Τι έμαθα διαβάζοντας ‘ροζ’ λογοτεχνία για δέκα μέρες
- 4 ΜΑΙ 2017
Η ασημένια σειρά των εκδόσεων Ωκεανίδα αποτελείται από βιβλία τα οποία τόσο στο εξώφυλλο όσο και το οπισθόφυλλο τους είναι χρώματος ασημί. Το μοναδικό σημείο που το ένα βιβλίο της σειράς διαφέρει από το άλλο, αφού έχει διαφορετικό χρώμα, είναι ένα παραλληλόγραμμο που εκτείνεται στα περίπου 2/3 του πάνω μισού του εξωφύλλου και μέσα σε αυτό αναγράφονται ο τίτλος του βιβλίου, ο συγγραφέας και ο μεταφραστής. Τα τελευταία χρόνια, ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος θέλοντας (φαντάζομαι) από την μία πλευρά να παραμείνει ανταγωνιστικός και από την άλλη να διατηρήσει την ασημένια σειρά, η οποία αποτελεί το σήμα κατατεθέν του, έβαλε στα συγκεκριμένα βιβλία ένα επιπρόσθετο χρωματιστό ντύσιμο. Ένα τέτοιο ‘ντύσιμο’ έψαχνα στη βιβλιοθήκη μου λίγο πριν πάω στο αεροδρόμιο, για να καλύψω το εξώφυλλο ενός βιβλίου της Χρυσηίδας Δημουλίδου που είχα αποφασίσει να διαβάσω κατά τη διάρκεια ενός πολύωρου αεροπορικού ταξιδιού, αφού δεν ήμουν έτοιμος να αντέξω τη σιωπηρή κριτική που ενδεχομένως μου έκαναν όσοι θα έβλεπαν τι διαβάζω.
Δεν ξέρω προσωπικά τη Χρυσηίδα Δημουλίδου, ούτε είχα διαβάσει ξανά βιβλίο της. Παρόλα αυτά, ήμουν προκατειλημμένος για το έργο της, αφού μαζί με κάποιες άλλες συγγραφείς, όπως η Λένα Μαντά και η Μάρω Βαμβουνάκη έχουν ενταχθεί στη συνείδησή μου σε μια κατηγορία συγγραφέων που γράφουν ‘ροζ’, ‘γυναικεία’ ή παρηγορητική λογοτεχνία, όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Χρήστος Χωμενίδης σε παλιότερή μας συνέντευξη. Απευθύνονται, δηλαδή, σε γυναίκες που αρέσκονται να διαβάζουν ιστορίες για σύγχρονους πρίγκιπες που ερωτεύονται μικροαστά κορίτσια και τα μετατρέπουν σε βασίλισσες.
Λίγο πριν το προαναφερθέν ταξίδι, αποφάσισα πως είχε έρθει η ώρα να διαβάσω ‘ροζ’ λογοτεχνία και να διαμορφώσω προσωπική άποψη επί του θέματος, αφού ανεξάρτητα από την ποιότητά τους, βιβλία του συγκεκριμένου είδους λογοτεχνίας καταλαμβάνουν κάθε εβδομάδα αρκετές από τις δέκα πρώτες θέσεις των σχετικών λιστών με τα πιο ευπώλητα βιβλία των μεγαλύτερων βιβλιοπωλείων της χώρας. Έτσι, ένα απόγευμα πήγα στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Καισαιριανής και με την απαραίτητη συστολή δανείστηκα το ‘Με Λένε Ντάτα’ της Λένας Μαντά, το ‘Το Σταυροδρόμι των Ψυχών’ της Χρυσηίδας Δημουλίδου και το ‘Οι Παλιές Αγάπες Πάνε στον Παράδεισο’, της Μάρως Βαμβουνάκη.
