Όταν πήγα με τη γιαγιά μου σε μπουζούκια της επαρχίας
- 15 ΙΟΥΛ 2017
Την ημέρα που βρέθηκα με μία καραμέλα γεύσης ούζου να στριμώχνει τις αμυγδαλές μου σε βαθμό ασφυξίας, την θυμάται σαν να ήταν χθες. Αν την αφήσεις, θα σου περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια τι φορούσα, πώς είχα πιασμένα τα μαλλιά μου, πόσην ώρα (μαζί με τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα) κουνούσα τα χέρια μου πάνω κάτω αλαφιασμένη νιώθοντας το πρόσωπό μου να ανάβει σαν τις φωτοβολίδες που απαγορεύεται να έχουμε μαζί στα γήπεδα. Είχε τρομάξει τόσο πολύ που από τότε, έχει κάνει καραμέλα το ‘πρόσεχε μην πνιγείς‘ κάθε φορά που με βλέπει να γυροφέρνω κάτι στα ούλα μου.
Αυτό συμβαίνει με κάθε μου χτύπημα. Από το πρώτο δυνατό στα δύο μου, που βρέθηκα με το κεφάλι να τα βάζω με το πάτωμα και τα πόδια στον αέρα να τινάζονται μία από τον πόνο και μία από τα νεύρα τους, μέχρι το τελευταίο των δέκα μου που μία καραμέλα ούζο έφτασε στο τσακ της γραμμής τερματισμού (μου).
Η μνήμη της γιαγιάς μου ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι εξαιρετικά επιλεκτική. Μπορεί να θυμηθεί τα πάντα από την παιδική μου ηλικία και να μου τα διηγείται κάθε φορά που με βλέπει. Μπορεί να έχει να μου πει ιστορίες που μόνο οι άγριοι της ρήσης θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι έχω σκαρώσει και κάθε φορά που τις εξιστορεί μπροστά σε κοινό να με κάνει να παίρνω τη φάτσα του παρολίγον θανάτου μου με γεύση ούζου. Παράλληλα όμως, υπάρχουν στιγμές, καταστάσεις, σκέψεις που τις ξεχνά. Ή συμπεριφέρεται σαν να μην συνέβησαν ποτέ.
Σε κοιτάει χαρούμενη, τραγουδάει κάτι με δυνατή (καλή) φωνή και αυτό είναι το σύνθημα του ‘ας αλλάξουμε συζήτηση‘ ή του ‘δεν καταλαβαίνω τι μου λες‘, αλήθεια δεν ξέρω τι από τα δύο παίζει. Ίσως και τα δύο. Ωστόσο, τώρα τελευταία, κάθε φορά που με ρωτάει πότε θα παντρευτώ (ναι, αυτό το θυμάται ο κόσμος να χαλάσει) έχω υιοθετήσει την πατέντα της και τραγουδάω και εγώ ανέμελα. Με λίγο χαμηλότερη φωνή.
Γιαγιά Ειρήνη. Η γυναίκα που μου έδωσε το όνομά της και δεν το άκουσε ποτέ (μία μέρα, θα γράψω την ιστορία του ‘Έρρικα’). Γιαγιά Ειρήνη η γυναίκα που με έβαζε να γράφω τις προτάσεις από δύο φορές κάθε φορά που έκανα λάθος στην ορθογραφία. Γιαγιά Ειρήνη, ο απίθανος γλεντζές που δεν είχα ιδέα ότι είναι. Και που, αν κάποιος μου έλεγε ότι θα βρεθώ μαζί της σε μπουζούκια στο Λουτράκι και θα χορεύω μέχρι τις 5 το πρωί, πέρα από τρελό θα τον έβγαζα και παντελώς ηλίθιο.
Μία μικρή παρένθεση πέφτει στην πίστα παρέα με μερικά γαρίφαλα γιατί νιώθω μία μεγάλη ανάγκη να γράψω ότι όσο και αν λατρεύουμε τους παππούδες μας (αφήνω κάπου εδώ, αυτό το κείμενο και αυτό) ελάχιστοι από εμάς θέλουμε να περνάμε ποιοτικό χρόνο μαζί τους. Ειδικά μεγαλώνοντας. Τη μία έχουμε το ένα, την άλλη το άλλο. Και στην τελική, μία λογική εξαιρετικά καλοντυμένη και κάπως σπαστική με τα χρυσά της σκουλαρίκια να χτυπιούνται με νεύρο στο σημείο που το αυτί αγγίζει το λαιμό, έρχεται να πει ότι ‘εντάξει, προτιμώ στα μπουζούκια να πάω με τους φίλους μου‘. Καθόλου τυχαίο το παράδειγμα.
