Από το “Enola Gay” ως την αιωνιότητα: Η εξομολόγηση των Orchestral Manoeuvres in the Dark
Ένα τραγούδι για την ατομική βόμβα δεν είναι η κλασική συνταγή της επιτυχημένης ποπ μουσικής, λένε στο OneMan. Και πολλές ακόμη σπαρταριστές ιστορίες σε μια μεγάλη συνέντευξη εν όψει της εμφάνισης τους στο Release Athens την Τετάρτη 21 Ιουνίου.
- 16 ΙΟΥΝ 2023
Όταν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι χορεύουν επί δεκαετίες με κάποια από τα τραγούδια σου, είναι ίσως δύσκολο να τους κάνεις να πιστέψουν ότι ποτέ δεν ήταν ο στόχος σου να γράψεις ποπ επιτυχίες. Όχι απλά μεγάλες, αλλά μερικές από τις μεγαλύτερες στην ιστορία της ποπ μουσικής.
Ο Andy McCluskey, τραγουδιστής και μπασίστας των Orchestral Manoeuvres in the Dark (ή, αν προτιμάτε, OMD), συνιδρυτής τους μαζί με τον Paul Humphreys, το τονίζει αυτό ξανά και ξανά στη συνέντευξη που ακολουθεί.
«Ο κόσμος μας έχει στο μυαλό του σαν ένα ποπ γκρουπ» λέει. «Όμως στην πραγματικότητα οι Orchestral Manoeuvres in the Dark ξεκίνησαν ως εννοιολογική τέχνη με τη μορφή μουσικής. Δεν είχαμε ιδέα ότι θα ήταν ποπ η μουσική μας. Όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε νομίζαμε ότι ήταν πειραματική».
Ο Tony Wilson είχε άλλη γνώμη. «Είστε το μέλλον της ποπ» τους είπε όταν τους άκουσε πρώτη φορά. «Άντε γαμήσου, είμαστε πειραματικοί, αλλά αν θες να βγάλεις το δίσκο μας, πολύ ευχαρίστως» του απάντησαν. Και όντως η Factory κυκλοφόρησε το single “Electricity”, με αυτό στις αποσκευές της η μπάντα έκλεισε ένα παχυλό συμβόλαιο με μια θυγατρική της Virgin, λίγο αργότερα ήρθε το “Enola Gay” και τα υπόλοιπα είναι, όπως λένε, ιστορία.
Μια ιστορία 45 ετών που συνεχίζεται. «Το να γράφεις τραγούδια για την ατομική βόμβα δεν είναι η κλασική συνταγή της επιτυχημένης ποπ μουσικής» λέει ο McCluskey εν όψει της εμφάνισης τους στο Release Athens την Τετάρτη 21 Ιουνίου.
Πάντα γράφουμε για τα πράγματα που μας ενδιαφέρουν. Για τον κόσμο στον οποίο ζούμε, την πολιτική, τους ανθρώπους. Η μουσική μπορεί να έχει να κάνει με τα πάντα. Η αγάπη είναι προφανώς το πιο δυνατό ανθρώπινο συναίσθημα και γράφουμε ακόμη τραγούδια για την αγάπη, απλά προσπαθούμε να μη χρησιμοποιούμε κλισέ εκφράσεις στους στίχους. Ελπίζω να τα καταφέρνουμε.
Γράφοντας μουσική στην πραγματικότητα κάνεις ένα πνευματικό και συναισθηματικό διάλογο με τον εαυτό σου. Παίρνεις, συχνά χωρίς να το καταλαβαίνεις, κάποιες εκφράσεις από αυτόν το διάλογο και τις εξωτερικοποιείς. Είναι μια ενδιαφέρουσα, καθαρτική διαδικασία. Βασικά όμως προσπαθείς να καταθέσεις σε μορφή μουσικής τα συναισθήματα και τις σκέψεις σου.
