Στα Πατήσια για Subbuteo, για το παιχνίδι που δεν υποβιβάστηκε ποτέ
Βρεθήκαμε στα Πατήσια το πρώτο Σάββατο του Νοεμβρίου για το φιλικό τουρνουά Subbuteo που διοργάνωσε ο Αθηναϊκός και μάθαμε τα πάντα γύρω από την ελληνική κοινότητα.
- 25 ΝΟΕ 2023
Η τσόχα στρωμένη, οι παίκτες στις θέσεις τους, το παιχνίδι ξεκινά. Εικόνες από την κανονικότητα χιλιάδων παιδιών από τα 80s και μετά, τότε που το Subbuteo ήταν το αγαπημένο παιχνίδι στις γειτονιές της Αθήνας. Τέσσερις και δεκαετίες αργότερα, το επιτραπέζιο ποδόσφαιρο μπορεί να μην έχει τη μαζικότητα που έφερε κάποτε, όμως υπάρχουν ακόμα κάποιοι που στήνονται με τις ώρες και προσπαθούν να σκοράρουν σε αυτά τα μικρά τερματάκια, όπως έκαναν τότε που ήταν παιδιά. Το πρώτο Σάββατο του Νοέμβρη βρέθηκα ανάμεσά τους στα Πατήσια, στη νέα αίθουσα που εγκαινίασε ο Αθηναϊκός -η πιο ιστορική ελληνική ομάδα Subbuteo- και συνάντησα, χωρίς υπερβολή, μερικούς από τους κορυφαίους παίκτες στον κόσμο.
«Έχουμε και σταρ εδώ» μου φωνάζει ένας από τους παίκτες και εννοεί τον Γιώργο Καράβα που εκείνη την ώρα είναι πάνω από την τσόχα και έχει το δάχτυλο του έτοιμο να χτυπήσει τον παίκτη που με τη σειρά του θα χτυπήσει την μπάλα και θα προσπαθήσει να σκοράρει στο μικρό τερματάκι.
Στο φιλικό τουρνουά Subbuteo, βρέθηκαν παίκτες αγωνίζονται στο Champions League, άλλοι που αγωνίζονται σε ομάδες του εξωτερικού και άλλοι που βρίσκονται στις κορυφαίες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης. Έφτασα στην αίθουσα, λίγα λεπτά μετά την έναρξη και αμέσως, ο Πρόεδρος της ομάδας του Αθηναϊκού, Πάνος Αλιάδης, μου έδειξε τα κατατόπια και μου θύμισε τους κανόνες του παιχνιδιού. Αυθόρμητα το μάτι μου έπεσε πάνω σε έναν πίνακα με την ιστορία του Αθηναϊκού, της ομάδα των Πατησίων που ιδρύθηκε το 1986 και έζησε μέρες δόξας.
Στην αίθουσα υπάρχουν άντρες κάθε ηλικίας που χαράζουν τη δική τους στρατηγική με τα δάχτυλά τους πάνω στο γηπεδάκι. Ένας σε κάθε πλευρά και ένας διαιτητής σε κάθε τραπέζι για 30 λεπτά βρίσκονται με την προσοχή και τη συγκέντρωσή τους στραμμένη στο γήπεδο. Οι αγώνες σταματούν και αυθόρμητα προσπαθώ να θυμηθώ πώς έπαιζα μικρός. «Όχι, δεν πρέπει να ακουμπά ο αντίχειρας με τον δείκτη» μου λένε με μια φωνή ένας 20άρης και ένας βετεράνος.
Ο βετεράνος παίκτης Περικλής Δημόπουλος και ο Πάνος Αλιάδης μου εξηγούν παράλληλα μερικούς από τους πιο σημαντικούς κανονισμούς συνοπτικά. «Ο βασικός κανόνας είναι ότι μπορείς να χτυπήσεις την μπάλα με τον ίδιο παίκτη τρεις φορές. Από εκεί και πέρα για κάθε κίνηση του επιθετικού, κάνει και μία ο αμυντικός. Το γκολ μετρά εφόσον η μπάλα βρίσκεται μπροστά από τη γραμμή που υπάρχει έξω από τη μεγάλη περιοχή. Ένας βασικός κανόνας που προστέθηκε επίσημα μετά το 2012-13 είναι το smashing. Δεν μπορείς δηλαδή με την μπάλα να ρίξεις κάτω δύο παίκτες της αντίπαλης ομάδας».
