Το Ποπ και Ροκ δεν έκλεισε ποτέ
Η ιστορία του περιοδικού μέσα απ’ τα λόγια του Γιάννη Πετρίδη, του Στάθη Παναγιωτόπουλου και του Μάρκου Φράγκου.
- 27 ΙΑΝ 2020
Ο Γιάννης Πετρίδης κάθεται απέναντί μου, ξεφυλλίζοντας ένα ‘Ποπ και Ροκ’ του 1982 και κάθε τόσο σταματάει στο όνομα κάποιου συντάκτη, μου λέει δυο λόγια γι’ αυτόν και στη συνέχεια αναρωτιέται δυνατά πού να βρίσκεται σήμερα. Τα κείμενα είναι πυκνογραμμένα, με ελάχιστες εικόνες, συχνά πεταμένες σε κάποια γωνία της σελίδας, θέματα πολύ δύσκολα ‘στημένα’ για τον σημερινό διαδικτυακό αναγνώστη, αλλά γεμάτα μουσική, στρωτή καλή γραφή και ενθουσιασμό.
Ενθουσιασμό γιατί μέσα σε αυτές τις σελίδες του περιοδικού συνέβαινε κάτι εντελώς πρωτοποριακό για τη μεταδικτατορική Ελλάδα, που διψούσε να ανοίξει τα μάτια της στον υπόλοιπο κόσμο, να περπατήσει μαζί του και να γίνει κομμάτι της pop κουλτούρας τη στιγμή που συνέβαινε, να ενημερώνεται για την pop, rock, μαύρη μουσική, ακριβώς τη στιγμή που ανθούσε και όχι όταν θα είχε γίνει πια ιστορία.
Το 1996 ο κόσμος είχε αλλάξει προς το καλύτερο (προσωρινά), οι μουσικές είχαν εξελιχθεί, το ελληνικό rock ήταν πια οντότητα, και όχι μια φαντασίωση κάποιων ρομαντικών. Τα μέσα ενημέρωσης είχαν αυξηθεί, αλλά το ‘Ποπ και Ροκ’ συνέχιζε να επιτελεί την ‘ιεραποστολή’ του. Συνέχιζε να φέρνει πρώτο την καλή μουσική σε αυτήν την ιδιόμορφη χώρα και στην ακόμα πιο ιδιόμορφη επαρχία της, εκεί που η ‘ενημέρωση’ ήταν ακόμη πολύ περιορισμένη. Αυτό το περιοδικό για μας, για τα παιδιά της επαρχίας ήταν μία όαση, και πραγματικά δεν μπορώ να σκεφτώ πώς αλλιώς θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω.
Όπως δεν μπορώ να σκεφτώ και με τι μάτια θα βλέπαμε κάποιοι από μας τον κόσμο σήμερα, αν ο Cobain, οι Pearl Jam, οι Blur και τόσοι ακόμα 90s ήρωες δεν μας έδιναν ραντεβού κάθε μήνα στα περίπτερα. Ένα ραντεβού που για μένα ξεκίνησε τότε, το 1996, με εκείνο το τεύχος με τις Τρύπες στο εξώφυλλο, που μόλις είχαν βγάλει το ‘Κεφάλι γεμάτο Χρυσάφι’ και θα συνεχιζόταν μέχρι και τα μέσα του 2003.
Τον ρωτάω αν κατάλαβε ποτέ πόσο σημαντικό ήταν για μας το περιοδικό, πόσο δικό μας το νιώθαμε, ότι αγοράζαμε cds χωρίς να έχουμε ακούσει ούτε μία νότα, μόνο και μόνο επειδή “το είπε ο Πετρίδης”.
“Ναι, μου λέει χωρίς ίχνος έπαρσης, ειδικά στην επαρχία, και το περιοδικό, αλλά και η εκπομπή μου είχαν αγαπηθεί ιδιαίτερα. Έφταναν συνεχώς γράμματα που έλεγαν πόσο σημαντικούς μας ένιωθαν”.
Το ίδιο θα μου πει μερικές μέρες αργότερα και ο Στάθης Παναγιωτόπουλος, ένας απ’ τους πρώτους συντάκτες του περιοδικού, εκεί όπου έκανε τη δειλή του είσοδο στη δημοσιογραφία.
“Ήταν μια εποχή που η πληροφόρηση σπάνιζε, και βήματα όπως μια στήλη στο ‘Ποπ & Ροκ’, επί παραδείγματι, διαμόρφωναν απόψεις και συνειδήσεις. Στη Θεσσαλονίκη ίσως να είχε και μεγαλύτερη απήχηση το περιοδικό, μεσολαβούσε βλέπεις μια περίοδος μίας-δύο εβδομάδων μέχρι να διανεμηθεί στη Βόρεια Ελλάδα, πράγμα που δημιουργούσε προσδοκία”.