Τελικά ο νούμερο ένα ακροατής σου είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Αν καταφέρεις να δημιουργήσεις κάτι που βγάζει νόημα σε σένα, και πεις εντάξει, αυτή η γλώσσα μου μιλάει, εμπεριέχει όλα όσα νιώθω, τότε το βάζεις σε ένα δίσκο, το παραδίδεις σε άλλους ανθρώπους και ελπίζεις να πουν: «Ω, ναι, καταλαβαίνω τι θέλει να πει». Κάποιες φορές συμβαίνει, κάποιες άλλες όχι. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι αν κάποτε κατάλαβαν αυτό που τους έλεγες, αν ένιωσαν ότι μίλησες στην ψυχή τους, και εσύ αλλάξεις τη μουσική γλώσσα που χρησιμοποιείς, εξοργίζονται, είναι σαν να λένε: «Τι στο διάολο; Δεν με αγαπάς πια; Σε μισώ!». Νιώθουν ότι τους πρόδωσες. Αυτό που δεν συνειδητοποιούν είναι ότι εξαρχής ήταν ένα ατύχημα το ότι σε αγάπησαν και σε κατάλαβαν.
Πάντα προσπαθούμε να κάνουμε κάτι που είναι ενδιαφέρον για εμάς τους ίδιους, που σημαίνει ότι πάντα προσπαθούμε να κάνουμε κάτι νέο. Στιχουργικά προσπαθώ πάντα να καταπιάνομαι είτε με κάτι νέο, είτε να επεκτείνω μία συζήτηση που είχα παλιότερα με τον εαυτό μου. Μιλάω γι’ αυτό λες και είναι τέχνη. Ξέρω ότι ακούμε σαν ποζεράς, γιατί ο κόσμος μας έχει στο μυαλό του σαν ένα ποπ γκρουπ. Όμως στην πραγματικότητα οι Orchestral Manoevrues in the Dark ξεκίνησαν ως εννοιολογική τέχνη με τη μορφή μουσικής. Δεν είχαμε ιδέα ότι θα ήταν ποπ η μουσική μας. Όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε νομίζαμε ότι ήταν πειραματική.
«Είστε το μέλλον της ποπ», είπε ο Tony Wilson όταν μας πρωτάκουσε. Εμείς του είπαμε: Άντε γαμήσου, είμαστε πειραματικοί, αλλά αν θες να βγάλεις το δίσκο μας, πολύ ευχαρίστως.
Κάθε φορά προσπαθούμε να βρούμε μια ενδιαφέρουσα ιδέα, τόσο σε συνθετικό όσο και σε στιχουργικό επίπεδο. Συνήθως ξεκινάμε από κάτι πολύ μίνιμαλ, από ένα περίεργο ήχο ή ρυθμό. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μας αρέσει ο πειραματισμός με το στανιό. Είναι απλά το όχημά μας.
Έχω τη διαδικασία στο μυαλό μου ως εξής: πηδάμε από τον γκρεμό με μία τρελή, πειραματική ιδέα και μέχρι να φτάσουμε στο έδαφος σιγά σιγά με τα ανοιχτά μας αλεξίπτωτα, έχουμε καταφέρει να αποκτήσουμε μία περίεργη μουσικότητα. Ακόμη και σε περιπτώσεις τραγουδιών όπως το “La Mitrailleuse”, που είναι το πιο αγνό παράδειγμα αρμονικής συνύπαρξης των μηχανών με το ανθρώπινο στοιχείο. Περιέχει μόνο τη φωνή μου και τον ήχο αυτόματων όπλων. Κι όμως, έχει μία έντονη μουσικότητα. Είναι εντελώς παράδοξο.
