυτή τη φορά υπό βροχή- προς το δωμάτιό μου. Ήμουν ήδη κατάκοπος από τα δώδεκα κακοτράχαλα χιλιόμετρα που είχα διανύσει από το Καστρί προς την Τρυπητή και πίσω. Ή να κάμψω τις αντιστάσεις που μου γεννούσε το άγνωστο πίσω από τη νάυλον πόρτα και ν’ αφεθώ στη μοίρα που θα μου όριζαν τα νιούτον του τραβήγματος ενός άγνωστου χεριού. Το υπόλοιπο τριήμερο θα μου αποδείκνυε πως στη Γαύδο τη μοίρα σου δεν την ορίζεις εσύ, αλλά το ίδιο το νησί.
~~~
Το νησί σε αγριεύει. Για αυτό παίρνω κάθε απόγευμα τη βάρκα μου και πάω για ψάρεμα και ηρεμώ. Ο τόπος έχει απίστευτη ενέργεια. Βγάλε τα παπούτσια σου και περπάτα στο χώμα. Θα το νιώσεις. Θα δεις πώς θα ξυπνήσεις αύριο. Αν και πρέπει να κάτσεις παραπάνω για να το καταλάβεις απόλυτα…Ήρθα στη Γαύδο πριν δεκαεννιά χρόνια από το εξωτερικό. Αν δεν ήταν τέλεια, τρελός ήμουν να καθίσω τόσο καιρό;
ΙΙ. Οι άνθρωποι του νησιού
“Τι πίνεις γιατρέ;”, με ρώτησε ο τύπος που με είχε τραβήξει μες στο καφενείο, το οποίο δεν ξεπερνούσε τα δέκα τετραγωνικά, τοποθετώντας μια καρέκλα για μένα στην άδεια πλευρά του τραπεζιού στο οποίο καθόταν μ’ άλλα δύο άτομα. Αν και στο μυαλό μου είχα έτοιμο το “μία μπίρα”, μ’ άκουσα να λέω “δεν είμαι ο γιατρός”. “Και τότε ποιος είναι ο γιατρός;”, αναρωτήθηκε κοιτώντας την παρέα του και άρχισαν κι οι τρεις να γελάνε με τον τρόπο που γελάς μετά από κάθε ατάκα που ακούς, αφότου έχεις πιει 3-4 ποτήρια αλκοόλ, όχι γιατί σου φάνηκε αστεία η ατάκα, αλλά επειδή συνειδητοποίησες από την παύση που την ακολούθησε ότι κάποιος ολοκλήρωσε αυτό που ήθελε να πει κι εσύ δεν είσαι σε θέση ν’ αντιδράσεις με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, από το να ξεσπάσεις σε γέλια.
Σαράντα λεπτά αργότερα, έχυνα στο κρασοπότηρο που είχα μπροστά μου τις τελευταίες σταγόνες μπίρας από το δεύτερο μπουκάλι που είχα παραγγείλει και ένιωθα τη δεξιά πλευρά του κορμιού μου να παίρνει φωτιά, αφού από τη στιγμή που μπήκα στο καφενείο δεν είχα απομακρυνθεί ούτε εκατοστό από την ξυλόσομπα που χωρίς προφανή λόγο έκαιγε στη μέση του μαγαζιού. Ο τύπος με τις τζίβες, στ’ αριστερά μου, είχε αποκτήσει πλέον όνομα και ιστορία. Ήταν ο Γιώργος, ένας 45άρης από την Πετρούπολη που κατέβηκε ένα καλοκαίρι στη Γαύδο για διακοπές και δεν έφυγε ποτέ. Τώρα διατηρεί ένα εστιατόριο-σπίτι στο Σαρακήνικο, ενώ η γυναίκα του με την έφηβη κόρη τους ζουν στην Παλιόχωρα, αφού στη Γαύδο δεν υπάρχει γυμνάσιο. Απέναντι του καθόταν ο Γιάννης, ένας μαύρος Μανιάτης με ράστα από την Αιθιοπία που μένει κι αυτός στο Σαρακήνικο και που ο πατέρας του έφυγε κάποτε μετανάστης από την Μάνη στην Αιθιοπία, γνώρισε μία γυναίκα, την παντρεύτηκε κι όταν στα τέλη της περασμένης χιλιετίας ξέσπασε ο πόλεμος με την Ερυθραία, γύρισε με την οικογένειά του στην Ελλάδα για να βρεθεί ο Γιάννης, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, τα τελευταία δώδεκα χρόνια στη Γαύδο. Την παρέα συμπλήρωνε ο Νίκος, ο ‘Καναδός’, ο οποίος αφού είχε μεγαλώσει στην Κοζάνη και περάσει από Αθήνα και Καναδά, είχε βρει τα τελευταία δύο χρόνια τον παράδεισό του σ’ ένα τροχόσπιτο στον Άη Γιάννη.
