The Swim
Στις 16 Αυγούστου 2016, ο Σπύρος Γιαννιώτης έδωσε τον τελευταίο επίσημο αγώνα της καριέρας του. Αυτή είναι η 16η Αυγούστου από τα ξημερώματα ως το απόγευμα, όπως την έζησε ο ίδιος, η σύζυγός του, Ισμήνη Καλαντζή, ο προπονητής του, Νίκος Γέμελος, και ο Ολλανδός κολυμβητής που τον κέρδισε στο νήμα, Ferry Weertman.
- 29 ΙΟΥΛ 2020
Το Ολυμπιακό Χωριό του Ρίο ντε Τζανέιρο κοιμόταν, όταν άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του στις 03.30 τα ξημερώματα. Ένιωθε γεμάτος από ύπνο, ξεκούραστος. Έκλεισε τα μάτια του για άλλη μια ώρα. Ύστερα σηκώθηκε, έφτιαξε τα πράγματά του και κατέβηκε για πρωινό στο εστιατόριο. Βγαίνοντας από το κτίριο σταύρωσε με δύο ξένες αθλήτριες που γυρνούσαν από μια συμπαθητική (αν κρίνει κανείς από την ώρα και τα πνιχτά γελάκια) βραδιά στην πόλη. Το κοντράστ του ετοιμοπόλεμου Εκείνου, με τη φόρμα και την τσάντα, και των χαλαρών Εκείνων, με τα τακούνια στο χέρι, τον έκανε να χαμογελάσει στωικά. Έφαγε καλό πρωινό. Μια ικανή ποσότητα κουάκερ με ζάχαρη γιατί του αρέσει να γλυκαίνει λίγο το κουάκερ, μια μπανάνα και κάτι στέρεο, ψωμί με λίγο τυρί. Ήπιε μισό καφέ, πήγε κανονικά στην τουαλέτα -το τελευταίο που θα ‘θελε την ώρα του αγώνα ήταν οι ενοχλήσεις στο έντερο- και πήρε δύο ενεργειακές μπάρες για να τσιμπάει στο λεωφορείο που θα τον πήγαινε στη θάλασσα.
Η Κοπακαμπάνα ήταν μια ώρα δρόμος από το Χωριό. Στις 07.00 θα είχε φτάσει και στις 09.00 θα ξεκινούσε ο αγώνας. Είχαν περάσει 1.467 μέρες από εκείνο το τραυματικό πρωί στο Λονδίνο, που τερμάτισε τέταρτος στον αγώνα των 10 χλμ. ανοιχτής θαλάσσης. 1.467 μέρες μετά από αυτές τις δηλώσεις, που θα διακόπτονταν βίαια απ’ το σπαρακτικό του κλάμα:
“Δεν μπορώ να… Δεν… Δεν υπάρχουν λόγια. Προσπάθησα όσο μπορούσα σήμερα, έδωσα την ψυχή μου, μπορεί να μην ήταν η μέρα μου, μπορεί να ήταν αυτό που μπορούσα να κάνω, ξέρω πάντως μέσα μου ότι τα ‘δωσα όλα. Συγγνώμη… Συγγνώμη που είμαι έτσι, εντάξει… Είμαι συναισθηματικός. Εντάξει, τι να κάνουμε… Αυτός είναι ο αθλητισμός, έχει τις χαρές του, έχει και τις λύπες του, εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι είναι άσχημη η τέταρτη θέση αλλά όνειρό ζωής μου ήτανε το βάθρο. Είμαι τριάντα δύο…”
Ο αγώνας στο Ρίο ήταν η τελευταία του ευκαιρία για ένα ολυμπιακό μετάλλιο. Το μόνο που ήξερε ο Σπύρος Γιαννιώτης πριν κολυμπήσει εκεί, είναι ότι δεν θα πήγαινε στο Τόκιο.
Στον καλό βραδινό του ύπνο συνέβαλε το γεγονός ότι μια μέρα πριν τον αγώνα, η Κοπακαμπάνα είχε κύμα. Ο Γιαννιώτης λατρεύει το κύμα και το κύμα λατρεύει τον Γιαννιώτη. Είναι μια σχέση που χτίστηκε με τα χρόνια. Αν τα βαριά χαρτιά των κατά πολύ νεότερων αντιπάλων του ήταν η δύναμη, η αντοχή και η ταχύτητα, τα δικά του ήταν η πείρα και η δύσκολη θάλασσα. Λίγοι αθλητές δεν ενοχλούνται όταν καταπίνουν νερό σε κάθε χεριά, και ο ίδιος ήταν σίγουρα ο πιο έμπειρος από αυτούς.
Αλλά τα νέα δυο ώρες πριν την εκκίνηση δεν είναι καλά. Η θάλασσα στη μεγάλη οθόνη του calling room του event της κούρσας των 10 χιλιομέτρων είναι λάδι.
Ο Νίκος Γέμελος, με όλο τον ‘μπρουτάλ’ χαβαλέ του βέρου Πειραιώτη, προπονητής του Γιαννιώτη τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια και πατέρας τεσσάρων παιδιών (ή “πέντε με τον Σπύρο”, όπως λέει), ξέρει καλά τι πρόκειται ν’ ακούσει. “…και λέω του Νίκου, δες τη, όχι δες τη, είναι λάδι. Άμα δε σε θέλει, δε σε θέλει. Ο Νίκος προσπαθεί να με πείσει ότι δεν είναι έτσι· του λέω, έλα μη με κοροϊδεύεις, αφού το βλέπεις κι εσύ”.
Για ώρα, ο Γιαννιώτης πηγαινοέρχεται από το calling room στην παραλία και απ’ την παραλία στο calling room κοιτάζοντας το νερό. Είναι να σκάσει. “Τίποτα, λάδι. Και οι άλλοι είναι πιο μικροί, και οι άλλοι είναι πιτσιρικάδες…”. Ο προπονητής του απορροφά την αντάρα της στιγμής και μένει σιωπηλός, σαν να μη θέλει να του πάει κόντρα. Σαν να ξέρει πότε πρέπει να μιλήσει για να περάσει το μήνυμα στην άλλη άκρη. Όχι σαν να ξέρει. Ξέρει. Περιμένει λοιπόν τη σωστή στιγμή.
Μόλις ο Σπύρος συμβιβάζεται με τη σβηστή θάλασσα και καλμάρει, τον πλησιάζει και του λέει, “κανείς τους δεν έχει αυτό που έχεις. Εσύ ξέρεις πώς να ξεπερνάς τον πόνο”.
Ο Νίκος λέει τα λόγια και στέκει ασάλευτος. Ασάλευτο στέκει και το ‘παλούκι’ στο δεξί του χέρι. Μεγάλη υπόθεση το ‘παλούκι’ γι’ αυτούς τους αγώνες. Ζήτημα ζωής για τον Σπύρο και για κάθε αθλητή του μαραθωνίου. Με αυτό το χωριάτικο αλλά ειλικρινές βαφτιστικό, περιγράφεται το αυτοσχέδιο κοντάρι με το οποίο οι προπονητές ‘ταΐζουν’ τους αθλητές τους τους απαραίτητους ηλεκτρολύτες σε κάθε γύρο της κούρσας. Το ‘παλούκι’ δεν πρέπει να έχει πάνω από τέσσερα μέτρα μήκος και είναι προφανώς πτυσσόμενο. Αν έχει μια παραξενιά ο Νίκος, αυτή είναι να μην αφήνει ποτέ το ‘παλούκι’ από τα χέρια του. Ποτέ όμως.
Οι πιο ‘προηγμένες’ χώρες το φτιάχνουν σε 3D εκτυπωτές και είναι ελαφρύ, φτιαγμένο από κάρβουνο. Της ελληνικής αποστολής είναι 100% diy κοντάρι βαψίματος. Αντί για βούρτσα, στην άκρη του προσαρμόζεται το κυπελλάκι στο οποίο κουμπώνει το μπουκάλι με τον ηλεκτρολύτη για να φτάνει στον αθλητή με ασφάλεια, χωρίς να απειλεί να τον τραυματίσει.
