“Δεν πουλάμε, κύριε…”
Η χούντα, το Πολυτεχνείο και η Δίκη των Συνταγματαρχών μέσα απ' τα μάτια του μικρού τότε μαθητή, Γιάννη Φιλέρη.
- 17 ΝΟΕ 2019
Τι ακριβώς ήταν το Πολυτεχνείο; Καλή ερώτηση, σαράντα έξι χρόνια μετά την εξέγερση των φοιτητών μέσα στην δικτατορία; Πώς ακριβώς προσδιορίζεται η αντίσταση κατά της χούντας; Και τι συνέβαινε, πράγματι, εκείνα τα χρόνια στην ελληνική κοινωνία; Ο καθένας μπορεί να έχει διαφορετικές απαντήσεις, ανάλογα με αυτά που θυμάται, που έζησε, που έχει ακούσει.
Περισσότερο σκαλίζουν τη μνήμη οι επετειακές αναφορές κάθε χρόνο, τέτοια εποχή. Για μένα η χούντα ξεκίνησε, χωρίς να τη θυμάμαι. Η μάνα μου, εξακολουθεί να διηγείται την ημέρα, που μπήκαν στο σπίτι οι αστυνομικοί, αναζητώντας τον πατέρα μου, που όταν έγινε η δικτατορία των συνταγματαρχών εξαφανίστηκε για λίγες μέρες.
Έψαχναν τα… βιβλία. Αυτά, φαίνεται, τους έκαναν εντύπωση. Αυτά (εκτός από τους ανθρώπους) κυνηγούσαν κατά καιρούς. Προτιμούν τους αμόρφωτους, τους αδρανείς, τους απαθείς. Αυτούς που δεν λένε ποτέ “όχι”…
Ο κυρ-Βασίλης, ράφτης στο επάγγελμα είχε το ελάττωμα να διαβάζει αρκετά. Η μάνα με είχε αγκαλιά, ο αδερφός μου μεγαλύτερος, είχε φοβηθεί και της έπιανε το πόδι.
Ο πατέρας μου πέρασε, εν τέλει, από το τμήμα. Έκανε τις απαραίτητες… διευκρινίσεις. Δεν ήταν ήρωας, είχε δυο μικρά παιδιά, νομίζω ότι πολλοί που βρέθηκαν σε αντίστοιχη θέση, έκαναν το ίδιο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η χούντα ήταν ‘αποδεκτή’, όπως ορισμένοι προσπαθούν να πείσουν. Αντίσταση υπήρξε, αν διαβάσει κανείς τα ανατριχιαστικά πρακτικά της δίκης των βασανιστών θα καταλάβει. Ο Θεοφιλογιαννάκος και ο Χατζηζήσης δεν ήταν… φαντάσματα, αλλά κανονικοί βασανιστές. Ο Ανδρέας Λεντάκης ήταν ο Ανδρέας που χτυπούσαν στην ταράτσα κι ο Μίκης Θεοδωράκης στο διπλανό κελί μετρούσε τους χτύπους, τακ-τακ εγώ, τακ-τακ εσύ.
Δεν ήταν αποκυήματα της φαντασίας των… φανατικών κομμουνιστών (από τους οποίους, βέβαια, η χούντα ήθελε να μας σώσει) οι βασανισμοί. Ο ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής βασανίστηκε στα μπουντρούμια της ΕΣΑ, σαράντα πέντε μέρες, μέχρι που ένας από τους βασανιστές του με χτύπημα καράτε του προκάλεσε εγκεφαλική αιμορραγία, που είχε σαν αποτέλεσμα την ολική παραλυσία του. Στα νιάτα του ο Μουστακλής συμμετείχε στον ΕΔΕΣ, πολέμησε στον εμφύλιο, έφτασε μέχρι τον πόλεμο της Κορέας. Το έγκλημά του, όταν είδε τους συνταγματάρχες να μας βάζουν στον γύψο, ήταν ότι συμμετείχε στο κίνημα του ναυτικού.
Φυσικά η χούντα θυμήθηκε τα ξερονήσια, η Γυάρος αποτέλεσε ξανά τον τόπο ‘αναψυχής’ των αμετανόητων.
Η επιστροφή των τελευταίων φυλακισμένων, με το οχηματαγωγό ‘Σκίρων’ όταν έπεσε η χούντα τον Ιούλιο 1974 έχει αποτυπωθεί στο ‘Χρονικό της δικτατορίας’ του Παντελή Βούλγαρη.