Ο μοναδικός Έλληνας παίκτης που έχει συμβόλαιο, ο Αλμπέρτο Ντι Μάτζιο, παίζει σε άλλο τραπέζι και μου αναφέρει: «Είναι δύσκολο παιχνίδι το Subbuteo. Δεν μπορείς να μάθεις εύκολα. Αυτοί όλοι που βλέπεις εδώ, έχουν φάει ώρες προπόνησης και αγώνων. Και πέρα από την ποιότητα, χρειάζεται και στρατηγική, ψυχραιμία και καθαρό μυαλό». Λίγες μόνο ώρες στο νέο «σπίτι» του Αθηναϊκού αρκούσαν, για να το καταλάβεις.
Μόλις ξεκινά ο δεύτερος γύρος, βγαίνω στην αυλή και αφήνω για λίγο τη δράση, για να μάθω την ιστορία του ελληνικού Subbuteo. Το πρώτο πράγμα που μου λένε οι μύστες του παιχνιδιού και μάλιστα αποδεικνύεται με στοιχεία είναι ότι η Ελλάδα θεωρείται παγκόσμια δύναμη στο χώρο του Subbuteo. Στο Top 10 της Παγκόσμιας Κατάταξης βρίσκονται αυτήν τη στιγμή τρεις Έλληνες παίκτες, ενώ τουρνουά της κατηγορίας Major διεξάγεται και στην Αθήνα. Οι όροι μοιάζουν με το τένις και πράγματι, κάπως έτσι λειτουργεί το πρόγραμμα βαθμολόγησης. Ωστόσο, στην περίπτωση του Subbuteo υπάρχουν και ομάδες.
Στην Ελλάδα, πέρα από τον Αθηναϊκό, ο οποίος μας φιλοξένησε στα Πατήσια, σημαντικές αθηναϊκές ομάδες είναι ο Πρωτέας, οι Falcons, οι Scarlet Batalions, οι Noctuas, o Άτλας, οι Rolligans και οι Subuteurs. Παρουσία του Subbuteo δεν υπάρχει όμως μόνο στην Αθήνα. Χαλκίδα, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Ζάκυνθος έχουν εδραιώσει επίσης τη θέση τους και κάθε μήνα έχουμε τουλάχιστον από ένα επίσημο τουρνουά. Πώς όμως φτάσαμε ως εδώ;
Από το New Footy στο Subbuteo
Όλα ξεκίνησαν το 1929 στο Λίβερπουλ όταν ο κ. William Lane Keeling παρουσίασε ένα παιχνίδι προσομοίωση ποδοσφαίρου με την ονομασία New Footy. Το παιχνίδι αυτό αποτελούνταν από ξύλινα τέρματα με δίχτυ, φιγούρες από χαρτόνι και ημισφαιρικές βάσεις στις οποίες τοποθετούνταν οι παίκτες. Οι φιγούρες είχαν συγκεκριμένη στάση για κάθε θέση και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να τοποθετηθούν σε άλλη θέση του γηπέδου εκτός από τη συγκεκριμένη για την οποία είχαν κατασκευαστεί. Επειδή δε, οι βάσεις ήταν ιδιαίτερα σκληρές, δεν γλιστρούσαν άνετα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ο Peter Adolph παρουσιάζει μια καινούργια εκδοχή επιτραπέζιου ποδοσφαίρου, την οποία ονομάζει “Subbuteo”. Τον Μάιο του 1947 η ιδέα του παίρνει την τελική της μορφή. Έπειτα, αρκετές εταιρείες πήραν την παραγωγή του παιχνιδιού στα χέρια τους και γρήγορα αυτό άρχισε να περνά τις πρώτες του δόξες. Τελικά το επιτραπέζιο παιχνίδι πέρασε στα χέρια της Hasbro η οποία ωστόσο το 2002 σταμάτησε την παραγωγή. Ύστερα οι διανομείς άλλαξαν και το εμπορικό όνομα υποχώρησε, έναντι του επιτραπέζιου ποδοσφαίρου. Το παιχνίδι παράγεται μέχρι σήμερα χωρίς την εμπορική ονομασία, όμως όλοι το μάθαμε ως Subbuteo.
