Όταν ένας Μακεδόνας επαναστάτης έφερε τον Όθωνα απέναντι στον Σουλτάνο
- 25 ΙΑΝ 2019
Ημερομηνία: 25 Ιανουαρίου, 1847. Ο βασιλιάς Όθωνας διοργανώνει επίσημο χορό στο παλάτι του. Ανάμεσα στους δεκάδες προσκεκλημένους, θα είναι και ο πρέσβης των Οθωμανών στην Αθήνα, ο Φαναριώτης Κωνσταντίνος Μουσούρης-Πασάς (Kostaki Musurus), Έλληνας στο γένος, όπως εύκολα συμπεραίνουμε απ’ το όνομα, αλλά Τούρκος στη συνείδηση. Σε κάποιο σημείο της βραδιάς, ο Όθωνας θα πλησιάσει τον Μουσούρο και εκνευρισμένος θα του πει στα γαλλικά: “Πίστευα, κύριε, πως ο βασιλιάς της Ελλάδας, άξιζε περισσότερο σεβασμό από εκείνον που του δείξατε”. Ο Τούρκος πρέσβης δεν θα ανεχτεί την προσβολή και έπειτα από προτροπή και του Άγγλου Πρέσβη, θα φύγει από τον χορό, με επεισοδιακό τρόπο. Στις 3 Φεβρουαρίου ένα πλοίο από την Πόλη θα έρθει να τον παραλάβει από το λιμάνι του Πειραιά. Ο ίδιος θα φτάσει ως εκεί με στρατιωτική προστασία, υπό τον φόβο της πρόκλησης επεισοδίων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διακόψει τις διπλωματικές επαφές με την Ελλάδα και οι Μεγάλες Δυνάμεις για άλλη μια φορά θα αναμειχτούν στα εσωτερικά των δύο χωρών με εμφατικό τρόπο.
Ποια ήταν όμως αυτή ακριβώς η προσβολή που είχε γίνει στον Βασιλιά των Ελλήνων από τον Οθωμανό Πρέσβη;
Δύο ημέρες νωρίτερα, ο υπασπιστής του Όθωνα, Δημήτριος ‘Τσάμης’ Καρατάσος, ζήτησε από την οθωμανική πρεσβεία στην Αθήνα να του επικυρώσει το διαβατήριό του, προκειμένου να επισκεφτεί περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και την Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος Μουσούρος, ο οποίος εκτελούσε πάντοτε με υπερβολική θέρμη τα καθήκοντά του, καθώς φοβόταν ότι η καταγωγή του θα μπορούσε να υποκινήσει υποψίες στους Οθωμανούς για φιλελληνική στάση, αρνήθηκε να επικυρώσει το διαβατήριο του. Ως αιτιολογία προέβαλλε το γεγονός ότι ο Καρατάσος θεωρείτο persona non grata, καθώς το 1840 είχε επιχειρήσει να ξεσηκώσει τους Μακεδόνες κατά του Σουλτάνου. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης του Μουσούρου ήταν ο Όθωνας να εξοργιστεί, καθώς θεώρησε αυτήν την πράξη του, ως ευθεία προσβολή ως προς τον ίδιον.
(Ο Κωνσταντίνος Μουσούρης-Πασάς, πρέσβης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Αθήνα)
Ο Δημήτριος Καρατάσος δεν ήταν κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Αγωνιστής του ’21, γνωστότερος με την προσωνυμία ‘Τσάμης’ λόγω του επιβλητικού του παρουσιαστικού και του οξύθυμου χαρακτήρα του, ακολούθησε τον πατέρα του, Αναστάσιο γερο-Καρατάσο, στον αγώνα. Από το 1822 με την κήρυξη της Επανάστασης στη Νάουσα έως το 1826 στη μάχη του Ταλαντίου, συμμετείχε σε δεκάδες μάχες με το σώμα των Μακεδόνων στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο.
Όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε την κυβέρνηση εντάχθηκε στο νέο σώμα των ‘Χιλιαρχιών’, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση της ‘Αρχηγίας Καρατάσου’, παίρνοντας μέρος σε μία σειρά από μάχες για την ανακατάληψη της Στερεάς. Το 1830, μετά την μετατροπή των ‘Χιλιαρχιών’ σε ‘Ελαφρά Τάγματα’ ανέλαβε τη διοίκηση του ΙΔ’ Ελαφρού Τάγματος. Επί Όθωνα εντάχθηκε από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων, στη δεύτερη τάξη των αξιωματικών, και το 1844 έγινε βασιλικός υπασπιστής, εξαιτίας της μεγάλης εκτίμησης που είχε στο πρόσωπό του ο Βαυαρός βασιλιάς. Με λίγα λόγια, ο Τσάμης Καρατάσος ήταν ένας εμβληματικός εν ζωή ήρωας, και οποιαδήποτε προσβολή προς το πρόσωπό του, δεν ήταν προσβολή μόνο εναντίον του στέμματος, αλλά και των υπόλοιπων αγωνιστών του ’21.
(Ο αγωνιστής Δημήτριος ‘Τσάμης’ Καρατάσος)
Ο Γιάννης Μπενέκος, στο βιβλίο του ‘Κωλέττης: Ο πατέρας των πολιτικών μας ηθών’, γράφει χαρακτηριστικά:
“Ο Κωλέττης ήταν τότε υπουργός εξωτερικών. Μηνάει στον Τούρκο υπουργό εξωτερικών, στην Πόλη, πώς όσα είπε ο βασιλιάς στον Μουσούρο τα εγκρίνει πέρα για πέρα κι αυτός, γιατί εκφράζανε τα αισθήματα όλων των Ελλήνων κι αναλάμβανε την ευθύνη των βασιλικών λόγων. Ε, τώρα πια οι Τούρκοι έγιναν μπαρούτι. Αποφασίζουν να διακόψουν τις διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα και στέλλουν καράβι να παραλάβει το Μουσούρο. Μαζί στείλανε και τελεσίγραφο στην ελληνική κυβέρνηση και ζητούσαν μέσα σ’ εικοσιτέσσαρες ώρες να εκφράσει τη λύπη της για όσα έγιναν.
Ο Κωλέττης κράτησε και πάλι παληκαρίσια στάση -το σωστό σωστό! Απόρριψε το τελεσίγραφο”.
Οι Γάλλοι, άνθρωπος των οποίων ήταν ο Κώλεττης, μπήκαν στη μέση και ανάγκασαν τον Όθωνα να στείλει επιστολή στον Σουλτάνο, με την οποία θα του εξηγούσε τον λόγο για τον οποίο φέρθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο στον Μουσούρο. Ενδεικτικό της δουλοπρέπειας που εξέπνεε αυτή η επιστολή, είναι ο τρόπος με τον οποίο τελείωνε:
“…”Ικετεύω τον Θεό να φυλάει Εσένα υπέρτατε, ενδοξότατε και κραταιότατε αυτοκράτορα, φίλτατε γείτονα και σύμμαχέ μας, κάτου από την αγία και παντοδύναμη προστασία Του.
Ο ειλικρινέστατος και ακριβέστατος φίλος σου, Όθωνας”.
(Ο Όθων Α’, βασιλιάς της Ελλάδας)
Ωστόσο, ο σουλτάνος δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα λόγια του βασιλιά και ο λόγος ήταν οι Άγγλοι. Άλλωστε, σχεδόν όλο το επεισόδιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μία μηχανορραφία των Άγγλων, καθώς η ελληνική πολιτική, μετά τον θάνατο του δικού τους Μαυροκορδάτου και την ανέλιξη στην εξουσία του ‘Γαλλικού Κόμματος’ του Κωλέττη, έπληττε τα δικά τους συμφέροντα.
Οι Τούρκοι ανταπάντησαν με νέο τελεσίγραφο, στο οποίο έλεγαν ότι θα στείλουν πίσω στην Αθήνα τον Μουσούρο, μόνο αν τον επισκεφτεί ο ίδιος ο Κωλέττης και του εκφράσει τη λύπη του βασιλιά για όσα έγιναν. Μάλιστα, αν αυτό δεν γινόταν μέσα σε ένα μήνα, τότε απειλούσαν ότι οι διπλωματικές σχέσεις θα κόβονταν “τελειωτικά”.