Προφανώς και η ζωή συνεχιζόταν. Δεν ήταν όλοι στα ξερονήσια και στις φυλακές. Κάποιοι που δεν ήθελαν… μπλεξίματα, έκαναν δουλειές με φούντες. Στο βιβλίο του ‘Λαμόγια στο χακί’, ο Διονύσης Ελευθεράτος, γράφει για τις ‘μπίζνες’ των χουνταίων και όχι μόνο. Υπήρχαν και οι ‘βολεμένοι’ της νέας κατάστασης και οπωσδήποτε μια μερίδα που ιδεολογικά επιδοκίμαζε τις πρακτικές της χούντας. Εκτός αν νομίζετε ότι όλα τα μπουμπούκια που προέκυψαν πρόσφατα, κεκαλυμμένα η φανερα, δεν έρχονται και από το μακρινό/κοντινό, ‘ηρωικό’ παρελθόν.
Ελλάς-Ελλήνων χριστιανών
Το μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ωστόσο, έβλεπε μουδιασμένο την επιβολή του δόγματος, “Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών”. Οι ρίζες του υπάρχουν ακόμη, δεν φεύγουν εύκολα.
Στο Παναθηναϊκό Στάδιο οργανώνονταν οι γιορτές της… πολεμικής αρετής των Ελλήνων, όπου μόνοι μας εναντίον όλων τους κάναμε τους εχθρούς μας “μια από χόρτα”. Καμιά φορά η υποχρεωτική παρακολούθηση αυτών των εκδηλώσεων κατέληγε σε φιάσκο του δικτάτορα, που αδυνατούσε να πάρει το λόγο και για να εκφωνήσει τις ακαταλαβίστικες αρλούμπες του (“κύριοι, εν τη εννοία”), αφού τα χάχανα των μαθητών τον υποχρέωσαν να σιωπήσει.
Η χούντα προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τα πάντα. Το μυστρί του Παττακού εγκαινίαζε το οτιδήποτε, ακόμη και ανύπαρκτα έργα, αρκεί να έπεφτε… η αναμνηστική πλάκα. Ο ίδιος ο ‘αδερφός Στέλιος’ διέκοπτε το ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού, για να συμβουλεύσει το Γιώργο Σιδέρη να παίξει πιο… ήρεμα.
Η ΑΕΚ του ’68 και ο Παναθηναϊκός του ’71, έγιναν ‘αθλητικά ορόσημα’ της χουντικής προπαγάνδας. Μαζί με το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στίβου το 1969 στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Οι “Έλληνες ενωμένοι προχωρούν” και λοιπές μπούρδες. Την ίδια ώρα κάποιοι σάπιζαν στις φυλακές, έτρωγαν ξύλο από τους ΕΣΑτζήδες, προσπαθούσαν στο εξωτερικό να αφυπνίσουν την κοινή γνώμη. Οι πιο παράτολμοι, όπως ο Αλέκος Παναγούλης, διακινδύνευαν την ίδια τη ζωή τους. Άλλοι την είχαν χάσει ήδη, όπως ο πρώτος νεκρός της δικτατορίας, Παναγιώτης Ελλής που δυσκολευόταν να ακολουθήσει την εντολή “τροχάδην”. Πυροβολήθηκε στο Φαληρικό Δέλτα, όπου η χούντα είχε μαζέψει τους πρώτους 700… επικίνδυνους αριστερούς.
Υπήρξαν και άνθρωποι, κάθε άλλο παρά αριστεροί, που θέλησαν να κρατήσουν την αξιοπρέπειά τους. Η Ελένη Βλάχου, εκδότρια της ‘Καθημερινής’, δεν θέλησε να παίξει το παιχνίδι των δικτατόρων και έκλεισε την εφημερίδα της (όπως και τη ‘Μεσημβρινή’, που της ανήκε). Αργότερα βρέθηκε με μυθιστορηματικό τρόπο στο Λονδίνο, όπου συμμετείχε ενεργά στο αντιδικτατορικό κίνημα.
Ο εκδότης της ‘Ελευθερίας’ Πάνος Κόκκας επίσης έκλεισε την εφημερίδα του. Διέφυγε στο εξωτερικό και φρόντισε μάλιστα να αποζημιώσει το προσωπικό του. Και μέσα στα Πανεπιστήμια οι παράνομες οργανώσεις των φοιτητών, προσπαθούσαν να κρατήσουν ζωντανή την σπίθα της δημοκρατίας, της αμφισβήτησης, της ριζοσπαστικότητας της νεολαίας. Ακόμη και όταν η χούντα σκέφτηκε την επιστράτευσή τους ως λύση για να γλιτώσει από το φοιτητικό κίνημα που άρχισε να βράζει…
Στις κηδείες του Γεωργίου Παπανδρέου αλλά και του Γιώργου Σεφέρη, ο κόσμος συρρέει στους δρόμους για να εκφράσει την αντίθεσή του στο καθεστώς.
