LONGREADS

Τι έμαθα δουλεύοντας 4 μήνες σε μία προεκλογική εκστρατεία

Πώς ένα από τα πιο περιβόητα 'εγώ δεν ανακατεύομαι με αυτά' μετατράπηκε σε μία εκλογική πρόκληση - διείσδυση στα άδυτα της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Δεν έχω πολλές ζωντανές εικόνες από τις εκλογές. Κάθε λογής εκλογές. Κοινοτικές, δημοτικές, περιφερειακές, ευρωεκλογές και φυσικά τις βουλευτικές, τη μητέρα των πολιτικών μαχών, το άκρον άωτον της πολιτικής αντιπαράθεσης. Σαν να στερεύει η κάνουλα και να μην ‘ξερνάει’ αναμνήσεις. Στο δικό μου θυμικό, οι εκλογές δεν φώτιζαν ποτέ ένα τερέν υποσχέσεων και μεγαλόστομων διακηρύξεων.

Για τη δική μου οικογένεια, οι εκλογές καλύπτονταν σχεδόν πάντα από μία ψευδαίσθηση αισιοδοξίας αλλά και από ένα γαστρονομικό φεστιβάλ. Ανακαλώντας τα μαραθώνια τραπέζια των εκλογών, οι αμυδρές αναμνήσεις και οι μυρωδιές σφηνώνονται η μία ανάμεσα στην άλλη ενώ κατά βάση ανακυκλώνεται ένα απαράλλαχτο μοτίβο με τρεις θεματικούς άξονες. Ένα μωσαϊκό γεμάτο με εκκωφαντικές παιδικές τσιρίδες, μπάλες Molten που χτυπάνε σε ένα ταλαιπωρημένο στεφάνι και εξοστρακίζονται και με επαγγελματικές χύτρες που κρύβουν στο βυθό τους το μυστικό ενός συγκλονιστικά νόστιμου φαγητού.

Ένιωθα βέβαια την ανάγκη να εναντιωθώ στην οικογενειακή παράδοση. Πέντε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις με απουσία ενεργής συμμετοχής (τον Σεπτέμβριο του 2015, δηλαδή στη δεύτερη ευκαιρία που έδωσε ο ελληνικός λαός στον Αλέξη Τσίπρα, κολυμπούσα στα βαθιά νερά των πανελληνίων και δεν είχα δικαίωμα ψήφου) και κεντρικούς πρωταγωνιστές τα γιουβερλάκια, την αθεράπευτη αγάπη μου για τα σπορ και τα εκρηκτικά τηλεοπτικά πάνελ φτάνουν για να μπω στο ΚΤΕΛ για μία έκτη εκλογική αναμέτρηση με τους ακριβώς ίδιους, βαρετούς και υπερκορεσμένους πρωταγωνιστές, παρά το γεγονός πως για πρώτη φορά θα είχα κι εγώ δικαίωμα να μπω και στο παραβάν.

Μέχρι που μία μέρα από τις συνολικά εικοσιοκτώ που απαριθμεί ο Φεβρουάριος, δέχθηκα ένα μήνυμα στο Facebook. Ο αποστολέας του, έπειτα από έναν νωθρό χαιρετισμό, πέρασε στο προκείμενο. Δεν έγραφε πολλά. Εξηγούσε. Πολλά. Και ζητούσε. Έναν λιλιπούτειο λόγο, έκτασης 500 λέξεων, τον οποίο θα εκφωνούσε σε μία τοπική ημερίδα με κεντρικό θέμα τη συντήρηση και την ανάδειξη των αρχαιολογικών μνημείων.

Κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή μου τρεις φορές με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Με τις κόρες των ματιών μου διεσταλμένες. Με τις παλάμες των χεριών μου να χωρίζουν σε μινιμαλιστικά κουτάκια την όρασή μου. Με τα μάτια μου να πεταρίζουν από έκπληξη. Και όμως. Το περιεχόμενο του μηνύματος παρέμενε ολότελα ίδιο με εκείνο που νόμιζα ότι είχα δει. Με την διαφορά ότι δεν είχα πέσει θύμα οφθαλμάτης. Πράγματι, ένας υποψήφιος δήμαρχος ήθελε να ενσωματωθώ στην ομάδα του, αναλαμβάνοντας ένα πολύ νευραλγικό (και κρίσιμο) χαρτοφυλάκιο.

Πήρα στις πλάτες μου όλο το φορτίο της επικοινωνίας. Ένα φορτίο οριακά ψυχοφθόρο, πόσo μάλλον για έναν φοιτητή 20 χρονών που δεν είναι καλά-καλά εξοικειωμένος με το συνολικό βάρος δύο μισογεμάτων (εξαρτάται πώς τις βλέπεις) σακουλών από το συνοικιακό σούπερμαρκετ.

