α © Γιώργος Χαρίσης / Βουλή των Ελλήνων και ΝΕΟΝ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

7 από τα πιο σημαντικά βιομηχανικά τοπόσημα της Αθήνας

Κτίρια βαριά σε τόνους και ιστορία, τα οποία διασώθηκαν απ’ τα σαγόνια της μπουλντόζας και τη φούρια της κατεδάφισης, αποτελώντας σήμερα τους λίγους ζωντανούς μάρτυρες της βιομηχανικής εξέλιξης στην πόλη.

«Πόλη. Ο καλλιτέχνης αναζητά την αιώνια αλήθεια αγνοώντας την αιωνιότητα γύρω του. Θαυμάζει τον κίονα ενός ναού της Βαβυλώνας και περιφρονεί την καμινάδα του εργοστασίου. Διαφέρουν καθόλου οι γραμμές τους; Όταν τελειώσει η εποχή της βιομηχανίας με ηλεκτροπαραγωγή και καύση άνθρακα, θα θαυμάζουμε τα ερείπια των καμινάδων όπως σήμερα θαυμάζουμε τα ερείπια των κιόνων».

Αυτά ήταν τα λόγια που ανέφερε σε ένα ενδιάμεσο σημείο της αφήγησης ο σκηνοθέτης Radu Jude στην ποιητική ταινία που απέσπασε τη Χρυσή Άρκτο το 2021, με τον διόλου εύπεπτο τίτλο Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό. Λέξεις που λίγο έως πολύ είναι ικανές να περιγράψουν τα βιομηχανικά τοπόσημα ή μνημεία αν προτιμάτε μίας πόλης.

Αλήθεια, πόσο εξοικειωμένοι είμαστε με την ιδέα ότι μια υψικάμινος είναι το ίδιο θαυμαστή με έναν κίονα των αρχαίων χρόνων; Τυπικά, από πλευράς του κράτους, οι πρώτες κηρύξεις βιομηχανικών κτιρίων ως διατηρητέων μνημείων έγιναν τη δεκαετία του 1980. Αλλά περιελάμβαναν μονάχα τα πιο εμβληματικά παραδείγματα της κατηγορίας, αφήνοντας πίσω αμέτρητα μικρότερα στα σαγόνια της μπουλντόζας και της κατεδάφισης, που κυριάρχησε αλόγιστα στην πρωτεύουσα για δεκαετίες.

Ιστορικά τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα αναπτύχθηκαν, ως γνωστόν, στον Πειραιά, στο Λαύριο και στην Ελευσίνα, αλλά από τον 19ο αιώνα κι έπειτα, οι μεγάλοι άξονες της πόλης. όπως η Πειραιώς και τα χέρσα χωράφια πάνω από τον Κηφισό, εξελίσσονται σε εργατο-κυψέλες με σπίτια και μονάδες παραγωγής.

Ευτυχώς, κάποιοι λίγοι μάρτυρες παραμένουν ζωντανοί να θυμίζουν εκείνα τα χρόνια.

Δημόσιο Καπνεργοστάσιο


© Γιώργος
Χαρίσης / NEON

Το Πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο επί της λεωφ. Λένορμαν 218, το οποίο επανήλθε δυναμικά τα τελευταί χρόνια στην επικαιρότητα λόγω των εκθέσεων που φιλοξενεί, κοντεύει τον έναν αιώνα ιστορίας, έχοντας ακολουθήσει κατά πόδας όλες τις μεγάλες εξελίξεις στη χώρα απ’ τον Μεσοπόλεμο κι έπειτα.

Διότι ναι μεν τούτο το γιγαντιαίο τετράγωνο οικοδόμημα χτίστηκε (σε σχέδια του Ν. Γαβαλά) προκειμένου να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες στο πλέον εξαγώγιμο προϊόν της εποχής, τον καπνό, και πράγματι ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1930 με 25 βιοτεχνίες καπνού, αλλά λόγω της καπνικής κρίσης που ξέσπασε μετά το Κραχ του ’29, λίγα ήταν τελικά τα χρόνια που το οικοδόμημα λειτούργησε αμιγώς ως καπνεργοστάσιο.

Μετέπειτα έγινε έδρα της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Αθηνών, λειτούργησε ως καταφύγιο, επιτάχθηκε από τους Γερμανούς, έγινε ορμητήριο του ΕΛΑΣ και αργότερα φιλοξένησε πρόσφυγες, περιορίζοντας όλο αυτό το διάστημα τους καπνέμπορες σε ένα μόνο μέρος του κτιρίου. Οι τελευταίες βιοτεχνίες του είδους έφυγαν πριν το ’90, το κτίριο περιήλθε στη δικαιοδοσία της Βουλής των Ελλήνων και ουσιαστικά ουδέποτε ανέπτυξε τη βιομηχανική δυναμική του.