Το περιοδικό αν δεν είχε κλείσει το 2012, θα συμπλήρωνε φέτος 40 χρόνια κυκλοφορίας, αλλά δυστυχώς δεν άντεξε, ούτε στην επέλαση του διαδικτύου, ούτε στην κρίση που ήρθε και τα σάρωσε όλα. Έτσι κι αλλιώς, όμως, οι καλές του εποχές είχαν περάσει από καιρό και γι’ αυτές θελήσαμε να μιλήσουμε με τον άνθρωπο που έχει ταυτίσει το όνομά του όσο κανείς, με το περιοδικό, με τον Γιάννη Πετρίδη. Με τη δική του βοήθεια, αλλά και του Μάρκου Φράγκου, αρχισυντάκτη του περιοδικού και του Στάθη Παναγιωτόπουλου, τον οποίο έχουμε ήδη αναφέρει, προσπαθήσαμε να μάθουμε την ιστορία του περιοδικού, και κυρίως τι ήταν αυτό που το έκανε τελικά το επιδραστικότερο ελληνικό μουσικό περιοδικό.
Τα ραδιοφωνικά 70s
“Μετά το ‘75 ερχόμουνα γκαζωμένος”, μου λέει ο Γιάννης Πετρίδης σε μια καφετέρια στην Αγία Παρασκευή, δυο ώρες περίπου πριν ξεκινήσει την εκπομπή του, τη μακροβιότερη στο ελληνικό ραδιόφωνο. “Η μουσική ενημέρωση στην Ελλάδα ήταν μηδενική και προτού ο Χατζιδάκις θελήσει να δημιουργήσει στην ΕΡΤ μία νεανική εκπομπή που να παίζει τέτοια μουσική -τη δικιά μου δηλαδή- τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Όλα τα μεγάλα ονόματα της μουσικής, οι περισσότεροι τα μάθαμε πολύ αργότερα από την εποχή τους, εκτός από μια πολύ περιορισμένη μερίδα φίλων της μουσικής που παρακολουθούσε ξένους σταθμούς, τον αμερικανικό, το Ραδιο Λουξεμβούργο ή το BBC. Στην πραγματικότητα περισσότερο rock έβαζαν πριν την δικτατορία οι ερασιτεχνικοί σταθμοί, εκεί από όπου ξεκίνησαν ονόματα όπως ο Πολυχρονίου, ο Τσαουσόπουλος πχ, παρά μετά τη δικτατορία. Αυτοί είχαν την ελευθερία να βάζουν τέτοια, ενώ το κρατικό ραδιόφωνο δεν είχε. Έκανα, λοιπόν, ήδη την εκπομπή στο ραδιόφωνο, σχεδόν για τρία χρόνια προτού ξεκινήσει το περιοδικό το 1978, προσπαθώντας να αλλάξουμε αυτήν την κατάσταση.
Ο λαχαναγορίτης που δημιούργησε το περιοδικό
“Όλα είναι συμπτώσεις που μερικές φορές καθορίζουν τη ζωή”, λέει χαμογελώντας, καθώς προσπαθώ να μάθω ποιου ήταν το περιοδικό, ποιος το έβγαζε αρχικά. “Έρχεται, λοιπόν, μια μέρα ένας τύπος που λεγόταν Γκρίτζαλης, και που είχε σχέση, όσο και αν σου φανεί περίεργο, με εμπόριο στη λαχαναγορά, έφερνε τα προϊόντα απ’ την επαρχία και τα πουλούσε εκεί, αλλά είχε και μια μικρή εκδοτική που έκανε αφίσες και τέτοια. Δεν ξέρω αν ζει ακόμα, έχω να τον δω πολλά χρόνια. Αυτός, λοιπόν, άκουγε rock, και κυρίως heavy metal. Ήταν έξυπνος τύπος και μου λέει “εγώ δεν ξέρω τίποτα, θέλεις να μου βγάλεις ένα περιοδικό που να ασχολείται με τη μουσική”;
“Τα προηγούμενα χρόνια είχαμε γνωρίσει και κάναμε πολύ στενή παρέα με ενα παιδί που λεγόταν Βάσσος Τσιμιδόπουλος, έγραφε στα πρώτα τεύχη, ένα εξαιρετικό παιδί που είχε έρθει από τη Γαλλία, μέσα στο πνεύμα της μουσικής που αγαπούσαμε κι εμείς και του προτείναμε να είναι και αυτός στην ομάδα. Εμείς οι τρεις το βγάλαμε.”
Εμείς με τον Κώστα τον Ζουγρή, που είναι συνεργάτης μου απ’ την πρώτη στιγμή, θέλαμε καιρό να βγάλουμε ένα περιοδικό, το λέγαμε μεταξύ μας, αλλά δεν είχαμε τα λεφτά. Γενικά είμαι αρκετά συντηρητικός στις αποφάσεις μου, δεν θέλω να ξανοίγομαι πολύ, ποτέ δεν πήρα δάνεια κτλ, ζω μια ζωή περιορισμένη, δεν με ενδιέφερε ποτέ να βγάλω χρήματα. Εμένα με ενδιέφερε να κάνω το κέφι μου… Και σαν από θαύμα, λοιπόν, εμφανίζεται αυτός ο άνθρωπος, ο Γκρίτζαλης και μας το προτείνει. Αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης, εκείνος έβαλε τα λεφτά. Δεν ήμουνα ποτέ ιδιοκτήτης του ‘Ποπ και Ροκ’”.
