© Άγγελος Κλάδης
ΠΟΛΗ

20 λεπτά στο κτίριο της Ιταλικής Πρεσβείας που άνοιξε για πρώτη φορά

Το Μέγαρο Ψύχα δίπλα στη Βουλή ήταν η φετινή αποκάλυψη του Open House Athens: ένα υπέροχο κτίριο του Ernst Ziller με φοίνικες και μάρμαρο Πεντέλης. Κάτω απ’ το μανδύα του κρυβόταν όμως και μια «μελανιά» από το 1940.

Δεν είναι δα και λίγο να περιμένεις δύο ώρες για ένα κτίριο, αλλά η έδρα της Ιταλικής Πρεσβείας δεν είναι ένα οποιοδήποτε κτίριο. Η ουρά που κατέληγε στην είσοδο ακολουθούσε παραλλήλως όλη την οδό Σέκερη, μέχρι τη Βασιλίσσης Όλγας. Το Μέγαρο που έμεινε στην ιστορία δίπλα από το όνομα του τραπεζίτη Στέφανου Ψύχα, άνοιγε πρώτη φορά για το κοινό, στο πλαίσιο του Open House Athens, και μιλάμε για ένα έργο από τα χέρια του Ernst Ziller, με ιστορία και μύθους από τον 19ο αιώνα.

Χτίστηκε το 1870 για λογαριασμό του επιφανούς επιχειρηματία, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε αναλάβει την προέκταση του σιδηροδρόμου από την Ομόνοια στο Θησείο. Δεν θα μπορούσε να είναι λιγότερο μεγαλοπρεπές από το κύρος του πελάτη, αλλά έτσι κι αλλιώς ο Ziller είχε μια φιλόδοξη επιθυμία να μετατρέψει τη νεαρή πρωτεύουσα σε πόλη-πρότυπο, σύμφωνα με τις αρχές του γερμανικού νεοκλασικισμού. Το κτίριο της Ιταλικής Πρεσβείας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Η σκάλα, ας πούμε, η οποία αρπάζει την προσοχή τον επισκέπτη στον προθάλαμο του ισογείου: μια επιβλητική σε μέγεθος κατασκευή μόνο από μάρμαρο Πεντέλης είναι το πρώτο που συναντάς, μπαίνοντας. Τα ξυλόγλυπτα, η οροφή με τα ανάγλυφα – η αίσθηση μεγαλοπρέπειας, όπως θα περίμενε κάποιος από το εξωτερικό του οικοδομήματος με τους κίονες, τα αρ νουβό κιγκλιδώματα και την περίτεχνη δουλειά στη στέψη. Η αίθουσα υποδοχής ήταν πρακτικά ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε μια σειρά από χώρους συναντήσεων.

Πόσο έχει αλλάξει από τον 19ο αιώνα

Το πάτωμα από μάρμαρο γίνεται στη συνέχεια ξύλο που τρίζει στο βάρος, φωνάζοντας την ηλικία του. «Είναι το ίδιο πάτωμα από την αρχική οικοδόμηση του 19ου αιώνα, όπως και πολλά άλλα στοιχεία του κτιρίου», αποκαλύπτει η Μαριέττα από την ομάδα του Open House, στο ρόλο του ξεναγού.

«Για τα πρώτα 32 χρόνια το κτίριο έμεινε ολόιδιο, ενώ και η προσθήκη αργότερα του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά για τις ανάγκες της βασιλικής οικογένειας έγινε με τρόπο που να μην επηρεάσει το κληροδότημα του Τσίλλερ».

Πρόκειται για μια επέκταση στην πίσω πλευρά του κτιρίου, η οποία είναι εμφανώς διακριτή. Η δεύτερη παρέμβαση που έγινε το 1902 ήταν να αφαιρεθεί ένας τοίχος για να ενωθούν δύο διπλανά σαλόνια σε ένα μακρόστενο, πολλών τετραγωνικών, όπως άρμοζε στο prestige της μεγάλης οικογένειας. Με την επέκταση, το οικοδόμημα απέκτησε άτυπα δύο πτέρυγες· στην πίσω πλευρά αναπτύχθηκαν οι ιδιωτικοί χώροι, όπου σήμερα διαμένει η πρέσβειρα της Ιταλίας, ενώ ένα λευκό δωμάτιο με υαλοροφή έγινε το σημείο σύνδεσης ανάμεσα στα δύο μέρη του κτιρίου.