Στην εξέδρα που βρίσκονται οι προπονητές κατά τη διάρκεια του αγώνα δεν υπάρχουν ούτε οθόνες ούτε λοιπά κομφόρ. Εκτός από το κοντάρι του ανεφοδιασμού, ένα έξτρα σκουφάκι και ένα έξτρα ζευγάρι γυαλάκια σε περίπτωση που ο αθλητής του χάσει κάτι εξ αυτών ενώ κολυμπάει (σ.σ. ο Σπύρος δεν τα έχει χάσει ποτέ), ο Νίκος είναι υποχρεωμένος να κρατά και το κινητό του για να μαθαίνει πώς πηγαίνει ο αγώνας. Στην κούρσα του Γιαννιώτη, χρέη συνδέσμου-πληροφοριοδότη εκτελούσε η σύζυγος του Νίκου, που έβλεπε την κούρσα από τη στεριά.
“Αυτό που έχεις εσύ δεν το έχει κανείς τους. Εσύ ξέρεις πώς να ξεπερνάς τον πόνο”. Ο Γιαννιώτης στύλωσε, πήρε τα πάνω του, αλλά δεν ήθελε να το δείξει. Θυμήθηκε τη σκληρή προετοιμασία των τελευταίων ετών. Σε πισίνες. Σε υψόμετρο. Στα Πυρηναία Όρη. Ή στη Γρανάδα. Ή στη Νότιο Αφρική. Την κορύφωση από τον Απρίλιο και μετά που άρχισε να κολυμπάει στη θάλασσα, σε κρύο νερό γιατί φοβόταν ότι με ένα συγκεκριμένο ρεύμα, το νερό θα ήταν κρύο στην Κοπακαμπάνα. (Τελικά δεν ήταν). Με ένα κοφτό “εντάξει, εντάξει”, άφησε τον προπονητή του να επιβιβαστεί σε αυτό το κάτι σαν φορτηγίδα που θα τον μετέφερε στην εξέδρα του ταΐσματος και έκατσε στην καρέκλα του calling room, στην καρέκλα με το νούμερο 19.
Τα νύχια του είναι καλά κομμένα, όπως επιτάσσει η οδηγία. Πάνω του υπάρχουν: το μαγιό,τα γυαλάκια και το σκουφάκι του, κάμποσο αντηλιακό που δανείστηκε από τον Γερμανό αθλητή γιατί ξέχασε το δικό του, ο αριθμός 19 σε διάφορα σημεία των χεριών του, βαζελίνη για να μην τον κόψει το μαγιό και τα τρανσπόντανς, τα τσιπάκια που φοριούνται ως κλιπαριστά λουράκια στο χέρι των αθλητών και καταγράφουν τα ψηφιακά τους ίχνη, με συχνά μέτρια αποτελέσματα. (Τρανό δείγμα της μέτριας απόδοσης των τρασπόντανς ήταν η κατάταξη στην καρτέλα που είδαμε τη στιγμή του τερματισμού και η οποία έδινε το χρυσό στον Γιαννιώτη). Επειδή το λουράκι με τα τρανσπόντανς είναι αρκετά χαλαρό, ο Νίκος τα δένει με μονωτική ταινία στον καρπό του αθλητή του. Αυτή είναι μια διαδικασία που εκνευρίζει πάντα τον Γιαννιώτη.
Εν τω μεταξύ, η εικόνα στο calling room είναι η εξής:
– Στην καρέκλα με το νούμερο 19 ο Γιαννιώτης πίνει ένα τζελάκι με υδατάνθρακα που είχε κρατήσει για πριν την εκκίνηση. Από το στρες των 25 αθλητών, το δωμάτιο έχει πιάσει τη μυρωδιά του ιδρώτα. Άγχος, πίεση, αγωνία. Ο Γιαννιώτης δεν έχει κάνει ζέσταμα σε αντίθεση με τους περισσότερους αντιπάλους του.
– Στην καρέκλα με το νούμερο 9 ο Oussama Mellouli, ο Τυνήσιος χρυσός Ολυμπιονίκης του Λονδίνου, χαλαρώνει κοιτώντας κυρίως κάτω. Ο Mellouli προτίμησε κατά τη διάρκεια των ημερών του στη Βραζιλία να μένει στην Κοπακαμπάνα και όχι στο Ολυμπιακό Χωριό, για να γλιτώσει την πρωινή μετακίνηση πριν τον αγώνα. Στο λεωφορείο, μια θέση μπροστά αριστερά από εκεί που καθόταν ο Γιαννιώτης με τον προπονητή του τα ξημερώματα, η μητέρα του Mellouli ανοιγόκλεινε το στόμα της λέγοντας προσευχές για τον Oussama.
– Στην καρέκλα με το νούμερο 13 κάθεται ο Ολλανδός Ferry Weertman, πρωταθλητής Ευρώπης στα 10 χλμ. ανοιχτής θαλάσσης το ‘14 και το ‘16, και δεύτερος στον κόσμο τη χρονιά ανάμεσα. Έκλεισε τα 24 πενήντα μέρες πριν τον αγώνα.
– Στην καρέκλα με το νούμερο 16 τεντώνει τον κορμό του ο Lijun Zu, ο Κινέζος που πήρε την πρόκριση στα δεύτερα προκριματικά για το Ρίο τον Ιούνιο στο Σετούμπαλ, βγαίνοντας πρώτος στην κούρσα. Ο Γιαννιώτης δεν τον γνώριζε. “Με το που τον βλέπω έξω από το λεωφορείο, νέο, 1.90κάτι, με αυστηρή κορμοστασιά, λέω από μέσα μου, Σπύρο, δύσκολα τα πράγματα σήμερα”.
– Στην καρέκλα με το νούμερο 25, στην τελευταία καρέκλα δηλαδή, κάθεται ο Καναδός Richard Weinberger. Ο άνθρωπος που βγήκε τρίτος στην κούρσα του Λονδίνου και στέρησε το μετάλλιο από τον Σπύρο. Ο Weinberger, από το ξημέρωμα κιόλας στο λεωφορείο, είχε όρεξη για small talk και αστειάκια. Μόνο αυτός.
– Στην καρέκλα με το νούμερο 8 βρίσκεται σκεπτικός ο Αυστραλός Jarrod Poort, ο αθλητής που μονοπώλησε το ενδιαφέρον περισσότερο από οποιονδήποτε κατά τη διάρκεια της κούρσας. Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει αυτήν την εξέλιξη πριν το ξεκίνημά της.
“Περιμένοντας το λεωφορείο για την Κοπακαμπάνα, καθόμουν σε ένα τσιμεντάκι αναμονής, έναν στύλο που έγραφε τα νούμερα των λεωφορείων. Άκουγα έναν πιο ομιλητικό από πίσω (σ.σ. τον κύριο Weinberger) και ενώ άκουγα τι έλεγε, δεν άκουγα κιόλας. Ήμουν στον κόσμο μου. Όλοι οι αθλητές είναι αγχωμένοι πριν τον αγώνα. Με τον τρόπο τους. Άλλος μιλάει, άλλος δε μιλάει, άλλος τρώει τα νύχια του”.
Την ώρα που ο Γιαννιώτης σκούπιζε τη βαζελίνη από τα χέρια του στην άμμο και κολυμπούσε εκατόν πενήντα μέτρα μέχρι το σημείο της εκκίνησης, η σύζυγός του, Ισμήνη, βρισκόταν στο σαλόνι του πατρικού του στην Κέρκυρα. Έγκυος στο πρώτο τους παιδί, θεώρησε πιο φρόνιμο να μην ταξιδέψει μαζί του. Δίπλα της στο σπίτι ήταν ο αδερφός του Σπύρου, Λέανδρος. Η μητέρα τους, εξαιρετική κολυμβήτρια στην πρώτη νιότη, είχε επί τούτου κανονίσει να δουλεύει την ώρα της κούρσας. Δεν ήθελε να βλέπει.