Όταν υπογράψαμε στη Factory, ο Tony Wilson είπε από την πρώτη στιγμή ότι αν και το label ήταν πολύ μικρό, ένιωθε ότι μας άξιζε να πουλήσουμε εκατομμύρια δίσκους και να βγούμε στο Top of the Pops. «Ναι, ναι, ό,τι πεις, άσε μας ήσυχους», του λέγαμε. Όμως επέμενε: «Θα χρησιμοποιήσουμε το “Electricity” σαν demo για να κλείσετε συμβόλαιο με μεγάλη εταιρία». Όντως έτσι έγινε. Όταν λοιπόν η Virgin μας έδωσε μια μεγάλη προκαταβολή, εμείς το πρώτο πράγμα που σκεφτήκαμε ήταν ότι κανένας δεν θα αγόραζε τη μουσική μας, ακόμη και οι φίλοι μας έλεγαν ότι ήταν σκατά. Πήραμε τα λεφτά και φτιάξαμε το δικό μας στούντιο, γιατί σκεφτόμασταν ότι κανένας δεν θα αγόραζε το δίσκο και η εταιρία θα ακύρωνε το συμβόλαιο. Τουλάχιστον θέλαμε να μας μείνει κάτι από όλη αυτή την ιστορία.
Προετοιμαζόμασταν για την αποτυχία. Αλλά δεν αποτύχαμε. Το πρώτο άλμπουμ (σ.σ. Orchestral Manoevrues in the Dark) έγινε χρυσό, το επόμενο (σ.σ. Organisation) είχε το “Enola Gay”, το επόμενο (σ.σ. Architecture & Morality) πούλησε μερικά εκατομμύρια. Το να γράφεις τραγούδια για την ατομική βόμβα δεν είναι η κλασική συνταγή της επιτυχημένης ποπ μουσικής. Είχαμε όμως αυτές τις μελωδίες και όταν ο κόσμος άκουγε τα τραγούδια, ακόμη και αν του φαίνονταν περίεργα αυτά που λέγαμε, κολλούσαν στο μυαλό του. Ήταν απίστευτο γιατί εμείς ακόμη νιώθαμε ότι πειραματιζόμασταν.
Μεγαλώσαμε βλέποντας Top Of The Pops. Τα πρώτα χρόνια, όποτε ήταν να βγούμε στον αέρα, στεκόμασταν με τον Paul στη σκηνή, προσέχαμε το κόκκινο φως πίσω από τις κάμερες και μόλις ακούγαμε να μας προλογίζει ο παρουσιαστής, κοιταζόμασταν και λέγαμε «πως στο διάολο συνέβη όλο αυτό; Σίγουρα θα μας κάνουν τσακωτούς κάποια στιγμή. Τώρα όμως ξεκίνα να παίζεις». Ήταν τρελό. Είχαμε ξεκινήσει σχεδόν χωρίς όργανα. O Paul είχε κάτι περίεργα μηχανήματα, εγώ είχα ένα μπάσο για αριστερόχειρες που το έπαιζα ανάποδα και απλώς φτιάχναμε περίεργα ambient πράγματα, γιατί μόνο αυτό μπορούσαμε να κάνουμε. Αργότερα πήραμε πλήκτρα και αρχίσαμε να γράφουμε μελωδίες αλλά ακόμη πιστεύαμε ότι αυτό που κάναμε ήταν εντελώς πειραματικό. Για χρόνια δεν παίζαμε live γιατί δεν πιστεύαμε ότι θα ήθελε να μας δει κανείς.
Γεννήθηκα το 1959. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε μια διάχυτη αισιοδοξία, όλοι πίστευαν ότι οδεύαμε, και μέσω της τεχνολογίας, σε μία ουτοπία. Τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς έτσι. Όλο αυτό το ουτοπικό όραμα κατέληξε σε δυστοπία. Δεν γίνεται να προβλέψεις το μέλλον, σίγουρα θα πέσεις έξω.
