ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Η ιστορία του Ωδείου Αθηνών, του πιο σημαντικού μοντέρνου τοπόσημου της πόλης

Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ενός αθηναϊκού τοπόσημου με τεράστια σημασία.

Για να γιατρέψεις ένα τραύμα 40 και κάτι χρόνων, πρέπει πρώτα να φτάσεις στη ρίζα, λένε οι ψυχαναλυτές. Παραδόξως, η περίπτωση του Ωδείου Αθηνών επιβεβαιώνει τον κανόνα, λες και δεν είναι απλά κτίριο αλλά ζωντανός οργανισμός: στα έγκατα του κτιρίου, η περίφημη αίθουσα του αμφιθεάτρου (που είχε αφεθεί από το 1976 στα μπετά, χωρίς καθίσματα και σκηνή, ενώ χαίρει άψογης ακουστικής) είναι το πρώτο κομμάτι που θα παραδοθεί ολοκληρωμένο από την ανακατασκευή του κτιρίου, έχοντας πλέον το όνομα του μεγάλου οραματιστή Ιωάννη Δεσποτόπουλου.

Μέχρι το φθινόπωρο του 2022, το νέο, σύγχρονο αμφιθέατρο θα είναι -επιτέλους- ανοιχτό σε καλλιτέχνες και κοινό.

Τα εμπόδια ελέω Covid έφεραν αναβολές στο αρχικό χρονοδιάγραμμα των εργασιών, αλλά πλέον έχουν διευθετηθεί τα πάντα: οι παρεμβάσεις είναι σε τελικό στάδιο και το εμβληματικό κτίριο, έχοντας επουλώσει τις κατασκευαστικές του πληγές.

Έτσι, είναι έτοιμο να καλύψει το άλλο μεγάλο πλήγμα που είχε προκαλέσει η πολύχρονη αδιαφορία της Πολιτείας για ένα εξαιρετικό δείγμα του μοντερνισμού, που κηρύχθηκε νεώτερο μνημείο μόλις το 2017. Μιλάμε για το τραύμα στο σώμα της Αθήνας.

Πώς όμως φτάσαμε μέχρι εδώ; Τι έχει συμβεί εδώ και σχεδόν 50 χρόνια που το κτίριο στέκει στο πλέον κεντρικό σημείο της πόλης;

 Το μεγάλο όραμα του Ιωάννη Δεσποτόπουλου

Είτε ισχύει είτε όχι η φημολογία πως βρέθηκε στα θρανία του Walter Gropius, του μεγάλου θεωρητικού που θεμελίωσε το κίνημα του Bauhaus διεθνώς, το σίγουρο είναι ότι ο Δεσποτόπουλος αποτελεί τον μόνο Έλληνα αρχιτέκτονα που γαλουχήθηκε στην κοιτίδα του μοντερνισμού, την πόλη της Βαϊμάρης, κατά τη δεκαετία του ‘20. Είχε έρθει σε επαφή με τους μεγάλους οραματιστές ενός κινήματος που απαντούσε στη μεγάλη ανάγκη της εποχής: την πρακτικότητα.

Το ίδιο είχε ανάγκη και η Ελλάδα την επόμενη δεκαετία: οι υπεράριθμες ροές των προσφύγων απ’ τα παράλια της Μικράς Ασίας ζητούσαν άμεσες και λειτουργικές λύσεις για το πρόβλημα της στέγασης και της ανέγερσης κοινωνικών δομών, όπως σχολεία και νοσοκομεία.

Μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, τη δεκαετία του ’30, ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος έλαβε μέρος σε μεγάλα πρότζεκτ του κράτους, αλλά ελάχιστα έργα είναι που επιβιώνουν σήμερα με την υπογραφή του. Συνήθως σε εκείνες τις αναθέσεις συνεργάζονταν πολλοί αρχιτέκτονες από κοινού, χωρίς να βάζουν τη σφραγίδα τους.

Γι’ αυτό και το Ωδείο Αθηνών έχει μοναδική βαρύτητα για την ταυτότητα της Αθήνας: είναι ένα από τα ελάχιστα τόσο γνήσια δείγματα του μοντέρνου κινήματος στην πρωτεύουσα, που παραμένει αυτούσιο από τότε που χτίστηκε – ένα παραλληλόγραμμο κέλυφος, το οποίο σε αντίθεση με όσα εικάζει ο περαστικός, κρύβει στο εσωτερικό του ανοίγματα και αίθρια, μεγάλους χώρους και αίθουσες συνάθροισης.

Είναι ένα κτίριο με βαθιά κοινωνική και πρακτική φιλοσοφία, όπως θα διαπιστώσεις εάν κάνεις μια επίσκεψη στη νέα μόνιμη έκθεση που έχει εγκατασταθεί εδώ και λίγο καιρό στον 1ο όροφο του Ωδείου, με τίτλο Από το κτίριο στην κοινότητα: Ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος και το Bauhaus, ως τιμητική μνεία στο πλαίσιο της ανακατασκευής. Τότε συνειδητοποιείς ότι πρόκειται για ένα πραγματικό magnum opus.