Πίσω δεξιά μου καθόταν μόνος ο Νιλς, ένας βορειοευρωπαίος πρώην δοκιμαστής αυτοκινήτων που τα τελευταία χρόνια μένει μόνος χειμώνα-καλοκαίρι, όπως κι άλλη μια ντουζίνα άνθρωποι, σε μία καβάτζα σε κάποια παραλία του νησιού, ενώ δεξιά μου και πίσω από τον ‘Καναδό’ καθόταν ο Γιάννης, ο φύλακας του Φάρου του νησιού, που βρίσκεται λίγο έξω από την Άμπελο, το δυτικότερο χωριό της Γαύδου και αποτελούσε τον μοναδικό βέρο Γαυδιώτη εκείνη τη στιγμή στο καφενείο. Πριν προλάβω να βγάλω ένα συμπέρασμα για το σε ποιον από τους υπόλοιπους τέσσερις, η μοίρα είχε παίξει το πιο περίεργο παιχνίδι, ώστε να βρίσκεται εκείνη τη στιγμή στη συγκεκριμένη εσχατιά της Ελλάδας, ο Στρατής, ιδιοκτήτης του μαγαζιού και αντιδήμαρχος του νησιού, άφησε στο τραπέζι μας δώδεκα χοιρινά καλαμάκια που είχαμε παραγγείλει νωρίτερα.
Όσο ο Γιάννης έβγαζε με το πιρούνι το κρέας από το κάθε καλαμάκι και το έριχνε σ’ ένα μεγάλο πιάτο στο κέντρο του τραπεζιού για να τσιμπάμε όλοι από εκεί, ο Καναδός έδωσε ένα σακουλάκι με κόκκινο κρόκο Κοζάνης στο φαροφύλακα. Πριν προλάβω να ξεπεράσω το γεγονός πως ο κρόκος εκτός από κίτρινο βγαίνει και σε κόκκινο χρώμα, ο Γιάννης άνοιξε το σακουλάκι και έριξε λίγο κρόκο στην μπίρα του. Όταν τους κοίταξα και η απορία στο πρόσωπό μου ήταν τέτοια που τα φρύδια μου έφτασαν τόσο ψηλά που αν ήμουν σε καθρέφτη είμαι σίγουρος πως θα σοκαριζόμουν από τις ρυτίδες που είχαν δημιουργηθεί στο μέτωπό μου, ο ‘Καναδός’ μου είπε χαμογελώντας:“Έχεις ακούσει κανένα στη Γαύδο να παθαίνει έμφραγμα ή εγκεφάλικο; Είδες τι κάνει ο κρόκος;”. Μην μπορώντας να παρακολουθήσω το συλλογισμό του, έστρεψα το ενδιαφέρον μου στο κρέας και τους ρώτησα ποιο σημείο του νησιού θα έπρεπε να επισκεφθώ το επόμενο πρωί. “Μόλις ξυπνήσεις, θα περπατήσεις μέχρι τον Λαυρακά. Δεν γίνεται να έχεις έρθει στη Γαύδο και να μην δεις την ωραιότερη παραλία του νησιού. Από εκεί θα συνεχίσεις ανατολικά προς τον Άη Γιάννη κι όταν φτάσεις θα κάνεις ένα τηλέφωνο στον ‘Καναδό’ να σε πάρει με το αμάξι και να έρθετε να αράξουμε όλοι μαζί στο Σαρακήνικο”, μου πρότεινε ο Γιάννης. Με μικρές προσθαφαιρέσεις αυτό ήταν το πρόγραμμά μου μέχρι το επόμενο μεσημέρι. Ό,τι θα συνέβαινε το βράδυ ήταν εντελώς εκτός προγράμματος.