Δεν προβάλλαμε στο μυαλό μας το μέλλον. Απλά θέλαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Δεν ξέρω πως ήταν τα πράγματα τότε στην Ελλάδα, αλλά τα 70s ήταν μια εντελώς σκατένια δεκαετία στην Αγγλία. Τα παλιά εργοστάσια κατέρρεαν, η ανεργία ήταν στα ύψη και ήρθε η Θάτσερ στην εξουσία. Τη μισούσα πραγματικά. Οι νέοι ήταν εξοργισμένοι όμως πιστεύω ότι μέσα τους υπήρχε μία αποφασιστικότητα με θετικό πρόσημο, ήθελαν να αλλάξουν την κατάσταση με διαφορετική πολιτική, μουσική και τέχνες. Θέλαμε λοιπόν να κάνουμε νέα μουσική που θα αντικατόπτριζε το γεγονός ότι νιώθαμε πως μπορούσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Επίσης δεν μας άρεσαν καθόλου τα κλισέ του ροκ. Μισούσαμε τους Led Zeppelin.
Όταν ήμουν νέος νομίζω ότι τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα. Μπορούσες να διακρίνεις το νέο από το παλιό, το μοντέρνο από το παλιομοδίτικο. Τώρα ζούμε σε μία μεταμοντέρνα εποχή που η ποπ κουλτούρα τρώει τις σάρκες της, τρέφεται από την ίδια της την ιστορία. Δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα φτάναμε σε μία μεταμοντέρνα εποχή που δεν θα υπήρχε τίποτα καινούριο στην ποπ κουλτούρα. Μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι το καινούριο είναι πάντα καλύτερο, το οποίο μπορεί να μην είναι κατ’ ανάγκη αλήθεια, αλλά όταν είσαι παιδί δεν γίνεται να μην ανυπομονείς για αυτά που θα σε οδηγήσουν στο μέλλον.
Όταν ξεκίνησε όλη αυτή η μεταμοντέρνα κατάσταση, στις αρχές των 90s, μπερδεύτηκα. Εμείς επιλέξαμε τα συνθεσάιζερ γιατί θέλαμε να δημιουργήσουμε νέους ήχους. Μπαίνοντας λοιπόν στα 90s, με το grunge και τη brit-pop, ήμασταν σε σύγχυση. Συγνώμη, ξαφνικά θεωρούνται παλιομοδίτικα τα συνθεσάιζερ ενώ το να ακούγεσαι σαν τους Beatles είναι φρέσκο; Δεν μπορούσα να κατανοήσω όλο αυτό που συνέβαινε με τους Oasis. Μου πήρε καιρό να προσαρμοστώ.
Φαντάσου ότι είσαι μουσικός που θέλει να δοκιμάσει κάτι καινούριο. Τι κάνεις σήμερα; Δεν υπάρχει τίποτα πραγματικά καινούριο που να μπορείς να κάνεις. Οι μεγάλες τεχνολογικές τομές για τους μουσικούς έχουν ήδη συμβεί. Χρησιμοποιούμε τους υπολογιστές ήδη πάρα πολλά χρόνια.
Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες με τον Paul, αγοράσαμε τα πρώτα μας synths από τους mail order καταλόγους των μανάδων μας, απ’ όπου αγόραζαν κι εκείνες όποια οικιακή συσκευή μπορείς να φανταστείς. Κάθε παιδί μπορούσε να βιώσει έτσι μια τεράστια αλλαγή, όπως στα 50s αγόραζαν ηλεκτρικές κιθάρες ή όπως αργότερα αγοράζαμε software προγράμματα. Τώρα δεν συμβαίνει κάποια ανάλογη τομή. Αυτό που μπορείς να κάνεις λοιπόν ως μουσικός είναι να πάρεις οποιαδήποτε επιρροή σε ερεθίζει, είτε είναι οι Led Zeppelin είτε οι OMD, και να τη συνδυάσεις με άλλα στοιχεία ώστε να την αποδώσεις με τον δικό σου τρόπο, με τη φωνή της εποχής σου.
