LONGREADS

Στη Ρωσία, το ‘τι κάνεις;’ είναι μια ερώτηση που απαγορεύεται

Γιατί η πιο απλή ερώτηση του κόσμου δεν έχει την απάντηση που θα περίμενες στα μέρη που βρέχονται απ' τη ρωσική κουλτούρα.

Αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που προσδιορίζει τη ρώσικη γλώσσα είναι η ακρίβεια. Η εκκλησιαστική γραφή που σουλούπωσαν ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος δεν αφήνει πολλές απορίες τόσο για την ποιότητά της όσο και γιατί η γραμματική και το συντακτικό που σιγά σιγά μαθαίνεις υπάρχουν σε αυτήν τη μορφή. Από την πρώτη ύλη ρωσικής γλώσσας δεν βρίσκεσαι απλώς μπροστά σε πολύπλοκους χαρακτήρες και διαφορετικές εκφάνσεις, αλλά παίρνεις και μία πρώτη γεύση από την περίφημη ανατολική φιλοσοφία, τη σχεδόν εντελώς ανεπηρέαστη μέχρι και τις μέρες μας από το δυτικό κόσμο.

Τα συμπεράσματα που συνάγονται σε αυτήν την πρώτη περιήγηση στο χώρο που κινείται η γλώσσα έχουν ενδιαφέρον, για να αναδειχθεί κάποια από τις διαστάσεις σκέψης με την οποία γαλουχούνται στην Ανατολία και αυτή η αναφορά, παρά τις σημαντικές διαφορές σε ό,τι αφορά το ταμπεραμέντο, διέπει και τις 15 πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης. Το πάλαι ποτέ έχει, όπως όλα τα συστήματα, τους φίλους και τους εχθρούς του, οι οποίοι πάντως πρέπει να συμφωνούν ότι η γλώσσα δεν είναι αποκλειστικά ο τρόπος επικοινωνίας αλλά αναδεικνύει και μία ολόκληρη συμπεριφορισιακή κουλτούρα. Στο τοπ εγχειρίδιο για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στη ρωσική, το οποίο απευθύνεται πρωτίστως σε Κινέζους –δηλαδή μία μεγάλη αγορά που, το κυριότερο, ασπάζεται την πολιτική και πολιτιστική γραμμή που η Ρωσία έχει (ή, εν πάση περιπτώσει, είχε) και σε 183 σελίδες ύλης, δεν υπάρχει το ρήμα ‘θέλω’.

Σε ένα εξάμηνο μαθημάτων με την πρόοδο και τη συνέχεια που απαιτούνται να τηρούνται απαρέγκλιτα, η συγκεκριμένη λέξη δεν εμφανίστηκε ούτε μία φορά. Η (Ουκρανή) καθηγήτρια, δε, αποτόλμησε την εξομολόγηση ότι έπαθε ισχυρό σοκ όταν, στην Αθήνα, αυτή η λέξη δεν εξέλειψε ούτε μέρα από τα αυτιά της. Κι αν αυτή η μη χρήση του ρήματος πρέπει να αποδοθεί στο πολιτικό σύστημα που το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα απασχολούσε τη Σοβιετική Ένωση, τότε η ερώτηση “τι κάνεις;”, που είναι η πιο απλή που μπορείς να επιχειρήσεις, έχει τη δική της λογική σημασία.

Ασφαλώς, η ερώτηση δεν στέκει μόνη της. Απαιτεί απάντηση. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι στη συγκεκριμένη ερώτηση η απάντηση είναι ήσσονος σημασίας. Η χρήση της είναι τόσο συχνή και, κυρίως, δεν προσβλέπει να θεμελιώσει μία εξομολόγηση. Χρησιμοποιείται σχεδόν απνευστί, μαζί με τον πρωινό καφέ και πριν, καν, το πρώτο τσιγάρο της μέρας. Με βαριά τα ματοτσίνορα. Χρησιμοποιείται με απιστία για την ίδια τη χρήση της, με την πεποίθηση ότι είναι η μόνη ένδειξη για να μην κλυδωνιστεί μία σχέση, ακόμα και τυπική. Ή, μάλλον, ειδικά τυπική.

