LONGREADS

Τα χέρια του είχαν μελανιάσει από τις αγκαλιές: Αναμνήσεις από τον Ανδρέα Παπανδρέου

Ο Γιώργος Λιάνης και ο Παντελής Οικονόμου περιγράφουν την ανθρώπινη πλευρά του τελευταίου ηγέτη της ελληνικής πολιτικής, με αφορμή τα 26 χρόνια από το θανάτό του.

Λένε ότι όσο ο χρόνος προχωράει, οι μνήμες σιγά-σιγά ξεθωριάζουν και τα βλέμματα προς το παρελθόν γίνονται πιο καθαρά, ψυχρά και αποστασιοποιημένα. Με όποιον τρόπο και να κοιτάξει κανείς προς τα πίσω, ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε αναμφίβολα μια σπάνια προσωπικότητα, ένας άνθρωπος που άφησε ανεξίτηλο στίγμα στην σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.

Χαρισματικός πολιτικός αλλά και ηγέτης παλαιάς κοπής, με σπάνια επικοινωνιακά χαρίσματα, αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι, επηρέασε βαθιά το κομματικό σύστημα και έφερε τομές που θεωρούνται ακόμη και σήμερα πρωτοποριακές. Από την άλλη, κατηγορήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους για λαϊκισμό, διόγκωση του χρέους, και προεκλογικές υποσχέσεις που ποτέ δεν τηρήθηκαν. Όσο κι αν το ΠΑΣΟΚ και ο τρόπος ζωής που καθιέρωσε, σήμερα μοιάζει να λαμβάνει καλτ διαστάσεις, δεν παύει να αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι της μεταπολιτευτικής ελληνικής πολιτικής ιστορίας.

Το σίγουρο είναι πως επρόκειτο για μια larger than life προσωπικότητα, έναν «σταρ» της εποχής του κι έναν από τους λίγους Έλληνες που θα τους αποκαλούμε για πάντα με το μικρό τους όνομα και θα τον μνημονεύουμε, παρά το γεγονός πως έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα πριν από 26 χρόνια.

Με αφορμή αυτή την επέτειο, ζητήσαμε από δύο ανθρώπους που έζησαν την πορεία και το έργο του από κοντά, να σκιαγραφήσουν το προφίλ του και να μοιραστούν μαζί μας ιστορίες και αναμνήσεις.

Γιώργος Λιάνης και Παντελής Οικονόμου, θυμούνται και περιγράφουν τον δικό τους Ανδρέα Παπανδρέου.

«Ο κόσμος τον λάτρευε γιατί τον πίστευε»


EUROKINISSI

Ο Γιώργος Λιάνης έζησε τον Ανδρέα πρώτα ως δημοσιογράφος, στη συνέχεια ως κομμάτι του ΠΑΣΟΚ και τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ανδρέα, πρακτικά ως μέλος της οικογένειάς του.

Η πρώτη μου γνωριμία με τον Ανδρέα ήταν με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, τη βραδιά του εκλογικού θριάμβου του 1981. Ήμασταν 50 δημοσιογράφοι σ’ ένα δωμάτιο στο Καστρί, βρισκόμουν κι εγώ σε μία γωνία με το μαγνητοφωνάκι μου, πλάι στον έκθαμβο Λαλιώτη. Όλοι περιμέναμε να ακούσουμε τον Ανδρέα, ήταν το ραντεβού του με την ιστορία, αυτός ήταν κι ο τίτλος που έβαλα την επόμενη ημέρα και ουσιαστικά έτσι ξεκίνησε κι η γνωριμία μας. Μια σχέση που στην συνέχεια έγινε και οικογενειακή λόγω της Δήμητρας κι εγώ έγινα στην ουσία ένας μόνιμος κάτοικος του σπιτιού του.

Η πρώτη φορά που ψήφισα ΠΑΣΟΚ ήταν το 1985, από την μεταπολίτευση και μετά ψήφιζα ΚΚΕ. Όταν γνώρισα τον Ανδρέα και κατάλαβα περί ποίας τεραστίας προσωπικότητας επρόκειτο, έκανα κάτι που δεν το συνηθίζω, μετακινήθηκα. Λάτρεψα τον Παπανδρέου. Μετράει περισσότερο σε μένα ο άνθρωπος, το πολιτικό το βάζω σε δεύτερη μοίρα. Τον θεωρούσα και λίγο σφετεριστή των ιδεών της αριστεράς, πριν πάω στο ΠΑΣΟΚ, έβλεπα ότι μας έπαιζε στα δάχτυλα ο Ανδρέας, είχε άλλωστε και αριστερό παρελθόν ως τροτσκιστής, δεν ήταν παιδί του κέντρου σαν τον πατέρα του, ήταν πέρα από αυτά. Δεν ήταν γιος του πατέρα του, ήταν αυτόφωτος, αυτό δεν γινόταν να κρυφτεί.

