Ζώντας την απολογία του Ρουπακιά έξω από το Εφετείο
Για 5 συναπτές ώρες, ένας δημοσιογράφος έστησε το αυτί του περιμετρικά του Εφετείου Αθηνών και κατέγραψε ό,τι συνήθως δεν απασχολεί τις κάμερες.
- 19 ΙΟΥΛ 2019
*Η δίκη της Χρυσής Αυγής ξεκίνησε δυναμικά πριν από 4 χρόνια. Τους πρώτους μήνες, με νωπή ακόμα την πολιτική δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η μιντιακή κάλυψη που λάμβανε καλλιεργούσε ελπίδες και προσδοκίες. Αργά ή γρήγορα, το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής θα έπαιρνε την άγουσα για τις φυλακές και το Ελληνικό Κοινοβούλιο θα ανακτούσε την χαμένη δημοκρατική εσάνς του.
Οι εκατοντάδες δικογραφίες που σχηματίστηκαν για τις ‘διάσημες’ δράσεις της Χρυσής Αυγής, τα δημόσια σόου των βουλευτών της, το πρωτόγνωρο πλήθος των μαρτύρων υπεράσπισης, οι σοφιστείες και οι νομικές προσποιήσεις των δικηγόρων της καθώς και τα διάφορα λιποθυμικά-ψυχοσωματικά επεισόδια έκοψαν τα πόδια της δικαιοσύνης. Με τα αποσπασματικά και δόλια ακροδεξιά τρικ, η φόρα που είχαν πάρει οι δικαστικές αρχές, σε Κορυδαλλό και Εφετείο, έγινε καπνός. Ξεθύμανε.
Προς τέρψη όλων, η δίκη οδεύει πια προς την τελική ευθεία. Την Πέμπτη, 18 Ιουλίου 2019, ο Γιώργος Ρουπακιάς, βασικός κατηγορούμενος στην επίμαχη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, πήρε την σκυτάλη από τον έτερο Γιώργο (σ.σ Πατέλη), πυρηνάρχη της τοπικής οργάνωσης στη Νίκαια, και εξαπέλυσε ένα μνημειώδες ρεσιτάλ μνησικακίας, επιλεκτικής αμνησίας και σκληρού bras de fer με τις δυνάμεις του κακού. Η φράση που γλίστρησε από τα χείλη του στο πρώτο μισό της απολογίας (“Ήταν μια απλή ανθρωποκτονία”) έφερε την έδρα και το εξαγριωμένο κοινό στα όριά τους.
Καμία ανθρωποκτονία δεν είναι απλή ή σύνθετη. Καμία ανθρωποκτονία δεν επαιτεί ελαφρυντικά στοιχεία. Καμία ανθρωποκτονία δεν λουφάζει πίσω από το ιστορικό της πλαίσιο και προσεύχεται για την εκτόνωση της λαϊκής οργής. Κάθε ανθρωποκτονία όμως είναι ένα ξέφρενο βαλς με τις πιο κτηνώδεις, τις πιο σκοτεινές ορμές μας. Και όταν τα ένστικτα παίρνουν το πάνω χέρι, η ανθρώπινη φύση διασπάται. Κατακερματίζεται. Ώσπου τελικά υποχωρεί μπροστά στην θέα ενός πτυσσόμενου μαχαιριού. Παραδίνεται. Για πάντα.*
Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, είναι πια μεσημέρι. Η τέλεια ώρα για μια μεσογειακή σιέστα. Βέβαια, έξω από το Εφετείο, κανείς πια δεν δοκιμάζει τις ψηλές του νότες.