Το όνομα
“Ο Βάσσος ήταν αυτός που μας πρότεινε να κάνουμε μια παραλλαγή του ονόματος ενός απ’ τα δημοφιλέστερα μουσικά περιοδικά της Γαλλίας τότε, που λεγότανε “Rock and Folk”. Στην Ελλάδα η folk δεν θα έλεγε τίποτα, οπότε σκεφτήκαμε -νομίζω του Κώστα ήταν η τελική ιδέα- να το πούμε ‘Ποπ και Ροκ’, που ήταν επίσης απλό και άμεσο. Ο Βάσσος δυστυχώς δεν ζει πια, έφυγε απ’ τη ζωή τη δεκαετία του ‘90, πνίγηκε κάπου στην Αφρική.
Το ‘Ποπ’ στο όνομα
“Το ‘78 δεν είχε ακόμα ‘κακό’ όνομα η ποπ. Οι Beatles πχ ήταν ποπ για να καταλάβεις. Εμείς είμαστε παιδιά της δεκαετίας του ‘60, τους Who, τους Kinks κτλ, για ‘ποπ’ τους είχαμε. Ήταν η pop generation τότε, η pop culture, η έκρηξη της Βρετανίας, όλα αυτά ‘ποπ’ τα λέγαμε και μετά προς το τέλος της δεκαετίας του ‘60, όταν άρχισαν να σοβαρεύουν τα πράγματα και οι Beatles οι ίδιοι, οι Stones, η ψυχεδέλεια, οι Doors, οι Cream, ο Jimi Hendrix, τότε έγινε η μεταμόρφωση στο rock. Επομένως μετά και οι Beatles και οι Kinks είναι ‘rock’, αλλά μέχρι τότε δεν χρησιμοποιούσαμε αυτόν τον όρο. Από rock υπήρχε μόνο το rock ‘n’ roll που ήταν ξέρω γω ο Chuck Berry, o Little Richards, ο Elvis, αυτή η γενιά καλλιτεχνών”.
Τα πρώτα χρόνια
Το rock είχε ήδη αρχίσει να παίρνει πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις, έσπαγε συνεχώς σε όλο και περισσότερα στιλ, πολύ πριν ακόμα βγει το περιοδικό και αυτή η κατάσταση θα συνεχιζόταν μέχρι τα αναρίθμητα συγγενικά του είδη που έχουν δημιουργηθεί μέχρι σήμερα. Άλλο οι Sex Pistols, άλλο οι Deep Purple για να το πούμε λίγο πιο χοντρά. Αυτές τις αντιθέσεις το περιοδικό κλήθηκε απ’ την πρώτη στιγμή να τις αντιμετωπίσει και αυτές οι προκλήσεις ήταν που δημιούργησαν και την πολυσυλλεκτική κουλτούρα του.
Μία τέτοια σύγκρουση ήρθε πολύ νωρίς και ήταν αυτή που θα έδειχνε τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να λειτουργήσει για τα επόμενα σχεδόν 30 χρόνια το περιοδικό.
Ο εμφύλιος για τους Pink Floyd
Ο Γιάννης Πετρίδης δεν χρειάζεται καθόλου να πιεστεί για να θυμηθεί ποια ήταν η μεγαλύτερη ενδοοικογενειακή σύγκρουση που έγινε ποτέ μέσα στο περιοδικό.
“Είχαμε έναν βασικό μουσικοκριτικό στην αρχή, που λεγόταν Πητ Κωνσταντέας, ο οποίος ήταν ένας φοβερά σπουδαίος γνώστης, αλλά και φοβερά προσκολλημένος στο classic rock και σε ό, τι είχε βγει από το 1979 και πίσω. Ήταν εντελώς αντίθετος με το punk. Εμείς όμως -και αν κανείς παρακολουθήσει τα πρώτα τεύχη εκείνης της εποχής θα το δει- κάναμε προβολή στο νέο κύμα απ’ την αρχή, γιατί έκανα πολλά ταξίδια στην Αγγλία και έβλεπα ότι η Αγγλία καιγότανε, καιγότανε από τα νέα παιδιά που ακούγανε τέτοια.
Ο Κωνσταντέας, λοιπόν, έγραφε και έκανε προβολή -και καλά έκανε- στα αριστουργήματα των Jethro Tull, των Yes κτλ. Και εγώ ήμουν φίλος τους και βέβαια θεωρούσα τα παραπάνω συγκροτήματα μεγάλα και τα είχα δει και σε συναυλίες τα προηγούμενα χρόνια με κάτι κολοσσιαία πράγματα τα οποία δεν ξαναγίνονται, όμως έβλεπα ότι έρχεται ένα απλό καινούργιο στιλ που θα τα καταρρίψει αυτά. Ε, έβλεπα ότι εδώ είναι το μέλλον. Είχαμε, λοιπόν, πολλές προστριβές γιατί είχε μείνει στα παλιά. Την κατάλληλη, λοιπόν, στιγμή, πήραμε στο περιοδικό, ένα επίσης φωτισμένο παιδί που ζούσε στην Αγγλία και που βοήθησε πολύ τη νεότερη σκηνή, όπως και ο Κοντογούρης, τον Γιάννη Μαλαθρώνα. Αυτός, λοιπόν έγραψε ένα άρθρο το οποίο απαξίωνε εντελώς τους Pink Floyd και το Wall, και έγινε χαμός (γέλια), πάταγος, μας στείλανε χιλιάδες γράμματα. Σκέψου να θάβεις τους Pink Floyd εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα. Να σου πω όμως κάτι. Απ’ τη σκοπιά του είχε δίκιο”.