Όπως διαβεβαίωσε η Γελένα, η ερώτηση “τι κάνεις;” στην πρώην Σοβιετική Ένωση αποτελεί μία σπάνια περίπτωση. Διότι πρέπει να είσαι τουλάχιστον φιλικός προς τον άλλο για να τη χρησιμοποιήσεις. Μία φορά επέστρεψε στην πατρίδα της και μπήκε σε μία εταιρεία, στην οποία, αφού χαιρέτησε συνολικά τους υπαλλήλους της, τους ρώτησε τι κάνουν. Η ερώτηση προσγειώθηκε σαν φυσικό φαινόμενο και η δουλειά σταμάτησε, ενώ όλοι γύρισαν και την κοίταξαν. Η Γελένα είχε παρασυρθεί από την ελληνική καθημερινότητά της. Διότι, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει, στη Ρωσία οι ερωτήσεις παρατίθενται για να απαντιούνται. Και άπαξ και ο ερωτηθείς δεν έχει τη φιλική σχέση που θα έπρεπε με τον ερωτώμενο, η απορία για την καθημερινότητά του αναδεικνύει έλλειψη σεβασμού. Αν αυτό υπάρχει ως ευαισθησία ή εσωστρέφεια είναι δύσκολο να απαντηθεί. Η εστίαση, άλλωστε, δεν αφορά στο γιατί η ερώτηση απαιτεί μία ολοκληρωμένη απάντηση, αλλά στο αν είναι λογικό να απαιτεί.

Ασφαλώς ναι.

Χωρίς διάθεση για σύγκριση ή ακόμα και κριτική, στην Ελλάδα η αγένεια είναι περίπου επιβεβλημένη. Από μαθητή σε καθηγητή και από πελάτη σε πωλητή και τανάπαλιν, τα λόγια εκσφενδονίζονται χωρίς να τιμούν τη σημασία τους. Μαθητής θα μπορούσε να ρωτήσει καθηγητή- όχι στο σχολείο απλώς, στο έδρανο του πανεπιστημίου, αν και αυτό κάνει ελάχιστη διαφορά- “τι κάνετε;” από το δεύτερο μάθημα. Ή θα το έκανε στον πρύτανη, σε ένα πρόσωπο που στα μάτια της Γελένας, σπουδάστριας της ρωσικής φιλολογίας , καθρεφτίζεται ο τρόμος με τη συγκεκριμένη προοπτική. Όταν αναρωτήθηκε ρητορικά, “να ρωτήσω εγώ καθηγητή μου τι κάνει;”, την έπιασε σύγκρυο. Η διαφορά, φυσικά, είναι ότι στην Ελλάδα (και σε όλες τις χώρες που η σύμφυτη αγένεια πρωτεύει, όντας ένα από τα πρώτα μαθήματα που αναπόφευκτα παίρνεις από το σπίτι) δεν είσαι υποχρεωμένος να απαντήσεις. Αν φανταστούμε ένα σπάνιο διάλογο με κάποιον που δεν έχουμε φιλική σχέση αλλά τον βλέπουμε για δεύτερη φορά,  ίσως και να εκπλησσόμασταν από οτιδήποτε απέφευγε τα τετριμμένα. -Τι κάνεις; -Με χώρισε η γυναίκα μου και ο γιατρός μού είπε ότι έχω αρρυθμία στην καρδιά. -…. Μμμ.

Αυτή η τελευταία αντίδραση προέρχεται από την έλλειψη μίας παρηγορητικής φράσης, για τον ίδιο λόγο, όμως, που εκ πρώτης δεν έπρεπε να έχεις κάνει την ερώτηση. Υπάρχει μία πιθανότητα, μικρή, ελάχιστη, ότι ο ερωτηθείς μπορεί να απαντήσει κυριολεκτικά. Τότε μία εκδοχή είναι να τον περάσεις για φρικιό. Διότι είναι φρικιό όποιος απαντάει στην ερώτηση, αλλά όχι όποιος την κάνει. Η ερώτηση γίνεται και ανάγεται στην υποκριτική διάθεση που υπάρχει να στεριώσει το κοινωνικό προσωπείο, αλλά απέναντι στην απάντηση, που αφορά μόνο σε εκείνον που δεν ξέρεις καλά, δεν υπάρχουν λύσεις, διότι η συνήθεια δεν έχει φροντίσει ώστε να αντιμετωπίζεις συχνά τέτοιες καταστάσεις. Πόσο ευγενικό είναι, όμως, αυτό; Ποιος είναι ο πολιτιστικός ρόλος της πιο απλής ερώτησης αν δεν μπορεί να ακολουθήσει τους κυματισμούς της ειλικρίνειας της απάντησης;