Πιάνω μόνο κάτι ασθενικά ηχοκύματα με το κλασικό πλέον “Ο Παύλος ζει, τσακίστε τους ναζί” να σκεπάζει όλα τα έτερα συνθήματα και τις μικροεστίες έντασης
Κοιτάζω φευγαλέα το ρολόι μου. Έχω ήδη κλείσει 5 ώρες ξεροσταλιάζοντας μπροστά από τα κάγκελα-δαγκάνες του επιβλητικού δικαστικού μεγάρου. Φοράω το σακίδιό μου, αμέσως μετά τα διακριτικά ακουστικά που έχω πάντα πρόχειρα σε κάποια ξεχασμένη τσέπη του παντελονιού, κατεβαίνω με ένα σάλτο τα κοφτερά σκαλιά του Εφετείου για να υποκύψω τελικά στην γνώριμη ευθεία του μετρό. Του μετρό “Αμπελόκηποι”.
Οι Coldplay και το Fix you είναι η μοναδική παρέα που έχω στην επιστροφή. Παγώνω για μερικά δευτερόλεπτα το play και περιεργάζομαι με δήθεν επιστημονικό ύφος τον δεύτερο κατά σειρά στίχο του τραγουδιού. “When you get what you want but not what you need”. Παίζει ακατάπαυστα. Η ίδια πρόταση, ξανά και ξανά. Για 10 συγκλονιστικά λεπτά. Όση είναι δηλαδή με μπακαλίστικους υπολογισμούς η απόσταση που χωρίζει το Εφετείο με το μετρό.
Η ιδιοφυής έμπνευση των Coldplay αποτελεί και το βασικό επιμύθιο της δίκης. Η οικογένεια, οι συγγενείς και οι φίλοι του Παύλου θα έχουν σύντομα στα χέρια τους αυτό που θέλουν. Την ισόβια κάθειρξη του καθ’ ομολογία δολοφόνου. Δεν θα έχουν όμως πότε πίσω αυτόν που χρειάζονται. Αυτόν που έχουν ανάγκη όσο κανέναν άλλο. Τον Παύλο. Ανάμεσά τους. Ένα δυσβάσταχτο κενό που η οριστική ετυμηγορία του δικαστηρίου, όποτε εκδοθεί, θα απαλύνει μόνο παροδικά. Ωστόσο, οι πληγές θα παραμείνουν. Εφ’ όρου ζωής.
Ο Γάλλος ανταποκριτής και ο καυστικός σχολιασμός του για τις εξελίξεις (1:30 μ.μ.)
Φωτογραφίες: Eurokinissi
Ο T. G. είναι Γάλλος ανταποκριτής. Δουλεύει στην Ελλάδα πολλά χρόνια και ξέρει το πολιτικό ρεπορτάζ όσο λίγοι. Καθόμαστε δίπλα-δίπλα και περιμένουμε κάποιο συνταρακτικό update μέσα από την αίθουσα. Εγώ προσποιούμαι ότι γράφω στην ατζέντα μου κι εκείνος παίζει με τις κάμερές του. Δεν χάνω δευτερόλεπτο. Πουδράρω τα γαλλικά μου και ρίχνομαι σε θέση μάχης για μια καίρια δήλωσή του. Απαντάει αμέσως. Συνοπτικά και κατανοητά, χωρίς πολλές σάλτσες.
Ζουμάρει σε τρία σημεία-κλειδιά. Στην ιδιομορφία της ελληνικής ακροδεξιάς που έχει τις ρίζες της στον ναζισμό, στην σοκαριστική και αποτρόπαια αναβίωση των ταγμάτων εφόδου από την Χρυσή Αυγή και στην προσωπική του εκτίμηση ότι οι ψηφοφόροι της έχουν προσωρινά μετακομίσει κάτω από μια μετριοπαθή πολιτική στέγη.
Το λακωνικό πηγαδάκι μας φτάνει στη λήξη του. Εγώ επιστρέφω στις κάμερές μου και εκείνος στην ατζέντά του. Μάλλον το αντίθετο.
Ο θείος του Παύλου Φύσσα και η δίκαιη αγανάκτησή του απέναντι στο τρωτό αφήγημα του Ρουπακιά (11:30 π.μ.)