Γιατί όμως;
“Θυμάμαι ότι μόλις έβγαλαν το Wall, πήγα να το δω ολοκληρωμένο στο Λονδίνο.
Μου λέει τότε ο Μαλαθρώνας που ζούσε εκεί να πάμε την προηγούμενη μέρα να δούμε μία άλλη μπάντα που ήταν στα ντουζένια της τότε, τους Gang of Four. Πάω λοιπόν τη μια μέρα στο Camden Town και τους βλέπω σε έναν κινηματογράφο που λειτουργούσε και ως club, που παίζανε και οι Madness εκεί, και παρότι δεν ήμουν 18 χρονών ακόμα, αισθάνομαι μια ενέργεια, κάτι φοβερό, που τρελάθηκα με τη μουσική τους, χώθηκα μέσα στον κόσμο και προχώρησα όσο πιο μπροστά μπορούσα. Την επομένη πάω στο live των Pink Floyd, όπου με είχε προειδοποιήσει ο Μαλαθρώνας ότι θα με πάρει ο ύπνος, και πράγματι, εκεί περίπου που χτίζανε τον τοίχο, είπα μέσα μου “πω τι ήταν αυτό το χθεσινό, τι είδα”… Και αυτό δεν έχει καμία μομφή για τους Pink Floyd, καταλαβαίνεις τώρα, καταλαβαίνεις πώς αλλάζουν τα πράγματα, όταν έχεις και ανοιχτά μυαλά. Φαινόταν ότι έκλεινε εκείνη η εποχή με το Wall και όντως αν δεις την ιστορία, τελειώσανε εκεί περίπου, μετά ήταν αυτά τα γκρουπ σαν τους Gang of Four.
Έτσι, λοιπόν, έγραψε αυτό το κομμάτι ο Μαλαθρώνας και έγινε χαμός κι από κει και έπειτα, εκείνος έγραφε όλη αυτήν την κίνηση, μαζί με τον Κοντογούρη και άλλα δύο τρία παιδιά.
Υπήρχαν βέβαια και μικρότερες συγκρούσεις, μικρότερες διαφωνίες που προέκυπταν μέσα απ’ τις διαφορετικές απόψεις και την αισθητική των συντακτών που συνέθεταν τον χαρακτήρα του περιοδικού.
Όταν για παράδειγμα ρωτάς τον Στάθη Παναγιωτόπουλο, ποια ήταν η πιο ‘δύσκολη’ στιγμή του στο περιοδικό, σου απαντάει ότι θυμάται κι εκείνος μία. Τη μοναδική.
“Πολύ νεαρός και μέσα στην άγνοια τότε, είχε βγάλει ο Ray Charles έναν δίσκο country μουσικής, και μου τον έστειλαν να γράψω κριτική. Μισούσα τη συγκεκριμένη μουσική τότε (πού να ξέρω, ο μικρός ηλίθιος;) και το θεώρησα μεγάλη απρέπεια ο θεός Ray Charles να βγάζει τέτοιο δίσκο, μη γνωρίζοντας φυσικά το παρελθόν του με τον Willie Nelson κλπ. Και έγραψα μια άθλια κριτική, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ, τον κατηγορούσα για Μπάρμπα Θωμά πουλημένο και τέτοια θερμοκέφαλα. Την έστειλα, και την άλλη μέρα μου τηλεφώνησε ο Ζουγρής, σοφός άνθρωπος γεμάτος αληθινή γνώση, και με μάλωσε, τύπου “τι μαλακία είναι αυτή που έγραψες, άκου να σου πω δυο πράγματα να ξέρεις, μάθε μπαλίτσα αγόρι μου” και τέτοια, πιο ευγενικά όμως. Ακόμη ντρέπομαι”.
Από τη δική του μεριά, ο Μάρκος Φράγκος θυμάται ακόμα το άκυρο που είχε φάει από τον Νίκο Πετρουλάκη, αρχισυντάκτη λίγο καιρό πριν αναλάβει ο ίδιος. Του είχε προτείνει να κάνουν το ‘Debut’ της Bjork δίσκο του μήνα, αλλά ήταν νωρίς ακόμα για τη μικροσκοπική Ισλανδή, δεν είχε ακόμα αγαπηθεί καθολικά και το ‘όχι’ του, ήχησε εκκωφαντικά.
