Οι τελευταίες στιγμές του Βρούτου, του ανθρώπου που σκότωσε έναν θεό
- 23 ΟΚΤ 2019
Η εμφύλια μάχη στους Φιλίππους έχει τελειώσει, ο Βρούτος έχει ηττηθεί από τον Μάρκο Αντώνιο και τον Οκταβιανό -μετέπειτα Αύγουστο Καίσαρα- και έχει αποσυρθεί σε ένα μέρος στο οποίο δεν έχουν ακόμη παρεισφρήσει οι εχθροί. Ο ίδιος, θα γλιτώσει την αιχμαλωσία εξαιτίας του πιστού του φίλου Λουκίλλιου ο οποίος θα παρουσιαστεί σε βάρβαρους στρατιώτες ως Βρούτος και θα συλληφθεί, καθώς εκείνοι αγνοούν την πραγματική μορφή του. Όταν όμως θα τον παρουσιάσουν μπροστά στον Αντώνιο, εκείνος θα τον αναγνωρίσει, θα τον συγχωρέσει γι’ αυτό του το τέχνασμα, εξυμνώντας τη γενναιότητά του και θα πει το ιστορικό “ψάχνατε για έναν εχθρό, αλλά μου φέρατε έναν φίλο”.
Λίγα χιλιόμετρα μακριά, ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος βρίσκεται εγκλωβισμένος και θα αρχίσει να σκέφτεται την αυτοκτονία, ως τη μόνη λύση για να σωθεί η περηφάνια του.
Το ημερολόγιο έγραφε 23 Οκτωβρίου του 42 π.Χ όταν μια τόσο μεγάλη και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος, θα έπεφτε νεκρός απ’ το δικό του χέρι, δύομιση σχεδόν χρόνια μετά τη δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα.
Θετός γιος του Καίσαρα που είχε την εύνοια του ή “νόθο παιδί” που προκαλούσε την περιφρόνηση στους υπόλοιπους Ρωμαίους; Προδότης ή ρομαντικός υπερασπιστής του πατροπαράδοτου πολιτεύματος της Ρώμης; Στη συνείδηση του κόσμου φέρεται να έχει κερδίσει τον πρώτο χαρακτηρισμό, στην Ιστορία όμως και οι δύο οι ερμηνείες συνεχίζουν να αποτελούν πεδίο ιδεολογικής διαμάχης.
Ο Ιούλιος Καίσαρας
Τα τελευταία του λόγια, οι αφορισμοί του, ο τρόπος που αυτοκτόνησε, όλα περιγράφονται με λεπτομέρειες στο έργο του Πλούταρχου ‘Βίοι Παράλληλοι: Δίων – Βρούτος’:
“Είχε πέσει ήδη το σκοτάδι όταν ο Βρούτος πέρασε ένα ρυάκι γεμάτο φυτά, και αρκετά γκρεμνώδες στις ακτές του, και λίγο μετά κάθισε σε ένα κοίλο μέρος, πάνω σε μία πέτρα με μεγάλη προεξοχή, με λίγους φίλους και αρχηγούς να τον περιστοιχίζουν. Και τότε κοίταξε προς τον ουρανό που ήταν γεμάτος αστέρια και πρόφερε δύο στίχους, απ’ τους οποίους τον έναν τον σημείωσε ο Βολούμνιος -“τον αίτιο αυτών των συμφορών μην τον ξεχάσεις, Δία” (σ.σ. στίχος απ’ τη ‘Μήδεια’ του Ευριπίδη)- και τον άλλον τον οποίο τον ξέχασε (σ.σ. από άλλες πηγές λέγεται ότι είπε “Ω, ταλαίπωρη Αρετή, λόγια μόνο είσαι, εγώ όμως πίστεψα σε σένα και με έργα σε υπηρέτησα, ενώ εσύ υπηρετούσες την τύχη” πάλι του Ευριπίδη).