Όταν το παιχνίδι ήρθε στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα έφτασε στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Οι πρώτοι «τυχεροί» κάτοχοι ήταν κατά κύριο λόγο παιδιά ναυτικών, οι οποίοι ταξίδευαν στα λιμάνια της Ευρώπης και έφερναν το παιχνίδι στην Ελλάδα σαν περιζήτητο Χριστουγεννιάτικο δώρο. Πολύ γρήγορα, η «Πανελλήνιος Αγορά» των αδερφών Δρακάτου, ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα παιχνιδιών της Αθήνας, αντιλήφθηκε τη δυναμική του νέου παιχνιδιού και εξασφάλισε την αντιπροσωπεία για την Ελλάδα.
Αμέσως ακολούθησε φρενίτιδα ενθουσιασμού. Φυσικά το τραπέζι ήταν πολυτέλεια εκείνη την εποχή. Πολυκατοικίες έκαναν διαγωνισμό μεταξύ τους και γρήγορα οι πιο καλοί παίκτες άρχισαν να ξεχωρίζουν. «Παίζαμε με τις ώρες, θυμάμαι να μαζευόμαστε στην Κολιάτσου, στην πυλωτή μιας πολυκατοικίας και παίζαμε ως και 60 άτομα κάθε μέρα. Θυμάμαι ότι όταν κάποιος είχε πάρει το πρώτο τραπέζι, νιώσαμε σαν να παίζαμε στο Μπερναμπέου» μου λέει ο Πάνος Αλιάδης για εκείνη την εποχή.
Ήταν θέμα χρόνου να δημιουργηθούν οι πρώτες ομάδες. Εκατοντάδες παίκτες και δεκάδες σύλλογοι σε όλη τη χώρα συμμετείχαν στα προκριματικά των Πανελλήνιων Πρωταθλημάτων που διοργάνωνε κάθε χρόνο ο «Πανελλήνιος Όμιλος Subbuteo» (ΠΟS), η διοικητική και οργανωτική μονάδα του Subbuteo στην Ελλάδα που ίδρυσαν οι Αφοί Δρακάτοι.
Τη δεκαετία του ‘90 η χώρα γνώρισε την πρώτη της ιστορική επιτυχία στον χώρο του επιτραπέζιου ποδοσφαίρου, όταν ο Άγγελος Τσακίρης αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής και πλέον όλο και περισσότεροι Έλληνες συμμετείχαν σε διεθνή τουρνουά.
Με την Hasbro να σταματά την παραγωγή του Subbuteo, όπως το γνωρίζαμε μέχρι τότε, σύμφωνα και με τα όσα άκουσα από τους παίκτες, το παιχνίδι πέρασε μια φάση παρακμής. Το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όμως, ήταν η αφορμή ώστε οι παλιοί γνώστες του να βρεθούν ξανά, να θυμηθούν τις ομάδες τους και να δώσουν πνοή στο αγαπημένο τους χόμπι.
«Σήμερα είναι ένα φιλικό τουρνουά για αυτό μας βλέπεις όλους χαμογελαστούς. Στα επίσημα τουρνουά γίνονται μάχες κανονικές. Τσακωνόμαστε μεταξύ μας, γκρινιάζουμε στους διαιτητές. Έχω σκοτωθεί με τον κολλητό μου ένα σωρό φορές. Αλλά αυτά γίνονται μόνο κατά τη διάρκεια του αγώνα. Γενικά είμαστε φίλοι μεταξύ μας και δημιουργούμε ισχυρούς δεσμούς. Εμείς αυτά τα 30 λεπτά του αγώνα γινόμαστε και πάλι παιδιά. Παθιαζόμαστε. Κόψαμε το 5Χ5 και ασχολούμαστε με αυτό. Οι περισσότεροι από εμάς παίζουμε από 10 χρονών παιδάκια και τώρα έχουμε περάσει τα 40. Εγώ σταμάτησα να παίζω από το 1995 ως το 2003 εντελώς. Ξαναγύρισα στο Subbuteo καθώς το βρήκα μια μέρα τυχαία στο Facebook και τώρα βρίσκομαι στο κλαμπ του Αθηναϊκού», μου εξηγεί ο Πάνος Αλιάδης.