“Ήταν επιλογή μου να μην δω τον αγώνα με πολύ κόσμο, αλλά δεν ήθελα να είμαι και τελείως μόνη. Δεν ήθελα να έχω κόσμο γύρω μου να με αγχώνει και να μου δημιουργεί προσδοκίες. Ή να μου τις παίρνει πίσω. Ευτυχώς ο Λέανδρος με καθησύχαζε. Τον ρώταγα αν έχουν πιεσόμετρο, μου έλεγε, όχι, αλλά δεν το χρειάζεσαι, είσαι μια χαρά. Η μαμά του είχε βάλει δουλειά, γιατί δεν ήθελε να δει την κούρσα. Βέβαια μας έπαιρνε κάθε τόσο τηλέφωνο για να ρωτήσει τι γίνεται. Επειδή υπήρξε κολυμβήτρια με διακρίσεις, βλέπει πολύ τετράγωνα τα πράγματα, πολύ αθλητικά”, εξηγεί η Ισμήνη.
“Το θέμα είναι ότι ο κόσμος είχε ταυτιστεί με τον Σπύρο από το 2012. Τον σταμάταγαν στον δρόμο, του μιλούσαν και έκλαιγαν. Ήταν τρομερό”.
Ο Γιαννιώτης δεν μπορεί να μιλήσει πριν τους αγώνες. Δεν του βγαίνουν οι λέξεις. Παρ’ όλ’ αυτά, στο τηλέφωνο με την Ισμήνη το βράδυ του Δεκαπενταύγουστου, δεν της έφερε αντίρρηση. Της είπε ότι θα μιλούσαν κανονικά πριν από την κούρσα. Το άλλο που της είπε ήταν ένα “ρε αγάπη, τι θα γίνει άμα δεν το κάνω; Τι θα γίνει αν δεν είμαι στα μετάλλια; Το ξέρω, είμαι πολύ καλά, αλλά δεν ξέρω πόσο καλά μπορεί να είναι οι άλλοι”. Η Ισμήνη του απάντησε ότι θα το αντιμετωπίσουν. Το πρωί που τον ξαναπήρε, ο Σπύρος βρισκόταν στο λεωφορείο και μιλούσε πολύ πιο φυσιολογικά. Ήταν ήρεμος. Τον ρώτησε “τι να σου ευχηθώ τώρα, να πω καλή επιτυχία;” και της είπε “να μου ευχηθείς” και “ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει”. Ήξερε ότι είναι καλά, αλλά δεν ήξερε πόσο καλά μπορεί να ήταν οι άλλοι.
Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μέχρι την Κοπακαμπάνα, και παρότι είχε πάντα δίπλα τον προπονητή του, ο Σπύρος κοίταζε έξω από το τζάμι. Τις προηγούμενες μέρες έβρεχε στο Ρίο και η υγρασία εκείνο το πρωί κοβόταν με το μαχαίρι. Ένιωθε το σώμα του να κολλάει. Έβαλε τα ακουστικά στο κινητό του και άκουσε κάτι ‘βαριά έντεχνα’. Έτσι τα είπε. Συγκεντρώθηκε στο τζάμι και στις εικόνες που γλιστρούσαν δίπλα του. Κτίρια, δέντρα, κι άλλα κτίρια, κι άλλα δέντρα και αέρας. Κι άλλος αέρας. Ζούσε με τον ήχο του αέρα που μπλεκόταν στη μουσική. Το λεωφορείο έτρεχε και οι εικόνες περνούσαν από δίπλα του. Έβγαζαν κι αυτές ήχο. Έκαναν ‘φφφφφαπ’, ‘φφφφφαπ’, ‘φφφφφαπ’. Όπως και ο αέρας που τρύπωνε στο σκουφάκι του πριν την εκκίνηση και έχτιζε το βουητό που ακούς όταν καλύπτεις το αυτί σου μ’ ένα κοχύλι. Ο ήλιος του έκαιγε την πλάτη. Ήταν στην αφετηρία δίπλα στους άλλους 24.
Το τελευταίο τραγούδι που άκουσε στο λεωφορείο ήταν ο ‘Αύγουστος’ του Νίκου Παπάζογλου. Το άκουσε τρεις φορές πριν κατέβει από το λεωφορείο.
Το σύνηθες πριν από τέτοιες κούρσες είναι ότι οι αθλητές αποφεύγουν να φτάσουν πρώτοι στην αφετηρία, για να μην κρυώσουν περιμένοντας. Ο Γιαννιώτης κολύμπησε πρώτος μέχρι εκεί, για να ζεστάνει το σώμα του. Αποφασισμένος και με απόλυτη πίστη στην καλή του κατάσταση, άρχισε να τηρεί την τακτική του κατά γράμμα από το σημείο μηδέν. Η τακτική, όπως την εξηγεί ο Νίκος Γέμελος, ο άνθρωπος που την ορίζει δηλαδή, είναι να περιμένει. Να μην κάνει τίποτα. Να φύγει όσο αργότερα στην κούρσα γίνεται. Γιατί άμα φύγει, δεν υπάρχει επιστροφή. Ο Γιαννιώτης κάνει πάντα κούρσα αναμονής. Ή έστω, τις περισσότερες φορές.
Για παράδειγμα, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στο Χορν της Ολλανδίας, έναν μήνα πριν την κούρσα του Ρίο, ο Γιαννιώτης δεν έκανε κούρσα αναμονής. Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μην είναι φρέσκος στο τέλος. Αν για κάτι μιλάει με απόλυτη σιγουριά είναι ότι εφόσον είναι σε θέση να κερδίσει μια κούρσα μπαίνοντας στην τελική ευθεία, τότε θα κολυμπήσει για να κερδίσει. Με άλλα λόγια, στην κούρσα του Ευρωπαϊκού, ο Γιαννιώτης φρόντισε να μην είναι σε θέση να κερδίσει. Μπήκε μπροστά από νωρίς, κούρασε τον εαυτό του επίτηδες και τερμάτισε πέμπτος. Δεν ήθελε να προδώσει τη φόρμα του σε κανέναν. Το μυαλό του ήταν στο Ρίο.
“Μόλις δίνεται η εκκίνηση, κάνω πολύ αργά τις πρώτες δύο χεριές για να μείνω πίσω. Ξεκίνησα την τακτική μου πριν καν ξεκινήσω την κούρσα. Έχω δίπλα μου τον Ολλανδό, ο οποίος κάνει ακριβώς ό,τι κι εγώ. Ξέρω ότι είναι από τους διεκδικητές. Ξέρω ότι κάνει το ίδιο πράγμα με μένα μόνο που ανοίγει λίγο πιο νωρίς την κούρσα του. Στα διακόσια μέτρα κοιτάζω μπροστά και βλέπω έναν να έχει φύγει. Συνειδητοποιώ ότι κάποιος προσπαθεί να κάνει κούρσα θανάτου. Από το ξεκίνημα λοιπόν, σκέφτομαι ότι αν αυτός φύγει και εμείς συνεχίσουμε να τσεκαριζόμαστε, μπορεί να χαθεί από νωρίς η πρώτη θέση”.
Αυτός που φεύγει για κούρσα θανάτου είναι ο Αυστραλός Jarrod Poort. Η λογική λέει ότι θα σκάσει. Ή τουλάχιστον αυτό ελπίζουν οι υπόλοιποι διεκδικητές. Ο Poort δεν ήταν δα και κανένα μεγάλο φαβορί πριν την εκκίνηση. Αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με το νερό, έτσι δεν είναι; Ο Ferry Weertman βλέπει το breakaway του Αυστραλού και αποφασίζει να αναλάβει δράση. “Το αρχικό μου πλάνο ήταν να μείνω στο πίσω μέρος του pack για τα πρώτα πέντε χιλιόμετρα. Βλέποντας όμως τον Poort να ανοίγει, μπήκα στην κεφαλή του pack και άρχισα να πιέζω για ένα χιλιόμετρο. Όταν είδα ότι κανείς δεν ήθελε να πάρει τη θέση μου και να με ξεκουράσει, έριξα πάλι τον ρυθμό και πήγα στο πίσω μέρος του pack, δίπλα στον Γιαννιώτη”.