~~~
Με την πάρτη μου ο Θεός έχει κάνει ένα πολύ μεγάλο λάθος. Έχω κάνει τόσες μαλακίες στη ζωή μου και εκείνος αντί να με τιμωρήσει μ’ έστειλε εδώ. Στον παράδεισο. Είναι το τελευταίο ελεύθερο μέρος στην Ελλάδα. Ούτε τράπεζες, ούτε τίποτα. Ανεβαίνω μία φορά το χρόνο στην Αθήνα να δω τη μάνα μου και τα παίζω. Στη Γαύδο να μου το θυμηθείς, θα ’ρθεις ξανά.
ΙΙΙ. Οι καβάτζες
Αν ο Ντάνι Μπόιλ είχε επισκεφθεί τη βόρεια ακτογραμμή του νησιού πριν την Ταΰλάνδη, η ‘Παραλία’ θα είχε γυριστεί στη Γαύδο. Ακολούθησα το μονοπάτι που ξεκινάει από το Καστρί και μέσα από περισσότερα πεύκα και κέδρους από όσα είχα στο μυαλό μου για την κατά τ’ άλλα ξερή Γαύδο, μετά από μία ώρα, έφτασα στην άκρη ενός βράχου όπου μια ταμπέλα με καλωσόριζε στην παραλία που μου είχε πει να επισκεφθώ οπωσδήποτε το προηγούμενο βράδυ ο Γιάννης.
Στ’ αριστερά μου βρισκόταν ο Λαυρακάς, το μισό κομμάτι της αμμώδους παραλίας του οποίου καλύπτονταν από σκιά που δημιουργούσε ο βράχος πάνω στον οποίο βρισκόμουν κι από το σημείο που σκάει το κύμα ξεκινούσε ένα ζευγάρι από ίχνη ανθρώπινων βημάτων τα οποία χάνονταν μες στη σκιά. Απέναντι μου είχα τη Γαυδοπούλα, μια ακατοίκητη νησίδα, την οποία επισκέπτονται οι ντόπιοι με βάρκες και μαζεύουν αλάτι από τα βράχια της, ενώ στα δεξιά μου, η έλλειψη σύννεφων, μου επέτρεπε να δω τα χιονισμένα Λευκά Όρη.
Κατέβηκα στο Λαυρακά κι άρχισα να περπατάω παραλιακά με προορισμό τον Άη Γιάννη. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής συνειδητοποίησα πως όχι μόνο υπήρχαν άνθρωποι στην περιοχή, αλλά είχαν οργανώσει και μία μικρή κοινωνία. Υπήρχαν καβάτζες σε διάφορα σημεία της αμμουδιάς που αν δεν πήγαινες πολύ κοντά τους, δεν μπορούσες να τις διακρίνεις. Καβάτζα ονομάζουν οι ντόπιοι, αλλά και οι επισκέπτες της Γαύδου, τα παραπήγματα λίγων τετραγωνικών μέτρων από πέτρα, ξύλο και νάυλον που βρίσκονται στην παραλία και χρησιμοποιούνται για διαμονή από, συνήθως, μη Γαυδιώτες σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Πέρα από τις καβάτζες υπήρχαν πηγάδια με οδηγίες χρήσης σ’ ελληνικά και αγγλικά, αντλίες νερού, αυτοσχέδιες ψησταριές και πετρόκτιστοι φούρνοι που φανέρωναν πως αρκετά πράγματα από όσα είχαμε δει στην ταινία του Άγγλου σκηνοθέτη είναι εφικτά. Πέρασα μέσα από τους αμμόλοφους του Άη Γιάννη και έφτασα στο τροχόσπιτο του Καναδού από όπου, όπως είχαμε πει το προηγούμενο βράδυ, ήρθε και με πήρε με το αμάξι για να βρούμε τον Γιάννη στο Σαρακήνικο.
Δέκα λεπτά αργότερα καθόμασταν σε τρεις άσπρες πλαστικές καρέκλες τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη, κάτω από τον δυνατό, για την εποχή, μεσημεριανό ήλιο. Πίσω μας υπήρχε ένα κτίσμα στο οποίο κατοικούσαν οι εξόριστοι κομμουνιστές τα χρόνια του μεσοπολέμου, μεταξύ των οποίων και ο Άρης Βελουχιώτης, και μπροστά μας είχαμε πιάτο το Σαρακήνικο. Ανταλλάζαμε μία κουβέντα το τρίλεπτο. Όχι, γιατί δεν είχαμε τίποτα να πούμε, αλλά γιατί δεν υπήρχε λόγος η ζωή στη Γαύδο να κινείται με πιο γρήγορους ρυθμούς.