Η γραμμή των συντακτών
“Με τον Κώστα τον Ζουγρή δεν δίναμε ποτέ κατεύθυνση”, συνεχίζει ο Πετρίδης, σοβαρεύοντας κάπως απότομα. “Απ’ τη στιγμή που επιλέγαμε τους συντάκτες επειδή ξέραμε ότι γνωρίζουν από μουσική, τους αφήναμε να γράφουν ό, τι θέλουν. Δεν διορθώναμε τίποτα, προκειμένου να δώσουμε ας πούμε μια γραμμή συγκεκριμένη προς το classic rock ή σ’ αυτά που άρεσαν σε μας, γιατί τους πιστεύαμε, τους είχαμε εμπιστοσύνη.
“Δώσαμε την ευκαιρία σε πάρα πολλά παιδιά, πάρα πολλοί ξεκίνησαν απ’ το ‘Ποπ και Ροκ’, πχ τον Μάρκο τον Φράγκο ο Κώστας τον είχε ανακαλύψει, όπως και πολλούς απ’ αυτούς, απ’ τα γράμματα που μας έστελναν. Ο Μάρκος έγραφε εκπληκτικά και έφτασε μέχρι να γίνει και αρχισυντάκτης μας”.
“Ο Τόλης Βαρνάς ευθύνεται που μπήκα στο περιοδικό”, θα εξηγήσει λίγο πιο αναλυτικά ο Φράγκος. “Ήταν ανταποκριτής στο Βερολίνο όπου σπούδαζε και έκανε ένα διαγωνισμό στη στήλη του Propaganda για την καλύτερη κριτική των Cure. Έστειλα, κέρδισα. Τον επόμενο μήνα έκανε διαγωνισμό πάλι από τη στήλη του για την καλύτερη κριτική του ‘Black Celebration’ των Depeche Mode. Πάλι κέρδισα και μου ζήτησε ο Ζουγρής μέσω της στήλης επικοινωνίας στο περιοδικό, το τηλέφωνό μου. Τους το έστειλα και από τον επόμενο μήνα (Σεπτέμβρη 1986) έγραφα στο περιοδικό άρθρα, συνεντεύξεις, κριτικές – τα πάντα”.
Παρόμοια είναι και η ιστορία που κρύβεται πίσω απ’ τα πρώτα βήματα του Στάθη Παναγιωτόπουλου.
“Το 1983 διοργάνωσε το περιοδικό δημοσιογραφικό διαγωνισμό με έπαθλο συνεργασία. Πήρα μέρος με ένα δεκασέλιδο άρθρο, πήρα το βραβείο της κατηγορίας μου, και μετά μου τηλεφώνησε ο Κώστας Ζουγρής να με συγχαρεί και να μου αναθέσει το πρώτο μου άρθρο. Μιλάμε για στιγμές ευτυχίας”.
Όπως καταλαβαίνει κανείς απ’ τα λόγια τους, δεν πρόκειται απλώς για συντάκτες που έψαχναν μία δουλειά. Μιλάμε για παιδιά που είχαν όνειρο ζωής να δουλέψουν εκεί.
“Ήμουν ο φανατικότερος των φανατικών”, λέει ο Μάρκος Φράγκος. “Αγόραζα το περιοδικό από το τεύχος Νο.5 (με τους Bee Gees στο εξώφυλλο) το 1978. Αργότερα πήρα και τα τέσσερα πρώτα τεύχη σε έναν τόμο που τα είχαν βγάλει.
Ήταν ένα όνειρό μου που έγινε πολύ νωρίς πραγματικότητα και λειτούργησε σαν στάνταρ για μένα. Ήμουν πλήρης, αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου, έτσι είχα αποφασίσει τότε. Γνώρισα ανθρώπους της ‘φυλής μου’ -με πρώτο και καλύτερο τον Πετρίδη- αλλά και τον Αργύρη Ζήλο και όλους τους ανθρώπους της προηγούμενης γενιάς που έκαναν πρωτοποριακή δουλειά τότε στην Ελλάδα για την ξένη μουσική. Δουλεύαμε σκληρά μεν, αλλά ήταν μια χρυσή περίοδος. Και αυτό αντικατοπτριζόταν και στην επιτυχία της κυκλοφορίας του. Πήγαινε σφαίρα”.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Στάθης:
“Όταν βγήκε το πρώτο τεύχος του περιοδικού, Μάρτιο του 1978 με τον Hendrix στο εξώφυλλο και τιμή 30 δραχμές, μαθητής του λυκείου τότε, το λάτρεψα. Έπαιρνα κάθε τεύχος με θρησκευτική ευλάβεια, έπρηζα τα συκώτια του περιπτερά μια εβδομάδα πριν βγει το τεύχος ΚΑΘΕ ΜΗΝΑ, κάθε μέρα τον ρωτούσα “ήρθε το νέο Ποπ & Ροκ;” Πώς δεν μ’ έβριζε…
Η ‘προδοσία’
“Στα μέσα του ‘80, κάναμε μία κίνηση η οποία κόστισε πολύ στην κυκλοφορία μας.