Διότι αυτό το λιτό και τόσο πρακτικό «κουτί» επί της λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου δε σχεδιάστηκε για να στέκει μόνο του: το μεγάλο όραμα του Ιωάννη Δεσποτόπουλου για το τρίγωνο μεταξύ αυτής της λεωφόρου και των οδών Βασιλέως Γεωργίου και Ρηγίλλης, ήταν να διαμορφωθεί ένα πολυδύναμο Πνευματικό Κέντρο.

Στην πρόταση που είχε καταθέσει, κερδίζοντας τον πανελλήνιο διαγωνισμό του 1959, συγκαταλεγόταν επίσης ένα υπαίθριο μουσείο, η Πινακοθήκη, μια βιβλιοθήκη, ένα κτίριο συναυλιών και ένα ξενοδοχείο, μεταξύ άλλων.

Τελικά, οι μπουλντόζες μπήκαν μόνο για το Ωδείο Αθηνών, αλλά οι εργασίες διακόπηκαν άδοξα το 1976, λίγο πριν την αποπεράτωση, λόγω οικονομικών δυσχερειών.

 

 

 

Η νέα ημέρα για το Ωδείο Αθηνών

«Πώς είναι δυνατό στο κέντρο μιας μεγάλης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, 150 μέτρα από το Προεδρικό Μέγαρο, να υπάρχει ένα αληθινό μνημείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής, ενυπόγραφο από έναν σπουδαίο αρχιτέκτονα, το οποίο να σαπίζει ημιτελές και εγκαταλελειμμένο», ρωτούσε με ειλικρινή απορία ο πρόεδρος του Ωδείου Αθηνών Νίκος Τσούχλος, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που είχε δοθεί πριν από ένα χρόνο για την ανακοίνωση της ανακατασκευής.

Το σχέδιο ακούστηκε απλό αλλά πρακτικά δεν ήταν: να γίνει λειτουργικό περίπου το 50% του κτιρίου που έμενε ανολοκλήρωτο από τη δεκαετία του ’70 –συγκεκριμένα, τα 5.300 τ.μ. από τα 13.000 τ.μ.–, έτσι που η ακαδημία του Ωδείου Αθηνών να αποκτήσει έδρα εφάμιλλη της ιστορίας του. Πρόκειται για το παλαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αθήνας στις μουσικές σπουδές και ο στόχος ήταν να εξελιχθεί σε έναν δυναμικό οργανισμό, βιώσιμο και πολυλειτουργικό.

Το μεγάλο στοίχημα για το κτίριο-μνημείο ήταν να απαντά στις ανάγκες του σήμερα (τεχνολογικά συστήματα, στατικότητα κοκ), χωρίς να παρεκκλίνει ούτε σπιθαμή από το όραμα του μεγάλου δημιουργού του, του Ιωάννη Δεσποτόπουλου. Δύσκολο, αφού μιλάμε για πενήντα χρόνια απόσταση.

Τόσο οι αντικειμενικές όσο και οι ηθικές δεσμεύσεις, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ελευθερίας στο αρχιτεκτονικό γραφείο: πρόκειται για ένα κηρυγμένο νεότερο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού, παραμένει να αναφέρεται στην άδεια του κτιρίου ότι πρόκειται για μια διώροφη οικοδομή που λειτουργεί ως μουσική ακαδημία, οπότε το χέρι της Ήβης Νανοπούλου που εκπροσωπεί το γραφείο μελετών «Θύμιος Παπαγιάννης και Συνεργάτες ΑΕΜ» έπρεπε να είναι ελαφρύ.

Καμία επέμβαση δεν προβλέπεται στα χαρακτηριστικά του κτιρίου, πέρα από το να συμπληρωθούν οι «γραμμές» που έμειναν ανολοκλήρωτες: στο απόλυτο παραμένουν οι πέντε όψεις του κτιρίου –οι τέσσερις ολόλευκες περιμετρικά που είναι επενδεδυμένες με πεντελικό μάρμαρο και η ταράτσα–, ενώ εσωτερικά ολοκληρώνεται το 600 θέσεων αμφιθέατρο, ένα υπόγειο black box που θα έχει πειραματικό χαρακτήρα, το νέο εστιατόριο στην είσοδο, όπως και ένα πλήρως εξοπλισμένο music lab στο υπόγειο για νέους καλλιτέχνες.

Σύμφωνα με όσα είχαν ανακοινωθεί στην περσινή συνέντευξη Τύπου, αίθουσες του κτιρίου θα προσφέρονται για υπενοικίαση, προκειμένου να προκύπτει ένα επιπλέον έσοδο στο ταμείο του (βεβαρημένου) οργανισμού, ενώ σε δεύτερο χρόνο θα προχωρήσει η ανάπλαση στον περιβάλλοντα χώρο, με στόχο το κτίριο να επικοινωνεί οπτικά με το Βυζαντινό Μουσείο.

Η ανακατασκευή του Ωδείου Αθηνών υλοποιείται με την αρωγή 7 εκ. από την Περιφέρεια Αττικής, που προέρχονται από ευρωπαϊκά κονδύλια.