Όταν η Αθήνα μέτρησε νεκρούς για μια μετάφραση
- 29 ΔΕΚ 2018
Τα γλωσσικά ζητήματα μπορεί να μοιάζουν κατά περιόδους ως ζητήματα για τσακωμούς μεταξύ των διανοουμένων ή από το 1975 και μετά ως ζητήματα σε πολύ πλάγιες στήλες εφημερίδων. Παρόλα αυτά, ειδικά όταν τα γλωσσικά συνδέονται με εθνικά ή θρησκευτικά ζητήματα, δημιουργούν έντονες πολιτικές συγκρούσεις που δεν είναι απίθανο να γίνουν και αιματηρές. Κάτι τέτοιο συνέβη και με τα Ευαγγελικά ή Ευαγγελιακά.
Η ελληνική γλωσσική κοινότητα βρέθηκε, και εν μέρει βρίσκεται ακόμα, σε μια κατάσταση ακραίων συγκρούσεων λόγω του Γλωσσικού Ζητήματος, της σύγκρουσης δηλαδή για το ποια ποικιλία (την τελευταία περίοδο ‘καθαρεύουσα’ ή δημοτική΄) πρέπει να επικρατήσει ως επίσημη γλώσσα του κράτους και ως γλώσσα των τεχνών, των επιστημών και της εκπαίδευσης. Στα τέλη του 19ου αιώνα η κατάσταση οξύνεται όλο και περισσότερο (το 1888 εκδίδεται το ‘Ταξίδι μου’ του πιο γνωστού δημοτικιστή της εποχής Γιάννη Ψυχάρη), ενώ η συντριβή της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897 έχει οξύνει τα εθνικιστικά ένστικτα του ταπεινωμένου ελληνικού λαού.
Ήταν τον Σεπτέμβριο του 1901 που η ιστορική εφημερίδα ‘Ακρόπολις’ του προοδευτικού εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, του θεωρούμενου πατέρα της σύγχρονης ελληνικής εφημερίδας, επιλέγει να δημοσιεύσει στην εφημερίδα του τα Ευαγγέλια μεταφρασμένα στη δημοτική από τον γνωστό δημοτικιστή και λόγιο Αλέξανδρο Πάλλη
Πρώτος και κύριος σκοπός είναι να αποδώσει στη ‘γνήσια γλώσσα του ελληνικού λαού γλώσσα’ τις τέσσερις αφηγήσεις των Ευαγγελιστών. To έργο του Πάλλη τυπώνεται σε μια από τις μητροπόλεις του πνευματικού κόσμου της εποχής, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με τα έξοδα να είναι πληρωμένα από τη βασίλισσα Όλγα. Στην αρχή, κυκλοφορεί σε λίγα αντίτυπα μεταξύ των Ελλήνων της πόλης.
Οι απόπειρες ‘ενδογλωσσικής μετάφρασης’ θρησκευτικών κειμένων δεν ήταν οι πρώτες. Το 1536 είχαν μεταφραστεί από τον Ιωαννίκιο Καρτάνο αποσπάσματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, και το 1638 μεταφράστηκε στη νεοελληνική η Καινή Διαθήκη από τον Μάξιμο Καλλιπολίτη. Η πρώτη προσπάθεια δεν βρήκε συνεχιστές ενώ η δεύτερη καταδικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο. Τρία χρόνια πριν τα Ευαγγελικά, κατόπιν εντολής της βασίλισσας, είχε γίνει η πρώτη μεταφραστική απόπειρα των Ευαγγελίων είχε γίνει από την Ιουλία Σωμάκη-Καρόλου.
