Barbarella: Ένα σκοτεινό διαμέρισμα του 1979 ανακαινίστηκε και γέμισε φως
Η αρχιτέκτονας Ναταλία Μπαζαίου έλαβε υπόψιν της τις ανάγκες της τετραμελούς οικογένειας που διαμένει στο άλλοτε σκοτεινό σπίτι και πλέον κυριαρχεί το φυσικό φως, αλλά και το πράσινο στοιχείο.
- 7 ΣΕΠ 2024
Η αρχιτέκτονας Ναταλία Μπαζαίου έλαβε υπόψιν της τις ανάγκες της τετραμελούς οικογένειας που διαμένει στο άλλοτε σκοτεινό σπίτι και πλέον κυριαρχεί το φυσικό φως, αλλά και το πράσινο στοιχείο.
Τα αθηναϊκά διαμερίσματα που χτίστηκαν κατά κόρον τις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70, χαρακτηρίζονταν από τους πολλούς και μικρούς χώρους, αλλά και από την έλλειψη του φυσικού φωτός, που δεν μπορούσε να εισχωρήσει εύκολα κυρίως λόγω των πολλών διαχωριστικών τοίχων που υπήρχαν στον χώρο.
Ένα τέτοιο διαμέρισμα στην Αγία Παρασκευή, κλήθηκε να ανακαινίσει η αρχιτέκτονας Ναταλία Μπαζαίου, προκειμένου να μπορέσει να φιλοξενήσει πια μια τετραμελή οικογένεια και να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της.
Πρωταρχικό ρόλο στην ανακαίνιση έπαιξε η ανάγκη για περισσότερο φως, αλλά και πράσινο. Οι νέοι ένοικοι της Barbarella, όπως είναι το όνομα του διαμερίσματος, επιθυμούσαν χαλαρότητα στις χωρικές σχέσεις των επί μέρους χρήσεων, αλλά και χωροθετήσεις χωρίς κλασικούς περιορισμούς και τάσεις διαχωρισμού.
Πλέον, κέντρο του σπιτιού αποτελεί ο εσωτερικός κήπος, που είναι ορατός από κάθε σημείο των χώρων διημέρευσης και εισόδου.
«Τα φυτά και τα δέντρα αποτελούν βασικούς παράγοντες της καθημερινής ζωής της οικογένειας, οπότε δε θα μπορούσαν να λείπουν από τον νέο σχεδιασμό του σπιτιού», εξηγεί η Ναταλία Μπαζαίου. «Στοιχεία της ταυτότητας του ελληνικού φυσικού και ανθρωπογενούς τοπίου όπως η γλυπτικότητα και η απλότητα στον σχεδιασμό των χώρων και των όγκων και η ανάδειξη των εξαιρετικά σημαντικών υπαίθριων και ημιυπαίθριων τμημάτων του συνόλου, ως χώρων βιωματικών δίπλα και επί ίσοις όροις με τους κλειστούς, διαμορφώνουν τις μορφές, την οργάνωση και τη λειτουργία των χώρων».
Η μεγιστοποίηση της αλληλοδιαπλοκής κλειστών–ανοιχτών χώρων μεγιστοποιεί τη χρήση του φυσικού φωτισμού, άμεσου και έμμεσου και των χρωματικών ποιοτήτων του, διυλισμένου από τις ζώνες φύτευσης και τις γυάλινες οθόνες-διαχωριστικά.
«Η εμπιστοσύνη στην αλήθεια της υφής των υλικών – είτε του παλαιού διαμερίσματος που έχουν ανασυντεθεί, είτε νέων που κατασκευάστηκαν επί τόπου, είτε άλλων που έχουν πίσω τους ιστορίες και διηγήσεις από τη χρήση τους σε άλλες δομές – με περισσότερο ή λιγότερο κατεργασμένες μορφές, διαμορφώνουν την ατμόσφαιρα της κατοικίας», καταλήγει η αρχιτέκτονας.