Το χρονικό του (μπουζουκο)χρόνου: Σάββατο μεσημέρι. Στο εξοχικό μας στο Λουτράκι η θερμοκρασία είναι αρκούντως καλή για να πάρεις ένα βιβλίο και να βάλεις στα ακουστικά τον φυσικό ήχο από το θρόισμα των πεύκων. Η μητέρα μου, με πλησιάζει πάνω στην κρίσιμη στιγμή που θα μάθαινα αν την παρτίδα σκάκι έπαιρνε ο Ζαν Πωλ Σαρτρ (σ.σ.: Το βιβλίο η ‘Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων’, το προτείνω ανεπιφύλακτα). “Το βράδυ θες να πάμε στα μπουζούκια με την γιαγιά και τον παππού;” Τα γέλια και το ‘αποπούμουρθεαυτότώρα’ με έριξαν από την ξύλινη μπαμπού καρέκλα.
Η γιαγιά μου, σαν το εκκρεμές πετάχτηκε από το μπαλκόνι. “Χτύπησες παιδί μου;” Αλήθεια δεν ξέρω αν έχει ραντάρ πεσιμάτων, αλλά το έχω σκεφτεί και εγώ πολλές φορές.
Με την πεποίθηση ότι κάποιος μου κάνει πλάκα, αποφάσισα να μετάσχω και εγώ στη φάρσα μου και να τη ζήσω στα άκρα απαντώντας ένα “και δεν πάμε;” όντας πραγματικά σίγουρη ότι αποκλείεται ο παππούς μου να ερχόταν ποτέ σε μπουζούκια και δη στην επαρχία (πράγμα το οποίο και έγινε) και ότι η γιαγιά μου μέχρι τις 00.30 που μας είπαν ότι πρέπει να πάμε για να πιάσουμε το τραπέζι θα έχει ήδη κοιμηθεί. Ή θα έχει γίνει κολοκύθα. Ή και τα δύο.
Ώρα 00.15. Εξοχικό Λουτράκι. Ο παππούς μου, είναι κουρασμένος και δεν θα έρθει (ωραία, να το το πρώτο στανταράκι, πάμε για το δεύτερο). Η γιαγιά μου, είναι έτοιμη. Ή μάλλον όχι. Η γιαγιά μου δεν είναι απλώς έτοιμη. Έχει φτιάξει τα μαλλιά της, έχει βάλει τα καλά της σκουλαρίκια, τα αγαπημένα της και μας περιμένει. “Δηλαδή, θα πάμε;” τη ρώτησα. “Ε ναι, τι; Νυστάζεις;” μου απάντησε. Πήγα να ντυθώ αμίλητη. Μέσα μου έπαιζε σε λουπ ο Απαράδεκτος Σπύρος ‘τι έγινε ρε παιδιά;‘
Στις 00.40 ήμασταν μέσα στο μαγαζί. Η γιαγιά μου μπήκε με αέρα μοντέλου των ’90s σε εκπομπή της Ρούλας Κορομηλά. ‘Μπράβο, Ειρήνη‘. Έριξα μία ματιά γύρω μου. Το μέρος ήταν πιο άδειο και από κουτί μανιακού καπνιστή. Η κοπέλα στην είσοδο μας έδωσε την επιλογή να επιλέξουμε το τραπέζι μας στα πλάγια της πίστας. Τα κεντρικά, ήταν όλα πιασμένα. “Από ποιους;” σκέφτηκα και ξανακοίταξα τριγύρω μήπως και δεν είχα δει καλά. Δεν είμαι και ιδιαίτερα παρατηρητική.
Καθίσαμε. Οι δύο ‘Ειρήνες’ όπως της αρέσει να μας λέει καθίσαμε μαζί. Με ρώτησε αν ξέρω να χορεύω. Κομπιασμένα, κούνησα το κεφάλι προς τα κάτω. Δεν ήξερα τι μπορεί να σημαίνει αυτή μου η κατάφαση αλλά το ρίσκαρα. Λίγα λεπτά αφότου μπήκαμε, ξεκίνησε το πρόγραμμα. Ναι, για ΕΜΑΣ ξεκίνησε. Τα τραγούδια ήταν λίγο πιο καινούρια από αυτά που ίσως περίμενε η γιαγιά μου με αποτέλεσμα να με ρωτάει με πραγματικό ενδιαφέρον ‘το ξέρεις αυτό; ποιος το λέει;‘ σχεδόν κάθε φορά που άλλαζε κομμάτι η ορχήστρα.