Όταν το ζήτημα της μετάφρασης των Ευαγγελιών άρχισε να γίνεται γνωστό στην ελληνική γλωσσική κοινότητα, προέκυψαν σφοδρότατες αντιδράσεις και πύρινα άρθρα του συντηρητικού τύπου που κατακεραύνωναν τον Πάλλη, τη βασίλισσα Όλγα και τον Γαβριηλίδη, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούνταν τερατώδη ψέματα και καταστροφολογίες. Έτσι, όπως φαίνεται από τον ιστότοπο του Νίκου Σαραντάκου, δημοσιογράφοι συντηρητικών εφημερίδων άρχισαν να διακινούν ψεύτικες ειδήσεις σχετικά με τη γλώσσα της απόδοσης του Πάλλη. Κάποια από αυτά τα ψέματα ήταν ότι:
- τον «Μυστικό δείπνο» τον έχει αποδώσει «κρυφό τσιμπούσι»
- το «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν» το έχει πει «κάτω τις κούτρες σας»
- το «μνήσθητί μου, κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» το έχει κάνει «θυμήσου με αφέντη όταν έρθεις στα πράματα»
Σκοπός προφανώς ήταν να τονιστεί η διαφορά μεταξύ της υψηλού γοήτρου γλώσσας στην οποία γράφτηκαν τα Ευαγγέλια με μια χαμηλού γοήτρου ‘μαλλιαρή’ γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Πάλλης και να επενδυθεί η διαφορά αυτή με μια ασέβεια προς τα ιερά του έθνους. Η τακτική ήταν από τότε επιτυχημένη. Ένα κίνημα αρχίζει να διαμορφώνεται και να πιέζει προς την απαγόρευση της μετάφρασης. Ένα μήνα περίπου μετά την έκδοση του φύλλου της Ακρόπολης, η Ιερά Σύνοδος απαγορεύει την απόδοση των Ευαγγελίων στη δημοτική. Στις 20 Οκτωβρίου διακόπτεται λόγω των σφοδρών αντιδράσεων η δημοσίευση. Παρόλα αυτά, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας (και εδώ το ‘κοινωνία’ είναι πιο ταιριαστό από το ‘γλωσσική κοινότητα’) συνεχίζει να είναι εξοργισμένο.
Βασικός πρωταγωνιστής των αντιδράσεων ήταν το φοιτητικό κίνημα της εποχής, με πρωτεργάτες τους φοιτητές της ισχυρής τότε Θεολογικής Σχολής και με βασικό αίτημα την καταδίκη και τον αφορισμό των μεταφραστών. Η απόκλιση από τη γλώσσα των Ευαγγελία θεωρήθηκε εθνική προδοσία από φοιτητές και καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών σε τέτοιο σημείο που η βία άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Στις 2 Νοεμβρίου μια ομάδα 500 φοιτητών εισέρχεται στα γραφεία της εφημερίδας απειλώντας να τα κάψει. Οι εφημερίδες ‘ΣΚΡΙΠ’ και ‘Εμπρός’ τάσσονται με το μέρος των φοιτητών. Όλη η Αθήνα αρχίζει να βρίσκεται σε αναβρασμό. Οι συντελεστές του έργου αντιμετωπίζονται ως εθνοπροδότες και ως φιλικά προσκείμενοι στους σλαβικούς εθνικισμούς.
Το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου του 1901 γίνεται μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα. Οι φοιτητές συγκεντρώνονται και ετοιμάζονται να παραδώσουν ψήφισμα στον φιλικό προς τις μεταφράσεις Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ομάδες του στρατού και της Χωροφυλακής κλείνουν τους δρόμους γύρω από την Παλιά Βουλή και τα Ανάκτορα (τωρινή Βουλή). Η διάβαση της οδού Σταδίου και Πανεπιστημίου απαγορεύεται. Κάποιοι κινούνται προς τις πύλες της Βουλής προκειμένου να ζητήσουν παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη. Διαδραματίστηκαν αιματηρές σκηνές, με το πλήθος που το φανάτιζε η ιδέα ότι «Χριστός και Ελληνισμός είναι ένα πράγμα» (Εμπρός, 8/11/1901). Το ιππικό και ομάδες του στρατού ανταπαντούν στον λιθοβολισμό και πυροβολισμούς που δέχονται με νέους πυροβολισμούς. Οι διαδηλωτές εξαγριώνονται και η σύγκρουση γίνεται αιματηρή. Ανάλογα με τις πηγές, μιλάμε για 8 με 11 νεκρούς και πάνω από 80 τραυματίες. Η κατάσταση συνεχίζει να είναι τεταμένη και τις επόμενες μέρες.