Είχε ηγετική προσωπικότητα. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι που ο πατέρας του ήταν πρωθυπουργός, η μητριά του ήταν η καλύτερη Ελληνίδα ηθοποιός, η μητέρα του, Σοφία Μινέικο ήταν μια εκπληκτική γυναίκα που τον πρόσεχε. Στο Κολέγιο είχε δάσκαλο τον Κάρολο Κουν, είχε αγωγή και παιδεία τεράστια, έκανε τρομακτικές σπουδές στην Αμερική, σπουδές που δεν συγκρίνονται με κανενός άλλου πολιτικού στην νεότερη ελληνική ιστορία. Καθηγητής στο Χάρβαρντ, με τρομερές περγαμηνές, θα μπορούσε να μνημονεύεται ακόμα σαν ένας μεγάλος οικονομολόγος. Όλα αυτά τα είχε στη φαρέτρα του κι όταν ήρθε πια να μείνει στην Ελλάδα, εξελίχθηκε σε αυτό το μοναδικό πρόσωπο που δεν χώραγε στο χώρο του κέντρου. Ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ και τράβηξε την πορεία για το ραντεβού του με την ιστορία.

Την περίοδο που συνεργάστηκα μαζί του περισσότερο, θα έλεγα ότι το κουμάντο στους βουλευτές το είχε ο Αντώνης Λιβάνης, μιας και ο Ανδρέας είχε ήδη τα θέματα με την υγεία του. Ο Ανδρέας είχε περισσότερο το μυαλό του στα μεγάλα ζητήματα όπως αυτά της εξωτερικής πολιτικής. Δεν έπαυε να είναι όμως ένας εξαιρετικός ομιλητής και διανοητής, ένας τολμηρός ηγέτης που έκανε τα περισσότερα από αυτά που οραματίστηκε. Άλλαξε πάρα πολλά πράγματα προς το καλύτερο, την μοίρα των εργατών, των συνταξιούχων, των γυναικών. Αυτή είναι η κληρονομιά του, μαζί με τα μεγάλα έργα που έγιναν στη χώρα, τις μεταρρυθμίσεις, τον διπλασιασμό των μισθών όχι σαν προεκλογική παροχή αλλά μέσα από σχέδιο και μέσα από την Ευρώπη.

Έπεσε πολύ χρήμα στην Ελλάδα και δεν φαγώθηκε όπως πιστεύουν όλοι. Βρέθηκαν δύο άνθρωποι από το περιβάλλον του οι οποίοι έκαναν άσχημα πράγματα, τα οποία δεν θα έκανε ποτέ ο Ανδρέας, όμως τιμωρήθηκαν με πάρα πολύ αυστηρό τρόπο από τον ελληνικό λαό.

 

Ο ίδιος, κόντρα σε κάθε πιστεύω δεξιού, ακροδεξιού και αριστερού, δεν άφησε μία δραχμή σε κανέναν όταν έφυγε από τη ζωή. Ένας πένητας ήταν, που είχε μόνο τα προς το ζην. Κάθε φορά που βγαίναμε έξω, έδινε το πορτοφόλι του σε έναν συνεργάτη και του έλεγε να διαλέξει τα σωστά χαρτονομίσματα, ούτε ήξερε ποια ήταν τα χαρτονομίσματα για να πληρώσει, ήταν αληθινό αυτό, καμία σχέση με το χρήμα. Ψάχνανε διάφοροι, περαστικοί, ενδεχομένως και αστυνομικοί, να βρουν λεφτά μέχρι και μέσα στους τοίχους στην Εκάλη και δεν βρέθηκε ποτέ τίποτα. Μα ούτε στα παιδιά του άφησε, ούτε σε κάποια τράπεζα κι αυτά τα ειδικά δικαστήρια που στήθηκαν ήταν λυπηρά.