Ήταν ένα έργο εμπνευσμένο από τα διεθνή πρότυπα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής: αποτελείται από οκτώ «συρραμμένα» κτίρια και σχεδιάστηκε με γνώμονα κάθετης παραγωγής, δηλαδή την ολοκλήρωση της καπνικής διαδικασίας στο εσωτερικό του – από την επεξεργασία στα ακατέργαστα φύλλα καπνού έως το πακετάρισμα και τη φορολόγηση.

Το τελικό προϊόν στιβαζόταν στο κέντρο του κτιρίου, στο ολόφωτο αίθριο, το οποίο χωρίς δεύτερη σκέψη κλέβει αρχιτεκτονικά την παράσταση: είναι ένα γενναίο άνοιγμα 1.100 τ.μ. στο φως με υαλοσκεπή, η οποία στηρίζεται –ευρηματικά– σε εφέδρανα για να απορροφά τους κραδασμούς.

Εργοστάσιο φωταερίου

Τεχνόπολη

Πρόκειται για την πιο τρανταχτή απόδειξη της πόλης μας για τη δυναμική των βιομηχανικών μνημείων στο σήμερα, εφόσον μεταμορφωθούν σε ζωντανές κυψέλες πολιτιστικής δράσης και ιστορίας: στο Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου στο Γκάζι, που αποτελεί σταθερό πόλο έλξης λόγω και της Τεχνόπολης, μπορεί ο επισκέπτης να διαβάσει ιδίοις όμμασι τον 19ο αιώνα.

Nα παρακολουθήσει, δηλαδή, τη γραμμή παραγωγής του πολύτιμου τότε φωταερίου: από τους επισκέψιμους Παλιούς Φούρνους, που γεμίζονταν απ΄ τους εργάτες με λιθάνθρακα για να αποδεσμεύσουν μέσω καύσης το φωταέριο, έως το πολύγωνο Αεροφυλάκιο, όπου αποθηκευόταν το περίσσευμα του παραγόμενου προϊόντος.

Σημειωτέον ότι μιλάμε για το τρίτο και μεγαλύτερο αεροφυλάκιο του τότε εργοστασίου, όπως και το μεγαλύτερο σε όλη τη χώρα (χωρητικότητας 15.000 κ.μ.). Οι προδιαγραφές ήταν τέτοιες, διότι απευθύνονταν στην τροφοδοσία όλης της πόλης, με το βλέμμα στραμμένο στα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Η ανέγερση και η λειτουργία του εργοστασίου ανατέθηκε από τον βασιλιά Όθωνα στον Γάλλο επιχειρηματία Φραγκίσκο Φεράλδη, με χρονολογία ίδρυσης το 1857 και έναρξη λειτουργίας το 1862. Ήταν πράγματι επανάσταση η νέα μορφή ενέργειας στην Αθήνα, αφού μέχρι τότε οι δρόμοι φωτίζονταν με γκαζόλαμπες.

Από αυτό το εμβληματικό σε μέγεθος εργοστάσιο (στις αρχές απασχολούσε εκατοντάδες εργάτες) πήρε το όνομά της ολόκληρη η περιοχή, το λεγόμενο «Γκαζοχώρι», χωρίς ετούτο να δημιουργεί και τις καλύτερους συνειρμούς σε όσους φαντάζονται τη γειτονιά εκείνα τα χρόνια, με την υψικάμινο του εργοστασίου να αποδεσμεύει τόνους ρύπων στην ατμόσφαιρα. Το εργοστάσιο λειτούργησε για 130 χρόνια και μετά το κλείσιμό του (1984) γρήγορα ανακηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο.

Το εργοστάσιο «Πιλ-Πουλ»


© Eurokinissi

Ως υπόμνηση του ένδοξου παρελθόντος του απ’ την εποχή που απασχολούσε έως 450 εργαζόμενους και τα προϊόντα του ήταν διεθνώς ξακουστά και βραβευθέντα, το γωνιακό πέτρινο κτίριο φάτσα στην Πειραιώς στο Θησείο διατηρεί μέχρι σήμερα την επιγραφή κάτω από το γείσο με το όνομα «Πουλόπουλος». Το Πιλοποιείο Πουλόπουλος, γνωστό ευρύτερα ως «Πίλ-Πουλ» ιδρύθηκε το 1866 και έγινε το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής ψάθινων και χειμερινών καπέλων στα Βαλκάνια.