Τίναξα τα τελευταία ψήγματα ευθυνοφοβίας από τον δεξιό ώμο μου και ξεκίνησα να απαριθμώ τις αρμοδιότητές μου

Πρώτη αρμοδιότητα. Προετοιμασία των προεκλογικών ομιλιών με βάση το πολιτικό πρόγραμμα και την ανανεωτική ατζέντα του (οι άνετοι και αξιολογικοί χαρακτηρισμοί δεν ήταν ποτέ κάποιο από τα φόρτε ή τα δυνατά σημεία μου). Δεύτερη προτεραιότητα. Η ζωηρή ενασχόλησή μου με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που διατηρεί και η ταυτόχρονη απέλπιδα προσπάθειά (μου) να αποκτήσουν μια πιο σύγχρονη ματιά. Τρίτη πρόκληση (ο επίλογος του μηνύματος). Να βάλω φρένο στον άκρατο αυθορμητισμό του . “Και σε μένα ποιος θα βάλει;” αναρωτήθηκα. “Μάλλον κανείς”, απάντησα με περισπούδαστη σιγουριά.

Ξεκίνησα διστακτικά. Πληκτρολογώντας τις πρώτες άχρωμες και υποτονικές λέξεις. Σβήσιμο – γράψιμο από την αρχή – σβήσιμο ξανά – νεύρα. Έγραφα φυλακισμένος σε μία περίτεχνη και δημοσιογραφική γλώσσα. Χωρίς λέξεις-κλειδιά, χωρίς νηφάλιο προσανατολισμό, χωρίς ξεκάθαρη κατεύθυνση. Οι αναφορές μου στα απτά, καθημερινά προβλήματα είχαν βραχυκυκλώσει από την πρόθεση μου να μην διαψεύσω τις προσδοκίες. Να φανώ αντάξιος της επιλογής.

Παραδόξως, όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα έναν οδηγό επιβίωσης για πρωτάρηδες στην τοπική αυτοδιοίκηση. Το γράψιμο -βλέπετε- δεν διδάσκεται. Μαθαίνεται. Μέσα από τα μυθιστορήματα, τα αστυνομικά βιβλία με την καταιγιστική πλοκή, τα φιλοσοφικά πονήματα, τα αριστοτεχνικά δοκίμια, τα περιοδικά όπως το New Yorker και το γαλλικό L’Obs, το longreads.com και το intercept.com αλλά και μέσα από τις εύστοχες επισημάνσεις του Dark Tyler στο Twitter. Καλώς ή κακώς, δικαίως ή αδίκως, ο δρόμος για το γράψιμο περνάει μέσα από το πολύ διάβασμα. Κανείς δεν γράφει καλά απλώς επειδή θέλει να γράφει καλά. Άλλωστε, στο γράψιμο δεν υπάρχουν αυτόφωτα ταλέντα.

Σταδιακά, οι πρώτες λέξεις ξεθώριασαν, έχασαν το φλύαρο προβάδισμά τους. Τελικά, έδωσαν τη θέση τους σε άλλες. Έτσι, γεννήθηκαν κυριολεκτικά από το μηδέν (και από τυχαίες λέξεις) οι πρώτοι συνδυασμοί. Οι πρώτες φράσεις. Οι πρώτες παράγραφοι. Οι πρώτες σελίδες. Και οι πρώτες ομιλίες. Ομιλίες που άλλοτε κέρδιζαν το ζεστό (και παρατεταμένο) χειροκρότημα του κόσμου και άλλοτε (πιο σπάνια) περιορίζονταν σε κοινοτοπίες, τις οποίες είχα σκεφτεί και γράψει εγώ.


EUROKINISSI

Δεν παρακολούθησα κανέναν από τους λόγους του ζωντανά. Οι δικαιολογίες που επικαλέστηκα για να μην κάνω το απαιτούμενο δίωρο ταξίδι είναι ανεξάντλητες και -όπως αποδείχθηκε- άκρως αποτελεσματικές αφού κανείς δεν αναρωτήθηκε πόσες φορές μπορεί να αρρωστήσει το σκυλάκι που (δεν) έχω. Σε κάθε περίπτωση, μετά το πέρας των λόγων, λάμβανα ένα αναλυτικό feedback με τα σχόλια και τις αντιδράσεις του κόσμου. Χάρη στον καταιγισμό από αντιφατικά σχόλια, κατέληξα σε μία πολύ περήφανη και σχεδόν αλάνθαστη θεωρία: Δεν θα μάθουμε ποτέ τι κρύβουν στο μυαλό τους οι γυναίκες και η κοινή γνώμη.