Ο αγώνας ήταν χωρισμένος σε τέσσερις γύρους των δυόμισι χιλιομέτρων. Αυτό συνεπάγεται τρία ταΐσματα· ένα στα δυόμισι, ένα στα πέντε και ένα στα επτάμισι χιλιόμετρα. Το αναπάντεχο δεδομένο λοιπόν δεν ήταν το κύμα, που έκανε δειλά δειλά την εμφάνισή του λίγα λεπτά μετά την εκκίνηση, αλλά ο Αυστραλός και η τρελή του κούρσα. Θα κουραζόταν; Θα έσκαγε; Θα σούρωνε; Ή θα έκανε τον αγώνα υπόθεση δύο μεταλλίων ήδη πριν τα μισά του δρόμου;
“Όλοι οι προπονητές έρχονταν σε μένα και ρωτούσαν αν πιστεύω ότι θα σκάσει. Από το πρώτο τάισμα που τον είδα, δεν ήταν εύκολος. Αν τον έβλεπα εύκολο, θα αγχωνόμουν. Φαινόταν και στο πρόσωπό του, ήταν ζορισμένος. Εκεί που σιγουρεύτηκα ότι θα σκάσει ήταν όταν ο προπονητής του του φώναζε να φορτσάρει κι άλλο φεύγοντας από το τάισμα”.
Στο πρώτο τάισμα, ο Αυστραλός ήταν 60 μέτρα μπροστά. Ο Γιαννιώτης έπρεπε να προσέξει να μη μείνει πίσω σε περίπτωση που κάποιοι αποφάσιζαν να κυνηγήσουν τον Poort. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Γιαννιώτης θα έπρεπε να το εντοπίσει και να φύγει μαζί τους. Αυτό ήταν το άγχος του προπονητή του. Να μη μείνει τελευταίος στο δεύτερο pack που θα σχηματιζόταν. “Με ρώτησε για τον Αυστραλό και ο προπονητής του Ολλανδού. Θα σκάσει, του είπα. Αυτό ήθελα να πιστεύω”.
O Γιαννιώτης ένιωθε καλά τα χέρια του, δεν άφηνε το σώμα του να ζεσταθεί πλήρως και είχε πιο κοφτό κολύμπι, πιο μαζεμένο. Είχε αποφασίσει να κρατήσει το καλό κολύμπι για το τέλος. Και το δυνατό, για τις επαφές και τις σπρωξιές που θα έρχονταν.
“Περνάμε την πρώτη και τη δεύτερη σημαδούρα άνετα. Κοιτάζοντας μπροστά, σκέφτομαι να φτάσω στον Νίκο και να τον ρωτήσω ποιος έχει φύγει και πόσο μπροστά είναι. Αρχίζω να τσεκάρω τους αντιπάλους μου για να αποκλείω αθλητές. Αν ήταν ο Τυνήσιος ή ο Γάλλος, θα είχα πρόβλημα γιατί ξέρω ότι είναι αθλητές που μπορούν να κρατήσουν το ρυθμό μέχρι τέλους. Παίρνω τους πρώτους ηλεκτρολύτες. Ο Νίκος μου λέει ότι είναι ο Αυστραλός και ότι έχει φύγει ένα 50άρι περίπου, μπορεί και παραπάνω. Λέω εντάξει, καλά είμαστε”.
Στον ανεφοδιασμό των αθλητών γίνεται πάντα ένας μικρός πανικός. Οι αθλητές πηγαίνουν ζιγκ ζαγκ μέχρι να συναντήσουν τον προπονητή τους και να πάρουν οδηγίες κι ηλεκτρολύτες. Όλο αυτό διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα. Είναι ένα πιτ στοπ με ανθρώπους αντί για μονοθέσια. Εδώ δεν μετράνε τα κλάσματα των δευτερόλεπτων. Εδώ πρέπει να γίνει σωστά ο ανεφοδιασμός. Αν δεν γίνει σωστά, η σβελτάδα δεν έχει καμία μα καμία σημασία.
Η πρώτη σκέψη του Γιαννιώτη μετά τα μαντάτα για τον Αυστραλό που προελαύνει είναι να τρέξει την κούρσα για να τον πιάσει. Θα σκεφτεί αμέσως ότι αυτό θα σκεφτούν και οι υπόλοιποι και, σχεδόν απολογητικός που το αμφισβήτησε, επιστρέφει στο αρχικό του πλάνο. Θα περιμένει. Είναι σε φουλ εγρήγορση. Το σενάριο του μαραθωνίου έχει πια την υποσημείωση “είναι μέχρι κάποιος να κάνει την αρχή…”.
“Είμαι σε φουλ εγρήγορση. Ξεκινάω να πηγαίνω δεξιά κι αριστερά στις πτέρυγες για να δω πόσο προηγείται. Με το που στρίψει ο πρώτος στη σημαδούρα και βγει από την άκρη της καταλαβαίνεις, μετράς τις χεριές σου μέχρι εκεί για να υπολογίσεις πόσα μέτρα είναι μπροστά. Δεν κάνει κανείς το μπαμ για να φύγει. Περίπου 500 μέτρα μετά το τάισμα, βλέπω ότι ο ρυθμός πάει. Όχι πολύ δυνατά, αλλά πάει. Δεν μπορώ να δω τον πρώτο, έχει φύγει”.
Μετά το τρίτο χιλιόμετρο της κούρσας, η θάλασσα αποκτά λίγο κυματάκι. Βουβό, όχι από αυτά που σπάνε τη χεριά. Ο Γιαννιώτης προσπαθεί να δει στον ορίζοντα, αλλά το κυματάκι δεν βοηθάει. Έχει και αντηλιά, ο ήλιος βγαίνει, δεν είναι από πάνω. Είναι πολύ δύσκολο να προσανατολιστείς όταν ο ήλιος δεν είναι από πάνω. Είναι το ίδιο δύσκολο να κερδίσεις τη μάχη με το μυαλό σου που σου λέει “φύγε, τρέξε να τον πιάσεις!”
“Τον Κινέζο δεν τον έχω δει καθόλου σε όλη την κούρσα, δεν τον ξέρω κολυμβητικά. Ο Αμερικάνος και ο Ολλανδός είναι σταθερά δίπλα μου. Όταν βλέπεις δυνατούς αθλητές δίπλα σου, νιώθεις μια ασφάλεια. Λες, αν γίνει κάτι, θα μαζευτούμε οι καλοί και θα αρχίσουμε να κυνηγάμε. Παίρνω την αίσθηση από τον Αμερικάνο, που ήταν και πιο πιτσιρικάς, ότι περιμένει να δει τι θα κάνω. Είναι ήρεμος που με βλέπει κοντά του”.
Ο Ferry Weertman ήταν είκοσι ετών το καλοκαίρι του 2012. Δεν συμμετείχε στον συγκλονιστικό μαραθώνιο που είδε στα μετάλλια τους Mellouli (χρυσό), Lurz (αργυρό) και Weinberger (χάλκινο) -και τον Γιαννιώτη, στην οδυνηρή τέταρτη θέση. Αλλά τέσσερα χρόνια προετοιμαζόταν για την κούρσα του Ρίο. Κάνοντας καταπληκτικές εμφανίσεις σε παγκόσμια και ευρωπαϊκά 10άρια, πήρε δικαίως το χρίσμα του φαβορί για την πρώτη του κούρσα σε Ολυμπιακούς. Ο Γιαννιώτης έχει άριστες σχέσεις μαζί του. Οι δυο τους έχουν κάνει χαβαλέ πριν και μετά από κάθε μεγάλο αγώνα που κολυμπάνε μαζί. Είναι φίλοι, όσο φίλοι μπορούν να είναι δύο άνθρωποι που συναντιούνται τρεις-τέσσερις φορές το χρόνο για να κερδίσει ο ένας τον άλλον στη θάλασσα. Πιάνεις τον μεταξύ τους σεβασμό στην ατμόσφαιρα.