Τα μικροαστικά του Κηλαϊδόνη
Το 1973 ήμουν 8 ετών, πήγαινα τρίτη δημοτικού στο πρώτο δημοτικό σχολείο Αθηνών. Εξήντα παιδιά, σε μια τάξη. Τρεις-τρεις στο θρανίο. Κάποιες από τις δασκάλες, όχι όλες είναι αλήθεια, είχαν παλιές συνήθειες. Ξύλο στα χέρια, με τον χάρακα. Έτσι… συνετιζόταν η νεολαία τότε.
Θυμάμαι τις περίφημες οικογενειακές συγκεντρώσεις, όπου με έβαζαν να μιμούμαι τον Παπαδόπουλο (!) και μετά ακούγαμε μετά μανίας τα ‘Μικροαστικά’ του Λουκιανού Κηλαϊδόνη, που είχαν κυκλοφορήσει (τον Οκτώβριο του ’73) σε κατακόκκινο βινύλιο! Πώς πέρασαν αλήθεια αυτοί οι στίχοι από τη λογοκρισία; Μπορεί και να μη τους… καταλάβαιναν. Δεν ήταν δα και το απαύγασμα της νοημοσύνης, οι εγκέφαλοι της δικτατορίας. Κάθε άλλο.
Ένας από δαύτους, συνταγματολόγος της χούντας, δηλαδή βράσε όρυζα, έραβε κουστούμια στον πατέρα μου. Όταν κάνεις πρόβα, οι ώμοι ξηλώνονται πολλές φορές, ώστε να ταιριάξει το σακάκι στο κορμί σου
Μια-δυο φορές, ο κύριος συνταγματολόγος δεν άντεξε και αναφώνησε: “Κύριε Φιλέρη, συνέχεια το ξηλώνετε…”.
Πήρε μια πληρωμένη απάντηση:”Δεν πειράζει κύριέ μου. Εδώ εσείς ξηλώνετε κάθε μέρα και από ένα νόμο…”.
Εκείνες τις μέρες του Νοέμβρη, έβλεπα τους γονείς μου σφιγμένους. Ένα από τα βράδια, αν δεν κάνω λάθος ήταν η Παρασκευή 16/11 είχαμε μείνει στο μαγαζί που διατηρούσαν στο Παγκράτι. Στο πατάρι, ο πατέρας έβρισκε τη συχνότητα του ραδιοφώνου των φοιτητών: “Εδώ Πολυτεχνείο…”
Ακόμη ηχεί στα αυτιά μου. Δεν θυμάμαι πολλά, η μάνα μου λέει ότι είχε ενθουσιαστεί. Παρακινούσε τον πατέρα να κατέβουν στο κέντρο, γιατί η Πατησίων, έξω από το Πολυτεχνείο είχε γεμίσει από κόσμο. Ο πατέρας έγνεψε αρνητικά.
Μετά μπήκε το τανκ.
Την επομένη ανοίξαμε το μαγαζί, αλλά όλη η Αθήνα είχε μάθει ήδη τα νέα. Υπήρχαν νεκροί, τραυματίες. Όλη τη νύχτα γέμιζαν και άδειαζαν τα νοσοκομεία.
Εμείς -αν θυμάμαι καλά- δεν είχαμε πάει σχολείο (τότε ήταν ανοιχτά και τα Σάββατα) και ένας πελάτης μπήκε να αγοράσει κάτι. Ο κυρ Βασίλης του έκοψε τη φόρα: “Δεν πουλάμε κύριε, σήμερα…”.
Το κλείσαμε και γυρίσαμε σπίτι. Λίγες μέρες μετά, άκουγα τους δικούς μου να βλαστημάνε τον αισχρό Μαστοράκη, που έπαιρνε ‘συνεντεύξεις’ από τους συλληφθέντες φοιτητές. Ο ίδιος τύπος αργότερα θα έκανε μαθήματα τηλεόρασης και δημοσιογραφίας, λες και όλοι έχουμε μνήμη ελέφαντα.