Ο Κωλέττης αρνήθηκε ξανά να ‘συμμορφωθεί’ και τότε οι Άγγλοι, προκειμένου να εντείνουν την πίεσή τους, ‘θυμήθηκαν’ να ζητήσουν επιτακτικά και τα δάνεια που τους χρωστούσε η ελληνική κυβέρνηση. Και κάπου εκεί, εμφανίστηκε και η τρίτη μεγάλη δύναμη, η Ρωσία, η οποία, ούτε πολύ ούτε λίγο, ζήτησε από τη χώρα μας να κάνει ό, τι ακριβώς της έλεγε η Τουρκία.
Ο Άγγλος πρέσβης, Εδμόνδος Λάυονς επισκέφτηκε ξανά τον Κωλέττη και του ζήτησε να αναλογιστεί τη συντριπτική βλάβη που θα προκαλούσε στο ελληνικό εμπόριο η διακοπή των σχέσεων με την Τουρκία, αν για παράδειγμα απαγορευόταν από εδώ και πέρα τα ελληνικά καράβια να πιάνουν τούρκικά λιμάνια. Στην ερώτηση λοιπόν τι “θα απογίνουν οι ναύτες σας, τι θα απογίνουν οι τεχνίτες σας”, ο συγγραφές Γιάννης Μπενέκος στο βιβλίο του γράφει ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός του απάντησε: “Οι ναύτες μας θα γίνουν πειρατές! Και οι τεχνίτες μας θα τραβήξουν κατά την Ήπειρο και τη Θεσσαλία και θα γίνουν ληστές!”.
(Ο Ιωάννης Κωλέττης, Υπουργός Εξωτερικών εκείνη την περίοδο)
Και συνεχίζει ο συγγραφέας:
“Και δεν άργησε να βάλει σε πράξη την απειλή του. Ξεσήκωσε τους Αρβανίτες κατά της Τουρκιάς. Τους έστειλε μάλιστα και χρήματα και ντουφέκια. Στην αρχή είχαν μερικές επιτυχίες οι Αρβανίτες, μα μετά έπεσε απάνω τους πολύ τούρκικο ασκέρι και ξεσκόρπισαν. Ο Κωλέττης τώρα ήταν απαρηγόρητος. Οι Τούρκοι είχαν αγριέψει για τα καλά και φοβέριζαν να διώξουν τους Έλληνες που ζούσαν μέσα στο κράτος τους. Στα σοβαρά κόντευε να γίνει πόλεμος. Στο μεταξύ πολλοί βουλευτές του Κωλέττη, τον παρατούσαν και περνούσαν στην αντιπολίτευση”.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα, λοιπόν, ο Κωλέττης διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε εκλογές τον Ιούλιο του 1847. Κέρδισε σαρωτικά, αλλά ένα μήνα μετά, στις 31 Αυγούστου, θα πεθάνει από νεφρίτιδια. Απ’ τη δική του μεριά, ο Όθωνας, προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση έστειλε ικετευτικό γράμμα στον Τσάρο ζητώντας του να μεσολαβήσει και να δώσει λύση. Εκείνος όμως επέμενε στην αρχική του θέση. “Συμμορφώσου με τους όρους της Τουρκίας”. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, του ζήτησε να αναθερμάνει τις σχέσεις του με την Αγγλία, αναθέτοντας ένα ή δύο υπουργεία σε στελέχη του Αγγλικού Κόμματος. Η ρωσική πρόταση, που δικαίωνε τις τουρκικές θέσεις, υποστηρίχθηκε από την Αυστρία, την Πρωσία και τη Βαυαρία, με τη Γαλλία να παραμένει ουδέτερη.