Όσο ο Γιάννης πήγε να δείξει στον ‘Καναδό’ μια σπηλιά που χρησιμοποιούσε ως καβάτζα για χρόνια ένας άνθρωπος, ο οποίος έχασε τη ζωή του σε μια πρόσφατη επίσκεψη του στην Αθήνα, όπου τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο, και στην άκρη της ξάπλωνε συχνά πυκνά μια φώκια για να λιαστεί, αποφάσισα πως αν γυρνούσα στην Αθήνα χωρίς να βουτήξω στην συγκεκριμένη παραλία δεν θα μου το συγχωρούσα ποτέ.
***
Η λέξη ‘χαρώτο’ προέρχεται από την πρόταση ‘να το χαρώ’, με αλλαγή στη θέση του άρθρου. Χρησιμοποιείται ευρέως στην Κρήτη κι αποτελεί ένα είδος γλυκιάς προσφώνησης κυρίως σε μικρά παιδιά, αλλά και σε ωραίες γυναίκες. Τα μαλλιά μου ήταν ακόμα βρεγμένα και οι πατούσες μου δεν είχαν ξεμουδιάσει εντελώς από την επαφή τους με το παγωμένο θαλασσινό νερό, όταν στα πρώτα μέτρα της διαδρομής από το Σαρακήνικο προς το Καστρί έπεσα πάνω σε μια καφετέρια με το όνομα ‘Χαρώτο’.
Τα πέντε άτομα που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο μαγαζί κάθονταν σε τέσσερα διαφορετικά τραπέζια, όχι γιατί ήθελε ο καθένας το δικό του χώρο, αλλά επειδή δεν υπήρχε κανένας λόγος να στριμωχτούν και να στερηθούν το μερίδιο που τους αναλογούσε από το χειμερινό ήλιο. Αφού τους χαιρέτησα και απάντησα αρνητικά στην αναμενόμενη πλέον ερώτηση που ακολούθησε και δεχόμουν σχεδόν από κάθε κάτοικο του νησιού, στο αν ήμουν δηλαδή ο γιατρός, ο Μάρκος, ο Χανιώτης ιδιοκτήτης του μαγαζιού προσφέρθηκε να με κεράσει μια ρακή. Στην καρέκλα που βρισκόταν πλάι του και δύο μέτρα μακρυά μου, έκανα μισό λεπτό να φτάσω, αφού ένα μικρό σκυλί που μέχρι να με δει να πλησιάζω ήταν ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ στο πάτωμα κι άφηνε το τρίχωμα του να ρουφάει κάθε διαθέσιμη ακτίνα ήλιου, βρισκόταν πλέον ανάμεσα στα πόδια μου και γαύγιζε σαν αφιονισμένο. “Ήσυχα Ουισκάκι”, του φώναξε ο Μάρκος κι εκείνο υπάκουσε απρόθυμα στην εντολή που συνόδευε το όνομά του.
Η Γαυδιώτισσα σερβιτόρα του μαγαζιού άφησε δύο σφηνάκια ρακή, γιατί εν τω μεταξύ με κέρασε άλλο ένα άτομο από την παρέα, και μερικά καλτσούνια μπροστά μου, όσο συζητούσε μ’ έναν τριαντάρη που έπαιζε με το Ουισκάκι και τους τελευταίους μήνες ζούσε στην παραλία, πως ο πιο εύκολος τρόπος για να καταπολεμήσεις το κρύο μέσα στην καβάτζα πέρα από το νάυλον, είναι ν’ αφήνεις το βράδυ αναμμένα καντηλάκια για ν’ απορροφούν την υγρασία. Κράτησα το πρώτο σφηνάκι ρακή με τον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού μου χεριού, τσούγκρισα με τα πέντε άτομα που βρίσκονταν γύρω μου και ζήτησα να μάθω τι ίσχυε με τον γιατρό του νησιού.
“Πριν μια εβδομάδα ήρθε ένα καινούργιος. Δεν τον έχω δει ακόμα, αλλά από τις περιγραφές που ‘χω ακούσει του μοιάζεις”, μου εξήγησε ένας άνθρωπος από την παρέα και τσουγκρίσαμε και το δεύτερο σφηνάκι ρακή. Το ίδιο βράδυ θα γνώριζα το γιατρό στη σχολική τάξη του δημοτικού σχολείου του νησιού.