Περιέργως από το μυαλό μου έχουν σβηστεί όλα τα υπόλοιπα που ακολούθησαν και η επόμενη σκηνή που θυμάμαι είναι να περπατάω στο δρόμο με τη μητέρα και τη θεία μου. Είναι καλοκαίρι, Ιούλιος, λίγο έξω από το Πολεμικό Μουσείο, ακούμε κορναρίσματα. Ένα στην αρχή, δυο-τρία στη συνέχεια, χαμός στο τέλος. Όλοι μαζί φωνάζουν: “Έπεσε η χούντα…”.
Δεν έχω ξαναδεί τόση χαρά στα μάτια των ανθρώπων. Γνωστών και αγνώστων. Η θεία Μάρθα με σήκωσε ψηλά και με πέταξε στον αέρα…
Προσγειώθηκα τον Οκτώβριο του 1974 στην συναυλία του Μίκη στο παλιό Καραϊσκάκη. Τώρα, ακούγαμε τους πάντες χωρίς πρόβλημα. Ο πατέρας έτρεχε με τους φίλους του για να μοιράσουν φυλλάδια στο δημοψήφισμα υπέρ του όχι στον βασιλιά. Σε ένα χωριό, λέει, τους… πέταγαν πέτρες. Ήταν αλλιώς όμως. Η χούντα είχε καταρρεύσει… Ο φόβος, το μούδιασμα, έφευγαν σιγά-σιγά.
Στις οικογενειακές συγκεντρώσεις έκανα μιμήσεις του Καραμανλή και του Γεωργίου Μαύρου.
“Πυροβολούντες κατά τρόπον σκληρόν και ανάλγητον”
Μετά ήρθαν οι δίκες των δικτατόρων και των βασανιστών. Ο αείμνηστος δικαστής Γιάννης Ντεγιάννης, ρωτά έναν-έναν τους κατηγορούμενους. Είναι τόσο φαιδροί, σχεδόν ανθρωπάκια. Ο Παττακός στην ερώτηση που κατοικεί απαντάει “στον Κορυδαλλό”! Οι εφημερίδες, χωρίς λογοκρισία πλέον, γίνονται ανάρπαστες. Το 1975 μετά το πόρισμα του εισαγγελέα Τσεβά που ανέλαβε την υπόθεση, γίνεται και η δίκη της σφαγής του Πολυτεχνείου. Ο εισαγγελέας περιγράφει τις σκηνές της εισβολής του τανκ, τους ελεύθερους σκοπευτές που σημάδευαν αδιακρίτως: “Οι επ’ αυτών πυροβοληταί ασκούνται εις την σκοποβολήν επί κινούμενων ανθρώπινων στόχων. Πυροβολούντες κατά τρόπον σκληρόν και ανάλγητον”.
Θυμάμαι πως περίμενα, κάθε μέρα, να περάσει ο ‘εφημεριδάς’ να αγοράσουμε ‘Τα Νέα’ για να διαβάσω τις καταθέσεις των μαρτύρων.
Μια απ’ αυτές μένει στην ιστορία, γιατί στην αίθουσα του δικαστηρίου που είχε στηθεί στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, επικρατεί απόλυτη σιωπή.
Η Ειρήνη Μουστάκα, μαθήτρια τότε, καταθέτει δείχνοντας στο ακροατήριο τη σφαίρα που τη βρήκε κατά πρόσωπο και λίγο έλειψε να την αφήσει νεκρή. Πυροβολήθηκε, ενώ έβγαινε από τον τηλεφωνικό θάλαμο, και ήταν τυχερή. “Μια στο εκατομμύριο, γλιτώνουν μετά από ένα τέτοιο πυροβολισμό”, της λέει ο νευροχειρουργός που την εγχείρισε στην κλινική ‘Παντάνασσα’. Η μαρτυρία της έχει αποτυπωθεί και στην τηλεοπτική εκπομπή ‘Η μηχανή του χρόνου’.
Μετά είδαμε το ντοκιμαντέρ των Ολλανδών, με την ανατριχιαστική σκηνή της εισβολής του τανκ και αργότερα όλα τα ιστορικά ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν με κεντρικό θέμα την εξέγερση του ’73.
Το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών από το 2002 έχει ξεκινήσει μια ενδελεχή έρευνα για την ταυτότητα και τον ακριβή αριθμό των νεκρών του Πολυτεχνείου, με την σύνταξη ενός προσωρινού καταλόγου που περιλαμβάνει, μέχρι στιγμής 24 πλήρως τεκμηριωμένες περιπτώσεις.