Μετά από δύο μέρες, συνέρχεται η Βουλή σε ολομέλεια. Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για τα θύματα, ενώ η κυβέρνηση θεωρεί συκοφαντικές αυτές τις απόψεις. Στις 11 Νοεμβρίου, ο Γιώργος Θεοτόκης παραιτείται μαζί με την κυβέρνησή του. Τη θέση του παίρνει ο Αλέξανδρος Ζαϊμης. Παραιτείται και ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος. Τα ρωσικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά συμφέροντα παρεμβαίνουν και αυτά στις συγκρούσεις προκειμένου να αποκτήσουν επιρροή στο ελληνικό κράτος. Τα πνεύματα τελικά ηρεμούν για δύο μόνο χρόνια. Το 1903 νέες συγκρούσεις διεξάγονται με αφορμή τη μετάφραση σε συντηρητική δημοτική της τριλογίας της Ορέστειας από το Βασιλικό Θέατρο.
Η προσπάθεια να αποδοθεί σε νέα ελληνικά η γλώσσα των Ευαγγελίων γίνεται προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση ο απλός λαός στα Ευαγγέλια. Ταυτόχρονα έθιγε ενδεχομένως τον ρόλο των ιερέων, που ήταν οι μεσολαβητές του λόγου των ιερών κειμένων στους πιστούς, παρότι δεν μπορεί κανείς να πει ότι ο κλήρος στήριξε εν συνόλω τις αντιδράσεις. Παράλληλα, και κυρίως αυτό, δημιουργούσε και ένα δεδικασμένο που στη βάση του χτύπαγε στη ρίζα τη θεωρία της συνέχειας μιας ενιαίας και αδιαίρετης ελληνικής γλώσσας. Για τον λόγο αυτό, η τολμηρή μετάφραση του Πάλλη δημιούργησε έντονες αντιδράσεις σε εκκλησιαστικούς αλλά και γενικότερα συντηρητικούς κύκλους. Δεν είναι βέβαια μόνο το καθαρά γλωσσικό κομμάτι που υποκίνησε όλες αυτές τις συγκρούσεις. Είναι αυτό όμως που κατέδειξε για ακόμα μια φορά τη συσχέτιση του γλωσσικών ζητημάτων με τα εθνικά αφηγήματα.
Ένα πληγωμένο εθνικό γόητρο από την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 αλλά και την πτώχευση του 1893 βρίσκει το καταφύγιό του σε ένα ζήτημα κατά βάση γλωσσικό και εν συνεχεία δογματικό, η αντίδραση στο οποίο μοιάζει τώρα εκτός των ιστορικών του συγκειμένων τελείως παράλογη
Γιατί να είναι τόσο κακό να έχει πρόσβαση ο απλός λαός στα χριστιανικά κείμενα; Μέσα σε αυτή την εθνική έξαρση, επιστήμονες θεωρούνται προδότες, διανοούμενοι ανθέλληνες και άθεοι. Το γλωσσικό ζήτημα γίνεται ζήτημα δομικό για το ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανισμού. Ο γλωσσικός σχεδιασμός γίνεται αιχμή του συντηρητικού λόγου που επιζητεί την αρχαιολατρεία και την απόλυτη αφοσίωση στα εθνικά σύμβολα που πρέπει να μένουν αναλλοίωτα.
Το γεγονός αποτέλεσε την αρχή για παρεμφερή γεγονότα τα επόμενα χρόνια που αρχίζει να στήνεται πιο συγκροτημένα ο αντι-δημοτικισμός ο οποίος πολλές φορές συνδέεται με μια ρητορική περί εθνοπροδοσίας με δημοτικιστές να διώκονται και να τιμωρούνται, βιβλία να καίγονται και διανοούμενους (βλ. Αλέξανδρο Δελμούζο ή Κωστή Παλαμά) να μπαίνουν στο επίκεντρο της κριτικής. Τελικά, έστω και μετά από πολλές δεκαετίες, έγινε αυτό που περίπου είχε προβλέψει ο Δημήτρης Γληνός ‘παντού όπου συγκρούστηκεν η καθαρεύουσα με μιαν άλλη ζωντανή γλώσσα, νικήθηκε’.
Γεγονότα, όπως τα Ευαγγελικά, δείχνουν ότι, ακόμα και για ζητήματα που σήμερα μπορεί να θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας ή ακατανόητα, οι ιδέες όχι μόνο δεν είναι αλεξίσφαιρες (όπως λέει το κλασικό ρητό του ‘V for Vendetta’). Αντιθέτως, μπορούν να κρατούν πιστόλι και να σκοτώνουν.