Μία ευγενική φιγούρα δεν αντέχει άλλο μέσα στο δικαστήριο. Ασφυκτιά. Τρέμει. Οι περιγραφές είναι ανατριχιαστικές. Το ίδιο και η ψυχραιμία του Ρουπακιά. Ψάχνει απεγνωσμένα ελάχιστα τετραγωνικά καθαρού αέρα. Μια χαραμάδα οξυγόνου σε ένα απόλυτα τοξικό κλίμα. Σχεδόν καταρρέει μεταξύ προθάλαμου και αυλής.
Ο θείος του Παύλου προσπαθεί να συνέλθει. Τρίβει τα μάτια του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεγελάσει τα δάκρυα και τον θυμό του. Εμφανώς αποκαμωμένος, γυρίζει προς τον ανθρώπινο κλοιό που τον περιβάλλει και απασφαλίζει. Αδυνατεί, όπως όλοι μας, να δεχθεί την επίπλαστη εκδοχή του κατηγορούμενου. Ο ανιψιός του δεν γλίστρησε και έπεσε πάνω στο μαχαίρι. Δολοφονήθηκε. Άνανδρα και κατόπιν εντολής από την πολιτική ηγεσία της Χρυσής Αυγής.
Η πρoβοκατόρικη στάση της αστυνομίας και το επικίνδυνο φλερτ με τον διχασμό (9:30 π.μ.)
Ήδη από τις 9 το πρωί, πλήθος κόσμου έχει συγκεντρωθεί σε απόσταση αναπνοής από το check point του Εφετείου. Η σύστασή του μαρτυρά το καθολικό ενδιαφέρον που υπάρχει σήμερα για την δίκη. Μαθητές που έχασαν φίλους από το μικρόβιο του φασισμού, φοιτητές με αριστερή πολιτική ταυτότητα και κομψή αλογοουρά μέχρι τη μέση, απλοί πολίτες που ξέρουν να αποδομούν την ακροδεξιά και να ανιχνεύουν τη μισαλλόδοξη ρητορική της, αναμετρήθηκαν με τις αστυνομικές δυνάμεις για μία θέση στην Αίθουσα Εφέσεων.
Με όρους ίσης δίκης, το ακροατήριο ήταν sold out. Στην πραγματικότητα, το κοινό δεν ξεπερνούσε τα 70 άτομα. H προβληματική αυτή δυσαναλογία, μεταξύ κενών θέσεων και κόσμου, μετατόπισε την δυσφορία προς την πλευρά της αστυνομίας. Προτίμησε να απαντήσει στα πειράγματα μιας μικρής μερίδας με ύβρεις, ειρωνικά σχόλια και χλευασμό. Η σφιχτή αλυσίδα που σχημάτιζαν τα πέτρινα σώματα και οι προπονημένες ασπίδες, δεν έσπασε μπροστά στη δύναμη του διαλόγου. Έμεινε άκαμπτη και απροσπέλαστη μέχρι το τέλος της απολογίας. Συνολικά, περίπου 200 άτομα είδαν τις αστυνομικές δυνάμεις να φρενάρουν τα νόμιμα δικαιώματά τους.
Επί 5 ώρες, κατέγραφα μεμονωμένες αντιδράσεις και συζητούσα με αθέατους πρωταγωνιστές. Κανονικά, θα έπρεπε να βρίσκομαι στο επίκεντρο των εξελίξεων, μέσα στην αίθουσα, πίσω από τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής, στα δημοσιογραφικά έδρανα. Δεν πήρα όμως ποτέ το πράσινο φως γιατί δεν είμαι μέλος της Ε.Σ.Η.Ε.Α. Την ίδια ακριβώς τύχη επεφύλασσαν οι αστυνομικές αρχές και στον Θοδωρή Χονδρόγιαννο, καλό φίλο και εξαιρετικό δημοσιογράφο.
“Χαχαχαχα, πώς είναι δυνατόν να είστε δημοσιογράφοι χωρίς να έχετε επίσημη ταυτότητα;”, αποκρίθηκε ο αστυνομικός, γελώντας ειρωνικά. Απογοήτευση.