Τα περισσότερα από τα σχόλια (ο αριθμός τους ανέρχεται σε εκατοντάδες) σβήστηκαν αμέσως μετά το άδοξο φινάλε των εκλογών (spoiler alert). Ένα όμως άντεξε στον χρόνο, όπως άντεξε και στη μνήμη μου. Κάποιος θαρραλέος ψηφοφόρος, σε ένα κρεσέντο coming out, έπλεξε -χωρίς να το ξέρει- το εγκώμιό μου και τη ρεαλιστική πνοή των λόγων μου. Κοκκίνισα όπως ένα αγόρι τη στιγμή που αποκαλύπτεται στο κορίτσι που του αρέσει. Δεν θυμάμαι καθόλου τι έκανα μετά. Αμυδρά μόνο μία κάποια αίσθηση πληρότητας να διατρέχει το σώμα μου. Και τις σφιγμένες γροθιές μου να κλείνουν ακόμη παραπάνω.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο μου παράσημο (και ο βασικός λόγος που πανηγυρίζω όταν ξεμένω από λόγους για να πανηγυρίσω) είναι η αναμόρφωση της online παρουσίας του. Επειδή οι αριθμοί είναι πάντα πιο κοντά στην αλήθεια, είναι ενδεικτικό ότι η επισκεψιμότητα της σελίδας του στο Facebook αυξήθηκε κατά 200%, με αφετηρία την ημέρα που η διαχείρισή της άλλαξε χέρια και πέρασε στα δικά μου.

Μαζί με την κατακόρυφη αύξηση της επισκεψιμότητας, επήλθε και η θεαματική άνοδος του engagement, μία άνοδος που ακούμπησε το 300%. Το εν λόγω επίτευγμα παίρνει διαστάσεις θριάμβου σε συνάρτηση με το ήθος, το ύφος και την ποιότητα της διαδικτυακής του σελίδας, η οποία δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις μεγάλες και  πολυδιαφημιζόμενες προεκλογικές καμπάνιες.

Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, οι διαδικτυακές αναρτήσεις φρόντισαν να χαμηλώσουν τους τόνους και να εκμαιεύσουν ένα μίνιμουμ περιβάλλον πολιτικού πολιτισμού, το οποίο για την κεντρική σκηνή, τους δήμους και τις περιφέρειες αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν είδος προς εξαφάνιση. Έχει ξεχωριστή σημασία και ιστορικό αντίκτυπο να καλείς τον κόσμο στις κάλπες, ακόμη και εάν ενδόμυχα γνωρίζεις ότι τα ψηφοδέλτιά σου δεν έχουν καμία τύχη μέσα στο παραβάν. Σαφώς, ούτε έξω από αυτό.

Ανήμερα της πρώτης φάσης των δημοτικών εκλογών, το άγχος μου είχε ξεπεράσει το αντίστοιχο των πανελληνίων / ο κρύος ιδρώτας έτρεχε ποτάμι / η ψυχραιμία και η υπομονή μου είχαν κάνει φτερά. Στην τελευταία -χρονικά- πολιτική αναμέτρηση, ήμουν απλώς ένας εξωτερικός παρατηρητής, ένας βουβός θεατής που διασκέδαζε με τους ελιγμούς των πολιτικών στις στοχευμένες ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Τώρα όμως, δεν είχα αυτή την πολυτέλεια. Διαλέγοντας στρατόπεδο, έστω και πίσω από τα φώτα, διάλεγα και το σενάριο της αποτυχίας.

Αν και κάποια υπερβολικά αισιόδοξα σενάρια μάς έδιναν το εισιτήριο για τον δεύτερο γύρο ποντάροντας στη δυσφορία των ψηφοφόρων, οι καταμετρήσεις στα μικρά χωριά δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Ο υποψήφιος δήμαρχος, που εκπροσωπούσα, είχε κλειδώσει την τρίτη θέση. Περίμενε απλώς να μάθει το τελικό ποσοστό του συνδυασμού του, το οποίο για ώρα είχε κολλήσει ανάμεσα στο 5 και στο 7%. To οριστικό 8% δεν ήταν παρά αλάτι στις πληγές που είχε ανοίξει η θριαμβευτική διάψευση των exit polls. 

Όλο το βράδυ, δεν έκλεισα μάτι. Η συντριβή στις δημοτικές εκλογές δεν είναι κάτι που χωνεύεται από τη μια μέρα στην άλλη και προφανώς ένα λίτρο κόκα κόλα δεν απαλύνει τον πόνο. Χρειάζεται κάτι πιο δραστικό. Όπως μια ταινία-ορόσημο. Όπως το Reservoir Dogs.

Όταν πια συνήλθα από το σοκ, την ταινία και το κάτι σαν ύπνο, βρισκόμουν ήδη μέσα στο λεωφορείο με προορισμό την Αθήνα. Στον προθάλαμο της Κωπαΐδας, στην κλισέ εισαγωγική ευθεία της, μελαμψοί εργάτες, σχηματίζοντας ευέλικτες τριάδες, γύριζαν τα μανίκια τους και έπιαναν δουλειά. Είναι και παραμένει άγνωστο τί ώρα τελείωσαν, τί ώρα ήπιαν νερό, τί ώρα έφαγαν, τί ώρα χάζεψαν στο κινητό τους, τί ώρα έφυγαν από το χωράφι. Αν έφυγαν.

Exit mobile version