Οι πωλήσεις του ‘Ποπ και Ροκ’ έφταναν τις 25 με 35 χιλιάδες τεύχη, κάποιες στιγμές άγγιζαν και τις 40 χιλιάδες, αριθμός πολύ μεγάλος για τα 80s.
Οι πωλήσεις του ‘Ποπ και Ροκ’ έφταναν τις 25 με 35 χιλιάδες τεύχη, κάποιες στιγμές άγγιζαν και τις 40 χιλιάδες, αριθμός πολύ μεγάλος για τα 80s.
Το πρώτο τεύχος είχε πουλήσει 7 χιλιάδες αντίτυπα.
Βάζοντας τη Madonna στο εξώφυλλο χάσαμε γύρω στους 10 χιλιάδες αναγνώστες, τους οποίους κάναμε χρόνια να τους ξανακερδίσουμε. Ωστόσο, δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς” επιμένει ο Γιάννης Πετρίδης, ακριβώς τη στιγμή που περίμενα να μου πει ότι το μετάνιωσε. “Κάποιος που παρακολουθεί τα πράγματα μπορεί να το καταλάβει, άλλαζε η μουσική το ‘80, ανέβαινε η ποπ, και εμείς μπορεί να καθυστερήσαμε λίγο, αλλά εν τέλει δεν μπορούσαμε να αγνοήσουμε το μεγαλύτερο αστέρι εκείνης της εποχής, δεν θέλαμε να είμαστε ένα περιοδικό που απαξιώνει τελείως τα καινούργια πράγματα, ένα μαυσωλείο. Η Madonna μπορεί σήμερα να έχει αποκατασταθεί και σε κάποιους φίλους της rock, αλλά τότε έλεγαν ότι ‘ξεπουληθήκαμε’ που τη βάλαμε στο εξώφυλλο. Εμένα η Madonna, ιδιαίτερα τότε, αλλά ακόμα και τώρα, δεν μ’ αρέσει σαν τραγουδίστρια, δεν με εμπνέει. Την αποδέχομαι όμως απόλυτα ως περσόνα και ότι με τον τρόπο της άλλαξε τη μουσική. Δεν φανταζόμουν όμως ποτέ ότι θα γινόταν αυτός ο χαμός στο περιοδικό”.
Μια μέρα στο γραφείο
Πώς ήταν όμως να δουλεύεις σε ένα rock περιοδικό, όταν το rock, αλλά και τα περιοδικά μετρούσαν;
“Τα γραφεία μας ήταν στην Καλλιθέα, κοντά στο γήπεδο της ομάδας. Εκεί ο Ξενόπουλος, ο δεύτερος εκδότης μας, είχε νοικιάσει μια μονοκατοικία και το μέρος έμοιαζε πολύ παρεΐστικο, ήταν σαν οικογενειακή επιχείρηση”, λέει ο Πετρίδης. “Στον τοίχο είχαμε παντού αφίσες, απ’ αυτές που βγάζαμε με το περιοδικό. Εγώ τι είχα στο γραφείο μου; Τους Beatles είχα, τι να έχω (γέλια)”;
“Κάθε μέρα χαβαλεδιάζαμε”, θυμάται ο Φράγκος. “Τα γέλια που κάναμε με τον Σπήλιο (Λαμπρόπουλο) με τον οποίο δουλεύαμε μαζί στο γραφείο, νομίζω δεν έχουν προηγούμενο. Γελούσαμε με διάφορα πράγματα που μας φαίνονταν τρελά τότε –πχ κάποιο κείμενο που ερχόταν και ήταν κακό ή άσχετο. Πάντα σκέφτομαι με περηφάνια τη συντακτική ομάδα που είχαμε φτιάξει. Ήταν οι περισσότεροι εξαιρετικές πένες και άνθρωποι με σφαιρική κουλτούρα”.
Ο Στάθης δεν έχει να πει κάτι για το “κλίμα στο γραφείο”, ζούσε στη Θεσσαλονίκη και τα κείμενά του έκαναν ένα μικρό ταξίδι μέχρι την Αθήνα, πριν μπουν στην ύλη του περιοδικού και κάνουν το μεγάλο ταξίδι αργότερα μέσα απ’ τις σελίδες του, προς κάθε γωνιά της χώρας.
“Έγραφα χειρόγραφα στην αρχή, στη γραφομηχανή στη συνέχεια, και τα έστελνα ταχυδρομικά. Το 1985 που πήρα τον πρώτο μου Macintosh, άλλαξαν όλα και έστελνα εκτυπώσεις, κάνοντας τη δουλειά της φωτοσύνθεσης πολύ πιο εύκολη. Λειτουργούσε καλά το σύστημα”, θυμάται.
Κριτικές που μετανιώσατε
“Ου, για πολλά, θα συνεχίσει ο Στάθης! Όχι ένα και δύο. Δεν θυμάμαι συγκεκριμένα παραδείγματα, αλλά όσο μεγαλώνω επεκτείνονται τα γούστα μου, μ’ αρέσουν όλα όσα μου άρεσαν παλιά, και προστίθενται και άλλα τα οποία πιθανότατα δεν καταλάβαινα, άρα δε μου άρεσαν. Επί παραδείγματι, μισούσα τον Nick Cave και τον Jim Morrison που συν τω χρόνω λάτρεψα”.