Πραγματικά απογοητεύομαι όταν βλέπω κάποιον που γράφει ηλεκτρονική μουσική σήμερα να αγοράζει μηχανήματα που χρησιμοποιούσαμε εμείς όταν ξεκινούσαμε. Τι διαφορά έχει από τη folk μουσική με τις κιθάρες και τα μπάντζο; Ακολουθείς τυφλά μια παράδοση, δεν κάνεις τίποτα καινούριο. Αντιγράφεις κάτι που ήταν κάποτε καινούριο. Όταν βγήκαν οι Oasis, έλεγαν ότι τα synths είναι σκατά, ότι οι αυθεντικές μπάντες παίζουν με κιθάρες και ακούγονται σαν τους Beatles και τους Rolling Stones. Τώρα οι ηλεκτρονικές μπάντες λένε ότι οι υπολογιστές είναι σκατά και ότι οι «αυθεντικοί» παίζουν με drum machines και μονοφωνικά συνθεσάιζερ. Τρελό, ε;
Είναι και κάτι άλλο προφανές που δεν πρέπει να προσπεράσουμε σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση: η μουσική βιομηχανία είναι διαλυμένη, κανείς δεν ρισκάρει επενδύοντας σε κάτι ρηξικέλευθο.
Σήμερα μπορείς να ανεβάσεις ένα τραγούδι σου στο Bandcamp ή το YouTube ελπίζοντας ότι θα σε δει κάποιος στην άλλη άκρη του κόσμου. Όμως, καμία μεγάλη εταιρία δεν θα επένδυε σήμερα σε δύο τύπους με το όνομα Orchestral Manoeuvres In The Dark που παίζουν τραγούδια που οι φίλοι τους λένε ότι είναι σκατά. Σκέφτονται ως εξής: Υπάρχουμε για να βγάζουμε λεφτά, δεν μας παίρνει οικονομικά να βγούμε στη γύρα αναζητώντας το καινούριο, οπότε ας αντιγράψουμε μια επιτυχημένη συνταγή. Γι’ αυτό η ποπ μουσική δεν αλλάζει ιδιαίτερα. Στις μεγάλες εταιρίες λένε: «Ποιος έγραψε αυτό το τραγούδι για την Adele; Ποιος σκηνοθέτησε το βίντεο; Αυτούς θέλουμε για τον δικό μας καλλιτέχνη». Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι τα πράγματα που δημιουργούνται με σκοπό μόνο τις πολύ μεγάλες πωλήσεις, κατά κανόνα είναι σχεδιασμένα ώστε να μην έχουν καμία ιδιαίτερη γεύση, ώστε να μην υπάρχει καμία περίπτωση να προκαλέσουν.
Έχω ένα φίλο που δουλεύει στη βιομηχανία της ζυθοποιίας. Όταν φτιάχνεις μπύρα όσο πιο πολύ λυκίσκο χρησιμοποιείς τόσο πιο έντονη είναι η γεύση. Οι ιδιαίτερες, με έντονη πικράδα, μπύρες έχουν πολύ λυκίσκο, περίπου 30 μονάδες. Οι lager έχουν γύρω στις 20. Η Budweiser έχει μόνο 14, βασικά δεν έχει καθόλου γεύση. Τη δοκιμάζεις, δε σου κάνει καμία αίσθηση αλλά τουλάχιστον δεν σε δυσκολεύει και όταν σε ρωτάνε τι γεύση έχει, λες «δεν ξέρω, σαν μπύρα». Κάτι ανάλογο ισχύει και με τη μουσική και με οτιδήποτε άλλο. Τα πάντα έχουν να κάνουν με το μάρκετινγκ ώστε να καταναλώνει ο κόσμος πράγματα σχεδιασμένα ώστε να μην «ενοχλούν», να είναι κενά νοήματος.
Τώρα πια, μιας και παίζω μπάσο από τα 16 μου, δεν έχω πρόβλημα αν κάποιος με αποκαλέσει μουσικό. Τραγουδάω κιόλας, καλούτσικα θέλω να πιστεύω. Οι μουσικοί όμως είναι απλά το μέσο. Το τραγούδι είναι η τέχνη. Μπορείς να βρεις πολλούς μουσικούς να παίξουν ένα τραγούδι αλλά μόνο ένας-δυο άνθρωποι θα το έχουν γράψει. Το πρόβλημα με τόσους πολλούς μουσικούς είναι ότι ξοδεύουν χρόνια ολόκληρα βασανίζοντας το κορμί τους για να γίνουν βιρτουόζοι. Και μόλις τα καταφέρουν νιώθουν ότι πρέπει να σου δείξουν όσα έχουν μάθει και φλυαρούν.