Στον τοίχο της πλευράς επί των οδών Θεσσαλονίκης και Ηρακλειδών επιβιώνει επίσης (ξεφλουδισμένη) κεραμική επιγραφή με ζωγραφική σκηνή ενός λαγού και μιας ακρίδας δίπλα από καπέλα: το σχέδιο διαφημίζει το μεγάλο επίτευγμα της εταιρείας, να κατασκευάζει εντός του εργοστασίου –από το πρώτο μέχρι το τελευταίο στάδιο– χειμωνιάτικα καπέλα από δέρματα λαγών, κουνελιών και από μαλλί προβάτων. Το κτίριο φέρει σημάδια, τέλος, από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών.

Πλέον, στεγάζει το Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» του Δήμου Αθηναίων, ενώ από το 1985 έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

Κλωστοϋφαντουργία Μεντής


© Λεωνίδας Κουργιαντάκης / Μουσείο Μπενάκη

© Λεωνίδας Κουργιαντάκης / Μουσείο Μπενάκη

Το κτίριο, όλος ο εξοπλισμός και όσο εμπόρευμα υπήρχε στις αποθήκες μεταβιβάστηκαν σύσσωμα το 2011 ως δωρεά στο Μουσείο Μπενάκη από την οικογένεια Μεντή, μερικά χρόνια έπειτα από το κλείσιμο τος κλωστοϋφαντουργίας που καταχωρήθηκε στο βιομηχανικό ρου της χώρας ως μία από τις σημαντικότερες και πιο παλιές στο πεδίο των νημάτων και της παραγωγής ειδών κεντήματος.

Πλέον το επίσημο όνομα του κτιρίου είναι Νηματουργία Μέντης-Αντωνόπουλος-ΝΗ.Μ.Α.

Η ιστορία της επιχείρησης Μεντής κρατά από το 1867: συνδέθηκε με τα μεταξωτά που ζητούσε το Παλάτι, συνδέθηκε με τα κοσμικά σαλόνια που ζητούσαν υψηλής ποιότητας διακόσμηση στα έπιπλα, συνδέθηκε με τα θέατρα και τους γνωστούς οίκους μόδας. Στο παρόν κτίριο εγκαταστάθηκε τη δεκαετία του ’60. Μιλάμε δηλαδή για το πρόσφατο παρελθόν, το οποίο παραδόξως μοιάζει ταυτόχρονα τόσο μακρινό. Αυτό είναι που συνειδητοποιείς επισκεπτόμενος το ισόγειο στην οδό Πολυφήμου 6, πίσω από τη λεωφόρο Πειραιώς.

Αργαλειοί, νήματα και κουβαρίστρες ξετυλίγουν την ιστορία δύο αιώνων σε έναν καθαρά βιοτεχνικό χώρο.

Ιστορικό Αρχείο ΠΙΟΠ


© Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς

Στην περιοχή του Ταύρου, παρυφές με Ελαιώνα, μια περίοδο που ήταν αμιγώς προσφυγική ζώνη τον 20ο αιώνα, λειτούργησε μια μικρή γεωργική βιομηχανία, της οποίας το κτίριο έχει ενταχθεί στο δίκτυο του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), φυλάσσοντας στα ερμάρια και τις βιβλιοθήκες του το δεύτερο ογκωδέστερο αρχείο της χώρας, αφιερωμένο στη βιομηχανική ιστορία της χώρας.

Το λιτό πλην κομψό κτίριο με τους κίονες στο πρόστυλο της μπροστινής όψης χρονολογείται από τη δεκαετία του ’50 και οι παλαιότεροι πιθανότατα θα το θυμούνται από την εταιρεία χυμοποιίας «Κρόνος». Χαρακτηριστικό στοιχείο του οικοδομήματος; Το φουγάρο 12 μέτρων στον περιβάλλοντα χώρο.

Πρώην εργοστάσιο Φιξ


© Eurokinissi

Το επιβλητικό ορθογώνιο κτίριο επί της λεωφόρου Συγγρού, όπου ύστερα από περιπετειώδη αγώνα κατάφερε να βρει στέγη το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αποτελούσε την έδρα της ιστορικής ζυθοποιίας Φιξ από το τέλος του 19ου αιώνα (με τον Ιλισσό «ζωντανό» από δίπλα), ενώ το συγκεκριμένο κτίριο είναι η δεύτερη «έκδοση» του εργοστασίου εκεί, μετά την ολοκληρωτική ανάπλαση του 1950 σε σχέδια του πρωτοπόρου στον μεταπολεμικό μοντερνισμό Τάκη Ζενέτου.