Στη διάρκεια αυτών των 46 χρόνων άκουσα κι άλλα. Πήρα μέρος σε μαθητικές γιορτές για την επέτειο, σε πορείες προς την αμερικάνικη πρεσβεία, γιατί η χούντα δεν εμφανίστηκε από μόνη της στην Ελλάδα. Υπήρξα μάρτυρας αντιδικίας δυο… προπονητών μπάσκετ για το αν είχαμε ή όχι νεκρούς στο Πολυτεχνείο.
Τι να του πεις του ενός, που έκανε και τον ‘καμπόσο’; Και τι να απαντήσεις στην άλλη σπέκουλα των νοσηρών εγκεφάλων ότι το Πολυτεχνείο, οδήγησε στην χούντα του Ιωαννίδη και κατ’ επέκταση στην τραγωδία της Κύπρου! Είναι δύσκολο να κατανοήσουν; Και να αποδεχθούν, μετά από 46 χρόνια, την πραγματικότητα; Τι θέλουν να μας πουν; Ότι καμιά εξέγερση, καμιά αντίσταση, δεν έχει νόημα; Τόσο ανιστόρητοι πια; Τόσο ανάλγητοι, σαν τις σφαίρες που έπεφταν στα κεφάλια νεαρών αγοριών και κοριτσιών εκείνο το βράδυ;
Ο Νοέμβρης του ’73 δεν ήταν ένα κομματικό γεγονός, αποτέλεσμα των ζυμώσεων μιας πολιτικής νεολαίας, ή δυο-τριών φοιτητικών παρατάξεων. Ήταν το λαϊκό ξέσπασμα κατά της χούντας, αφού με αφορμή τα αιτήματα των φοιτητών, ενώθηκε μαζί τους χιλιάδες κόσμος, για να διατρανώσει την αντίθεσή του στην αμερικανονατοϊκής έμπνευσης δικτατορία, ζητώντας ψωμί, παιδεία, ελευθερία. Συμμετείχαν και τα κόμματα της αριστεράς; Ναι. Υπήρξε όμως μια τεράστια κινητοποίηση, λαϊκή, αυθόρμητη, που ξεπέρασε τους έτσι κι αλλιώς παράνομους κομματικούς μηχανισμούς.
Ήταν η ευκαιρία να μάθει όλος ο κόσμος τι ακριβώς συνέβαινε στην Ελλάδα. Και οι Αθηναίοι, όπως λίγους μήνες νωρίτερα με τα γεγονότα της Νομικής, έβλεπαν ότι τα παιδιά τους, οι φοιτητές έμπαιναν μπροστά!
Λένε ότι η γενιά του Πολυτεχνείου εξαργύρωσε τη συμμετοχή της στην εξέγερση, με την διαπλοκή της στη συνέχεια σε κέντρα εξουσίας. Λάθος. Από τα 50 μέλη της συντονιστικής επιτροπής, λιγότεροι από δέκα μην πω και πιο λίγους, βρέθηκαν σε πολιτικές θέσεις. Η συγκεκριμένη φράση, μάλιστα, προσβάλλει βάναυσα τους χιλιάδες ‘ανώνυμους’ που συμμετείχαν στην εξέγερση, είτε μέσα, είτε έξω από το Πολυτεχνείο.
‘Ηταν η κορυφαία πράξη αντίστασης, που ταρακούνησε τη χούντα όσο τίποτε άλλο. Και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται. Με σεβασμό και με τη μνήμη ζωντανή.
Όπως έγραψε στο βιβλίο του (η ‘Δίκη’) ο Γιάννης Ντεγιάννης το 1990 “το κακό είναι ότι αρχίζει να ξεχνιέται αυτή η εποχή, το μικρό διάλειμμα φωτός, μετά τη συντριβή της Δικτατορίας, που οι ψυχές όλων ήταν πλημμυρισμένες από ενθουσιασμό και ελπίδα”.
Για μένα, Πολυτεχνείο σημαίνει αντίσταση, αμφισβήτηση, διεκδίκηση. Ειδικά όταν η εξουσία καταπιέζει. Σημαίνει το “δεν πουλάμε σήμερα” του πατέρα. Είναι το σύμβολο, που είχαμε οι επόμενες γενιές της μεταπολίτευσης.
Όσοι το έζησαν από μέσα, τώρα κοντά στα 70-75 τους χρόνια, αποκλείεται να το ξεχάσουν. Πολλές φορές νομίζω ότι θα σιγοτραγουδούν τους στίχους του Διονύση Τσακνή: “Κουφάλες δεν ξοφλήσαμε…”.
Φωτογραφία Εξωφύλλου: Eurokinissi
Λοιπές Φωτογραφίες: AP Photos