Τι είναι το blackface και γιατί κατηγορείται ο Πρωθυπουργός του Καναδά
Ο Justin Trudeau βρίσκεται σε δύσκολη θέση λόγω της διαρροής φωτογραφιών του στις οποίες είχε ντυθεί μαύρος.
- 22 ΣΕΠ 2019
Θα έλεγε κανείς ότι η πιο ξένη για την ελληνική πραγματικότητα είδηση που παίζει αυτές τις μέρες είναι η εξής: ο απερχόμενος πρωθυπουργός του Καναδά, Justin Trudeau, περνάει μάλλον τις πιο δύσκολες στιγμές της θητείας του, λίγο πριν τις εκλογές μάλιστα, λόγω φωτογραφιών του που διέρρευσαν και τον δείχνουν ντυμένο με στολή Αλαντίν και με το πρόσωπο βαμμένο με μαύρο μέικαπ, μια διαδικασία που θεωρείται στον Καναδά και σε άλλες χώρες του δυτικού κόσμου έντονα ρατσιστική.
Πρόκειται για την αμφιλεγόμενη πρακτική του blackface, μια θεατρική πρακτική κατά την οποία ένας λευκός βάφεται και παριστάνει έναν μαύρο ως μια καρικατούρα με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η πρακτική αυτή άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής στις ΗΠΑ του 19ου αιώνα ως λαϊκό θεματικό μοτίβο που άρχισε να αναπαράγει ή να δημιουργεί συγκεκριμένα στερεότυπα εις βάρος των Αφροαμερικανών. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι βάση κάθε στερεοτύπου είναι η απλοποίηση.
Στα θεάματα αυτά στα οποία πρωταγωνιστούσαν λευκοί ηθοποιοί παρουσιάζονταν οι Αφροαμερικανοί σκλάβοι από τις Νότιες Πολιτείες με όλα εκείνα τα στερεότυπα που παραδόξως ακόμα και σήμερα θα βρεις από ακροδεξιές και alt-right ομάδες στην Αμερική. Παρουσιάζονταν ως τεμπέληδες, δειλοί, ανόητοι με μια κτηνώδη υπερσεξουαλικότητα και με μια φυλετική ροπή προς την κλεψιά. Για κάποια κοινά που δεν είχαν επαφή παρά μόνο με λευκούς πληθυσμούς αυτά τα θεάματα αποτελούσαν ουσιαστικά τον μόνο τρόπο πρόσληψης και σχηματοποίησης του προτύπου του Αφροαμερικανού. Εξάλλου, οι έννοιες αποτελούνται όχι από ορισμένα καθοριστικά γνωρίσματα, αλλά οργανώνονται γύρω από συγκεκριμένα πρότυπα ή υποδείγματα.
Η πρακτική του blackface άρχισε να στιγματίζεται ιδεολογικά από πολύ νωρίς και κυρίως από τους μορφωμένους Αφροαμερικανούς των μεσαίων στρωμάτων οι οποίοι έβλεπαν τους λευκούς να αναπαράγουν όλα αυτά τα στερεότυπα για τη φυλή τους. Η πρακτική συνέχιζε μέσα στην πορεία των δεκαετιών σε λαϊκές κωμωδίες, σε γιορτές, κτλ. Ταυτόχρονα άρχισε να ταυτοποιείται από ακτιβιστές και διανοούμενους ως ρατσιστική χωρίς βέβαια αυτή η πρόσληψή τους να έχει σημαντικό ρόλο στον δημόσιο λόγο.
Τελικά, χρειάστηκε να φτάσουμε στο γύρισμα του αιώνα, στις κατακτήσεις των προηγούμενων δεκαετιών από τα κινήματα για ατομικά δικαιώματα και την πολιτική ορθότητα, ώστε να αρχίζει πλέον και σε μαζικό επίπεδο να ιδεολογικοποιείται και να θεωρείται ξεκάθαρα πλέον μια πρακτική που προωθεί και αναπαράγει ρατσιστικά στερεότυπα πόσο μάλλον σε μια χώρα γνωστή για τις σχετικά προοδευτικές της πολιτικές σε ζητήματα φύλου, φυλής και σεξουαλικού προσανατολισμού.
Αυτή η είδηση μοιάζει πολύ παράξενη σε μια κοινωνία, όπως η ελληνική, που γνώρισε πολύ αργά τις ταυτοτικές πολιτικές και που φυσικά, λόγω συνθηκών, δεν έχει μια ιστορία διακρίσεων εις βάρος των μαύρων τουλάχιστον στον βαθμό που αυτή εντοπίστηκε στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στη Δυτική Ευρώπη. Για τον Καναδά όμως η κατάσταση είναι λίγο διαφορετική.
Ο Aφροαμερικανός συγγραφέας του ‘Invisible Man’, Ralph Ellison γράφει στο δοκίμιό του για το blackface τονίζοντας πως αυτό αποτελούσε κάτι σαν τελετουργία εξορκισμού κατά την οποία όλα τα αρνητικά της αμερικανικής κοινωνίας μετατρέπονταν σε ένα μεγάλο αστείο. Το αστείο είναι για τον ίδιο ο πυρήνας όλης της αμερικανικής ταυτότητας. Και αυτό ίσως είναι ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβει κανείς ότι καμιά φορά ένα αστείο μπορεί να είναι σημαντικό. Τόσο ώστε να απειλείται η καριέρα ενός πανίσχυρου Πρωθυπουργού.
(Φωτογραφίες: AP Photo)