“Ήξερα ότι ο Σπύρος θέλει πολύ ένα ολυμπιακό μετάλλιο. Μου το είπε μετά την πρόκριση στο Καζάν, ειδικά αφού το άγγιξε στο Λονδίνο. Γνώριζα πολύ καλά ότι πρόκειται για έναν από τους βασικούς μου αντιπάλους για το χρυσό, γι’ αυτό τον τσέκαρα σε όλη την κούρσα. Πάντα μιλάμε πριν πέσουμε στο νερό και ευχόμαστε καλή επιτυχία ο ένας στον άλλον”.
Εν τω μεταξύ, ο Jarrod Poort ανοίγει κι άλλο τη διαφορά. “Όσο έβλεπα ότι ο Αυστραλός δεν κόβει και αυξάνει τη διαφορά, έλεγα στον αδερφό του Σπύρου ότι δεν πειράζει, πάμε για τη δεύτερη θέση, το χρυσό θα το πάρει αυτός. Ο Λέανδρος μου έλεγε, περίμενε, δεν είναι έτσι, περίμενε”, λέει η Ισμήνη.
Μια ανάσα μετά τα πέντε χιλιόμετρα, ο Γιαννιώτης επισκέπτεται για δεύτερη φορά τον προπονητή του. “Περνάω, πίνω και νιώθω τον Νίκο σε πανικό. ‘Έχει φύγει ο Αυστραλός, έχει κάνει διαφορά, προσπαθούν να κάνουν γκρουπ για να τον πιάσουν’.
Του λέω, ‘πόσο μπροστά είναι’;
Μου δείχνει κάτι με τα χέρια. Καταλαβαίνω ότι εννοεί 50 δευτερόλεπτα. Υπολογίζω ότι είναι περίπου εκατό μέτρα μακριά και πόσο πρέπει ν’ ανεβάσω για να τον φτάσω στο τέλος. Γινόταν”.
Ναι, αλλά ο Γέμελος είχε δείξει 80 δευτερόλεπτα. Ένα λεπτό και είκοσι. Ο Γιαννιώτης ευχαριστεί ακόμα τα στοιχεία της φύσης που τον εμπόδισαν να ακούσει τον πραγματικό χρόνο. Αυτό που κατάλαβε σωστά ήταν ότι τρεις αθλητές είχαν αρχίσει να πιέζουν για να μαζέψουν την απόσταση από τον Poort. Ο Τυνήσιος, ο Αμερικάνος και ο Ολλανδός. Προς στιγμήν, σκέφτεται να αφήσει την τακτική του και να τους ακολουθήσει. Είναι ένα κλικ απ’ το να αφήσει την παρόρμηση να τον λυγίσει. Φορτσάρει για διακόσια μέτρα ξεκινώντας το δεύτερο μισό της κούρσας, ανεβάζει παλμούς και πηγαίνει τέζα. Και ξαφνικά κόβει. “Σπύρο είπαμε κάτι, δεν θα παρεκκλίνεις από αυτό. Άσε να κάνουν τη δουλειά οι άλλοι”, λέει στον εαυτό του σπάζοντας εύκολα το βουβό κυματάκι και μπαίνει πάλι πίσω από το pack που κυνηγάει τον Αυστραλό. “Πρέπει να συμβιβαστείς με τη δεύτερη ή την τρίτη θέση. Ή να τον φτάσεις. Αλλά αν τον φτάσεις, θα το διεκδικήσεις. Αν το κυνηγήσεις εσύ, δεν θα πάρεις τίποτα”, λέει στον εαυτό του σπάζοντας εύκολα το βουβό κυματάκι.
Βλέποντας τον σύζυγό της να δείχνει κάτι με τα χέρια στον προπονητή του, η Ισμήνη νόμισε ότι κάποιος τον χτύπησε. Φοβήθηκε. Δεν ξέρεις πώς είναι τα πράγματα όταν τα βλέπεις απέξω.
“Δεν θα έλεγα στον Νίκο ότι με χτύπησε κάποιος, γιατί θα αγχωνόταν. Ξέρει ότι άμα τη φας καλά, σε αποσυντονίζει. Έφαγα μια στην Ολλανδία (σ.σ. στο Πανευρωπαϊκό) και για δύο χιλιόμετρα με είχε αποσυντονίσει ο πόνος. Ήταν κατά λάθος χτύπημα, αγκώνας με αγκώνα, αλλά με βρήκε σε πολύ άσχημο σημείο και στο χέρι που με πονάει, το δεξί. Το χτύπημα σε βγάζει εκτός ρυθμού, μπορεί να δημιουργήσει πανικό.
Το ανέβασμά μου μετά το δεύτερο τάισμα ήταν πολύ σύντομο. Κατεβάζω αμέσως ρυθμούς, έχω ζεσταθεί και πηγαίνω με πιο απλωτές. Φτιάχνω το κολύμπι μου για το τέλος. Μπαίνω πάλι πίσω από το pack, βλέπω ότι είναι ακόμα εκεί ο Ολλανδός και ο Αμερικανός και λέω ‘εντάξει, πάμε ήρεμα, συνεχίζουμε’. Στρίβω στη σημαδούρα και ξεκινάμε να πηγαίνουμε προς τα πάνω. Αρχίζω να σκέφτομαι τον τελευταίο γύρο. Ο τελευταίος γύρος είναι ορόσημο για όλους. Βγάζω την πρώτη θέση από το μυαλό μου και λέω, τώρα κάνεις την κούρσα σου. Ο ρυθμός έχει ανέβει πολύ, το νιώθω”.
Δευτερόλεπτα μετά το τελευταίο τάισμα, ο Γέμελος μαζεύει το παλούκι του και τρέχει στο φουσκωτό που θα μετέφερε τους προπονητές στη στεριά για να δουν το τελευταίο κομμάτι του αγώνα. Οι προπονητές σχηματίζουν μια κάθετη ουρά σε μια κάθετη σκάλα και επιβιβάζονται χωρίς την αθόρυβη υπόδειξη του αύξοντα αριθμού αυτή τη φορά. Επιστρέφοντας στο calling room, ο Γέμελος θα δει το πιο συναρπαστικό μέρος της κούρσας μπροστά από μια οθόνη. Το ίδιο και μια ολόκληρη χώρα. Υπάρχει ένας δημοσιογράφος τηλεοπτικού σταθμού, παρών στη σκηνή, που ισχυρίζεται ότι έχει καταγράψει όλες τις αντιδράσεις του Γέμελου την ώρα που βλέπει τον αθλητή του να οργιάζει σε ένα από τα πιο ιστορικά, gamechanging ντεμαράζ στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό το ντοκουμέντο θα κοστίζει μια περιουσία σε λίγα χρόνια. Ψέματα. Κοστίζει ήδη μια περιουσία.
Πίσω από τον Νίκο, παρακολουθεί τον αγώνα ο αδερφός της Κέλλυς Αραούζου (σ.σ. και η Κέλλυ είναι αθλήτρια του Νίκου Γέμελου) που την προηγούμενη μέρα τερμάτισε 11η στα 10 χλμ. των γυναικών. Κάποιος από την ελληνική αποστολή πάει να του πάρει το παλούκι. Ο Νίκος το τραβάει πίσω. Γαβγίζει, αγωνιά, ηρεμεί, λέει ακατάληπτες λέξεις, γρυλίζει, ανατριχιάζει, χρειάζεται αυτό το ξέσπασμα, αλλά πάντα με το παλούκι παρά πόδα.