Φίλε, δεν με νοιάζει πόσες γαμημένες νότες μπορείς να παίξεις. Μπορείς να παίξεις μια μελωδία; Ή το παίζεις υπεράνω επειδή σου φαίνεται πολύ απλό; Δεν είναι απλό, είναι όμορφο!
Οι μόνοι που ενδιαφέρονται για να ένα βιρτουόζο μουσικό είναι άλλοι βιρτουόζοι μουσικοί. Συγκρίνονται μεταξύ τους και ξεχνάνε να παίξουν μια μελωδία που θα αποτυπωθεί στο μυαλό του ακροατή. Δε με νοιάζει καθόλου να γίνω καλύτερος μουσικός. Θέλω απλά να μπορώ να παίζω τα τραγούδια μας.
Συχνά χρησιμοποιώ το παράδειγμα του “Enola Gay”. Πουλήθηκαν 5 εκ. αντίτυπα. Ας υποθέσουμε ότι το κάθε επτάιντσο κόστισε 1 λίρα – αν και ήταν πολύ φτηνότερο. Το δικό μας ποσοστό ήταν 6%. Οπότε για κάθε αντίτυπο που πουλιόταν, εμείς δικαιούμασταν 6 πένες. Τα περισσότερα όμως πουλήθηκαν εκτός Μεγάλης Βρετανίας, όπου με βάση τη συμφωνία δικαιούμασταν 4 πένες. Ο παραγωγός έπαιρνε 3 πένες. Οπότε για εμάς έμενε 1. Και από αυτή έπρεπε να πληρώσουμε την προκαταβολή που είχαμε πάρει, το κόστος της ηχογράφησης και το μισό κόστος του βίντεο. Γι’ αυτό δε βγάλαμε ποτέ λεφτά. Φτάσαμε στο τέλος των 80s, είχαμε πουλήσει συνολικά 20 εκατομμύρια singles, 10 εκατομμύρια albums και το 1988 χρωστούσαμε στη Virgin 1 εκατομμύριο λίρες. Και όχι γιατί είχαμε σκάφη, ιδιωτικά τζετ ή κάστρα. Δουλεύαμε διαρκώς για να επιστρέφουμε λεφτά στον Richard Branson.
Σίγουρα μας επηρέασε αυτή η κωλοκατάσταση. Ήμασταν υπό τεράστια πίεση, δεν είχαμε χρόνο και πήραμε λάθος αποφάσεις. Ήμασταν επιτυχημένοι, περιοδεύαμε σε όλο τον κόσμο για μήνες, επιστρέφαμε στο σπίτι και ο μάνατζερ μας έλεγε: «Δεν έχετε καθόλου λεφτά». Κι εμείς κοιταζόμασταν και λέγαμε τι στο διάολο, έχουμε χρυσά άλμπουμ, μόλις γυρίσαμε από περιοδεία, γιατί δεν έχουμε μία; Ρωτούσαμε τι άλλο έπρεπε να κάνουμε για να βγάλουμε λεφτά και από την εταιρία μας έλεγαν: «Αν ετοιμάσετε άλλο ένα άλμπουμ μέχρι τα Χριστούγεννα, θα πουλήσει πολύ». Μα είναι Αύγουστος, πότε θα προλάβουμε; λέγαμε απορημένοι. Και με εντελώς φυσικό τρόπο μας έλεγαν: «Έχετε τρεις ολόκληρες εβδομάδες». Οπότε τα δέκα πρώτα πράγματα που γράφαμε, τα χώσαμε όλα στα άλμπουμ, είτε ήταν καλά, είτε κακά. Στο Crush (1985) και το The Pacific Age (1986) υπήρχαν κάποια καλά τραγούδια αλλά υπήρχαν και άλλα που αν είχαμε περισσότερο χρόνο θα είχαμε πει ότι δεν ήταν αρκετά καλά και θα τα είχαμε αφήσει στην άκρη.