Η πρώτη τραγουδίστρια της βραδιάς ήταν μία ξανθιά κοπέλα αρκετά πιο σεμνή από αυτό που περίμενα και αρκετά πιο μαζεμένη από αυτό που προσπαθούσε να δείξει επί σκηνής. Τραγουδούσε και κοιτούσε το τραπέζι μας κάπως ντροπαλά. Εκείνη πρέπει να ήταν και η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι το ενδεχόμενο του να ανοίξει η γη να με καταπιεί δεν θα είναι ένα κακό ενδεχόμενο. Η δεύτερη και τελευταία, θα έρθει αρκετές ώρες αργότερα όταν ρώτησα την γιαγιά μου αν κουράστηκε και εκείνη μου απάντησε “κουράστηκες παιδί μου; θέλεις να φύγουμε;“
Το κέφι άρχισε να δυναμώνει όταν το μαγαζί πέρα από εμάς είχε και άλλα δέκα άτομα στο πίσω μέρος του μπαρ. Όχι τα τραπέζια μέχρι και τις 02.30 θα παρέμεναν άδεια. Η επόμενη τραγουδίστρια ανέβηκε στη σκηνή με πολλή περισσότερη σιγουριά στο ύφος από την πρώτη και πολύ λιγότερα ρούχα.
Η γιαγιά μου, ενθουσιάστηκε. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί αλλά της φώναζε από μακριά ότι είναι όμορφη. Πιστεύω ακράδαντα ότι η κοπέλα έκανε τις σκέψεις περί ανοίγματος γης που έκανα παραπάνω. Ωστόσο, δεν πτοήθηκε. Έπιασε τα πιο λαϊκά της βραδιάς. Τα χέρια της γιαγιάς μου, ζωήρεψαν.
Μιας και το δεξί δεν πήγαινε πολύ καλά τα τελευταία χρόνια, έδωσε όλες της τις δυνάμεις στο αριστερό. Και ‘ώπα’ και ‘δώσε’ και ‘πάμε’. Άρχισα να λύνομαι. Άρχισα να ξεχνάω πού βρίσκομαι. Βασικά, δεν με ενδιέφερε καθόλου. Κοιτούσα την γιαγιά μου να χορεύει χαρούμενη και ένιωθα ένα βήμα πιο ψηλά από το έδαφος. Της έπιασα το δεξί χέρι. Αρχίσαμε να χορεύουμε. Ήμασταν καθιστές αλλά σε δύναμη και ζωντάνια βάζαμε κάτω 100 όρθιες.
Δεν ήξερε τα λόγια από τα περισσότερα τραγούδια. Εγώ κάτι ήξερα (αυτό και αν δεν το περίμενα). Της τα έλεγα και μετά τα λέγαμε μαζί. Ο τρίτος εμφανιζόμενος της βραδιάς έσκασε μύτη ακριβώς πάνω στην ώρα που αποφασίσαμε να πάρουμε ένα πανέρι λουλούδια.
Η γιαγιά μου πήρε ένα γαρίφαλο (ένα!) και του το έδωσε στο χέρι. Έπειτα έκανε το ίδιο και με τις τραγουδίστριες όταν ξαναβγήκαν στη σκηνή. “Αλήθεια γιαγιά, γιατί δεν τους τα πετάς και τους τα δίνεις στο χέρι;” δεν άντεξα και ρώτησα την τρίτη φορά που την είδα να το κάνει. “Και να γλιστρήσουν και να πέσουν κάτω οι άνθρωποι να το έχω τύψεις;” με αποστόμωσε.
Εμείς και ο κόσμος (του μαγαζιού): Ώρα 03.00. Τα τραπέζια τριγύρω γεμίζουν με μερικές φάτσες που δύσκολα θα ξεχάσω. Δεξιά μας, από την άλλη μεριά της σκηνής, κάθισε μία παρέα δύο αντρών με μία γυναίκα. Ήταν αμίλητοι, ακούνητοι, αγέλαστοι. Τα μαλλιά της γυναίκας ήταν μαύρα και ξασμένα τόσο πολύ που έφταναν το ταβάνι (εντάξει, όχι αλλά κατάλαβες). Και οι δύο άντρες ήταν εύσωμοι γύρω στα 50. Ο ένας ήταν καραφλός και ο άλλος φορούσε ένα περουκίνι χρώματος κορακί.