~~~
Η Γαύδος είναι ένας παράδεισος που κατοικείται από διαβόλους. Παλιά μένανε εδώ εξακόσια άτομα και το νησί ήταν αυτάρκες. Τώρα είναι 3-4 τσοπαναραίοι που έχουν γεμίσει το νησί με δυο-τρεις χιλιάδες κατσίκια για να παίρνουν τις επιδοτήσεις που αν τους ρωτήσεις πόσα έχουν ούτε ίδιοι δεν ξέρουν και δεν έχουν αφήσει πράσινο ούτε για δείγμα. Και εξαρτιόμαστε από την Παλιόχωρα και τα Σφακιά.
IV. Ένα βράδυ στην άκρη της χώρας
‘Τίποτα δεν προμήνυε τις ακρότητες που θ’ ακολουθούσαν. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Οι ξύλινες πόρτες δύο πετρόκτιστων σπιτιών, λίγων τετραγωνικών μέτρων που οι τοίχοι τους ήταν βαμμένοι μ’ ασβέστη, απείχαν μεταξύ τους μία ντουζίνα μέτρα. Το φυσικό τοπίο ήταν τόσο φτωχό που ο καυτός ήλιος δεν είχε να τσουρουφλίσει τίποτα άλλο πέρα από τα ντουβάρια, το χώμα και μερικές πέτρες που βρίσκονταν άτακτα σκορπισμένες πάνω του. Ένα μικροσκοπικό αγόρι με λερωμένα άσπρα ρούχα έδωσε ξαφνικά ζωή στο σκηνικό. Βγήκε από την πίσω πόρτα του σπιτιού στα δεξιά και χάθηκε από το οπτικό μας πεδίο μπαίνοντας στην είσοδο του σπιτιού στ’ αριστερά. Δευτερόλεπτα αργότερα, ακούστηκε η φωνή ενός άντρα που έβριζε χυδαία το αγόρι κι εκείνο βγήκε από το σπίτι τρέχοντας με κατεύθυνση το σπίτι από το οποίο είχε βγει αρχικά. Ο άντρας το πρόλαβε και του έριξε μια κλωτσιά στον πισινό, ρίχνοντας το στο χώμα. Όταν εκείνο σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει ξανά, ο άντρας άρχισε να πυροβολεί στα σημεία που είχε πατήσει το παιδί, δέκατα του δευτερολέπτου αφότου είχε εγκαταλείψει το έδαφος η κάθε του φτέρνα.’ “Σκηνικό βγαλμένο από τη Γαύδο”, ακούστηκε να λέει χαμογελώντας μια γυναικεία φωνή προκαλώντας χαχανητά στην αίθουσα, όσο παρατηρούσαμε αμέτοχοι, όπως και ο Κλιντ Ίστγουντ, την πρώτη σκηνή από το ‘Για Μια Χούφτα Δολάρια’.
Καθόμουν στη δεύτερη σειρά από πέντε καρέκλες που είχε δημιουργηθεί παράλληλα στο άσπρο και τσαλακωμένο στις γωνίες πανί που κάλυπτε τον πίνακα του δημοτικού σχολείου Γαύδου, το οποίο φιλοξενεί τέσσερα παιδιά, και προβαλλόταν εκείνη τη στιγμή η ταινία, για την οποία είχα μάθει από μία αφίσα στο καφενείο της Χώρας. Πίσω δεξιά μου βρισκόταν ένας προτζέκτορας συνδεδεμένος με το laptop της δασκάλας και μπροστά από τα πέντε άτομα της πρώτης σειράς και πάνω σε μια καρέκλα υπήρχε μια κατσαρόλα γεμάτη με αχνιστό ποπ κορν. Μεταξύ των θεατών βρίσκονταν η δασκάλα, η νηπιαγωγός, ο γιατρός και κάτοικοι του χωριού που δεν είχα ακόμα γνωρίσει, ένας από τους οποίους γκρίνιαζε, γιατί η δασκάλα σ’ όσες προβολές είχαν γίνει μέχρι τότε, διάλεγε παμπάλαιες ταινίες.
Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις ακούστηκε η μουσική του Ένιο Μορικόνε πάνω από τους τίτλους τέλους της ταινίας ήταν να πλησιάσω το γιατρό, τον οποίο δεν είχα δει ακόμα, αφού είχε μπει στην αίθουσα αφότου είχε ξεκινήσει η ταινία κι είχαν σβήσει τα φώτα. “Εδώ και δύο μέρες όλοι με μπερδεύουν μ’ εσένα”, του είπα. Χαμογέλασε και αφού παρατήρησε πως δεν μοιάζαμε, μου εξήγησε πως κάνει το αγροτικό του στα Χανιά και ότι τον είχαν στείλει για δεκαπέντε μέρες στη Γαύδο. Στο νησί υπάρχει μια σταθερή αγροτική γιατρός δεκαπέντε μέρες το μήνα και τις υπόλοιπες δεκαπέντε έρχεται κάποιος από τα Χανιά και την αναπληρώνει. Ιδιαίτερες εμφανισιακές ομοιότητες μεταξύ μας όντως δεν υπήρχαν, οπότε καταλήξαμε στο εύλογο συμπέρασμα πως οποιοσδήποτε, άγνωστος για τους ντόπιους, άντρας γύρω στα τριάντα βρεθεί το Φλεβάρη στη Γαύδο, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από ο νέος γιατρός του νησιού.
~~~
Το νησί είναι καρνάγιο ψυχών. Εδώ έρχεσαι είτε γιατί ψάχνεις το νόημα της ζωής είτε γιατί το έχεις βρει. Ή προσπαθείς να ξεφύγεις από κάτι. Όποιος έρχεται εδώ, έχει κάτι στο πίσω μέρος μέρος του μυαλού του που τον τρώει. Εσύ, τι έχεις;
Ένας επίγειος παράδεισος
Ο Ποταμός αποτελεί μία από τις δυτικότερες προσβάσιμες παραλίες του νησιού. Το μονοπάτι από και προς τον Ποταμό είναι το πιο δύσκολο μονοπάτι που είχα κάνει μέχρι τότε, λόγω της μεγάλης κατηφορικής κλίσης που έχει το τελευταίο τμήμα του. Είχα μπει στο τελευταίο 24ωρο μου στη Γαύδο κι είχα αφήσει τους νωχελικούς ρυθμούς του νησιού να με παρασύρουν. Για αυτό αν και ξύπνησα νωρίς, στην αρχή του μονοπατιού βρισκόμουν λίγο μετά το μεσημέρι. Το δύσκολο μονοπάτι από την μία πλευρά με ανάγκασε να έχω το βλέμμα μου συνεχώς στα πόδια μου για να βλέπω πού πατάω και από την άλλη με βοήθησε να χαθώ στις σκέψεις μου και ν’ αναλογιστώ ό,τι είχα μάθει αυτές τις μέρες για τη Γαύδο.
Οι περισσότεροι από τους κατοίκους των Σφακίων που γνώρισα και της Παλιόχωρας που ξέρω, έχουν πάει το πολύ μια φορά στη Γαύδο και αυτή όταν ήταν πολύ νέοι. Δεν θεωρούν τους Γαυδιώτες Κρητικούς, ούτε και οι Γαυδιώτες τους εαυτούς τους ότι έχουν σχέση με την Κρήτη. Οι Γαυδιώτες δεν μιλούν, άλλωστε, την κρητική διάλεκτο. Βέβαια, είναι λίγο σχετικό το ποιοι θεωρούνται Γαυδιώτες, αφού από τα 80-90 άτομα που ζουν χειμώνα-καλοκαίρι στο νησί, περίπου οι μισοί δεν έχουν έχουν κανένα δεσμό αίματος με τη Γαύδο. Πάντως, αν στο νησί δεν έλλειπαν κάποιες βασικές υποδομές, ούτε εκείνοι θα ταξίδευαν στην Κρήτη.
Παρόλα αυτά, όσα παράπονα ντόπιων άκουσα δεν είχαν να κάνουν τόσο με την εκάστοτε κυβέρνηση ή την υπόλοιπη Ελλάδα, όσο με την μεταξύ τους συμβίωση. Παράπονα που ανεξάρτητα από την έντασή τους, κατέληγαν πάντα στο ίδιο σημείο. Ότι η Γαύδος αποτελεί έναν επίγειο παράδεισο. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω ακούσει ξανά τόσες φορές μαζεμένες τη λέξη παράδεισο για ένα μέρος. Ή μάλλον την έχω ακούσει. Όταν οι Έλληνες μιλούν για την Ελλάδα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί η Γαύδος αποτελεί μια μικρογραφία της Ελλάδας.