Όμως, σχεδόν δυσάρεστα, όλοι έχουμε συνηθίσει την απλοϊκότητα και τη φθορά της πολύτιμης ερώτησης όσο και την απλοϊκή απάντηση. Ακόμα και το “ας τα λέμε καλά”, που θα μπορούσε να κρύβει μία μικρή τραγωδία πίσω του, δεν τσιγκλάει τον ερωτώμενο να επαναλάβει την ερώτηση σε πιο συγκεκριμένο πεδίο. Ακούγοντας το “καλά”, ησυχάζει ότι πήρε τη mediocre απάντηση που επεδίωκε και δεν συνεχίζει την κουβέντα. Ωστόσο, η τάση είναι να θεωρείται αγενής εκείνος που δεν κάνει την ερώτηση. Άπαξ και δεν υπάρχει ενδιαφέρον, το σωστό είναι, τουλάχιστον, να κάνουμε ότι υπάρχει. Και να πάρουμε πίσω, στην ‘κοινωνική αλληλεγγύη’, το μίνιμουμ, διότι το μάξιμουμ, δηλαδή να απαντήσεις στην ερώτηση, μοιάζει προσβλητικό.

Πέρα από την έλλειψη σεβασμού η οποία αποπνέει από όλο αυτό το δίπρακτο, υπάρχει θέμα περιφρόνησης της γλώσσας, όχι στο λόγιο πεδίο της αλλά, στις λαϊκές γκραβούρες. Οι Ρώσοι, παραδείγματος χάρη, μετά από μία περίοδο γεμάτη γκασπαντίν και γκασπαζά, που ήταν υποχρεωτική το 19ο αιώνα, επέστρεψαν στην εποχή που ο πληθυντικός ευγενείας μπορεί να αποδοθεί λέγοντας το όνομα και το πατρώνυμο, χωρίς να χρησιμοποιείς τις λέξεις ‘κύριε’ και ‘κυρία’. Τους είναι πολύ πιο εύκολο, πιο ακριβές, πιο ειλικρινές να δείχνει ότι αυτό από το οποίο προέρχεσαι είναι εκείνο το οποίο διασφαλίζει την κοινωνική έδρα. Ο πληθυντικός ευγενείας, άλλωστε, είναι μία κατάσταση η οποία δημιουργήθηκε κατά λάθος, όταν Γάλλοι, στο έμπα της δεύτερης μετά Χριστόν χιλιετίας, άκουσαν Βρετανούς κοινοτάρχες να πραγματεύονται στον πληθυντικό, όχι από σεβασμό αλλά, διότι οι διάλογοι δεν αφορούσαν μόνο στους ίδιους αλλά και σε όλη την κοινότητά τους. Η λαλιά απορρίπτει τον πληθυντικό ευγενείας και είναι επιπρόσθετος κόπος στο παλίμψηστο της ανατροφής σου να τον υιοθετήσεις.

Οπότε φτάνουμε στο ότι θα μπορούσαμε να είμαστε περήφανοι για τη θέρμη με την οποία αποτυπώνονται οι τρόποι συμπεριφοράς μας, αν, στην πραγματικότητα, ήταν αυτονόητο ότι θα μπορούσαμε να είμαστε προετοιμασμένοι για κάθε είδους απάντηση και όχι απλώς να τους παραθέτουμε. Αν, όμως, στην ευγένειά μας αρκεί η αποτύπωση, δεν πρόκειται για καλό τρόπο συμπεριφοράς αλλά για σκανδαλώδη αδιαφορία, η οποία είναι εχθρός του ανθρωπισμού.

Μπορούμε, ενδεχομένως, να στεκόμαστε ως ατραξιόν, αλλά όχι ως άνθρωποι με ευγενή αισθήματα, έστω κι αν αυτά δεν απορρέουν από ευαισθησία, αλλά από την επιθυμία για κοινωνική ανέλιξη.