Όταν αργότερα, το 1922, εκδιώχθηκαν από τη χώρα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, το κτίριο πέρασε μερικά χρόνια από τα χέρια του ομίλου Μεγάλη Βρετανία και της Νορβηγικής πρεσβείας, για να καταλήξει περί το 1950 στο ιταλικό κράτος, το οποίο παραμένει ως ιδιοκτήτης μέχρι σήμερα. Βέβαια, είχαν περάσει ήδη δεκαετίες που φιλοξενούνταν εδώ οι συνεδριάσεις της ιταλικής αποστολής, γεγονός το οποίο γέννησε και έναν από τους κυριότερους θρύλους, που ακολουθούν το κτίριο έως σήμερα.

Ένα ντεσού από το 1940

Έργα τέχνης από το Uffizi και άλλα διάσημα μουσεία της Ιταλίας κοσμούν τους τοίχους της Πρεσβείας από δωμάτιο σε δωμάτιο, καλλιεργώντας μιαν ατμόσφαιρα 18ου αιώνα με το κάλλος του όψιμου μπαρόκ. Δίπλα από την κύρια τραπεζαρία με το επίμηκες ξύλινο τραπέζι για τα γεύματα μετά τις συνεδριάσεις, το κλίμα σταματά να είναι εξωστρεφές με του που περνάς στο χώρο του γραφείου – μια αίθουσα, όπου κυριαρχεί το ξύλο και για κάποιο περίεργο λόγο αντιλαμβάνεσαι μιαν απομόνωση. Ησυχία.

«Το σεκρετέρ χρησιμοποιείται πλέον ελάχιστα, κατά κύριο λόγο είναι κλειστό», επιβεβαιώνει η ξεναγός. Ένα γραφείο κάθεται στη γωνία, χωρίς να τραβάει τα βλέμματα, αλλά αθόρυβα καθορίζει τη μυστικότητα που πλανάται στον αέρα. «Επάνω σε αυτό το γραφείο, το έτος 1940, ο τότε πρέσβης της επί Μουσολίνι Ιταλίας Emanuele Grazzi‎ μετέφρασε το τελεσίγραφο, με το οποίο δινόταν η δικαιοδοσία στα ιταλικά στρατεύματα να εισβάλουν στην Ελλάδα», εξηγεί στη συνέχεια.

Το συμβάν έτυχε να πέσει επάνω στην πρεμιέρα μιας νέας όπερας του Πουτσίνι. Υπήρχε δεξίωση στον μεγάλο κήπο με τους φοίνικες που ακόμη ψηλώνουν (ήταν προσφορά του Πρέσβη της Αιγύπτου στη βασίλισσα Αμαλία) και το κλίμα ήταν σαφώς εύθυμο, τα ποτήρια τσούγκριζαν με αβρότητα και στη λαμπρή τελετή παρών ήταν ο γιος του Πουτσίνι, όπως διαβεβαιώνουν οι μελετητές Θανάσης Γιοχάλας και Τόνια Καφετζάκη στο βιβλίο «Ιχνηλατώντας στην Αθήνα».

Ήταν μια πράξη την οποία ο Emanuele Grazzi‎ του θα δήλωνε αργότερα, στα απομνημονεύματά του, ότι είχε μετανιώσει οικτρά: «Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του», θα έγραφε χαρακτηριστικά.

«Λέγεται ότι κανένας δεν έχει καθίσει σε αυτή τη θέση από τότε: το γραφείο έγινε φορέας δεισιδαιμονιών και προλήψεων». Το Petit Palais, όπως χαρακτήριζαν κάποτε το κομψό και συνάμα μεγαλοπρεπές οικοδόμημα του Τσίλερ στο κέντρο της «καλής» Αθήνας, είχε ένα μπλάβο σημείο που έκρυβε σαν μελανιά κάτω απ’ το κεντημένο του χιτώνιο.