Γιατί το Κέντρο Πολιτισμού του Renzo Piano είναι ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα
- 1 ΜΑΡ 2022
Χρειάστηκαν οκτώ χρόνια από τη σύλληψη μέχρι την τοποθέτηση του τελευταίου κομματιού. Το ορόσημο της ολοκλήρωσης ήταν το μεγάλο στέγαστρο στην κορυφή του κτιρίου – ένα «ιπτάμενο χαλί», όπως το είχε χαρακτηρίσει ο εμπνευστής του, μήκους και πλάτους 100 μέτρων, το οποίο λειτουργούσε και ως mega-συσσωρευτής ενέργειας, αφού στο επάνω μέρος του είχαν ενσωματωθεί 5.700 ηλιακά πάνελ, με δύναμη παραγωγής έως και 2,2 γιγαβατώρες (GWh) ανά έτος, όσο δηλαδή θα χρειαζόταν κατά τη λειτουργία του το νεοσύστατο Κέντρο Πολιτισμού – Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος».
Το βάρος του μαζί με τα πάνελ ξεπερνούσε τους 4.500 τόνους, σαν να λέμε όσο 100 φορτηγά φορτωμένα με το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος. Δεν ήταν φυσικά ενίαια επιφάνεια αλλά αποτελούταν από 750 κομμάτια οπλισμένου τσιμέντου, τα οποία προσγειώθηκαν μεν από τους γερανούς στις κολώνες αλλά για να «συρραφούν» μεταξύ τους χρειάστηκαν οικοδόμοι, που δούλευαν έχοντας αναρριχηθεί 47 μέτρα πάνω απ’ τη γη.
Τους οποίους οικοδόμους με τα κίτρινα γιλέκα και τα κράνη μπορούσες, μάλιστα, να παρακολουθήσεις επί τω έργω από μακριά, αφού τα αποκαλυπτήρια του Κέντρου Πολιτισμού δεν ήταν υπό τη λογική της έκπληξης με ένα «τράβηγμα της κουρτίνας», όπως συνηθιζόταν.
Κέντρο Πολιτισμού, ένα σύγχρονο τοπόσημο
Tο νέο τοπόσημο στο τέλος της Συγγρού, με το οποίο έβαζε τη σφραγίδα του το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στον πολιτισμό και όχι μόνο, άνοιξε τμηματικά, ενώ το εργοτάξιο ήταν σκόπιμα σε κοινή θέα, για να πιστοποιήσει τον δημόσιο, ελεύθερο και επί ίσοις όροις χαρακτήρα, που προωθούσε.
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά τα επίσημα εγκαίνια, πάνω από 20 εκατομμύρια κόσμου το έχει επισκεφθεί. Είναι η μόνη και ακλόνητη απόδειξη ότι η «κοινωνική βιωσιμότητα», για την οποία μιλούσε τότε ο Renzo Piano, παράλληλα με την οικολογική βιωσιμότητα του εγχειρήματος, δεν ήταν φράση κενής νοήματος. Με αυτό το ευρωπαϊκού επιπέδου έργο που εμφανίστηκε στην Αθήνα μετά (;) την Κρίση, έγινε κοινώς αντιληπτό πώς η αρχιτεκτονική δεν τελειώνει στον θαυμασμό του ωραίου.
«Αρχιτεκτονική είναι η τέχνη του να κατασκευάζεις καταφύγια για τις κοινωνίες», είχε αναφέρει σε μία ομιλία του ο Renzo Piano, ένας πραγματικός σταρ του είδους, με το portfolio του γραφείου του να περιλαμβάνει το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι, το Ίδρυμα Beyeler στην Ελβετία και το αεροδρόμιο Kansai στην Ιαπωνία
Για να συνεχίσει: «Η αρχιτεκτονική τροφοδοτείται από τις καθημερινές ανάγκες και καθορίζεται από τη δύναμη της ανάγκης – τι εντυπωσιακό!». Η βιωσιμότητα με κοινωνικά κριτήρια λοιπόν αφορά τη συνύπαρξη, την ανταλλαγή αξιών, την ανάπτυξη ενός ζωντανού δημόσιου χώρου.