Ίσως υπάρχουν διαφωνίες για το κατά πόσο οι προαναφερθείσες συγγραφείς ανήκουν στο ίδιο είδος λογοτεχνίας. Παρόλα αυτά, η επιλογή τους έγινε με βάση το γεγονός ότι αποτελούν τρεις από τις πιο εμπορικές συγγραφείς της χώρας που διαβάζονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από γυναίκες, ενώ η επιλογή των συγκεκριμένων τίτλων έγινε εντελώς τυχαία.
Με Λένε Ντάτα-Λένα Μαντά
Η συγγραφέας: Η Λένα Μαντά έχει γράψει πάνω από 15 βιβλία, μερικά από τα οποία έχουν μεταφραστεί στα τούρκικα, στα ισπανικά, στα ιταλικά, στα αλβανικά, στα βουλγαρικά και στα κινέζικα. Το βιβλίο της΄Βαλς με Δώδεκα Θεούς’ έγινε τηλεοπτική σειρά σε Ελλάδα και Κύπρο, ενώ συνολικά έχει πουλήσει πάνω από 1.500.000 αντίτυπα.
Οι αριθμοί του βιβλίου: Στην πρώτη έκδοση κυκλοφόρησαν στην αγορά 60.000 αντίτυπα, όταν για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα η πρώτη έκδοση αφορά 1.500 βιβλία.
Η υπόθεση: Ένα κορίτσι που δεν αγαπήθηκε από τους γονείς του και ο πατέρας της ευθύνεται για τον θάνατο του εφηβικού της έρωτα, μετατρέπεται στην πιο διάσημη ιερόδουλη και ιδιοκτήτρια πορνείων στην Ελλάδα από την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής μέχρι τον Εμφύλιο. Όποιος την γνωρίζει, την ποθεί και την ερωτεύεται, αλλά η ίδια δεν αφήνει τον εαυτό της να νιώσει συναισθήματα για κανένα, παρόλο που σε όλο το βιβλίο διακατέχεται από ένα σύνολο ηθικών αξιών που έχεις ως αποτέλεσμα να κερδίζει τον σεβασμό των γύρω της.
Τα αρνητικά
> Η υπόθεση. Μπορεί κανείς να μην θέλει να διαβάσει ένα βιβλίο που ο ήρωας κοιμάται κάθε μέρα στις 21:00, αφού πρώτα πιει ένα ποτήρι γάλα, ωστόσο στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν υπάρχει ίχνος ρεαλισμού.
> Οι πρωταγωνιστές έχουν ονόματα βγαλμένα από σειρές όπως η ‘Λάμψη’: Αλεξάνδρα Σαλβάνου (Ντάτα), Ρουμπίνη, Ροβέρτος, Χαριτίνη, Λορέντζος, Αριστοτέλης.
> Οι διάλογοι στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου γίνονται στην καθαρεύουσα, γιατί η οικογένεια της πρωταγωνίστριας είναι αριστοκρατική. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μητέρα και γιος να μιλάνε κάπως έτσι:
Μητέρα: ”Ροβέρτο! Τι είναι αυτά που λέγεις;”
Ροβέρτος: ”Ρωτάτε; Φαντάζεστε την θέσιν εις την οποίαν ευρεθήκαμε αιφνιδίως; Ο απόγονος του Ροβέρτου Σαλβάνου καθυστερημένος; Αν τουλάχιστον αποβιώσει προτού γίνει αντιληπτό, θα σωθεί το όνομα και το γόητρο της οικογένειας!”
> Η φράση ‘Με λένε Ντάτα…’ (με τα αποσιωπητικά) χρησιμοποιείται χωρίς κάποιο εμφανή λόγο δεκάδες φορές μέσα στο βιβλίο.
> Από το βιβλίο απουσιάζει σχεδόν εντελώς η περιγραφή, αφού δίνεται ιδιαίτερη βάση στην αφήγηση και το διάλογο.