Σημειωτέον ότι ο Ζενέτος κατάφερε να ολοκληρώσει ευρηματικά την γενναία παρέμβαση, χωρίς να διακόψει τη λειτουργία του εργοστασίου: «δημιούργησε μια εξωστρεφή, ευέλικτη κατασκευή, ικανή να μεταβάλλεται και να προσαρμόζεται σε μελλοντικές χρήσεις και διαφορετικές συνθήκες», όπως διαβάζουμε στο site του μουσείου. Για πολλούς το συγκεκριμένο αρχιτεκτόνημα εδραίωσε το µοντέρνο κίνηµα στη συνείδηση των Ελλήνων αρχιτεκτόνων.

Ωστόσο για δεκαετίες είχε πέσει στη λήθη, λίγο έλειψε μάλιστα να γκρεμιστεί. Παρέμενε εντελώς στον αέρα, όσο και η υπόθεση του μουσείου. Το επόμενο μεγάλο βήμα έγινε μετά το 2000, όταν προκηρύχθηκε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός και τρία γραφεία (3SK Στυλιανίδης Αρχιτέκτονες, Ιωάννης Μουζάκης και Tim Ronalds Architects) ανέλαβαν να προσαρμόσουν το κτίριο στις μουσειακές ανάγκες.

Δύο όψεις του κτιρίου είχαν κριθεί ήδη διατηρητέες, εκείνη της οδού Φραντζή και εκείνη από την πλευρά της Συγγρού. Η πρώτη έμεινε ατόφια για να θυμίζει την προηγούμενη ζωή του κτιρίου και η δεύτερη διαμορφώθηκε για να προσδώσει το σύγχρονο χαρακτήρα του: με μία δόση φαντασμαγορίας, ο τοίχος επί της Συγγρού κρύβει στη βάση του έναν «καταρράκτη», που ενεργοποιείται βέβαια σπανίως.

Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς


© EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

Κατά τα πρώτα χρόνιας της νέας χιλιετίας, το βουλεβάρτο της Πειραιώς θεωρούνταν πολλά υποσχόμενο για την επαύριο της πρωτεύουσας – ένα μοναδικό πάντρεμα ιστορίας, βιομηχανίας και σύγχρονου πολιτιστικού παρόντος. Το άνοιγμα του Μουσείου Μπενάκη στον αριθμό 138 το 2004 ήταν από τις τρανταχτές ενδείξεις τούτης της μεταμόρφωσης: ένας πολυδύναμος μουσειακός οργανισμός, ο οποίος τοποθετούσε τον πυρήνα του σε ένα παλιό βιομηχανικό τριώροφο κτίριο του ’60, το οποίο ήταν αποθήκη και χώρος στάθμευσης φορτηγών.

Μετά την τολμηρή ανακατασκευή, μόνο η τυπολογία του κτιρίου διατηρήθηκε, στην οποία περιλαμβάνεται φυσικά και το μεγάλο αίθριο-έκπληξη που αποκαλύπτεται στον επισκέπτη μπαίνοντας στο εσωτερικό του κτιρίου, ενώ κατά τα άλλα τα σχέδια (αρχιτεκτονική μελέτη: Μαρία Κοκκίνου και Ανδρέας Κούρκουλα) άλλαξαν ριζικά την όψη του οικοδομήματος εσωτερικά και εξωτερικά – δεν νοείται βιομηχανικό/βιοτεχνικό κτίριο χωρίς γενναία ανοίγματα στο φυσικό φως. Το ενδιαφέρον είναι ότι η βιομηχανική αίσθηση παρέμεινε.

Γι΄αυτόν ακριβώς το λόγο αξίζει να αναφερθεί εδώ. «Είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα στον ελληνικό χώρο, όπου το παλιό βιομηχανικό κτίριο έχει υποστεί αισθητές αλλαγές και αλλοιώσεις […] Ωστόσο, κατά πολλούς θεωρείται ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα νέα αρχιτεκτονήματα της Αθήνας, ένα αφαιρετικό κατασκεύασμα βιομηχανικού ύφους», όπως αναφέρει η Δαλγίτση Ανδρομάχη-Άννα, που μελέτησε το θέμα για χάρη του Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Exit mobile version