“Και βέβαια έχω μετανιώσει, θα πει και ο Γιάννης Πετρίδης. Με τον χρόνο αναθεωρείς πάρα πολύ, και γενικά όσο μεγαλώνω δεν θέλω να κριτικάρω άσχημα τους καλλιτέχνες, γιατί αυτοί δίνουν την ψυχή τους ας πούμε και ποιος είμαι εγώ που θα τους την πω; Έχω μετανιώσει γιατί στο τέλος του ‘70 και στις αρχές του ‘80, επηρεασμένος και εγώ, όπως και άλλοι στην Ευρώπη απ’ αυτήν τη φοβερή βρετανική σκηνή που είχε γεννηθεί εκεί, ‘απαξίωσα’ και δεν έδωσα τη σημασία που έπρεπε σε κάποια καλά αμερικανικά συγκροτήματα τα οποία τα θεωρούσα δεινόσαυρους.
Και θα σου πω ένα απ’ αυτά. Έβλεπα λίγο αφ’ υψηλού, λίγο με βλέμμα μπλαζέ το ‘Dont stop believing’ των Journey, το οποίο τώρα το θεωρώ έναν ύμνο του rock. Βλέπεις, τότε με ενδιέφεραν περισσότερο οι Clash και οι άλλοι, και αυτό δεν το θεωρούσα σπουδαίο, ενώ τώρα το θεωρώ ισάξιο και ίσως και καλύτερο πολλών τραγουδιών απ’ αυτά που πρόβαλλα τότε, γιατί είδα ότι άντεξε στον χρόνο, ακούγεται ακόμα. Είναι ένα τραγούδι καθοριστικό, πώς να το πω, ένα ‘λαϊκό ροκ’, με όλη την έννοια της λέξης”.
“Το αγάπησα ακόμα περισσότερο όταν το άκουσα στο ‘Monster’ με τη Charlize Theron, σε εκείνη τη σκηνή που φεύγει απ’ το Detroit, σ’ αυτό το τραγούδι στηρίζεται η ταινία. Και το αγάπησα, βέβαια, ακόμα πιο πολύ όταν το άκουσα στο τελευταίο επεισόδιο μιας τεράστιας σειράς, η οποία άλλαξε τα πάντα στην τηλεόραση, τους Sopranos”.
Ποιο τεύχος θα έκανες κάδρο και θα το έβαζες στο σαλόνι σου;
“Το ιστορικό πρώτο”, λέει ο Στάθης, “αυτό με τον Hendrix, αλλά και την ειδική έκδοση όπου δημοσιεύτηκε το άρθρο μου που κέρδισε στο διαγωνισμό. Δυστυχώς δεν έχω κανένα από τα δύο”.
“Νομίζω το επετειακό τεύχος με τα 200 τεύχη του περιοδικού, θα πει απ’ τη δική του μεριά ο Μάρκος Φράγκος. “Αλλά η πιο αγαπημένη μου γενικά στιγμή ήταν το πάρτι στο Ρόδον για τα 20 χρόνια του περιοδικού. Κατάμεστο με τρομερό vibe – ένιωθες την αγάπη του κόσμου στο περιοδικό παντού τριγύρω”.
Τα 90s
“Στη δεκαετία του ‘90 το ‘Ποπ και Ροκ’ περιορίστηκε σε ένα πιο συγκεκριμένο κοινό, γιατί είχαν βγει πολλά περιοδικά που ασχολούνταν με την ποπ, όπως το ‘Μουσικόραμα’ ας πούμε, αλλά και πιο γενικού ενδιαφέροντος (Κλικ κτλ), που ασχολούνταν και με τη ξένη μουσική. Μπούκωσε δηλαδή κάπου το πράγμα. Αν και εμείς δεν αλλάξαμε το στιλ και την προβολή των καλών ονομάτων, ωστόσο το κοινό αυτό είχε συρρικνωθεί”.
Η έξοδος
Και πότε τελείωσε το ‘όνειρο’ τον ρωτάω. Πότε παραιτήθηκε η ιστορική ομάδα συντακτών απ’ το περιοδικό;
“Οι επόμενοι εκδότες, οι τρίτοι στη σειρά, μετά τον Γκρίτζαλη και τον Ξενόπουλο, που ήταν η ‘Μουσικοεκδοτική’, έφεραν μια κυρία ως υπεύθυνη, με την οποία πίστευαν ότι θα κατάφερναν να ανεβάσουν την κυκλοφορία, πράγμα θεμιτό βέβαια, εταιρεία ήταν, κέρδη ήθελαν”, λέει ο Πετρίδης. “Αυτή, λοιπόν, η κυρία έγραφε σε μια μεγάλη εφημερίδα τότε, αλλά δεν είχε ιδέα από μουσική… Ήξερε όμως να προσποιείται, να κάνει ότι γνωρίζει από ξένο τραγούδι και να ανεβάζει τις μετοχές της… Έτσι ήρθε εκεί και άρχισε να επεμβαίνει στο περιοδικό πολύ έντονα και μετά από 2-3 μήνες ο Ζουγρής μου λέει “εγώ δεν μπορώ να την έχω αφεντικό, φεύγω”.