> Η ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων και οι καταστάσεις αλλάζουν άρδην από τη μία σελίδα στην άλλη χωρίς να έχει προηγηθεί το απαιτούμενο κτίσιμο. Το ίδιο συμβαίνει και με αρκετά από τα γεγονότα, τα οποία συμβαίνουν χωρίς να δικαιολογούνται. Σε αυτό εξυπηρετεί ένα σύντομο ημερολόγιο που χρησιμοποιεί η πρωταγωνίστρια ανάμεσα στα κεφάλαια.
> Η Ντάτα πέρα από το πόσο ακραία προσωπικότητα έχει, όπως αναφέρεται στην υπόθεση του βιβλίου, μετατρέπεται προς το τέλος του βιβλίου, χωρίς καμία δικαιολόγηση, σ’ έναν άνθρωπο με μεγάλη πολιτική οξυδέρκεια, αφού φτάνει σε σημείο να προβλέπει τον Εμφύλιο, ενώ σαν άλλη υπολοχαγός Νατάσα παίζει κομβικό ρόλο κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης.
Τα θετικά
> Το βιβλίο έχει πολύ δυνατή ροή. Αν κάνεις τα στραβά μάτια στα προαναφερθέντα αρνητικά στοιχεία του, διαβάζεται εύκολα. Μου πήρε τρεις μέρες.
> Υπάρχουν αρκετά σημεία που δημιουργούν αγωνία για την εξέλιξη της ιστορίας.
Γιατί να το διαβάσεις: Μπορεί να μην σου μάθει καλύτερα ελληνικά, να μη διευρύνει τους ορίζοντες της σκέψης σου, ούτε να θυμάσαι το περιεχόμενό του ένα μήνα μετά, αλλά ενώ το διαβάζεις θα περάσεις όσο καλά θα περνούσες παρακολουθώντας στο σινεμά ένα χολιγουντιανό μπλοκμπάστερ, πίνοντας ταυτόχρονα μια μεγάλη κόκα-κόλα και τρώγοντας μια γαβάθα ποπ κορν.
Το συμπέρασμα: Το διάβασα πολύ πιο ευχάριστα και πιο γρήγορα από όσο περίμενα, αλλά δεν βρήκα κάποιο κίνητρο να διαβάσω κι άλλο βιβλίο από την ίδια συγγραφέα.
Το Σταυροδρόμι των Ψυχών-Χρυσηίδα Δημουλίδου
Η συγγραφέας: Η Χρυσηίδα Δημουλίδου έχει γράψει πάνω από 25 βιβλία, κάποια από τα οποία έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα βραζιλιάνικα, στα τσέχικα και στα τουρκικά. Έχει πουλήσει πάνω από 1.500.00 αντίτυπα και σύμφωνα με τη wikipedia η μεταπήδησή της από τις εκδόσεις Λιβάνη στις εκδόσεις Ψυχογιός αποτέλεσε την πιο ακριβοπληρωμένη μεταγραφή στο χώρο του ελληνικού βιβλίου.
Οι αριθμοί του βιβλίου: Εκδόθηκε σε 40.000 αντίτυπα τον Μάρτιο του 2009 και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ανατυπώθηκε για έκτη φορά. Το αντίτυπο του 2014 που έχω στα χέρια μου αναφέρει πως ανήκει στην 79η χιλιάδα.
Η υπόθεση: Η γυναίκα διάσημου χειρουργού πλαστικών επεμβάσεων στο Χόλιγουντ, πηγαίνει για διακοπές στην Αμοργό, από την οποία κατάγεται, και γνωρίζει τον έρωτα της ζωής της. Έναν έρωτα που έχει ζήσει άλλες δύο φορές μέσω της μετεμψύχωσης και προβληματίζεται για το αν πρέπει να παρατήσει την πλούσια ζωή της για χάρη του.
*Στην εισαγωγή του βιβλίου γίνεται αναφορά, στο ότι η συγγραφέας πέρα από εκδοτικό οίκο άλλαξε και το όνομά της από Χρύσα σε Χρυσηίδα. Χρυσηίδα ήταν το κανονικό της, αλλά δεν το είχε δεχτεί η Εκκλησία.