Υπήρχαν και κάποιοι πιο έξυπνοι από εμάς που δεν ένιωσαν ανάλογη πίεση. Για παράδειγμα οι Depeche Mode σύμφωνα με το συμβόλαιο τους με τη Mute δικαιούνταν το 50% επί των κερδών. Ένας από τους λόγους που δεν έχασαν την ψυχραιμία τους ήταν ότι όταν πούλησαν ένα εκατομμύριο δίσκους, το κόστος της παραγωγής, του βίντεο κλπ ήταν μοιρασμένο ανάμεσα στη μπάντα και την εταιρία αλλά το ίδιο και τα κέρδη. Είχαν δηλαδή μια συμφωνία από την οποία έβγαζαν τόσα πολλά λεφτά που τους επέτρεπαν να πάρουν το χρόνο τους και να παραμείνουν συγκεντρωμένοι. Ενώ εμείς τρέχαμε και δε βγάζαμε άκρη.
Θυμάμαι κάποτε να μπαίνω στα γραφεία της Factory και να βλέπω ένα υπέροχο μεγάλο τραπέζι κρεμασμένο από το ταβάνι με γυαλιστερές αλυσίδες (σ.σ. ένα αντικείμενο που έχει απαθανατιστεί και στο 24h Party People). Μόλις μου είπαν ότι είχε κοστίσει 40 χιλιάδες λίρες έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Αυτά ήταν λεφτά των New Order! Ήταν όμως πολύ συναρπαστικά στη Factory. Πρώτα απ’ όλα γιατί έπαιρναν ρίσκα. Υπέγραψαν εμάς. Υπέγραψαν τους Joy Division. Είχαν όραμα.
O Martin Hannett πήρε τους Joy Division όταν ήταν άλλη μία post-punk μπάντα και έβγαλε κάτι πανέμορφο από μέσα τους. Το πρώτο τους άλμπουμ ήταν βασικά το δικό του όραμα, όχι της μπάντας. Ο Χάνετ σκέφτηκε τα εξής: Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Έχουμε ένα σπουδαίο ντράμερ, οπότε θα χτίσουμε ένα βιομηχανικό ρυθμό. Έχουμε ένα μπασίστα που παίζει μελωδίες, οπότε και αυτό πρέπει να το βγάλουμε μπροστά. Έχουμε ένα τραγουδιστή που ξεχειλίζει από υπαρξιακό πόνο, πρέπει κι αυτός να ακουστεί δυνατά. Τώρα τι σκατά να κάνουμε με την κιθάρα; Άντε ας τη βάλουμε λίγο στο background, να μην ενοχλεί. Ο Barney (σ.σ. Bernard Sumner) στην αρχή μισούσε το Unknown Pleasures! Μόνο όταν κατάλαβαν ότι ο δίσκος είχε δημιουργήσει αίσθηση, άρχισαν να λένε ότι έκαναν ακριβώς αυτό που ήθελαν.