 

Ήταν ένας πολύ ζεστός άνθρωπος, ο ευγενέστερος των ανθρώπων που γνώρισα, αφιέρωνε χρόνο στους ανθρώπους που μιλούσε μαζί τους, χωρίς ακρότητες. Αγαπούσε την μουσική, τον Χατζιδάκι, στο τέλος δεν διάβαζε τόσα πολλά βιβλία όσα στα νιάτα του, είχε διαβάσει πια τα πάντα, πρόσεχε και τον τελευταίο επισκέπτη χωρίς να κοιτάει καθόλου το αξιώμά του ή τον σκοπό για τον οποίο ήρθε. Ήταν πολύ καλός με τον κόσμο. Την πρώτη φορά που πήγαμε στην Ελούντα μετά το χειρουργείο στο Χέρφιλντ, μας σταμάτησε το πλήθος στα Μάλια και κατέβηκε κόντρα στις οδηγίες των γιατρών για να δει τον κόσμο. Από τις χειραψίες και τις αγκαλιές του μελάνιασαν τα δάχτυλα και όταν του είπε ο Κρεμαστινός ότι δεν έπρεπε να συμβεί αυτό του απάντησε «μα δεν είδες βρε Δημήτρη πόσο ήθελε ο κόσμος να με δει;» Δοσμένος στον κόσμο, ούτε που σκεφτόταν την υγεία του.

Ο κόσμος τον λάτρευε γιατί τον πίστευε. Μερικούς τους απογοήτευσε, κι αυτό μέσα στα πράγματα είναι. Αλλά όταν έφυγε από τη ζωή και τώρα που τα ζυγίζουμε πια με τα σταθμά της ιστορίας, ήταν ένας μεγάλος ηγέτης, ίσως ο μεγαλύτερος που είχε η Ελλάδα μετά την μεταπολίτευση, κατά τη γνώμη μου ανώτερος ή στο ίδιο ύψος με τον Καραμανλή, λίγο κάτω από το μέγεθος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ευτύχησε 10 χρόνια με τον Ανδρέα η Ελλάδα και οι θεωρίες περί χρέους είναι για αφελείς. Το χρέος που άφησε δεν ήταν σοβαρό, αλλά ακόμη κι αν ήταν, ο Παπανδρέου θα είχε τους τρόπους να τα βγάλει πέρα, γιατί είχε το ανάστημα να πάει στην Ευρώπη και να κάνει πράγματα διαφορετικά από αυτά που έκαναν οι μετέπειτα ηγέτες.

Λαϊκιστής είναι αυτός που ενδίδει στις απαιτήσεις ενός λαού χωρίς να σκέφτεται το συμφέρον της χώρας. Διόλου δεν ήταν έτσι. Υπήρξαν στιγμές που έλεγε πράγματα όπως το θρυλικό «Τσοβόλα δωσ’ τα όλα», αλλά τον απόλυτο έλεγχο της χώρας τον είχε ο Ανδρέας. Από τη φύση του δεν ήταν λαϊκιστής

Το ραντεβού με την ιστορία κράτησε πολλά χρόνια και θα κρατούσε ακόμα περισσότερο αν δεν μεσολαβούσε το ζήτημα της υγείας του. Το θέμα της καρδιάς του το παραμέλησαν όλοι, όχι μόνο εκείνος, που έτσι κι αλλιώς τα παραμελούσε τέτοια θέματα. Όταν τον είδε ο Κρεμαστινός, μου είπε ότι τα πόδια του ήταν τόσο πρησμένα που ούτε ένας ζητιάνος στο δρόμο δεν θα είχε τόσο κακή περίθαλψη, θα είχε πάει σε ένα γιατρό. Κανένας δεν του είπε να κάνει τις εξετάσεις που έπρεπε, γι’ αυτό και ο Κρεμαστινός τον έβαλε σε ένα αεροπλάνο με προορισμό την Αγγλία για να χειρουργηθεί.