Τον ρωτάω πόσο συχνά παίζουν Subbuteo για να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο. «Ο καθένας που βλέπεις εδώ και γενικότερα οι καλύτεροι Έλληνες παίκτες έχουν στο σπίτι τους και από ένα τραπέζι και προπονούνται. Αυτό θεωρείται πολυτέλεια για εμάς που ξεκινήσαμε από το μηδέν πριν από 30+ χρόνια. Πέρα από αυτό, η κάθε ομάδα έχει και μια λέσχη, η οποία ανοίγει για προπονήσεις. Βέβαια, η προπόνηση σήμερα είναι πολύ πιο εύκολη από ότι παλιά. Με τις παλιές εκδοχές των παικτών (εννοεί τις φιγούρες του Subbuteo) τα πράγματα ήταν πιο ζόρικα, οπότε με τις παλιές τις βάσεις που ήταν αβγουλοειδείς, περνάγαμε ώρες για να μάθουμε να βάζουμε φάλτσο». Τότε, βρίσκει την παλιά εκδοχή του παιχνιδιού και αρχίζει να μου δείχνει τα κόλπα του σαν μικρό παιδί.
Το ελληνικό Subbuteo είναι (και) οικογενειακή παράδοση
Το επίπεδο παραμένει υψηλό, ενώ στο παιχνίδι υπάρχει και οικογενειακή παράδοση, αφού οι νέοι είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία, παιδιά παλιότερων ταλέντων. Στο τουρνουά συνάντησα τους Παναγιώτη και Νίκο Χαρατσή, ένα από τα πιο γνωστά δίδυμα πατέρα – γιου στο ελληνικό Subbuteo, που αποτελούν μέλη των ιστορικών Scarlet Battalion από τη Νέα Σμύρνη.
Ο στρατιωτικός Παναγιώτης και ο φοιτητής στο Τμήμα Μηχανικών Οικονομίας και Διοίκησης Νίκος, συμμετέχουν ενεργά στα τουρνουά Subbuteo σε Ελλάδα και Ευρώπη, με τον Νίκο να αγωνίζεται στο Champions League. «Παίζω εξαιτίας του πατέρα μου, ο οποίος ήταν παραδοσιακά καλός παίκτης και κυπελλούχος Ελλάδος στο παρελθόν» μου παραδέχεται ο Νίκος.
Αν και αγωνίζεται στο Champions League, μου εξηγεί ότι πηγαίνει στους αγώνες στο εξωτερικό με δικά του έξοδα. «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν χορηγοί και αν δεν παίξεις σε κάποια ομάδα της Ιταλίας που πληρώνουν τα πάντα, πρέπει να βάλεις χρήματα από την τσέπη σου για να αγωνιστείς στα μεγάλα τουρνουά. Το επίπεδο στην Ελλάδα παραμένει βέβαια αρκετά υψηλό». Στα τουρνουά αντιμετωπίζει κυρίως παίκτες μεγαλύτερης ηλικίας, αφού δεν έχει καταφέρει να φέρει τις παρέες του στον χώρο. «Οι φίλοι μου το βαριούνται, γιατί είναι στατικό παιχνίδι και δύσκολο να το μάθεις. Υπάρχουν κανονισμοί δύσκολοι, και πρέπει να είσαι προπονημένος αρκετά χρόνια για να καταφέρεις να παίξεις στο υψηλότερο επίπεδο».
«Το μήλο έπεσε κάτω από τη μηλιά» σκέφτηκα, όταν άκουσα τον πατέρα του λίγα λεπτά αργότερα να μου μιλά για την προπόνηση που έχει κάνει. «Παίζω από το 1979 και είμαι ένας από τους παλαιότερους παίκτες στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους που ταξίδεψε στην Ευρώπη για διεθνείς διοργανώσεις. Εγώ είχα το μειονέκτημα, ότι επειδή ήμουν στη στρατιωτική σχολή, στη Σχολή Ευελπίδων, έβγαινα μόνο Σαββατοκύριακα και μόνο τότε είχα χρόνο να προπονηθώ. Παρ’ όλα αυτά έβγαινα και σε βάρος του προσωπικού μου χρόνου, για να κάνω προπόνηση στο παιχνίδι. Όταν ήμουν στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησα και πήρα την έγκριση της ιεραρχίας και έβαλα για μια περίοδο Subbuteo μέσα στη Σχολή. Παρόλο που το παιχνίδι δεν ήταν επίσημο, κατάφερα και το έβαλα και έκανα προπονήσεις! Έτσι είναι όμως. Όταν ασχολείσαι με κάτι για ώρες και σου αρέσει, μοιραία σε καθηλώνει και σε ανεβάζει».