Ο Όθωνας την αποδέχθηκε και η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να ταπεινωθεί, στέλνοντας επιστολή προς τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών, Ααλή Εφέντη, σύμφωνα με την οποία εξέφραζε τη λύπη της “διά μιάν παρεξήγησιν, ήτις έσχεν ως αποτέλεσμα την αναχώρησιν του Απεσταλμένου της Α.Μ. του Σουλτάνου”. Η περιφραστική ταπεινή ‘συγγνώμη’ ικανοποίησε την Οθωμανική Κυβέρνηση και ο Μουσούρος Πασάς γύρισε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 1848, με μία εντυπωσιακή πομπή. Ο βασιλιάς κάλεσε στα Ανάκτορα τον Οθωμανό πρέσβη και του εξέφρασε και προφορικά τη λύπη του για το επεισόδιο.
Ο Σουλτάνος Μετζίτ από τη μεριά του, προβίβασε τον υπουργό Εξωτερικών Ααλή, δώρησε 250.000 γρόσια στον Μουσούρο και παράλληλα παρασημοφόρησε όλο το προσωπικό της οθωμανικής πρεσβείας στην Αθήνα.
(Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ Α’)
Και έτσι έληξαν τα λεγόμενα ‘Μουσουρικά’ ή μάλλον, περίπου έτσι.
Στις 23 Απριλίου του 1848, τρεις μήνες μετά, ο Απόστολος Ναδίρης, ένας χριστιανός υπάλληλος της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα, πυροβόλησε τον Μουσούρο, καθώς αυτός βρισκόταν στην είσοδο της πρεσβείας, πληγώνοντάς τον στο χέρι και αχρηστεύοντάς του το για το υπόλοιπο της ζωής του. Στη συνέχεια βγήκε στους δρόμους, φωνάζοντας “Ζήτω η Ελλάδα”, με την ελληνική κυβέρνηση να τον βγάζει γρήγορα γρήγορα ‘ψυχοπαθή’, ώστε το θέμα να τελειώσει εκεί και να μην ενταθούν πάλι οι διπλωματικές εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Ο Μουσούρος λίγο αργότερα θα μετατεθεί στη Βιέννη, όπου και θα παραμείνει μέχρι και το 1867. Θα πεθάνει στην Κωνσταντινούπολη το 1891.
Όσον αφορά τώρα τον Τσάμη Καρατάσο που έγινε η αφορμή για αυτό το διπλωματικό επεισόδιο, θα συνεχίσει τη δράση του, πιστός στη Μεγάλη Ιδέα μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1854 θα αποβιβαστεί στη Χαλκιδική, κατά τη δεύτερη φάση της Μακεδονικής εξέγερσης, η οποία έγινε με αφορμή τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Επικεφαλής 500 ενόπλων μαχητών και πιο γνωστός πια ως ‘γερο-Τσάμης’, θα συγκρουστεί με τις οθωμανικές δυνάμεις, αλλά η ήττα που θα υποστεί στη μάχη της Κουμίτσας στις 16 Μαΐου του 1854, θα τον αναγκάσει να γυρίσει στην Ελλάδα. Η αγγλογαλλική κατοχή της Αθήνας και του Πειραιά κατά την την περίοδο 1854-1857, προκειμένου να μην αναμειχθούν οι Έλληνες στον πόλεμο Τουρκίας-Ρωσίας, θα δέσει τα χέρια, όχι μόνο τα δικά του, αλλά όλων των Ελλήνων.
Πριν από τον Κριμαϊκό Πόλεμο, καθ’ όλη την περίοδο 1844-1853, ο Καρατάσος θα ταξιδεύει ημιεπίσημα στις σερβικές κοινότητες της Τεργέστης και των Σκοπίων, με σκοπό να βρει υποστήριξη για τον κοινό σκοπό, που δεν ήταν άλλος απ’ το να ενωθούν Σέρβοι και Έλληνες εναντίον των Τούρκων. Το 1859 θα αρχίσει να δημοσιεύει τις προτάσεις του σε άρθρα εφημερίδας, ενώ το 1861, θα μεταβεί στο Βελιγράδι για να υπογράψει την πρώτη επίσημη συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες. Κατά την παραμονή του εκεί, θα πεθάνει ξαφνικά, αφήνοντας τη συμφωνία στη μέση.
Η πρώτη συμφωνία μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων θα έπρεπε να περιμένει τελικά ως το 1887 για να υπογραφεί από τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, και τον Σέρβο ομόλογό του.