Θυμάμαι μια ιστορία όταν προετοιμαζόταν για το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, κάτι το οποίο κατά τη γνώμη μου δεν έπρεπε να συμβαίνει διότι ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να πάει για λόγους υγείας, επέμενε όμως ένα περιβάλλον κοντά του για να παραμείνει η ισχύς του ΠΑΣΟΚ. Είχε έρθει λοιπόν ένας λογοθεραπευτής από την Αμερική για να τον προετοιμάσει και του ζητούσε να κάνει το κλασικό αμερικάνικο τεστ, να μετρήσει δηλαδή ανάποδα από το δέκα μέχρι το μηδέν. Ο Παπανδρέου τον κοίταζε απλανώς και ο καθηγητής βγήκε από το δωμάτιο και μας είπε ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Το ίδιο βράδυ πήρε στο κόκκινο τηλέφωνο τον Κρεμαστινό και τον άκουσα με τα αυτιά μου να του λέει ‘Δημήτρη, μπορείς να με απαλλάξεις από αυτόν τον ηλίθιο που μου ζητάει να μετρήσω ανάποδα;’.

Μια ακόμα ιστορία που θυμάμαι είναι ένα βράδυ που τρώγαμε σπίτι πολύ στενοί του άνθρωποι. Η Δήμητρα, ο Κάρολος Παπούλιας, ο Γιώργος Κατσιφάρας κι εγώ. Κυκλοφορούσε σπίτι με τους ορούς, ήταν μετά το Ωνάσειο και σε μια στιγμή μας ρώτησε αν ξέρουμε πώς πεθαίνει το στρείδι. Δεν ξέραμε να του απαντήσουμε, το δείπνο τέλειωσε και την ώρα που μας ξεπροβόδιζε έπιασε τον Κάρολο από το χέρι και του είπε «Κάρολε, το στρείδι κλείνεται στον εαυτό του». Ήταν ο τρόπος που μας ανακοίνωσε ότι θα αναχωρήσει, όταν κατάλαβε ότι δεν μπορεί να είναι ο εαυτός του, κλείστηκε σαν όστρακο και αναχώρησε από τον κόσμο.

Χαίρομαι που ο ελληνικός λαός τον τιμάει πάντοτε, είμαι ευγνώμων που τον γνώρισα, δυστυχώς το παιδί που μας άφησε κι ήταν το μεγάλο πολιτικό τέκνο του, δεν είναι στα καλύτερά του, όμως είναι εκεί. Θα ήθελα να ήμασταν σκέτο ΠΑΣΟΚ και όχι τόσο διευρυμένο γιατί αν είσαι ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να είσαι κάτι άλλο. Πρέπει να κάνει στροφή προς την κεντροαριστερά και όχι προς την κεντροδεξιά, κάτι που ο Ανδρέας θα το θεωρούσε τερατούργημα. Ο Ανδρέας ήταν ενωτικός, αγάπησε τον Καραμανλή, ειδικά όταν ήταν στην προεδρία της Δημοκρατίας, και ήταν δίκαιος στην κρίση του. Εύχομαι η ιστορία να μην του στερήσει την απόλυτα δίκαιη ανταμοιβή να θεωρηθεί ο τελευταίος μεγάλος ηγέτης.

«Μας έμαθε ότι μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι»


Ο Παντελής Οικονόμου υπήρξε μέλος του ΠΑΣΟΚ από το 1974. Έχει διατελέσει βουλευτής, αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας και μέλος των Επιτροπών Θεσμών και Διαφάνειας και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Είναι ιδρυτής της πολιτικής οργάνωσης ΕΚΚΙΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ.

«26 χρόνια μετά τον θάνατο του Ανδρέα, γινόμαστε μάρτυρες, όλο και πιο εναγώνιων, προσπαθειών οικειοποίησης της πολιτικής του παρακαταθήκης. Στις απόπειρες αυτές πρωταγωνιστούν πρόσωπα και σχήματα που βρίσκονταν μονίμως απέναντί του όσο ζούσε, με μέσα θεμιτά και αθέμιτα. Εκεί κατά τα τέλη της περασμένου αιώνα, αναχώρησαν, ο Ανδρέας προς τα πάνω και αυτά τα πρόσωπα προς τα κάτω. Πολλαπλάσια σήμερα η πολιτική αξία “Ανδρέας Παπανδρέου”, πολλαπλάσια και η αγωνία των άλλων να αρπάξουν κάτι απ’ αυτήν, μπας και γλιτώσουν. Όψιμος συνωστισμός χρεοκοπημένων γραφειοκρατιών για την σκύλευση μεγέθους πέρα και πάνω από αυτές.