Από την πρώτη στιγμή που μπήκα στην αίθουσα της οδού Πρετεντέρη 65 αντιλήφθηκα ότι δεν χρειάζεται να είσαι συγκεκριμένος τύπου ανθρώπου για να λατρέψεις το Subbuteo. Αρκεί, ίσως, να σου αρέσει το ποδόσφαιρο και να έχεις διάθεση να προπονηθείς πολύ για να φτάσεις να κοντράρεις τους μύστες του είδους. Μετά από έναν στρατιωτικό λοιπόν, βρίσκομαι τετ α τετ με ένα μοντέλο.
Γιώργο Καράβα, κι εσύ εδώ;
Πραγματικά, όταν ξεκινούσα από το σπίτι μου πολλά μπορούσα να φανταστώ, όχι όμως και ότι θα έβρισκα εκεί τον Γιώργο Καράβα να δίνει τις δικές του μάχες. Μια έκθεση vintage παιχνιδιού στην Τεχνόπολη ήταν η αφορμή για να θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια και να ξαναρχίσει να παίζει, ενώ σήμερα είναι μέλος των Πρωταθλητών Falcons και μάλιστα ένα δικό του γκολ τους χάρισε το Κύπελλο. «Στο δικό μας μυαλό και στα δικά μας μάτια το παιχνίδι είχε χαθεί, αλλά μόλις το είδα ξανά μπροστά μου, μπήκε αμέσως το μικρόβιο μέσα μου. Ήρθαν στο μυαλό μου εικόνες από παλιά. Παιδιά έξω, διαδραστικότητα, κοινωνικοποίηση. Καμία σχέση δηλαδή με τα ηλεκτρονικά που έγιναν της μόδας αργότερα. Ρίχναμε την τσόχα, πέφταμε με τα γόνατα κάτω και μαζευόμασταν 25-30 παιδιά συνέχεια και παίζαμε», μου εξηγεί.
Αυτή είναι μια πραγματικότητα που δείχνει να μην έχει αλλάξει μέχρι σήμερα. Οι περισσότεροι, σαν να μην πέρασε μια μέρα, προπονούνται με τις ώρες και οι καλύτεροι, σαν τον Γιώργο Καράβα, ταξιδεύουν μέχρι και στο εξωτερικό για να παίξουν σε διεθνείς διοργανώσεις. «Όταν έχω κάθε χρόνο, μπορεί να παίζω και κάθε μέρα! Έχω φυσικά τραπέζι στο σπίτι και προπονούμαι σχεδόν κάθε μέρα και πριν από τα μεγάλα τουρνουά, μαζευόμαστε όλοι μαζί από την ομάδα και παίζουμε. Όταν προετοιμάζομαι για αγώνες, η προπόνησή μου μπορεί να μου πάρει και 7-8 ώρες», λέει χαρακτηριστικά.
Πάντως, δεν αποκλείεται μετά από μερικά χρόνια να έχει αντίπαλο και εντός σπιτιού, αφού ο γιος του βρίσκεται σε διαδικασία μύησης στον χώρο του επιτραπέζιου ποδοσφαίρου. «Προσπαθώ να τον μυήσω, γιατί νιώθω ότι αξίζει ρε παιδί μου. Αξίζει γιατί είναι ένα παιχνίδι, που πέρα από το ότι σε κάνει να κοινωνικοποιείσαι και να βρίσκεσαι κοντά σε άλλον κόσμο, είναι κάτι το οποίο θέλει σκέψη, δεξιότητα, δουλειά, προπόνηση και είναι σημαντικό να σωθεί».
Αλμπέρτο Ντι Μάτζιο, o Ζidane του παγκόσμιου Subbuteo είναι Έλληνας
Μέσα σε λίγη ώρα κατάφερα να μάθω πολλά γύρω από τη σύγχρονη ιστορία του Subbuteo και φυσικά να δω μερικούς από τους καλύτερους Έλληνες παίκτες εν ώρα δράσης. Από τη στιγμή που μπήκα όμως στην αίθουσα με τα γηπεδάκια, όλοι μου μιλούσαν και μου έδειχναν τον μοναδικό Έλληνα παίκτη που αγωνίζεται στην Ιταλία και έχει επαγγελματικό συμβόλαιο. «Αυτός είναι ο πραγματικός σταρ» μου λέει ο Γιώργος Καράβας και μου συστήνει τον Ελληνοϊταλό Αλμπέρτο Ντι Μάτζιο, που αγωνίζεται στην Μπολόνια Τάιγκερς και έχει φτάσει ως το Νο.2 της Παγκόσμιας Κατάταξης.