Δίπλα στο καστ της Οικογένειας Άνταμς, ήταν ένας κύριος πολύ καθωσπρέπει και σοβαρός. Φορούσε κουστούμι και έρενε με γαρίφαλα την δεύτερη τραγουδίστρια (την πιο τσαχπίνα). Πρώτο τραπέζι πίστα, καθόταν μία παρέα οχτώ γυναικών που άνετα θα ανέβαζαν το ‘8 γυναίκες εξομολογούνται’ με ιστορίες τους από τη φυλακή. Αλήθεια, και συγγνώμη, αλλά ήταν πραγματικά όλες τόσο γιγάντιες, τόσο σκληροπρόσωπες και τόσο τρομακτικές που δεν μπορώ να διαλέξω ποια θα έχρηζα ως αρχηγό (στη φυλακή).
Η γιαγιά μου, προφανώς, δεν παρατήρησε κανέναν από όλους αυτούς που βρίσκονταν γύρω μας. Και προς μεγάλη μου έκπληξη, όταν σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα δεν μου είπε να προσέξω μην μου δώσουν καμιά καραμέλα (το οποίο θα ήταν και #διπλης δεδομένης της προϊστορίας μας). Αλήθεια, εγώ στη θέση της όσο και αν και έχω κοροϊδέψει πολλάκις την συγκεκριμένη συμβουλή-ατάκα, παίζει και να την έλεγα. Το παραδέχομαι.
Ώρα 04.30. Έχουμε πετάξει λουλούδια. Έχουμε πιει τα κρασάκια μας. Έχουμε τραγουδίσει. Έχουμε χορέψει έχουμε γελάσει. Έχω ακούσει την ατάκα “γιατί κουράστηκες παιδί μου;” που λέγαμε παραπάνω. Μέχρι και που φτάσαμε σπίτι και με καληνύχτισε δεν πίστευα ότι οι τελευταίες ώρες του Σαββάτου έχουν αυτήν την περιγραφή.
Και όμως, την είχαν. Την επόμενη μέρα, βλέποντας την γιαγιά μου χαμογελαστή να διηγείται στον παππού μου με απίστευτες λεπτομέρειες που εγώ αδυνατούσα να θυμηθώ (τύπου τι φορούσαν οι τραγουδίστριες) παρότι χώμα από το χθεσινό ξενύχτι, ένιωσα μία απίστευτη ηρεμία. Και ικανοποίηση.
Την ικανοποίηση ότι πέρασα μια βραδιά με την γιαγιά μου μετά από δεν ξέρω και εγώ πόσον καιρό. Και την ηρεμία ότι έδωσα σε αυτήν την γυναίκα ένα ρόλο και στην ενήλικη ζωή μου. Μία ανάμνηση που τόσο εκείνη όσο και εγώ θα μπορούμε να μοιραζόμαστε με την ίδια ευτυχία και χαρά οπουδήποτε και αν βρεθούμε μαζί στο μέλλον. Μία εμπειρία που την ζήσαμε όχι αναγκαστικά γιατί εγώ είμαι παιδί και χρειάζομαι προσοχή και ασφάλεια αλλά επειδή το γουστάραμε.
Ακόμη και αν σε εμένα πήρε αρκετές ώρες μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι όντως έγινε και ότι όντως, το υπεργούσταρα.
Ένα μικρό κάπως γραφικό υστερόγραφο: Είμαι η πρώτη που σιχαίνεται τα τσιτάτα του στυλ ‘να τους αγαπάτε τους παππούδες σας‘ ωστόσο, μετά από όλο αυτό το αναπάντεχο Σαββατόβραδό μου στα μπουζούκια δεν μπορώ να μην κλείσω γράφοντας ότι όσοι είστε τυχεροί και έχετε παππούδες, να τους δίνετε χώρο στην ζωή σας. Όχι για να σας ρωτάνε πότε θα παντρευτείτε ή για να σας πουν πόσο ψηλώσατε και ομορφύνατε. Αλλά για να έχετε περάσει μαζί τους κάτι που θα το θυμάστε χωρίς να χρειαστεί να σας το θυμίσουν εκείνοι.