Γνώρισα τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1975, σε συνέλευση της σπουδάζουσας νεολαίας της Αθήνας, ως μέλος της οργάνωσης. Είχα την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω το 1996, λίγες μέρες πριν την αναχώρησή του. Ως μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής που, λίγες μέρες αργότερα, έφερε σε πέρας το συνέδριο διαδοχής του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Αναμνήσεις θερμές διατηρώ και από τις δύο αυτές συναντήσεις. Προτίμησα όμως, στις σημερινές συνθήκες γενικευμένης παρακμής και ακατάσχετης ιδιοτέλειας που περιέγραψα προηγουμένως, να μνημονεύσω μια άλλη στιγμή μου με τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ: αυτή των εκλογών του 1993.

Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, αποφάσισα να δοκιμάσω να εκλεγώ βουλευτής στις επερχόμενες εκλογές που, τελικά, προκηρύχθηκαν τον Σεπτέμβριο. Η εκλογική μάχη δίνονταν με ευνοϊκές συνθήκες, με μόνο εύλογο ερώτημα του κοινού προς εμάς, το ΠΑΣΟΚ, «πού θα βρείτε λεφτά για να υλοποιήσετε το πρόγραμμά σας». Στο σημείο αυτό, το πρόσφατα εγκεκριμένο από το Εθνικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ πρόγραμμα μας προέβλεπε ότι μεταξύ άλλων πηγών θα φορολογούσαμε τα κέρδη κεφαλαίου (αποδόσεις ομολόγων του Δημοσίου και REPOS). Κάτι το οποίο επανέλαβα κάποια Δευτέρα σε τηλεοπτική δήλωσή μου.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Το προπαγανδιστικό επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας έκανε αυτή τη τηλεοπτική μου δήλωση θέμα αρνητικού τηλεοπτικού spot. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σε κάθε δημόσια εμφάνιση του υπενθύμιζε ότι “ο κύριος Οικονόμου θα φορολογήσει τα repos”. Ο Ανδρέας Παπανδρέου διαβλέποντας τον κίνδυνο να αναπτυχθεί σε βάρος του ΠΑΣΟΚ μαύρη προπαγάνδα περί, δήθεν, φορομπηχτικών διαθέσεων του, με δύο διαδοχικές ρητές και κατηγορηματικές δηλώσεις του απέκλεισε την φορολόγηση ομολόγων και repos και αποκήρυξε “τον κύριο Οικονόμου για τις προσωπικές απόψεις που διατύπωσε”.

Για να είναι ομαλή η συνέχεια, δήλωσα αμέσως δημόσια ότι θέμα φορολόγησης ομολόγων και repos δεν τίθεται, εφ’ όσον “ο κυβερνήτης της χώρας της 11ης Οκτωβρίου διευκρίνισε ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει”, συμπληρώνοντας φυσικά ότι η πολιτική μου θέση παραμένει σωστή. Και συνέχισα κανονικά τον εκλογικό αγώνα, αν και ήταν πια περισσότερο από βέβαιο ότι δεν υπήρχε πιθανότητα εκλογής μου. Στις 11 Οκτωβρίου του 1993 το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση και ο Ανδρέας Παπανδρέου Πρωθυπουργός. Στις 19 Απριλίου του 1994 τα repos φορολογήθηκαν. Λίγο αργότερα, επικοινώνησα τηλεφωνικά με τον Ανδρέα. Στην επιφυλακτική υποδοχή του, εξήγησα ότι δεν έχω αρνητική στάση, παρά την μη εκλογή μου. Με ρώτησε πότε μπορώ να πιούμε καφέ και ανταποκρίθηκα αμέσως. Διάρκεια τηλεφωνήματος 2 λεπτά.

Αισθάνθηκα την ανάγκη να εξιστορήσω την συγκεκριμένη δύσκολη εμπειρία και όχι κάποιαν άλλη, πανηγυρική -υπήρξαν πολλές τέτοιες και πριν και μετά- για όλους τους συμπατριώτες πο συναντώ καθημερινά και με ρωτάνε τι βλέπω και αν μπορούν να ελπίζουν σε κάτι. “Ναι” είναι η απάντησή μου, “αν δεν απέχουμε και κοιτάζουμε τα πράγματά μας μέσα στον κοινό μας τόπο’. Και αυτό έμαθα από την προσωπική μου εμπειρία με τον Ανδρέα Παπανδρέου που μόλις εξιστόρησα”.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στις 5 Φεβρουαρίου του 2019 με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ανδρέα Παπανδρέου.