Την τελευταία φορά που είδε τον Αυστραλό ο Νίκος τον θυμάται σε κακή κατάσταση. “Με το που τον βλέπω να γυρίζει ανάποδα από τη σημαδούρα, λέω, πάει, έσκασε αυτός, έχει βάλει πλώρη για Αίγινα”. Από τον πρώτο γύρο ήταν κόκκινος, σκασμένος. Ο Γιαννιώτης, από την άλλη, είχε ζεσταθεί για τα καλά, είχε αδειάσει το μυαλό του και σκεφτόταν μόνο τον δικό του αγώνα. (Αν το ξαναδείτε στο βίντεο, το κολύμπι του όσο φτάνει προς τον τερματισμό μοιάζει με σκαρφάλωμα. Είναι λες και ανεβαίνει κάπου με τα χέρια, με τους αγκώνες. Νομίζω ότι η αντεπίθεση του Γιαννιώτη στον τελευταίο γύρο της κούρσας θα μου φέρνει για πάντα δάκρυα στα μάτια). “Ορκίζομαι ότι δεν θυμάμαι λέξη από τα λόγια του Νίκου στο τελευταίο τάισμα. Τίποτα. Παίρνω τον τρίτο ηλεκτρολύτη και φεύγω, έτοιμος να κυνηγήσω. Ήξερα ότι θα προσπαθήσει να φύγει ο Αμερικάνος, γιατί η τακτική του είναι να ανοίγει μετά το έβδομο χιλιόμετρο, να κάνει το breakaway και να χάνεται. Μας το έκανε και στο Καζάν, το έκανε και στο αμερικάνικο πρωτάθλημα το 2015. Τον Ολλανδό τον φοβόμουν για τα τελευταία διακόσια μέτρα.
Στρίβω στη σημαδούρα μετά το τάισμα και έχω μια ευθεία επτακοσίων μέτρων πριν την επόμενη στροφή. Πλησιάζοντας προς το τέλος, πρέπει να έχεις πλασαριστεί καλά. Αν κάνουν δυο τρεις το άνοιγμα και μείνεις αρκετά πίσω, δεν θα μπορέσεις να τους φτάσεις. Ταυτόχρονα, δεν γίνεται να ανοίξεις εσύ και να κάνεις τη δουλειά για τους άλλους που θα σε ακολουθήσουν πιο άνετοι.
Αποφασίζω να πάω από τα δεξιά. Έχω το Βραζιλιάνο δίπλα μου που με πιέζει προς τα έξω από το γκρουπ των πέντε που κυνηγά τους δύο μπροστά. Προσπαθώ να του πω ότι φεύγουμε λίγο από το γκρουπ, είχα ανοίξει τέσσερα μέτρα, αλλά δεν με καταλαβαίνει. Λέω ΟΚ, πίνω ένα ενεργειακό τζελάκι που είχα πάνω μου και μπαίνω από πίσω του για να με πάει μέχρι τη στροφή και να ανοίξω μετά. Αναπροσαρμόζεις την κούρσα σου, δεν γίνεται αλλιώς.
Παίρνω εσωτερικά τη στροφή. Αυτή και η προηγούμενη είναι οι μόνες που πήρα έτσι. Όταν μπεις στη στροφή από την εσωτερική, σε πατάνε όλοι, είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα, αλλά αν βγεις καλά, μπορεί να κερδίσεις μέχρι και πέντε θέσεις. Μπαίνω πολύ δυνατά στη στροφή και προσπαθώ να μη με πιάσει κανείς από την πλάτη. Πρέπει να πήρα δυο τρεις θέσεις, σπριντάρω και βλέπω δύο μπροστά μου στα οκτώ-δέκα μέτρα. Έχω μπροστά μου μια τεράστια ευθεία. Και τότε, μπαίνω αμέσως στη λογική των έντεκα, δώδεκα, δεκαπέντε λεπτών πόνου”.
Εκτός από τη ενστικτώδη βεβαιότητα ότι θα δώσει ό,τι έχει και δεν έχει τα επόμενα έντεκα, δώδεκα, δεκαπέντε λεπτά, ο Σπύρος Γιαννιώτης, μπαίνοντας στο τελευταίο χιλιόμετρο, δεν ήταν σε θέση να ξέρει τίποτα από τα παρακάτω: Δεν ήταν σε θέση να ξέρει ότι όλη η Ελλάδα ήταν στο πόδι και ούρλιαζε χεριά με τη χεριά του. Δεν μπορούσε να φανταστεί τις κραυγές του προπονητή του στο calling room, ούτε την αγωνία της Ισμήνης και του Λέανδρου στην Κέρκυρα. Δεν γινόταν να ξέρει τι σκέφτεται ο Ferry Weertman, ούτε το δραματικό φινάλε και το χρυσό μετάλλιο που θα κρινόταν για εκατοστά του δευτερόλεπτου. Δεν θα μάντευε ποτέ για την ένσταση που θα κατέθετε άδικα η ελληνική αποστολή, ούτε τα νεύρα που θα ‘νιωθε ακούγοντας γι’ αυτήν, αναγνωρίζοντας από το φίνις ότι έχει χάσει καθαρά. Δεν ήταν σε θέση να ξέρει για την ανατριχίλα της απονομής, για την τεράστια, κινηματογραφική δικαίωση με την κατάκτηση ενός ολυμπιακού μεταλλίου, ούτε για την αποθεωτική υποδοχή του πίσω στο Ολυμπιακό Χωριό, μια υποδοχή την οποία θυμάται ο Νίκος Γέμελος και το πρόσωπό του συσπάται και τρέμει και τα δάκρυα δεν τον αφήνουν να μου πει λέξη για πέντε λεπτά.
Έντεκα, δώδεκα, δεκαπέντε λεπτά πόνου πριν το φίνις, ο Σπύρος Γιαννιώτης δεν ήταν σε θέση να ξέρει ότι έντεκα, δώδεκα, δεκαπέντε λεπτά μετά, θα γινόταν ένας από τους ήρωες των Ολυμπιακών του Ρίο. Αν όχι ο ήρωας.
“Τον Αυστραλό δεν τον σκέφτηκα καθόλου, δε μ’ ένοιαζε. Δεν τον είδα με τα μάτια μου, αλλά είχα μεγαλώσει τρομερά τον ρυθμό, είχα κοιτάξει και πολλές φορές μπροστά χωρίς να τον δω και κατάλαβα ότι μάλλον τον αφήσαμε πίσω. Βλέπω δύο μπροστά μου στα οκτώ δέκα μέτρα. Και αυτό είναι το breakaway. Το καταλαβαίνω και πιέζω για να βγω μπροστά απ’ τους 4-5 του γκρουπ μου. Βγαίνω και πιστεύοντας ότι μπροστά μου έχω δύο, λέω ωραία, δύο αυτοί κι ένας εγώ, τρεις· μετάλλιο είναι αυτό.
Πιέζω, πιέζω, πιέζω και με το που τους φτάνω, βλέπω ότι δεν είναι δύο, αλλά τέσσερις. Δεν είχα δει τους υπόλοιπους. Ρίχνω το ρυθμό και μπαίνω από πίσω τους. Είναι ο Αμερικάνος, ο Γάλλος, ο Άγγλος, ο Τυνήσιος και ο Ολλανδός. Αν ήταν δύο, θα ρίσκαρα να φύγω μπροστά τους κι ό,τι κι αν γινόταν, θα ήμουν στο μετάλλιο. Αν όμως ρίσκαρα με πέντε, μπορεί να το ‘χανα. Λέω, ‘φίλε όχι πάλι τέταρτος’. Σκέφτομαι ότι δεν θα το αντέξω.