**Πέρα από το βιογραφικό και την προσωπική ιστοσελίδα της συγγραφέως στο βιβλίο αναγράφεται και ένας αριθμός κινητού τηλεφώνου, μέσω του οποίου μπορούν να επικοινωνούν οι αναγνώστες με τη συγγραφέα.
Τα αρνητικά
> Η υπόθεση. Χωρίς κάποιο ουσιαστικό λόγο μπλέκεται το σύγχρονο Χόλιγουντ, με τον Τιτανικό, αυτοκράτορες της ρωμαϊκής εποχής και η σύγχρονη Αμοργός.
> Είναι ό,τι πιο κοντά έχω διαβάσει σε γυναικείο περιοδικό γεμάτο με διαφημίσεις. Από τη μία γίνονται συνεχώς αναφορές σε ονόματα από μάρκες που αφορούν πανάκριβα ρούχα, παπούτσια, κοσμήματα και αυτοκίνητα και από την άλλη υπάρχουν παντού θέματα όπως ζώδια, ψυχανάλυση, μετενσάρκωση, μπότοξ, πλαστικές και σεξ.
> Η ατμόσφαιρα ψευτογκλαμουριάς του βιβλίου η οποία αποτυπώνεται στην εξής φράση: ”(…)Γενικά χάζεψε τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, ήπιε έναν καφέ φρέντο στην πλατεία Κολωνακίου, την πιο σικ περιοχή του κέντρου, όπου οι κοσμικοί συναντούσαν τους διανοούμενους, οι πλούσιοι τους φτωχούς, οι πολιτικοί τους οπαδούς τους, οι διάσημοι τους άσημους και όλοι μαζί τη μόδα. Δεν υπήρχε περίπτωση να δεις ούτε έναν κακοντυμένο στο Κολωνάκι. (…)”.
> Οι πρωταγωνίστριες δεν δουλεύουν, έχουν υπηρέτριες και κάνουν shopping therapy όταν δεν έχουν καλή ψυχολογία.
> Η πρωταγωνίστρια μεταξύ άλλων είχε γνωρίσει προσωπικά τον Τζορτζ Κλούνεϊ, ο οποίος δεν την είχε γοητεύσει μόνο ως ηθοποιός, αλλά και για την προσωπικότητα και τους τρόπους του.
> Γενικώς οι ήρωες είναι καθημερινοί άνθρωποι, όπως η σύντροφος του άντρα με τον οποίο είναι ερωτευμένη η πρωταγωνίστρια, η οποία είναι πρώην Μις Ελλάς και έχει ένα beauty salon.
> Στη μέση του βιβλίου εμφανίζονται ιππότες από το πουθενά.
> Χωρίς κανένα εμφανή λόγο και χωρίς να έχουν σχέση με τη γλώσσα του υπόλοιπου βιβλίου χρησιμοποιούνται λέξεις όπως κ@λ@ς και φράσεις όπως ‘κάνει καλή π@π@’.
> Αποσπάσματα όπως το εξής: ‘Ακόμη και το πολύχρωμο φόρεμα των Dolce & Gabbana απέναντί της της φάνηκε γκρίζο και μελαγχολικό’.
> Η προσέγγιση των πλουσίων γίνεται με τελείως επιφανειακό και επιδεικτικό τρόπο. Όλες οι πλούσιες γυναίκες του βιβλίου έχουν βάλει κολλαγόνο στα χείλη, σιλικόνη στο στήθος και έχουν κάνει μπότοξ.
Γιατί να το διαβάσεις: –
Το συμπέρασμα: Θα το είχα παρατήσει με μεγάλη ευκολία μετά τις πρώτες 100 σελίδες, αν δεν είχα στόχο να ολοκληρώσω και τα τρία βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο.
Οι Παλιές Αγάπες Πάνε στον Παράδεισο-Μάρω Βαμβουνάκη
Η συγγραφέας: Η Μάρω Βαμβουνάκη έχει γράψει πάνω από 35 βιβλία με το πρώτο της να έχει εκδοθεί το 1978.