Η Factory είχε όραμα. Όμως ήταν ξεκάθαροι μαζί μας: «Είμαστε ένα πολύ μικρό label. Εσείς θα έπρεπε να παίζετε στο Top of the Pops και να πουλάτε εκατομμύρια δίσκους». Το “Electricity” αρχικά κυκλοφόρησε από τη Factory αλλά μετά έφτασε στα χέρια της Carol Wilson που είχε τη Dindisc Records (σ.σ. θυγατρική της Virgin) που μας είπε ότι το λάτρεψε και ρώτησε αν έχουμε κι άλλα τραγούδια. Τελικά ήρθε στο Λίβερπουλ να μας δει στο δωμάτιο του Paul να παίζουμε μόνο για εκείνη όλα μας τα τραγούδια. Εφτά ολόκληρα τραγούδια! Λίγο αργότερα παίζαμε στο Μπλάκπουλ με τους Joy Division και τους A Certain Ratio. «Θα έρθω να σας δω, θα σταματήσω πηγαίνοντας με την οικογένειά μου στη Σκωτία το Σαββατοκύριακο» είπε. Όταν όμως έφτασε εμείς είχαμε ήδη τελειώσει και φορτώναμε τον εξοπλισμό στο βαν. «Συγνώμη παιδιά, αλλά πάρτε αυτόν τον φάκελο και ρίξτε του μια ματιά όταν γυρίσετε σπίτι» είπε. Τελειώνει το live των Joy Division, μπαίνουμε στο βαν για να φύγουμε, ανοίγω τον φάκελο χωρίς να έχω ιδέα τι μας περιμένει και διαβάζω ότι μας προσφέρουν μία συμφωνία για 7 δίσκους! Δεν έχω ιδέα πως καταφέραμε να κρατήσουμε το βαν στο δρόμο.
Δώσαμε την πρώτη μας συναυλία για πλάκα, διαλέξαμε ένα χαζό όνομα και ανεβήκαμε στη σκηνή του Eric’s Club στο Λίβερπουλ μαζί με τους Joy Division μπροστά σε 30 άτομα που ήταν όλοι φίλοι μας. Αυτό έγινε τον Οκτώβριο του 1978. Τον Μάιο του 1979 κυκλοφόρησε το “Electricity” από τη Factory. Η Carol Wilson μας υπέγραψε το καλοκαίρι του 1979. Ο Gary Numan έτυχε να αγοράσει το single τον Μάιο του ’79. Ο οποίος Numan με τον αέρα των δύο χιτ “Cars” και “Are ‘Friends’ Electric?” ετοιμαζόταν για μεγάλη περιοδεία. Και διάλεξε εμάς για σαπόρτ! Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1979 ξεκινήσαμε περιοδεία μαζί του. Μετά φτιάξαμε το δικό μας στούντιο σε μια παλιά αποθήκη μέσα σε δύο εβδομάδες. Ηχογραφήσαμε το άλμπουμ σε 3 εβδομάδες, το παραδώσαμε και το Φεβρουάριο του 1980, λιγότερο από 18 μήνες από εκείνη την υποτίθεται one-off συναυλία, κυκλοφόρησε το ντεμπούτο μας. Μετά από δύο μήνες αργότερα είχαμε την πρώτη μας επιτυχία.
Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «γνωστικές στρεβλώσεις». Η δική μου στρέβλωση είναι ότι με το να ξοδεύω ακόμη ώρες, μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια για να δημιουργήσω καινούρια μουσική, ίσως καταφέρω κάποτε να κάνω τον κόσμο λίγο καλύτερο. Ακούγεται γελοίο, ε;
Αν τώρα που είμαι 58 είχα την ευκαιρία να συναντήσω τον εικοσάχρονο Andy McCluskey, το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν να τον πάρω μια αγκαλιά και να του πω να ηρεμήσει, να σταματήσει να ανησυχεί, να φοβάται και να θυμώνει όλη την ώρα. Και μετά θα του έλεγα: Τώρα θα ξεκινήσεις ένα υπέροχο ταξίδι, προσπάθησε να το απολαύσεις μαλάκα! Γιατί δεν το απόλαυσα όσο θα μπορούσα. Ήμουν συνέχεια ανήσυχος, φοβισμένος, προβληματισμένος. Τώρα απολαμβάνω περισσότερο από ποτέ να παίζω live. Γιατί επιτέλους συνειδητοποίησα ότι αν κάποιος έχει αγοράσει εισιτήριο για να μας δει, μάλλον του αρέσουμε και είναι με το μέρος μας.
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στην πλατεία Μαβίλη τον Σεπτέμβριο του 2017. Οι Orchestral Manoeuvres in the Dark θα εμφανιστούν μαζί με τους M83 και τους Röyksopp στο Release Athens x SNF Nostos 2023 την Τετάρτη 21 Ιουνίου.