Έχω δώσει πολύ για να φτάσω το γκρουπ και ξέρω ότι είμαι στα τελευταία μου ενεργειακά. Πρέπει να ήταν άλλα 300-350 μέτρα. Βλέπω αμυδρά, θολά το άσπρο του φίνις. Ξέρεις όταν το δεις ότι έχεις άλλα 300 καλά μέτρα. Προσπαθώ όσο το δυνατόν να είμαι στην καλύτερη θέση, δηλαδή στις άκρες. Η μέση δεν είναι ποτέ καλή, σε πιέζουν και από αριστερά και από δεξιά και δεν μπορείς να βγεις μπροστά. Κολυμπάω στο πλάι και γίνεται ένα άνοιγμα και όπως μπαίνω στο άνοιγμα, σκέφτομαι την Ισμήνη και το μωρό που κουβαλάει και λέω, ‘όταν μεγαλώσει τι θα του πεις; Ότι δεν πήρες ολυμπιακό μετάλλιο; Θα σου πει, ρε πατέρα κέρδισες παγκόσμιο, δεν μπόρεσες αυτό;’ Και μου τη βιδώνει. Μου τη βιδώνει!”.
Την ίδια ώρα, μπροστά από την οθόνη του calling room, ο Νίκος Γέμελος συνεχίζει να ξεφορτώνεται την ένταση με σιωπές πριν από ξαφνικές κραυγές πριν από σιωπές.
Γέμελος: “Το μόνο μου άγχος έτσι όπως τον βλέπω να ανεβαίνει είναι το ‘όχι πάλι τέταρτος’. Δείχνει πάρα πολύ δυνατός, βλέπω αυτό που έβλεπα στην προπόνηση. Προσέχει μην τον ακουμπήσει κανείς, ξεμπερδεύει εύκολα εκεί που πάει να στριμωχτεί και όταν είναι έξι, επτά κολυμβητές μαζί, το νερό κάνει ένα μικρό swell και τους απομακρύνει τον έναν από τον άλλον. Τότε ο Σπύρος, που έχει φοβερή αίσθηση με το θαλασσινό νερό ειδικά όταν δεν είναι κάλμα, κάνει ένα πολύ δυνατό άνοιγμα και φεύγει. Μπαίνει πάρα πολύ σωστά μπροστά, παίρνει αναπνοή από τη δεξιά του πλευρά και αφήνει πολύ χώρο ώστε να δει αν κάποιος μπει από δεξιά του. Οι άλλοι δεν δείχνουν να τον ακολουθούν εκτός από τον Ολλανδό που είναι στα πόδια του, βλέπει που αναπνέει και πάει από την αριστερή πλευρά”.
Γιαννιώτης: “Τα χέρια μου γίνονται κουπιά. Τρομερή χεριά από κάτω, σπρώξιμο, ανάσα, δεν προλαβαίνω, νιώθω το μέσα μου να σπάει. Βάζω πόδια (που δεν βάζω ποτέ γιατί πονάνε) τρομερός πόνος, και σπρώχνω, σπρώχνω, τους κάνω μισό σώμα, λέω, Σπύρο κάν’ τους άλλο μισό, μπαίνω μπροστά και εκεί πάω μόνο ψυχωμένα. Λέω, μη σε φτάσουνε, μη σε φτάσουνε”.
Γέμελος: “Ο Σπύρος δίνει συνέχεια, δίνει, δίνει, δίνει, είμαι σίγουρος για το μετάλλιο 100%, ανεβαίνει, τον βλέπω πρώτο”.
Γιαννιώτης: “Στα τελευταία είκοσι μέτρα, εκτός από το σωματικό έχει φύγει και το ψυχικό σθένος. Όσο και να θες, θα πέσεις, θα σε πάει το σθένος, αλλά αν έχεις ματώσει, αυτά τα τελευταία είκοσι μέτρα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Έπρεπε να κοιτάω και μπροστά μου που είναι επίσης φοβερά δύσκολο γιατί όταν σηκώνεσαι, χάνεις. Και ήδη χάνω”.
Weertman: “Μόλις ο Σπύρος κάνει την κίνησή του, ξέρω ότι πρέπει να φύγω κι εγώ. Φεύγω και τα δίνω όλα”.
Γέμελος: “Βλέπω τον Ολλανδό να ανεβαίνει πολύ και να πλησιάζει τον Σπύρο”.
Γιαννιώτης: “Έχει κοντύνει το στιλ μου, η ποδιά μου έχει κουραστεί τρομερά. Προσπαθώ να κοιτάω με την άκρη του ματιού τον τερματισμό. Αναπνέω από τη δεξιά μεριά. Πέντε χεριές μέσα, κοιτάζω. Πέντε χεριές μέσα, κοιτάζω. Λέω είκοσι μέτρα ακόμα, δεκαπέντε, δέκα. Και βλέπω έναν να μου έρχεται”.
Γέμελος: “Ο Σπύρος δεν ακουμπάει πρώτος στο touch του τερματισμού. Γονατίζω και λέω όχι. Δεν μπορώ να κρύψω ότι το είπα. Γονάτισα και είπα όχι”.
Γιαννιώτης: “Τερματίζω, έχω συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει, ότι με πήρε στο τσακ. Δεν τερμάτισα νιώθοντας πρώτος. Βλέπω τον Ολλανδό, του λέω πώς το είδες, μου λέει, ‘μάλλον κέρδισα, μάλλον εγώ είμαι’. Δε μ’ ένοιαξε καθόλου. Εννοείται ότι η πρώτη θέση θα ήταν κάτι φοβερό, αλλά εγώ κυνηγούσα το μετάλλιο μια ζωή”.
Γέμελος: “Ο κανονισμός είναι κανονισμός. Έπρεπε να ακουμπήσει με το χέρι. Δεν πήγε με ανάποδο χέρι, δεν φταίει αυτό. Ο Ολλανδός πήγε πάρα πολύ δυνατά στο τέλος. Η κάμερα του τερματισμού είναι λίγο κάθετη και αποπροσανατολίζει. Δίνει την ψευδαίσθηση ότι τερματίζουν μαζί, αλλά το σώμα του Ολλανδού είναι καθαρά μπροστά”.
Γιαννιώτης: “Μπαίνοντας στα τελευταία εκατό μέτρα, λέω, Σπύρο αυτά είναι τα τελευταία εκατό μέτρα της ζωής σου, δε θα έχεις ξανά τέτοια ευκαιρία, πάλεψέ το. Η μάνα μου λέει ‘be a winner’. Δεν σημαίνει απαραίτητα ‘βγες πρώτος’, σημαίνει ‘winner μέσα σου’. Και αυτό έκανα”.
Weertman: “Μετά την κούρσα, ήμουν τελείως στραγγισμένος. Απίστευτη κούραση. Δεν ήμουν σίγουρος, αλλά ένιωθα ότι τερμάτισα πρώτος. Ο Σπύρος ήταν τόσο χαρούμενος που νόμισα ότι κέρδισε αυτός τελικά. Βγήκαμε με διαφορετικές βάρκες έξω και έτσι τον είδα λίγο πριν την απονομή. Ήταν πολύ χαρούμενος για μένα”.
Γιαννιώτης: “Μόλις τερμάτισα έριξα τη μεγαλύτερη κραυγή της ζωής μου. Δεν έχω φωνάξει ποτέ τόσο έντονα, τόσο δυνατά και συναισθηματικά”.
Το Ολυμπιακό Χωριό του Ρίο ντε Τζανέιρο έχει ξυπνήσει για τα καλά. Αθλητές και μέλη της ελληνικής αποστολής σκουπίζουν τα δάκρυα από τα μάτια και παραμιλούν για την ψυχή του Γιαννιώτη. Μια ώρα από εκεί, στην Κοπακαμπάνα, ο κόσμος που έχει μπει μέχρι τα γόνατα στο νερό για το επικό τέλος της κούρσας, υποχωρεί σιγά σιγά στην παραλία. Αν δεν είχες την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει στο νερό, η εικόνα του μαζεμένου κόσμου να κοιτάζει από το ξέβρασμα του κύματος στο βάθος της θάλασσας θα σου θύμιζε σκηνή από θρίλερ με καρχαρίες.