Οι αριθμοί του βιβλίου: Το αντίτυπο που έχω στα χέρια μου έχει εκδοθεί το 2000 και αποτελεί τμήμα της 29ης έκδοσης.
Η υπόθεση: Μια γυναίκα που ο γάμος της έχει βαλτώσει, αποφασίζει να γυρίσει στο παρελθόν της αναζητώντας τον εφηβικό της έρωτα.
Τα αρνητικά
> Τα ονόματα των ηρώων είναι και αυτά βγαλμένα από τη ‘Λάμψη’: Ελβίρα, Μέλα
> Οι περιγραφές σε όλο το βιβλίο είναι τόσο λυρικές που γίνονται κουραστικές και αρκετές φορές μοιάζουν αχρείαστες, όπως η παρακάτω: ‘Αισθάνεται ν’ ανοίγει, σιγά σιγά σαν αχιβάδα, να αχνοφέγγει σαν φίλντισι’.
Τα θετικά
> Πρόκειται για ένα κανονικό βιβλίο. Με αρχή μέση και τέλος που έχει μια ιστορία να αφηγηθεί. Το αν σε ενδιαφέρει ή όχι είναι άλλη υπόθεση.
> Κράτησα αρκετές ατάκες του βιβλίου στις σημειώσεις μου για μελλοντική χρήση.
Γιατί να το διαβάσεις: Γιατί είναι γραμμένο σε σωστά ελληνικά, είναι δομημένο όπως ένα κανονικό λογοτεχνικό βιβλίο και αν σου αρέσει ο τρόπος γραφής της Βαμβουνάκη θα έχεις βιβλία να διαβάζεις για χρόνια, μιας και η συγγραφέας είναι πολυγραφότατη.
Το συμπέρασμα: Δεν θα το διάβαζα αν δεν ‘έπρεπε’, αφού με κούρασε η γλώσσα και η ιστορία του. Παρόλα αυτά, δεν βρίσκω κάτι παράλογο σε όποιον διαβάζει σταθερά βιβλία της Βαμβουνάκη.
Μετά την ανάγνωση των τριών παραπάνω βιβλίων η άποψη μου για τη ‘ροζ’ λογοτεχνία άλλαξε κατά το ήμισυ. Το περιεχόμενο των βιβλίων αφορά όντως εκείνες τις γυναίκες που θέλουν να διαβάζουν για παθιασμένους έρωτες και για ζωές που δεν έχουν καμία σχέση με την καθημερινότητα, αλλά και την πραγματικότητα. Από την άλλη, όμως, πλευρά δεν σημαίνει ότι όλα αυτά τα βιβλία δεν έχουν καμία λογοτεχνική αξία. Όπως σε όλα τα λογοτεχνικά είδη έτσι και σε αυτό υπάρχουν βιβλία τα οποία αξίζει να διαβάσεις και βιβλία που δεν αξίζουν ούτε για ξεφύλλισμα.
Όπως και να έχει, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι συγκεκριμένες συγγραφείς είναι τρεις από τις πιο εμπορικές αυτή τη στιγμή στη χώρα, άρα κάτι κάνουν σωστά. Επίσης, ζούμε σε μια χώρα που ο κάθε πολίτης της δεν διαβάζει, κατά μέσο όρο, ούτε ένα βιβλίο το χρόνο και από το να μην διαβάζεις τίποτα είναι προτιμότερο να διαβάζεις ακόμα και τα ενοικιαστήρια στις κολώνες της ΔΕΗ. Κλείνοντας, πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουμε -προφανώς βάζω τον εαυτό μου μέσα- να λέμε στους γύρω μας τι να μην διαβάζουν και να αρχίσουμε να προτείνουμε τι να διαβάζουν. Κι ένα βιβλίο ‘ροζ’ λογοτεχνίας δεν είναι απαραίτητα μια κακή αρχή για έναν νέο αναγνώστη.