Όλα ξεκίνησαν γύρω από ένα τραπέζι
Ήταν πριν την Κρίση όταν ο Ανδρέας Δρακόπουλος, αγαπημένος ανιψιός του Σταύρου Νιάρχου και πρόεδρος του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, οραματίστηκε αυτό το έργο, αλλά το 2009 υπεγράφη τελικά η σύμβαση μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιδρύματος σχετικά με την παραχώρηση της έκτασης 210 στρεμμάτων στο Δέλτα Φαλήρου, εκεί όπου παλαιότερα υπήρχε ο θρυλικός ιππόδρομος (προτού μεταφερθεί στον Μαρκόπουλο), για την ανέγερση ενός νέου Κέντρου Πολιτισμού, που θα στεγάζει την Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος και την Εθνική Λυρική Σκηνή. Με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτή η μετατόπιση.
Για το πρότζεκτ δεν προκηρύχθηκε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός. Ο πρόεδρος του Ιδρύματος επέλεξε μια σειρά από διεθνείς αρχιτέκτονες και τους κάλεσε στη Ζυρίχη το 2008. Το όνομα πίσω απ’ την ιδέα που τελικά προκρίθηκε για το έργο, ο Renzo Piano, είχε γνωρίσει από κοντά τον Ανδρέα Δρακόπουλο ένα χρόνο νωρίτερα σε ένα γνωστό εστιατόριο της Νέα Υόρκης. Εκεί, σε περιβάλλον οικογενειακό, μαζί με τα παιδιά του Σταύρου Νιάρχου (Σπύρος, Φίλιππος και Μαρία Νιάρχου) ξεκίνησε όλη η ιστορία.
Τα μέλη του Ιδρύματος εξήγησαν τότε το αίτημά τους –την κατασκευή ενός μοναδικού συγκροτήματος με πολλές δραστηριότητες, όπου θα συνυπήρχαν ένα μεγάλο πάρκο, μια αίθουσα μουσικής-όπερας και μια βιβλιοθήκη– και ο Ιταλός αρχιτέκτονας έπιασε μια χαρτοπετσέτα, έκανε ένα σχέδιο επί τόπου σε δέκα δεύτερα και κατά πώς φημολογείται εκείνη η σύλληψη ήταν που τελικά έγινε πράξη.
Στα ντεσού της ιστορίας έχουμε να προσθέσουμε και την εξής παράδοξη σύμπτωση: ο Renzo Piano είχε βρεθεί τυχαία σε εκείνη την αχανή έκταση στο Δέλτα, χρόνια προτού γίνει λόγος για το έργο, όταν επιβιβάστηκε σε ένα ταξί με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά και επειδή ο οδηγός οδηγούσε πάνω από το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας, τους σταμάτησε η Τροχαία σε εκείνο ακριβώς το σημείο, όπου παρέμειναν για κάποια ώρα μέχρι να γράψει η αστυνομία το πρόστιμο.
Έτσι συνάντησε για πρώτη φορά τον τόπο που έμελλε να αναμορφώσει.
Κτίρια κάτω από έναν τεχνητό λόφο
Καταρχάς, η μελέτη για το Κέντρο Πολιτισμού δεν ήταν αρχιτεκτονική αλλά τοπογραφική. Ο Renzo Piano, προκειμένου να μη στερήσει έκταση απ’ το πάρκο με την επιφάνεια των κτιρίων, σκέφτηκε την εξής εντυπωσιακή ιδέα: να υψώσει έναν τεχνητό λόφο και τα κτίρια να τοποθετηθούν υπόσκαφα, ενώ το πράσινο θα συνεχίζεται επάνω στην οροφή τους. Πάνω απ’ το 85%, τουτέστιν 170 στρέμματα ενιαίου πάρκου, ήταν το τελικό κέρδος.
Έτσι, χρησιμοποιήθηκαν τα υλικά από τις εκσκαφές κι άλλα μπάζα της πρωτεύουσας προκειμένου να διαμορφωθεί ένα ύψωμα 32 μέτρων με ήπια κλίση στην κάτω πλευρά του οικοπέδου, επιτελώντας παράλληλα έναν ακόμη ρόλο στο αρχιτεκτόνημα: εκείνον του παρατηρητηρίου.