Ο Γιαννιώτης βγαίνει από το νερό και ένα αυτοκινητάκι τον μεταφέρει στο calling room. Εκεί, αφού βλέπει το φίνις της κούρσας στην περιβόητη οθόνη, ντύνεται για την απονομή. Από την ανυπομονησία, ιδρώνει αμέσως. Νιώθει υπέροχα. Ανεβαίνει στο βάθρο και αυτή είναι η καλύτερη στιγμή της ζωής του. Λίγο πριν, πολύ λίγο πριν, είδε τον προπονητή του και ο ένας έκλαψε στην αγκαλιά του άλλου. Δεν είπαν πολλά. Δεν είπαν σχεδόν τίποτα. Αυτή ήταν η στιγμή που ήθελαν περισσότερο από οποιαδήποτε μετά από 17 χρόνια κοινής πορείας. Και αυτή η στιγμή δεν χρειαζόταν λόγια.
Μετά τη Στιγμή, ο Νίκος βγαίνει από το πλάνο και αφήνει όλο τον αέρα στην προσωπική δικαίωση του αθλητή του. Ο Σπύρος ανεβαίνει στο βάθρο. Είναι σε άλλη διάσταση. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκεί κοντά. Είναι μόνο αυτός και αυτό που κατάφερε. Ανατριχιάζει μιλώντας για τη στιγμή που το μετάλλιο περάστηκε στο λαιμό του. Τρέμουν τα χείλη του, μα πιο πολύ τρέμουν τα μάτια του. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Τρέμουν τα μάτια του! “Είναι κάρμα”, λέει. “Έπρεπε να περάσω όλη αυτή τη δυσκολία, να φανώ δυνατός και να γίνει αυτό. Όλα τα χρόνια της επιμονής και της υπομονής…”
Δεν θυμάται ποιος του έβαλε το μετάλλιο. Θυμάται να κατεβαίνει από το βάθρο και να βγάζει selfies με μερικούς Έλληνες, να λέει δυο λόγια σε έναν καναδικό κανάλι στη μικτή ζώνη, και αμέσως μετά στην ΕΡΤ. Εκεί ακούει για πρώτη φορά ότι έχει γίνει ένσταση και προσπαθεί να μην προδώσει την έκπληξη και τον εκνευρισμό του για αυτήν την εξέλιξη.
Η μέση του τον πονάει ήδη τρομερά, αλλά ούτε αυτό θα αφήσει να φανεί. Επιστρέφει στο calling room, βλέπει άπειρες κλήσεις και μηνύματα στο κινητό, τα προσπερνά και καλεί την Ισμήνη στο Skype. Βάζει το μετάλλιο μπροστά από την κάμερα, μόνο αυτό, αυτός δεν φαίνεται, αυτός δεν της λέει τίποτα. Η Ισμήνη συγκινείται. Κλαίνε. Ο Σπύρος κλείνει το κινητό γιατί χτυπάει μανιωδώς και περνάει από ντόπινγκ κοντρόλ. Κάπου εκεί, τρακάρει τον Weertman. Του εξηγεί ότι δεν είχε καμία ανάμειξη στην ένσταση. Του λέει, “αν ήθελα κάποιος να με κερδίσει, αυτός ήσουν εσύ”.
Μετά την απονομή. Μετά τις selfies. Μετά τις κουβέντες με τον Weertman. Μετά τις συνεντεύξεις. Μετά το Skype call με την Ισμήνη. Ένα ταξί περιμένει για να μεταφέρει τον Σπύρο Γιαννιώτη, τον Νίκο Γέμελο, τον αρχηγό της ελληνικής ολυμπιακής ομάδας, Ισίδωρο Κούβελο και τον γενικό γραμματέα της ΕΟΕ, Μανώλη Κατσιαδάκη, πίσω στο Ολυμπιακό Χωριό. Ο Σπύρος δεν χάνεται αυτή τη φορά στα ‘φφφφφφαπ’, ‘φφφφφφαπ’, ‘φφφφφφαπ’ του αέρα. Το κορμί του πονάει πολύ, αλλά το μυαλό του δεν ήταν ποτέ καλύτερα. Προσπαθεί να υπολογίσει αυτό που κατάφερε. Από μόνη της η συνθήκη ‘36χρονος πρωταθλητής της κολύμβησης καταφέρνει να κερδίσει το πολυπόθητο ολυμπιακό μετάλλιο στην τελευταία κούρσα της ζωής του’ είναι το gist χολιγουντιανού σεναρίου για το οποίο ερίζουν τα πιο τρανά στούντιο κι οι πιο φτασμένοι σκηνοθέτες.
Γνωρίζει την αποθέωση μπαίνοντας στο Χωριό, το ευχαριστιέται με την καρδιά του, αλλά γρήγορα αποσύρεται στο δωμάτιο. Περνάει από την ίδια διαδρομή που δώδεκα ώρες πριν σταύρωσε με τις αθλήτριες που επέστρεφαν από το ξενύχτι. Έχει τελειώσει, έχει κερδίσει. Θα μπορούσε να βγάλει τα παπούτσια του και να πάει χορεύοντας στο δωμάτιο. Θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει.
Μπαίνει στο δωμάτιο και κλείνει την πόρτα πίσω. Μένει μόνος. Έχει γυρίσει βαρύτερος στο δωμάτιο σε σχέση με τη στιγμή που έφυγε. Έφερε το μετάλλιο στο σπίτι. Μιλάει στο τηλέφωνο με τους γονείς του και την Ισμήνη. Ανοίγει τα social media και παθαίνει σοκ. Αυτό που συμβαίνει δεν έχει προηγούμενο. Τα μηνύματα, τα mention, οι ειδήσεις. Όλη η Ελλάδα ασχολείται μαζί του. Αυτή τη φορά δεν θα κλάψει. Αυτή τη φορά είναι ο νικητής. Τα κόκαλά του πονάνε ακριβώς σαν τις φορές που ψήνεσαι στον πυρετό. Οι παλμοί του χτυπούν λες και κολυμπάει ακόμα. Δεν θα κοιμηθεί αυτό το μεσημέρι. Πριν μπει για ένα γρήγορο ντους, κλειδώνει το μετάλλιο σ’ ένα από αυτά τα σαν χρηματοκιβώτια που κρύβονται σε κάθε τυπικό δωμάτιο ξενοδοχείου. Με το που βγαίνει από το μπάνιο, τσεκάρει αν το μετάλλιο είναι ακόμα εκεί. Είναι ακόμα εκεί.
Το απόγευμα θα κάνει λίγη παρέα με τον προπονητή του και τη σύζυγο του δεύτερου που έχει έρθει να τον συγχαρεί στο Χωριό και θα αποσυρθεί νωρίς για να ξεκουραστεί. Προσπαθώντας να αποκοιμηθεί, θα ακούσει τον ήχο του μηνύματος για χιλιοστή φορά μέσα σε λίγες ώρες και θα στρέψει το βλέμμα στο κινητό. Αφού τσίμπησαν κάτι στα McDonald’s του Χωριού, ο Νίκος συνόδευσε τη σύζυγό του μέχρι την έξοδο και όταν έμεινε μόνος, έστειλε το παρακάτω μήνυμα στο ‘πέμπτο του παιδί’:
“Κάτι μπορεί να έρθει εύκολα. Κάτι μπορεί να έρθει δύσκολα. Κάτι μπορεί να μην έρθει ποτέ. Αυτό όμως που υπάρχει πάντα πίσω από όλα είναι η προσπάθεια και η σκληρή δουλειά. Ευλογία για μένα που ο αθλητής μου σταματάει στο ψηλότερο σημείο. Τον ευχαριστώ που είχα την τύχη να τον προπονώ δεκαεπτά χρόνια. Τον ευχαριστώ γι’ αυτό που είναι. Τον ευχαριστώ που τελικά πραγματοποιήσαμε το όνειρό του. Μπράβο Σπύρο! Μπράβο!”.
Ο Σπύρος δεν θα κοιμηθεί ούτε το βράδυ μετά τον αγώνα. “Ούτε τα πρώτα βράδια μετά την επιστροφή του κοιμόταν”, θυμάται η Ισμήνη.