«Το ιταλικό πρωτάθλημα στο οποίο αγωνίζομαι είναι κάτι σαν το ΝΒΑ. Είναι οι μόνοι που πληρώνουν κάτι και όλοι οι παίκτες θέλουν να παίξουν εκεί, όμως είναι λίγες οι ομάδες και οι διαθέσιμες θέσεις. Στη Serie A υπάρχουν 12 ομάδες και επιτρέπονται μόνο δύο ξένοι στην καθεμία. Βέβαια κι εγώ είμαι ο πιο τρελός εδώ μέσα. Προπονούμαι με τις ώρες εδώ και χρόνια και παίζω σχεδόν κάθε μέρα. Έχω τραπέζι στο σπίτι και ο γιος μου είναι πρωταθλητής Ελλάδος στην κατηγορία κάτω των 12. DNA. Αλλά δεν έχει όσα παιδιά είχε κάποτε δυστυχώς. Τη δεκαετία του ‘90 ήμασταν 400 άτομα, αλλά τώρα έχει 15-20 παιδιά μόνο. Τα παιδιά που έρχονται σπίτι για να παίξουν με τον γιο μου, ενώ μόλις βλέπουν το τραπέζι και το Subbuteo ξαφνιάζονται και τους αρέσει, τελικά προτιμούν το PlayStation».
Όπως και όλοι οι υπόλοιποι παίκτες, έτσι και ο Aλμπέρτο πέρασε δύο φάσεις της ζωής του με το Subbuteo. Την περίοδο της εφηβικής τρέλας και εκείνη της ώριμης επανέναρξης. «Μεγάλωσα στα Πατήσια και εδώ σε αυτές τις γειτονιές έμαθα να παίζω, από 15 χρονών. Μάλιστα έχει γίνει και μια τρελή ιστορία όταν ξεκινούσα να παίζω στα τουρνουά. Το 1990 κατέβηκα στο Πρωτάθλημα Ελλάδος τελείως άγνωστος και έπαιξα τρεις μέρες και έφτασα ως τον τελικό. Έχασα όμως τότε και άκου τον λόγο: Έρχεται ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδίας και μου λέει “Αλμπέρτο μου συγχαρητήρια και μπράβο που έφτασες ως εδώ και είσαι τόσο καλός, αλλά επειδή είσαι Ιταλός δεν μπορείς να αντιπροσωπεύσεις την Ελλάδα στο εξωτερικό”. Ε, ξενέρωσα τη ζωή μου».
Ο Αλμπέρτο μετά από δύο χρόνια το 1992 έφυγε για να σπουδάσει στο Παλέρμο και τότε το σταμάτησε, πιστεύοντας ότι θα είναι μια οριστική απόφαση. «Σπούδασα οικονομικά και γύρισα το 2000 για να ασχοληθώ με τους αγώνες αυτοκινήτου. Αγωνίστηκα σε 7 Ράλι Ακρόπολις και το 2015 είχα ένα αρκετά σοβαρό ατύχημα. Τα παιδάκια μου ήταν τότε 7 και 5 χρονών και μετά από μια συζήτηση με τη γυναίκα μου, το έκοψα. Τότε λοιπόν ξεκίνησα και πάλι το Subbuteo. Με βρήκε ένας φίλος μου που έπαιζε και με παρακαλούσε. “Ρε φίλε είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, τι Subbuteo μου λες τώρα” θυμάμαι να του λέω. Εγώ από το 1992 και μετά δεν είχα παίξει καθόλου. Τελικά, πήγα σε μια λέσχη, μου άρεσε, το ξαναθυμήθηκα και ξανά κόλλησα με αυτήν την αρρώστια. Αν το αρχίσεις, δεν σταματάς με τίποτα», μου λέει γεμάτος πάθος.
Και πράγματι, κάπως έτσι πρέπει να είναι και το καταλαβαίνω αμέσως με το που πηγαίνουμε και πάλι στην αίθουσα για να συνεχιστούν οι αγώνες και να ξεκινήσει το επόμενο μεγάλο ντέρμπι Καράβας εναντίον Ντι Μάτζιο, με τον πρώτο να κοιτάζει στα μάτια τον παίκτη της Μπολόνια και να τον κοντράρει στα ίσια πάνω από ένα τραπέζι, με όλους στις θέσεις τους και τα μάτια καρφωμένα πάνω στην πράσινη τσόχα.