Στο γυρισμό παρέκκλινα από το μονοπάτι για να επισκεφτώ το Φάρο του νησιού. Τόσο στον Ποταμό όσο και στο Φάρο έμεινα πάνω από δύο ώρες, με αποτέλεσμα όταν έφτασα ξανά στο Καστρί να έχει σουρουπώσει. Έκατσα στο καφενείο, όπου με κέρασαν τις τελευταίες μου ρακές και βγήκα ξανά στο δρόμο όταν είχε πλέον νυχτώσει. Το επόμενο πρωί θα γινόμουν θεατής του σπουδαιότερου γεγονότος της (σχεδόν) καθημερινότητας κάθε κατοίκου του νησιού.
***
Η μπουκαπόρτα του πλοίου είχε αρχίσει ν’ ανοίγει, αφού σε λίγα δευτερόλεπτα θα ακουμπούσε στο λιμάνι. Στα τραπέζια του μοναδικού εστιατορίου της Καραβέ, που βρίσκεται λίγα μέτρα απέναντι από το σημείο που θα έδενε για ένα τέταρτο το καράβι, έμειναν να κάθονται η ιδιοκτήτριά του και δύο ηλικιωμένοι άντρες που έπαιζαν τάβλι. Όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι της Γαύδου που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο λιμάνι, κρέμονταν νοερά από την μπουκαπόρτα, αφού σ’ αυτό το τέταρτο έπρεπε ο καθένας τους, να προλάβει να κάνει το αλισβερίσι του με τον έξω κόσμο, αφού το επόμενο πλοίο θα ερχόταν τη Δευτέρα -ήταν Παρασκευή- ή οποτεδήποτε επέτρεπε πιθανό απαγορευτικό.
Είχα πλέον σηκωθεί από την καρέκλα του εστιατορίου που περίμενα το τελευταίο εικοσάλεπτο το καράβι και περνούσα ανάμεσα από τις δύο καρότσες, το mini-van και τα τέσσερα Ι.Χ., η πλειοψηφία των οποίων έκαναν άγαρμπες μανούβρες για ν’ ανέβουν στο πλοίο ή να φέρουν το πορτ-παγκάζ τους κοντά στην μπουκαπόρτα, ώστε οι ιδιοκτήτες τους να γλιτώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο κουβάλημα. Ο Γιάννης, η Μαρία, ο Νίκος βρίσκονταν εκεί, αλλά κανείς δεν με χαιρέτησε. Όχι από αγένεια, ούτε επειδή με ξέχασαν. Για πρώτη φορά στο νησί περνούσα απαρατήρητος. Η ανεμελιά που κυριαρχούσε στο βλέμμα τους τις προηγούμενες ημέρες, είχε δώσει τη θέση της στο στρες να προλάβουν να πάρουν στα χέρια τους τα απαραίτητα για το επόμενο τριήμερο, μέσα σ’ ένα τέταρτο. Mια νάυλον σακούλα μ’ ένα τσαμπί μπανάνες και μερικά μήλα, ένας μεγάλος πορτοκαλί ταχυδρομικός φάκελος, δύο ημιδιάφανα μπιτόνια βενζίνη, μία σακούλα από σούπερ μάρκετ που περιείχε κουτιά από φάρμακα, τρεις φιάλες γκαζιού, τέσσερα χάρτινα κιβώτια με εμφιαλωμένο νερό και μερικά ακόμα προϊόντα που δεν πρόλαβα να δω, έβρισκαν σιγά σιγά τους κατόχους τους.
Περίμενα υπομονετικά στην είσοδο του πλοίου, μπροστά από το κλειστό μέχρι εκείνη τη στιγμή μπλε κουβούκλιο, όπου στον ερχομό μου στο νησί είχα κόψει εισιτήριο. Μόλις ο εισπράκτορας με είδε με την άκρη του ματιού του, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή εκτελούσε χρέη εκφορτωτή, με πλησίασε χαμογελώντας και μου είπε: “Τελικά ήρθαμε και χωρίς να μας πάρεις τηλέφωνο”. Πήρα το εισιτήριό μου και κοίταξα για τελευταία φορά την Καραβέ. Το τριήμερο που ακολουθούσε ήταν αυτό της Καθαράς Δευτέρας και οι τουρίστες που είχαν κατέβει από το πλοίο στη Γαύδο, ήταν παραπάνω από ένας.