«Περπατάς προς το νότο, προς το φως, ανεβαίνεις αργά και κάποια στιγμή αρχίζεις να διακρίνεις τη θάλασσα, ώσπου το γαλάζιο ανοίγεται διάπλατα μπροστά στα μάτια σου, ενώ η δεύτερη έκπληξη έρχεται όταν, κάνοντας μεταβολή, ανακαλύπτεις από ψηλά και την Αθήνα», είχε δηλώσει ο αρχιτέκτονας σε συνέντευξη του το 2016 για το αρχείο του Ιδρύματος.
Υψώνοντας τον επισκέπτη πάνω απ’ το έδαφος, επανέφερε το προτέρημα που είχε άλλοτε η περιοχή και επεβίωνε μόνο στην ετυμολογία του ονόματός της: καλή θέα.
Σημειωτέον ότι ο λόφος είναι μεν ανομοιόμορφος, για να θυμίζει φυσικό μεσογειακό λόφο (ανάλογα ποικίλουν και οι φυτεύσεις του πάρκου, από φρύγανα και λεβάντες έως ελιές και πεύκα, όπως προέκυψε απ΄ τον σχεδιασμό τοπίο των Deborah Nevins και Έλλη Παγκάλου), αλλά σε κανένα σημείο η κλίση δεν ξεπερνάει το 5-6%, ούτως ώστε να είναι ανεπαίσθητη στους επισκέπτες και –το κυριότερο– διαχειρίσιμη σε άτομα με κινητικές δυσκολίες.
Τα φυτεμένα δώματα συγκρατούν, παράλληλα, νερό εξυπηρετώντας τις ανάγκες του πάρκου, ενώ τα κτίρια που κρύβονται κάτω απ’ το χώμα στηρίζονται σε γιγάντια αντισεισμικά «αμορτισέρ», χωρίς να διατρέχουν κανένα κίνδυνο.
Ποια σημεία κάνουν ξεχωριστό το Κέντρο Πολιτισμού
Καρδιά του Κέντρου Πολιτισμού ήταν και παραμένει η Αγορά – η τετράγωνη πλατεία (40 επί 40 μέτρων) στην είσοδο των δύο κτιρίων. «Δεν είναι απλώς ένα αστικό στοιχείο, έχει και μεταφορική σημασία, είναι ένας χώρος συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων και αξιών», εξηγούσε ο αρχιτέκτονας στη συνέντευξη για το αρχείο του Ιδρύματος. Ένα σημείο πύκνωσης του δημόσιου χώρου. Επιλέχθηκε μάλιστα τα (εκατομμύρια) βιβλία της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος να «αγκαλιάσουν» τους τοίχους του ισογείου και να είναι ορατά από όσους βρίσκονται στην Αγορά.
Το άλλο στοιχείο που εξαρχής απασχόλησε τον Piano ήταν το νερό. Βλέποντας την Αθήνα και την παθογένεια των μπαζομένων ρεμάτων, θέλησε να συμβάλλει στο να ξαναφτιάξουμε τη σχέση μας με τη θάλασσα. Έτσι προέκυψε το μακρύ Κανάλι που διατρέχει κάθετα το Κέντρο Πολιτισμού, ως «προπομπός της θάλασσας». Είναι μήκους 400 μέτρων, πλάτους 30 μέτρων και περιέχει –φυσικά– θαλασσινό νερό, έχοντας τη δυνατότητα να φιλοξενήσει μικρές καρίνες (το είχε τεστάρει και ο ίδιος ο Piano).
Μεταγενέστερα εντάχθηκαν τα Σιντριβάνια στο Κανάλι με τις χορογραφίες ανά μισή ώρα – ένα σύμπλεγμα από 59 κατακόρυφους πίδακες και 10 περιστρεφόμενους. Για τους περισσότερους, βέβαια, το πιο εντυπωσιακό σημείο είναι ο Φάρος, όπου μπορείς με κιάλια να παρατηρήσεις όλη την πόλη.
Το Κέντρο Πολιτισμού, λοιπόν, αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα της αρχιτεκτονικής, ένα σύγχρονο αθηναϊκό τοπόσημο και ένα πάρκο που δείχνει προς ένα περισσότερο βιώσιμο κοινωνικό μέλλον.
Το OneCity είναι ο νέος οδηγός της Αθήνας. Γειτονιές, πρόσωπα, εστιατόρια και street food, τάσεις και αφίξεις σε διασκέδαση και πολιτισμό. Ό,τι συμβαίνει στην πόλη βρίσκεται στο OneCity by OneMan!