Μετά από λίγο, άρχισε να λέει τα ονόματα όσων φίλων του έπεσαν νεκροί στη μάχη, και αναστέναξε περισσότερο για τον Φλάβιο και τον Λαβεώνα (…) Στη συνέχεια κάποιος που δίψασε, και είδε ότι και ο Βρούτος δίψασε, πήρε μια περικεφαλαία και κατέβηκε προς το ποτάμι. Ακούστηκε τότε ένας κρότος από την άλλη όχθη και ο Βολούμνιος πήγε προς τα εκεί για να κατασκοπεύσει μαζί με τον υπασπιστή του Βρούτου, τον Δάρδανο. Όταν γύρισαν μετά από λίγο, ζήτησαν λίγο απ’ το νερό που είχε περισσέψει. Ο Βρούτος γέλασε δυνατά και είπε στον Βολούμνιο ότι “αυτό το ήπιαμε, αλλά θα σας φέρουν άλλο”. Και πήγε ξανά εκείνος που είχε πάει προηγουμένως, αλλά αυτή τη φορά γύρισε τραυματισμένος, κατορθώνοντας τελευταία στιγμή να μη συλληφθεί απ’ τους εχθρούς (…) Ο Στατύλλιος απ’ την άλλη προσφέρθηκε να διέλθει μέσα απ’ το εχθρικό στρατόπεδο (γιατί αλλιώς δεν γινόταν) και να τους κατασκοπεύσει και να γυρίσει. (…) Στην επιστροφή του όμως, έπεσε στα χέρια των εχθρών και δολοφονήθηκε.
Σπάνιο αρχαίο ρωμαϊκό νόμισμα που “εξυμνεί” τον θάνατο του Καίσαρα. Βρέθηκε στην Ελλάδα και διακοσμείται απ’ την κεφαλή του Βρούτου.
Καθώς λοιπόν προχωρούσε η νύχτα, έτσι όπως καθόταν ο Βρούτος φώναξε τον υπηρέτη του τον τον Κλείτο. Ο Κλείτος άρχισε να κλαίει σιωπηλός μόλις άκουσε τι είχε να του πει, και στη συνέχεια πήγε κοντά του και ο υπασπιστής του, ο Δάρδανος, στον οποίο επίσης μίλησε μυστικά. Τέλος, απευθυνόμενος στον Βολούμνιο και υπενθυμίζοντάς του τις κοινές ελληνικές σπουδές τους, τον παρακάλεσε να κρατήσει το ξίφος και να τον καρφώσει. Εκείνος όμως δεν δέχτηκε όπως και όλοι οι υπόλοιποι που ήταν εκεί. Και όταν κάποιος είπε ότι δεν πρέπει να κάθονται άλλο εκεί αλλά να φύγουν, ο Βρούτος είπε “και βέβαια πρέπει να φύγω. Όχι όμως με τα πόδια, αλλά με τα χέρια”. Στη συνέχεια αφού τους αποχαιρέτησε όλους δια χειραψίας, και με ένα πολύ χαρούμενο πρόσωπο, είπε ότι χαίρεται ιδιαίτερα που κανένας απ’ τους φίλους του δεν τον πρόδωσε και κατηγόρησε τη θεά Τύχη για τα δεινά της χώρας του. Θεώρησε επίσης ότι θα πρέπει περισσότερο να ζηλεύουν αυτόν παρά εκείνους που τον κέρδισαν, ακόμα και τώρα, γιατί άφηνε πίσω του τη δόξα της αρετής που τα πλούτη τους και τα όπλα τους δεν θα καταφέρουν ποτέ να ξεπεράσουν. Και αυτό γιατί ο κόσμος πιστεύει ότι οι άδικοι άνδρες που σκοτώνουν τους καλούς, δεν είναι άξιοι για να κυβερνήσουν.
Στη συνέχεια, αφού τους ζήτησε θερμά να σώσουν τον εαυτό τους, πήγε λίγο πιο μακριά μαζί με δυο τρεις φίλους του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Στράτωνας, που ήταν πολύ φίλος του απ’ τα παιδικά τους χρόνια, τότε που σπούδαζαν μαζί Ρητορική. Τον πλησίασε αρκετά και κάποια στιγμή πιάνοντας με τα δυο του χέρια το δικό του γυμνό σπαθί, έπεσε πάνω του. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι λένε ότι δεν αυτοκτόνησε με το δικό του σπαθί, αλλά ότι ο Στράτωνας μετά από δική του επίμονη επίκληση, κράτησε το δικό του σπαθί στα δυο δικά του χέρια, και αφού γύρισε το βλέμμα του αλλού -για να μη βλέπει-, ο Βρούτος έπεσε με τόση δύναμη πάνω του που διαπέρασε το στήθος του και πέθανε ακαριαία”.