Δεν μπορούσαμε να έχουμε ένα άσχετο άτομο, να μιλάμε πχ για τους Radiohead και να υποκρίνεται ότι ξέρει τι είναι οι Radiohead… Φεύγει, λοιπόν, ο Κώστας και μένουμε εγώ με τον Φράγκο με δυσκολίες μεγάλες, με επεμβάσεις πολλές, οι οποίες έπαιζαν και ρόλο στη μορφή του περιοδικού”.
“Αποφάσισα να παραιτηθώ, συνεχίζει ο Μάρκος Φράγκος, στα τέλη του 1997 επειδή οι εκδότες έκαναν ένα –κατά τη γνώμη μου- μοιραίο λάθος: να τοποθετήσουν πάνω από μένα μια διευθύντρια η οποία δεν είχε ιδέα από ξένη μουσική και είχε μια προσέγγιση στα πράγματα πλήρως αντίθετη από αυτό που έχει ανάγκη η pop κουλτούρα για να ανθίσει. Το θεώρησα καταστροφή (αποδείχτηκε ότι ήταν). Φυσικά δεν το δέχτηκα και έφυγα, αφού ενημέρωσα το Γιάννη Πετρίδη, ο οποίος επίσης παραιτήθηκε – ούτε αυτός ενέκρινε τις επιλογές αυτές. Αυτή ήταν και η χειρότερη στιγμή μου στο περιοδικό”.
Ο Στάθης Παναγιωτόπουλος δεν είχε τόσο άσχημο διαζύγιο. “Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε σταμάτησα, πρέπει να ήταν κάπου τις αρχές του ‘90. Και δεν θυμάμαι διότι δεν υπήρξε συγκεκριμένη στιγμή, που να ειπώθηκε “εδώ τελειώνει η συνεργασία”, απλώς σιγά-σιγά απομακρυνθήκαμε. Αυτό κυρίως συνέβη επειδή είχα ξεκινήσει να γράφω στο ‘Heavy Metal/ Metal Hammer’, που ήταν και πιο κοντά στις “αρμοδιότητές” μου”.
“Τότε λοιπόν που έφυγε ο Κώστας, επιβεβαιώνει ο Πετρίδης, και εγώ βασανίστηκα μερικούς μήνες ακόμα και σε κάποια στιγμή λέω ‘σε έναν μήνα φεύγω, θα αποχωρήσω’. Αυτή ήταν η πιο άσχημη στιγμή που έχω ζήσει στην καριέρα μου, μαζί με εκείνη που έζησα, όταν έπεσε το μαύρο στην ΕΡΤ εκείνο το καλοκαίρι. Και για τα δύο αυτά γεγονότα δεν είχα καμία ευθύνη”.
Το μετά
Λίγο πριν αρχίσει η οριστική πτώση του περιοδικού, ανέλαβε τα ηνία του ο Θοδωρής Μανίκας, σε μια προσπάθεια να το αναμορφώσει, να το σώσει, να το προσγειώσει ομαλά στον νέο αιώνα.
“Τον εκτιμώ τον Θοδωρή, φίλος μου είναι, τον εκτιμώ σαν έναν από τους πιο ενδιαφέροντες τύπους εκείνης της εποχής, και στο γράψιμο, αλλά και με γνώσεις”, θα πει κατηγορηματικά ο Πετρίδης. “Είναι ένα παιδί της δισκογραφίας, όμως δεν αρκεί να είσαι μόνο πολύ καλός στο γράψιμο, όπως ήταν ο Θοδωρής, πρέπει να έχεις και μερικά ακόμη στοιχεία, πχ διοικητικά. Ο Θοδωρής είναι από τους καλύτερους, τα κομμάτια που έχει γράψει είναι εξαιρετικά. Δεν έκλεισε το περιοδικό από τον Θοδωρή, έκλεισε από την επέμβαση αυτής της κυρίας και έκλεισε βέβαια και από τους εκδότες. Μετά από λίγο καιρό, όλη η ‘Μουσικοεκδοτική’ κατέρρευσε. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι που κλείσανε και τα υπόλοιπα περιοδικά του ομίλου.
***
Η ώρα πέρασε και ο Γιάννης Πετρίδης έπρεπε να φύγει για το στούντιο της ΕΡΑ, η εκπομπή του ‘από τις 4 στις 5’ δεν μπορούσε να καθυστερήσει, επειδή ένας μικρός φαν όπως εγώ, ζούσε το όνειρό του. Από ό,τι πρόλαβε να μου εκμυστηρευτεί, ετοίμαζε ένα μικρό αφιέρωμα στους Eels. “Τους ξέρεις”; με ρωτάει και ήταν η πρώτη φορά που έδωσα την κλασική μου απάντηση “τους θυμάμαι απ’ το ‘Ποπ και Ροκ’” και ο απέναντί μου ήξερε ακόμη καλύτερα κι από μένα τι εννοώ.